Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Ρήγας Φεραίος (Βελεστινλής) ♥ Ο Θούριος της Επανάστασης του 1821 που ξεσήκωσε τους Έλληνες

Το όραμα του Ρήγα Βελεστινλή, πρωτεργάτη και κήρυκα της Επανάστασης του 1821, είναι η Ελλάδα, ενταγμένη όμως στο πλαίσιο της δημοκρατικής συνομοσπονδίας όλων των λαών της Βαλκανικής, της Μικράς Ασίας και της Μεσογείου.
Ο Ρήγας Βελεστινλής-Φεραίος υπήρξε ο πρωτεργάτης και πρόδρομος του νεοελληνικού διαφωτισμού και ο κήρυκας και πρωτομάρτυρας της Επανάστασης του 1821. Οραματίσθηκε την επανάσταση εναντίον της οθωμανικής τυραννίας, στο πλαίσιο όμως της κοινής σύμπραξης όλων των συνυπόδουλων λαών της Βαλκανικής, της Μικράς Ασίας και της Μεσογείου. Πίστεψε και εργάσθηκε σθεναρά για την εγκαθίδρυση μίας «Ελληνικής Δημοκρατίας». Όπως και αρκετοί άλλοι εμπνευσμένοι πνευματικοί άνδρες, επιδίωξε με βιβλία, ποιήματα, διακηρύξεις, ιστορικογεωγραφικούς χάρτες και άλλες εκδόσεις να ενεργοποιήσει την διαδικασία της εθνικής αφύπνισης του υπόδουλου γένους, περνώντας μέσα από τα έργα του τις νέες ρηξικέλευθες ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, αλλά και τα ριζοσπαστικά μηνύματα της εθνεγερσίας. Το τραγικό του τέλος και η απήχηση της εθνεγερτήριας φωνής του τον ανέβασαν στο ύψος του πρώτου μάρτυρα και προδρόμου του απελευθερωτικού αγώνα του Ελληνισμού.
Μεταλλική πλάκα με τήν προτομή του Ρήγα. Έργο Στέλιου Τριάντη. (Συλλογή Στέλιου Τριάντη).
Τα πρώτα χρόνια
Ο Ρήγας γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο της Θεσσαλίας, όπου βρισκόταν η αρχαία πόλη Φεραί. Ρήγας ήταν το βαπτιστικό του όνομα, πολύ συνηθισμένο για τις τότε υφιστάμενες συνθήκες στην μείζονα περιοχή της Μαγνησίας. Ο Ρήγας ήταν γνωστός χωρίς καμία δυσκολία στο Βελεστίνο ως ο γιος του Κυρίτση. Όταν όμως βρέθηκε σε κάποιο άλλο μέρος, όπως για παράδειγμα στο κοντινό Πήλιο ως μαθητής, εκεί το προσδιοριστικό του ήταν «Ρήγας ο Βελεστινλής». Σύγχρονοί του πνευματικοί άνδρες αλλά και μεταγενέστεροι, γνωρίζοντας ότι στην περιοχή του Βελεστίνου υπήρχε κατά την αρχαιότητα η ανθηρή πόλη των Φερών μετέτρεψαν το «Βελεστινλής» σε «Φεραίος» (ως ο καταγόμενος από την πόλη των Φερών). Το όνομα Ρήγας Φεραίος θεωρήθηκε –ως εκ τούτου– αρχαιοπρεπέστερο, διαδόθηκε στην συνέχεια ευρέως, αλλά ο ίδιος ο Ρήγας δεν το χρησιμοποίησε ποτέ, διότι αυτοπροσδιοριζόταν πάντα, όπως ήδη αναφέρθηκε, ως Ρήγας Βελεστινλής.
Η υπέρεια κρήνη τών Φερών. Έγχρωμη χαλκογραφία Edward Dodwell (Βιβλιοθήκη της Βουλής).
Η οικογένεια του Ρήγα θα πρέπει, κρίνοντας από την ποιότητα της αγωγής και τους δασκάλους του, να διέθετε κάποια οικονομική επιφάνεια και άνεση. Το Βελεστίνο, εξάλλου, βρισκόταν στο εύφορο τμήμα της Θεσσαλίας και πάνω σε έναν κόμβο συγκοινωνιών που ευνοούσε τις συναλλαγές και το εμπόριο.
Η συνοικία του Ρήγα στο Βουκουρέστι: ο ποταμός Νταμπόβιτσα (Βιβλιοθήκη Ρουμανικής Ακαδημίας, Βουκουρέστι).
Ο Ρήγας θα πρέπει να διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο Βελεστίνο και λίγο αργότερα η εύρωστη οικονομικά – σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις– οικογένειά του τον έστειλε στη Ζαγορά του Πηλίου για μία συστηματικότερη και πιο πλούσια εκπαίδευση. Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο της Ζαγοράς, ο Ρήγας προσκλήθηκε από το γειτονικό χωριό Κισσός του Πηλίου και δίδαξε ενδεχομένως για ένα χρόνο στην οικεία σχολή.
Ο Ρήγας, κοινωνός των διεργασιών της περιόδου
Ο Ρήγας ήταν περίπου 12 ετών όταν άνοιξε με δυναμικό τρόπο το κεφάλαιο του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) της Αικατερίνης Β και των Ορλωφικών (1769-1774), ένα από τα συγκλονιστικότερα της ελληνικής ιστορίας των προεπαναστατικών χρόνων. Η ματαίωση όλων των ελπίδων του γένους ήρθε γρήγορα και η εκδικητική μανία τακτικών και ατάκτων Οθωμανών ξέσπασε ασυγκράτητα πάνω στους ραγιάδες. Η σύνολη κατάσταση της οθωμανικής βίας και τρομοκρατίας άσκησε βαθιά επίδραση πάνω στην ευαίσθητη ψυχή αλλά και στην ορμητική ιδιοσυγκρασία του Ρήγα.
Ο Ρήγας Φεραίος. Έργο του Σωτήριου Χρηστίδη (Βιβλιοθήκη της Βουλής).
Ο Θεσσαλός οραματιστής μεγάλωσε και σπούδασε στην πατρίδα του. Σύμφωνα δε με την Αγιορείτικη παράδοση, φοιτησε και στην Αθωνιάδα Σχολή. Περίπου στα είκοσί του χρόνια (γύρω στα 1777-1780), εγκατέλειψε την γενέθλια γη για να ασχοληθεί με τα μεγάλα του σχέδια και πήγε στην Πόλη. Εκεί κατάφερε γρήγορα να διεισδύσει στο αρχοντικό και να προσληφθεί ως «γραμματικός» του Αλέξανδρου Υψηλάντη, παππού των Υψηλάντηδων της επανάστασης του 1821. Ο επιφανής αυτός Φαναριώτης φαίνεται πως είχε ευνοήσει ξεχωριστά τον ευφυή «γραμματικό» του. Ο Ρήγας ταυτίσθηκε με τον ρόλο και την ουσία του «γραμματικού», και η επαγγελματική του αυτή ιδιότητα αποτέλεσε το εφαλτήριο για να μπορεί να επικοινωνεί απρόσκοπτα με τους ισχυρούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του Ελληνισμού της διασποράς, αλλά και κάποιους ενδεχομένως της ευνομούμενης Ευρώπης.
Επόμενος σταθμός το Βουκουρέστι (γύρω στο 1786) και συγκεκριμένα η αυλή του Νικόλαου Μαυρογένη. Ο δεύτερος ρωσοτουρκικός πόλεμος η «πόλεμος των τριών ιμπερίων» (1787-1792), ο οποίος είχε φέρει τους Αυστριακούς σε συνεννόηση με τους Ρώσους εναντίον φυσικά των Τούρκων, θα δώσει την ευκαιρία στον Ρήγα να μεταβεί στην Βιέννη, ως γραμματικός του βαρόνου de Langenfeld (Ιούνιος του 1790).
Ο Ρήγας στην Βιέννη
Η Βιέννη ήταν μία από τις πιο κοσμοπολίτικες και πιο λαμπρές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, κέντρο των πιο κρίσιμων διεθνών ζυμώσεων και εξελίξεων και ταυτόχρονα μία από τις σπουδαιότερες και μεγαλύτερες εστίες του Ελληνισμού της διασποράς. Σύμφωνα με υπολογισμούς της εποχής εκείνης, ο Ελληνισμός που κατοικούσε στα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Αυστροουγγαρίας αριθμούσε περί τις 400.000 ψυχές. Η άνετη οικονομική επιφάνεια και ο τρόπος ζωής των Ελλήνων μέσα στο ανεπτυγμένο αυτό ευρωπαϊκό περιβάλλον δεν συνέβαλαν απλά και μόνο στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την επιδίωξη της πολιτικής αυτονομίας και της εθνικής ανεξαρτησίας για την δουλωμένη στον Οθωμανό πατρίδα.
«Αλέξανδρος ο Μέγας», Βιέννη 1797. (Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας, Βουκουρέστι).
Από την περίοδο αυτή της ζωής του Θεσσαλού πατριώτη στην Βιέννη θα πρέπει να αναζητήσει κανείς τις απαρχές των συγκεκριμένων επαναστατικών σχεδίων που  εμπνεύσθηκε και κατέστρωσε.
Το δεύτερο εξάμηνο του 1790 οπότε ο Ρήγας διαμένει στην Βιέννη, τυπώνονται δυό βιβλία του και αναγγέλλεται και η προσεχής έκδοση ενός τρίτου. Το πρώτο έχει τίτλο «Σχολείον των ντελικάτων εραστών», περιλαμβάνει έξι διηγήματα του Retif de la Bretonne που έχουν μεταφρασθεί από την γαλλική, και το δεύτερο βιβλίο είναι το «Φυσικής Απάνθισμα», που περιέχει ερανίσματα από γαλλικά και γερμανικά εγχειρίδια Αστρονομίας και Φυσικής.
Ο Ρήγας παρουσιάζεται στην «Φυσική» ως ο συνετός και φιλογενής πνευματικός άνδρας που πονεί για την φτώχεια, την αμάθεια και την παρακμή του έθνους και προσπαθεί να συντελέσει στην καλλιέργεια και ανασυγκρότησή του. Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ακόμα στο σημείο αυτό πως, στο πλαίσιο του βιβλίου αυτού, παρέθεσε ο Ρήγας την επιγραμματική φράση «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά». Μία φράση που αποτελεί την πεμπτουσία του ευρωπαϊκού και του νεοελληνικού διαφωτισμού, αλλά και τον νευραλγικό άξονα της προοδευτικής κοσμοθεωρίας του Ρήγα.
Τον Ιανουάριο του 1791, ο Ρήγας επέστρεψε στην Βλαχία και στο Βουκουρέστι, σε μία περίοδο από τις πιο δημιουργικές του βίου του, όταν ακριβώς ξεδίπλωσε τις αρχικές εκδοτικές, καθαρά εθνοδιαφωτιστικού χαρακτήρα, πρωτοβουλίες του. Το άδοξο τέλος της ρωσοαυστριακής εκστρατείας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά το 1792 διέψευσε με πικρό τρόπο τις προσδοκίες του Ελληνισμού και δρομολόγησε την πολιτική μεταστροφή μεγάλης μερίδας Ελλήνων και τον αναπροσανατολισμό τους προς την Γαλλία.
Τα μεγάλα σχέδια του Ρήγα, ωστόσο, απαιτούσαν μία ευρύτερη εκδοτική παραγωγή και δραστηριότητα, έναν άλλο χώρο, και όλα αυτά του τα προσέφερε μόνο η Βιέννη. Η Βιέννη όμως που είχε γνωρίσει ο Ρήγας το 1790 δεν ήταν ίδια με αυτήν του 1796, και τούτο διότι το 1790 οι Αυστριακοί πολεμούσαν μαζί με τους Ρώσους τους Οθωμανούς, ενώ το 1796 πολεμούσαν τους Γάλλους.
Η χάρτα της Ελλάδας
Το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο έργο του, το οποίο προετοίμαζε για αρκετά χρόνια ο Ρήγας και ερχόταν με πολλές προσδοκίες να τυπώσει στην Βιέννη ήταν η μεγάλων διαστάσεων «Χάρτα της Ελλάδος εν ή περιέχονται αι νήσοι αυτής και μέρος των εις την Ευρώπην και Μικράν Ασίαν πολυαρίθμων αποικιών αυτής…», η «…εκδοθείσα παρά του Ρήγα Βελεστινλή Θετταλού, χάριν των Ελλήνων και φιλελλήνων. 1797 – Εχαράχθη παρά του Φρανσουά Μήλλερ εν Βιέν[νη]», που παρουσίαζε την ελληνική Ανατολή από τα Καρπάθια όρη και τον Δούναβη και έφθανε έως την Κρήτη και δυτικά ξεκινούσε από την Αδριατική και το Ιόνιο και ανατολικά έφθανε έως τον Εύξεινο Πόντο και την Βιθυνία της Μικράς Ασίας.
Απόσπασμα με το υπόμνημα από την «Χάρτα της Ελλάδος» του Ρήγα (Βιέννη 1797). (Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων).
Στην κάτω αριστερή γωνία του χάρτη, όπου ουσιαστικά υπήρχε ο κενός χώρος της Μεσογείου, ο Ρήγας τοποθέτησε σε ξεχωριστό πλαίσιο –και μάλιστα σε μεγάλη κλίμακα– την Κωνσταντινούπολη, αναγράφοντας τον τίτλο «Επιπεδογραφία της Κωνσταντινουπόλεως, του Κόλπου της, του Καταστένου της, της από το Σταυροδρόμι θέας της, των περί αυτήν και του Σαραγίου, με τας παλαιάς και νέας ονομασίας, παρά του Ρήγα Βελεστινλή Θετταλού – 1796».
Η «Χάρτα της Ελλάδος» ήταν ένα μνημειώδες εκδοτικό επίτευγμα για την εποχή της, ένα μεγαλόπνοο έργο καμωμένο με μοναδική υπομονή και πολύχρονη μελέτη, και δεν ήταν παρά ένας ιστορικός και γεωγραφικός πίνακας που παρουσίαζε τον αρχαίο, μεσαιωνικό και νέο Ελληνισμό μαζί με άφθονα στοιχεία αρχαιογνωσίας. Πάσχιζε να δώσει δίπλα στις σημερινές ονομασίες τα αρχαία ελληνικά ονόματα, έτσι αναγράφονταν οι αρχαίες ονομασίες χωρών, πόλεων, βουνών, ποταμών. Υπενθυμίζονταν σημαντικά ιστορικά γεγονότα, αντιπαραθέσεις, πόλεμοι, νίκες κατά των αλλοφύλων, στρατηγικές μαχών, κάστρα, πόλεις και υπολείμματα της ένδοξης πατρογονικής κληρονομιάς που ήταν εκεί για να διδάξουν και να αφυπνίσουν συνειδήσεις. Στα διάκενα απεικονίζονταν αρχαία νομίσματα, τοπογραφικά σχεδιαγράμματα αρχαίων πόλεων, χάρτες χερσαίων και θαλάσσιων συγκρούσεων. Επίσης υπήρχαν κατάλογοι βυζαντινών αυτοκρατόρων και άλλων επιφανών ηγετών, αλληγορικές παραστάσεις, χρονολογίες μαχών, αρχαία επιγράμματα. Ένας μοναδικός θησαυρός πατριδογνωσίας που κινητοποιούσε αποτελεσματικά την μνήμη και την συνείδηση των ραγιάδων.
Παράλληλα, ο Ρήγας το 1797 και στο ίδιο χαρακτικό εργαστήριο της Βιέννης, σε αυτό του Φρανσουά Μύλλερ, τύπωσε και μία χαλκογραφία με την «εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου», πλαισιωμένη με τα πρόσωπα των τεσσάρων αρχιστρατήγων του, του Πτολεμαίου, του Κάσσανδρου, του Σέλευκου και του Αντίγονου. Η εικόνα και από μόνη της ήταν ικανή να πυροδοτήσει τις σχετικές μνήμες για τον Μεγαλέξανδρο των λαϊκών παραδόσεων και των θρύλων, που ήταν ο αμείλικτος τιμωρός των Ασιατών και αναμόχλευε στο συλλογικό υποσυνείδητο των υποδούλων το όραμα για τον ξεσηκωμό και την βίαιη απομάκρυνση των Τούρκων από τα πάτρια εδάφη.
Ας αποθησαυρισθεί επίσης η εύστοχη παρατήρηση της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρίας Μαντουβάλου ότι: «Ο Ρήγας είχε σχέδια που κανείς πριν από τον Αλέξανδρο δεν συνέλαβε. Ο Ρήγας περπάτησε πάνω στα χνάρια του Αλέξανδρου. Αυτό ήθελε να μας πει. Το καταλάβαμε επιτέλους. Αλλά ο Ρήγας «κακή τύχη» έφυγε γρήγορα, όπως και ο Αλέξανδρος».
Το επαναστατικό μανιφέστο
Από το 1792 και κατόπιν ο Ρήγας έμελλε να ζήσει την μεταστροφή των Ελλήνων και την προσέγγισή τους προς την επαναστατημένη Γαλλία. Οι γαλλικές στρατιές νικούσαν σε όλα τα μέτωπα τις συνασπισμένες μοναρχίες της Ευρώπης και οι τυραννομάχοι Γάλλοι του Ναπολέοντα έφθασαν στην Ιταλία, κατέλυσαν συντηρητικά καθεστώτα αιώνων και στην θέση τους εγκαθίδρυσαν δημοκρατικά πολιτεύματα.

«Επιπεδογραφία της Κωνσταντινουπόλεως, του Κόλπου της, του Καταστένου της, της από το Σταυροδρόμι θέας της, των περί αυτήν και του Σαραγίου, με τας παλαιάς και νέας ονομασίας, παρά του Ρήγα Βελεστινλή Θετταλού – 1796». (Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας, Βουκουρέστι).
Τους καλοκαιρινούς μήνες του 1797, ο Ρήγας –ανάμεσα στις άλλες του δραστηριότητες– ξεχωριστή φροντίδα αφιέρωσε στην ετοιμασία του πολιτικού καθεστώτος που θα εγκαθίδρυε στην ελεύθερη επικράτεια, η οποία θα προέκυπτε από τις επαναστατημένες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τα χρόνια ήδη της παραμονής του στην Βλαχία, ο Ρήγας είχε προμηθευθεί τα συνταγματικά κείμενα και τους χάρτες των εθνοσυνελεύσεων της Γαλλίας και τα μελετούσε. Και το φθινόπωρο του 1797, οπότε είχε ολοκληρωθεί ο κύκλος των θεωρητικών αυτών αναζητήσεων, ο Ρήγας προχώρησε στην εκτύπωση των επαναστατικών εντύπων σε αρκετές χιλιάδες αντίτυπα και ετοιμάσθηκε να εγκαταλείψει την Βιέννη, παίρνοντας μαζί του όλο το υλικό. Το επανασταστικό μανιφέστο του Ρήγα ήταν ένα τετρασέλιδο σε μεγάλο σχήμα φύλλου, αρκετά πυκνά τυπωμένο, και ξεκινούσε με τα συνθήματα που την εποχή εκείνη δονούσαν την παγκόσμια κοινότητα «Ελευθερία –Ισοτιμία – Αδελφότης» και έφερε τον τίτλο «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας». Περιείχε την «Επαναστατική Προκήρυξη», τα «Δίκαια (= Δικαιώματα) του Ανθρώπου», το «Κυρίως Σύνταγμα» και έκλεινε με τον «Θούριο».
Η επαναστατική προκήρυξη
Η «Επαναστατική Προκήρυξη» ήταν ένας εμπνευσμένος και φλογερός λόγος αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού και ανάκτησης της ελευθερίας: «Ο λαός, απόγονος των Ελλήνων, οπού κατοικεί την Ρούμελην (= την ελληνική χερσόνησο), την Μικράν Ασίαν, τας Μεσογείους Νήσους, την Βλαχομπογδανίαν (=την Μολδοβλαχία), και όλοι όσοι στενάζουν υπό την δυσφορωτάτην τυραννίαν του Οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμού, η εβιάσθησαν να φύγουν εις ξένα βασίλεια δια να γλυτώσουν από τον δυσβάστακτον και βαρύν αυτού ζυγόν, όλοι, λέγω, Χριστιανοί και Τούρκοι, χωρίς κανέναν ξεχωρισμόν θρησκείας…», όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να βροντοφωνάξουν για την αξία της απελευθέρωσής τους «ο μέχρι τούδε, λέγω, δυστυχής ούτος λαός, … απεφάσισεν, ενανδριζόμενος μίαν φοράν, να ατενίση προς τον ουρανόν, να εγείρη ανδρείως τον καταβεβαρημένον τράχηλόν του και, ενοπλίζοντας εμμανώς τους βραχίονάς του με τα άρματα της εκδικήσεως και της απελπισίας, να εκβοήσει μεγαλοφώνως, ενώπιον πάσης της Οικουμένης, με βροντώδη κραυγήν, τα ιερά και άμωμα δίκαια, οπού θεόθεν τω εχαρίσθησαν δια να ζήση ησύχως επάνω εις την γην».
Τα δικαιώματα του ανθρώπου
Ακολουθούσε το κείμενο με τα «Δίκαια (=Δικαιώματα) του Ανθρώπου» που περιλάμβανε 35 άρθρα. Άλλωστε η τελευταία παράγραφος της «Επαναστατικής Προκήρυξης» ήταν σαφής για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει: «Κηρύττεται λαμπροφανώς η ακόλουθος ΔΗΜΟΣΙΑ ΦΑΝΕΡΩΣΙΣ των πολυτίμων ΔΙΚΑΙΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ και του ελευθέρου κατοίκου του βασιλείου» (=του κράτους).
Αρχικά αναπτύσσονταν τα «φυσικά δίκαια» του ανθρώπου και του πολίτη, «τα οποία δεν έχει την άδειαν να τους τα αφαιρέση κανένας επί της γης» (άρθρο 1). Μάλιστα τα «φυσικά δίκαια» αυτά τα καθόριζε στο άρθρο 2: «Αυτά τα Φυσικά Δίκαια είναι: πρώτον, το να είμεθα όλοι ίσοι και όχι ο ένας κατώτερος από τον άλλον. Δεύτερον, να είμεθα ελεύθεροι και όχι ο ένας σκλάβος του αλλουνού. Τρίτον, να είμεθα σίγουροι εις την ζωήν μας, και κανένας να μην ημπορή να μας την πάρη αδίκως και κατά την φαντασίαν. Και τέταρτον, τα κτήματα οπού έχομεν κανένας να μην ημπορή να μας εγγίζη, αλλ’ είναι ιδικά μας και των κληρονόμων μας».
Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι τα «Δίκαια» τα διαμόρφωσαν αρχικά οι επαναστατημένοι Γάλλοι στις εθνοσυνελεύσεις τους, αλλά ο Ρήγας τα επεξεργάσθηκε και τα προσάρμοσε στις ελληνικές ιδιαιτερότητες, προσθέτοντας και ορισμένα ιδανικά και αρχές, όπως για παράδειγμα το ιδεώδες της μόρφωσης, όχι μόνο ως δικαίωμα, αλλά και ως υποχρέωση όλων, και μάλιστα και για τα δύο φύλα. Στο άρθρο 22 είναι διατυπωμένο το ιδεώδες αυτό με μεστό και ουσιαστικό τρόπο: «Όλοι, χωρίς εξαίρεσιν, έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα. Η Πατρίς έχει να καταστήση σχολεία εις όλα τα χωρία δια τα αρσενικά και θηλυκά παιδία. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή, με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη».
Ανεξάρτητα από τις προσθήκες του Ρήγα, σημαντικό είναι και το άρθρο 4: «Ο Νόμος είναι εκείνη η ελευθέρα απόφασις, οπού με την συγκατάθεσιν όλου του λαού έγινεν», καθώς και το άρθρο 6: «Η Ελευθερία είναι εκείνη η δύναμις οπού έχει ο άνθρωπος εις το να κάμη όλον εκείνο, οπού δεν βλάπτει εις τα δίκαια των γειτόνων του». Επίσης με το άρθρο 18 καταργούνταν η δουλεία και η αγοραπωλησία ανθρώπων: «Κάθε άνθρωπος ημπορεί να δουλεύση έναν άλλον ως υπηρέτης, προσφέροντας τον καιρόν του εις χρήσιν εκείνου. Δεν ημπορεί όμως να πωλήση τον εαυτόν του, μήτε άλλος να τον πωλήση, επειδή και το υποκείμενόν του δεν είναι εις μόνην την εξουσίαν του εαυτού του, αλλά και της Πατρίδος».
Με την κορύφωση του άρθρου 35 κλείνει η συγκλονιστική αυτή διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου: «Όταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός η κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του».
Το Κυρίως Σύνταγμα
Ακολουθούσε το «Κυρίως Σύνταγμα» της υπό θεμελίωση επικράτειας που με τα 124 άρθρα του συγκροτούσε ουσιαστικά το θεσμικό σώμα του πολιτεύματος με τους τρόπους λειτουργίας του και τον προσδιορισμό και τις αρμοδιότητες των εξουσιών. Ας υπογραμμισθεί ότι ο Ρήγας σχεδίαζε να θεμελιώσει στο κενό που θα άφηνε η Οθωμανική Αυτοκρατορία μία επικράτεια με μεγάλη έκσταση και εύρος. Οραματιζόταν ένα κράτος που θα έφερε την ονομασία «Ελληνική Δημοκρατία» και που θα απλωνόταν σε όλη τη σφαίρα επιρροής του ελληνικού πολιτισμού από τον Δούναβη μέχρι τα νησιά της Μεσογείου και από την Αδριατική και το Ιόνιο έως την Μικρά Ασία. Το στίγμα της απέραντης αυτής ελληνικής επικράτειας δίνει, εξάλλου, και ο τίτλος του Συντάγματος «Νέα Πολιτική Διοίκησις των Κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας».
Ανασύνθεση της «Σημαίας» της «Ελληνικής Δημοκρατίας». (Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων).
Με ευθυβολία είναι διατυπωμένοι οι σχεδιασμοί αυτοί στο άρθρο 1: «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ είναι μία, με όλον οπού συμπεριλαμβάνει εις τον κόλπον της διάφορα γένη και θρησκείας. Δεν θεωρεί τας διαφοράς των λατρειών με εχθρικόν μάτι. Είναι αδιαίρετος, μ’ όλον οπού ποταμοί και πελάγη διαχωρίζουν τες επαρχίες της, αι οποίαι όλαι είναι ένα συνεσφιγμένον αδιάλυτον σώμα». Αλλά και το άρθρο 7 είναι μεστό και ουσιαστικό: «Ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου, χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Έλληνες, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλο είδος γενεάς».
Στο τέλος υπήρχε Παράρτημα, στο οποίο καθοριζόταν η σημαία της «Ελληνικής Δημοκρατίας».
«- Το κόκκινον σημαίνει την αυτοκρατορική πορφύραν και αυτεξουσιότητα του Ελληνικού Λαού.
– Το άσπρον σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών αφορμής κατά της Τυραννίας.
– Το μαύρον σημαίνει τον υπέρ Πατρίδος και Ελευθερίας ημών θάνατον».
Ο Θούριος
Το επαναστατικό μανιφέστο ολοκληρωνόταν στην τέταρτη σελίδα με τον «Θούριο». «Ως πότε, παλληκάρια, να ζώμεν στα στενά». Ο «Θούριος» δεν ήταν το πολεμικό εμβατήριο της στρατιωτικής σύγκρουσης, αλλά η έμμετρη επαναστατική προκήρυξη και το σάλπισμα του ξεσηκωμού, και δεν προστέθηκε φυσικά στο κυριότερο κείμενο του γένους, στο Σύνταγμά του, από λόγους ματαιοδοξίας. Ήταν το απελευθερωτικό πρόγραμμα που προεξήγγειλε μία επανάσταση και που απομνημονευόταν εύκολα και ταυτόχρονα τραγουδιόταν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο υπέβαλε τα αισθήματα, ενέπνεε τις καρδιές και συνάρπαζε τους ραγιάδες. Διαδόθηκε ευρέως και εξέφρασε μύχιες προσδοκίες. Ο «Θούριος» γράφτηκε μετά τις νίκες των Γάλλων, τον Σεπτέμβριο του 1796, η ενδεχομένως λίγο νωρίτερα.
Ο «Ύμνος Πατριωτικός» του Ρήγα. (Κέντρο Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών).
Θα πρέπει επίσης να προσεχθεί αυτό που η καθηγήτρια Μαρία Μαντουβάλου με αφορμή τις διάφορες ερμηνευτικές προσεγγίσεις στον «Θούριο» παρατηρεί ευθύβολα στο άρτια τεκμηριωμένο έργο της «Ο Ρήγας στα βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου» ότι: «Απαράδεκτα μυωπικά μέχρι σήμερα η έρευνα γύρω από τον Ρήγα περιορίστηκε να επαναλαμβάνει εν χορώ τα περί δήθεν «ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ» σχέδιά του και να ισχυρίζεται ότι αυτό δηλώνεται με τρόπο αδιαφιλονίκητο στο κυριότερο επαναστατικό έργο του, τον «Θούριο». Αδικαιολόγητα –για να μην πω σκόπιμα– απομονώθηκε από το όλο έργο του η προτροπή:
«Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί» από τον «Θούριο» για να προβληθούν οι κατά τους ερμηνευτές του προθέσεις του, ενώ, όπως θα δούμε, αυτές οι δήθεν προθέσεις είναι προφανές ότι ήταν μόνο στα μυαλά των μελετητών του, όχι όμως και στα δικά του οράματα. Ο Ρήγας με χίλιους τρόπους μας έδειξε ότι ήθελε να επικοινωνήσει όχι μόνο με τους Έλληνες ούτε μόνο με τους βαλκανικούς λαούς, για να κινήσει επανάσταση και να θεμελιώσει νέο μοντέλο Πολιτείας, την Οικουμενική. Ο χώρος των σχεδίων του εκάλυπτε τόσο τους δηλωμένους από την Χάρτα χώρους, όπως αυτοί προκύπτουν αμέσως από τον τίτλο, που καλύπτει Ασία και Μεσόγειο και όλη την Μέση Ανατολή μέσω των Αποικιών, καθώς και από το υπόλοιπο έργο του, δηλαδή τα σχόλια στην Χάρτα, τις επιλογές με τις παραστάσεις των νομισμάτων, τον τόπο προέλευσής τους κ.λπ.».
Η διάδοση του έργου του
Το επαναστατικό μανιφέστο του Ρήγα έγινε δεκτό με πολύ θετικό τρόπο από τους κύκλους των φίλων και οπαδών του. Όπως ήταν αναμενόμενο, μοιράσθηκαν πολύ λίγα αντίτυπα πριν από την αναχώρησή του από την Βιέννη, αλλά ακόμα και αυτά τα λίγα διοχετεύθηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις του Ελληνισμού, όπως για παράδειγμα στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Πέστη, το Σεμλίνο και τα Ιωάννινα. Το εθνεγερτήριο μήνυμα του Θεσσαλού ανατροπέα αντιγράφηκε από ορισμένους σε χειρόγραφα αντίγραφα και από κάποιους άλλους ανατυπώθηκε, με αποτέλεσμα όλη η «καθ’ ημάς» Ανατολή να ενημερωθεί.
Ο Κοραής και ο Ρήγας βοηθούν την Ελλάδα να εγερθεί. Ελαιογραφία σε χαρτόνι. Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. (Συλλογή Αλέξανδρου Ξύδη).
Ο Ρήγας άφησε επίσης για εκτύπωση ένα εγχειρίδιο για τους μαχητές του που είχε επεξεργασθεί νωρίτερα και το οποίο είχε τιτλοφορήσει «Στρατιωτικόν Εγκόλπιον». Επρόκειτο για μία συλλογή από στρατιωτικούς κανονισμούς, η οποία είχε προκύψει από σταχυολόγηση και φυσικά μετάφραση ενός γερμανικού εγχειριδίου πολεμικής τέχνης της εποχής του, που είχε συγγράψει ο Marschall von Khevenhuller. Προοριζόταν για να διδάξει στους επαναστατημένους ραγιάδες ζητήματα οργάνωσης στρατού, τακτικές μάχης, στρατηγική κ.α. Πρόταξε επίσης στην αρχή ένα εμπνευσμένο και ριζοσπαστικό προοίμιο και παρενέβαλε στις σελίδες του και δυό εμβατήρια. Το ένα ήταν ο «Ύμνος Πατριωτικός», που ακολουθούσε, όπως είδαμε, τον ρυθμό της γαλλικής Καρμανιόλας «Όλα τα έθνη πολεμούν και στους τυράννους τους ορμούν», και το άλλο ήταν ένα πατριωτικό ποίημα πάνω στο μουσικό μοτίβο του δημοφιλούς γερμανικού τραγουδιού «Freut euch des Lebens» (= χαρείτε την ζωή).
Το μαρτυρικό τέλος
Μία ατυχής συγκυρία θα δώσει την ευκαιρία να εκδηλωθεί μία πράξη προδοσίας που θα οδηγήσει τον Ρήγα στα χέρια της αυστριακής αστυνομίας, στην Τεργέστη, στις 8/19 Δεκεμβρίου 1797. Ακολούθησε η μεταφορά του Ρήγα στην Βιέννη.

Ο αλυσοδεμένος Ρήγας αντιμέτωπος με τόν δεσμοφύλακά του λίγο πριν από την εκτέλεσή του στον πύργο Neboisa. Ελαιογραφία Χαράλαμπου Παχή. (Συλλογή Κουτλίδη της Εθνικής Πινακοθήκης).
Στις 27 Απριλίου 1798, ισχυρή φρουρά παρέλαβε σιδηροδέσμιους τον Ρήγα και τους επτά συντρόφους του από τις φυλακές της Βιέννης για να τους οδηγήσει στο κοντινότερο μεθοριακό φυλάκιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο Βελιγράδι. Αρχικά τους οδήγησε στο Σεμλίνο, παραδουνάβιο φρούριο της Αυστρίας, και στις 10 Μαΐου 1798 τους παρέδωσε «επί αποδείξει» στον Τούρκο διοικητή του αντικρινού Βελιγραδίου, ο οποίος τους φυλάκισε στο παραποτάμιο φρούριο της πόλης, στον πύργο Neboisa. Ο θάνατος ήρθε ύστερα από περίπου 40 ημέρες (13/24 Ιουνίου 1798) σκληρών βασανιστηρίων και πόνου. Άλλωστε ήταν η τελευταία πράξη μίας τραγικής ιστορίας σε βάρος του Ελληνισμού.
Η απήχηση του έργου του Ρήγα
Το εθνεγερτικό μήνυμα και το μαρτυρικό τέλος του Ρήγα συγκίνησαν βαθιά το υπόδουλο γένος. Η απήχηση του έργου και των ιδανικών του υπήρξε πολύ μεγάλη σε βάθος και έκταση και πολύ δραστική σε χρονική διάρκεια. Η Φιλική Εταιρεία και οι αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 θεώρησαν τον Ρήγα ως τον πρόδρομο και πρωτομάρτυρα της ελευθερίας. Η φυσιογνωμία του έγινε το σύμβολο που εναγώνια αναζητούσε η συνείδηση του υπόδουλου Ελληνισμού, παίρνοντας κυριολεκτικά μυθικές διαστάσεις.
Ο «Θούριος» του Ρήγα (Κέντρο Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών).
Το έργο η, ακριβέστερα, η επανάσταση που είχε σχεδιάσει ο Ρήγας και ανέκοψε με τραγικό τρόπο η εκτέλεσή του κανένας δεν είναι σε θέση να μας βεβαιώσει για τον τρόπο με τον οποίο θα εξελισσόταν εάν ζούσε ο εμπνευστής της, και πολύ περισσότερο σε ποιό τόπο θα εκδηλωνόταν και ποιό δρόμο θα ακολουθούσε. Μόνον ενδείξεις υπάρχουν, και αυτές όπως προέκυψαν από την αυστριακή ανάκριση, διότι ο ίδιος ο Ρήγας δεν ομολόγησε τον τρόπο με τον οποίο σκεπτόταν να διενεργήσει την επανάσταση στην «καθ’ ημάς» Ανατολή.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις που προέκυψαν από τις ανακρίσεις της αυστριακής αστυνομίας και σύμφωνα επίσης με τα συμπεράσματα και τις υποθέσεις της ίδιας της αστυνομίας, το επαναστατικό σχέδιο του Ρήγα προέβλεπε να μεταβεί ο ίδιος ο Ρήγας στον Μωριά για να ξεσηκώσει τους περήφανους Μανιάτες και έτσι να απελευθερώσει όλη την Πελοπόννησο. Κατόπιν να εισβάλει στην Ήπειρο και σε συνεργασία με τους Σουλιώτες να απελευθερώσει και την επαρχία αυτή. Όλοι οι επαναστατημένοι Έλληνες με την ίδια τακτική και στρατηγική θα προχωρούσαν στην συνέχεια ανατολικά για να απελευθερώσουν την Μακεδονία, την Αλβανία (όπως χαρακτηριστικά αναφέροταν), την κυρίως Ελλάδα και ύστερα τις υπόλοιπες περιοχές.
Το πολίτευμα που θα επιβαλλόταν στο υπό συγκρότηση κράτος ήταν το δημοκρατικό, όπως άλλωστε το είχε περιγράψει ο Ρήγας στο επαναστατικό του μανιφέστο. Τα αναγκαία οικονομικά μέσα θα προέρχονταν από τα ελληνικά μοναστήρια, και τα όπλα και τα τρόφιμα θα προσφέρονταν από τους αυτόχθονες. Επίσης, το σχέδιο προέβλεπε και την συνδρομή του αγώνα από ξένη δύναμη, και στην περίπτωση που του την αρνούνταν, θα πήγαινε ο ίδιος ο Ρήγας σε μία επαρχία και θα προκαλούσε επανάσταση, εκεί όπου θα έβρισκε τους ανθρώπους έτοιμους για να επαναστατήσουν, οπότε ο σπινθήρας της εξέγερσης θα μεταδιδόταν ευρύτερα και όλη η Ελλάδα θα απελευθερωνόταν.
Μετά την θυσία του, προσπάθειες για βαλκανική συνεργασία, εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες, κινήματα για συνταγματικές ελευθερίες η για δημοκρατικά πολιτεύματα, πρωτοπόροι του δημοτικισμού, λαϊκές εξεγέρσεις κ.α., επικαλούνταν το όνομά του και είχαν ως προμε-
τωπίδα τους τα οράματά του. Επίσης, η σπουδή των έργων του τον ανέδειξε στον κορυφαίο πρόδρομο και στοχαστή του νεοελληνικού διαφωτισμού, και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 οι δύο πόλοι της μακρόπνοης στρατηγικής του, αφενός το «Ως πότε παλικάρια» και το «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή» και αφετέρου το «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά», έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην διεξαγωγή του αγώνα. Ο Ρήγας είχε περάσει πλέον στο πάνθεο της ιστορίας με το έργο, το όραμα και την θυσία του.
Ο Θούριος της Επανάστασης του 1821 που ξεσήκωσε τους Έλληνες
Ο Ρήγας συνέθεσε τον δικό του παιάνα, τον ονόμασε «Θούριο», λέξη την οποία δανείστηκε από τους Αττικούς ποιητές: Αναφέρεται από τον Αισχύλο και τον Αριστοφάνη. Στον Όμηρο, απαντάται το «θούρος» για τον Άρη. Η λέξη «Θούριος» είναι επίθετο και σημαίνει ορμητικός, μαινόμενος, πολεμικός.
Στην εποχή του Ρήγα δεν ήταν σε χρήση ο όρος «θούριος». Ο Ρήγας το 1796 χρησιμοποίησε τον όρο, δείγμα και αυτό της μελέτης του των αρχαίων κλασσικών κειμένων. Έτσι η λέξη «θούριος» εισάγεται πλέον στο νεοελληνικό λεξιλόγιο και γίνεται συνώνυμος με την επανάσταση.
Μάλιστα ο ίδιος επεξηγεί την σημασία του όρου «Θούριος, «ήτοι ορμητικός Πατριωτικός ΄Υμνος πρώτος, εις τον ήχον "Μία προσταγή μεγάλη"».
Για να τραγουδηθεί ο Θούριός του, «Ως πότε παλληκάρια», ο Ρήγας δεν έβαλε μουσικά σύμβολα, νότες., αλλά ως ηγέτης αποτελεσματικός και προνοητικός που ήταν, για να διαδοθεί πλατιά, γράφει να το τραγουδούν στο σκοπό ενός πολύ γνωστού και διαδεδομένου τραγουδιού της εποχής του «Μια προσταγή μεγάλη», που αναφερόταν στα κατορθώματα του Λάμπρου Κατσώνη, που εκείνα τα χρόνια είχε αναθερμάνει τις ελπίδες των σκλαβωμένων για την απόκτηση της ελευθερίας τους με τη βοήθεια της Ρωσίας.
Στον επαναστατικό του παιάνα ο Ρήγας συνδύασε ακόμη το τραγούδι με το χορό. Ο Θούριος χορεύεται στο συρτό χορό της γενέτειράς του. Ταιριασμένα μαζί, χορός και τραγούδι, ωθούν τους σκλαβωμένους στη μέθεξη της επανάστασης. Ο ίδιος άλλωστε στις συγκεντρώσεις των συντρόφων του στα σπίτια της Βιέννης συνήθιζε μετά το φαγητό και τραγούδαγε τον Θούριο με την φλογέρα του και συνάμα χόρευε. Σημειώνεται χαρακτηριστικά στα ανακριτικά έγγραφα: «Κατά τον Σεπτέμβριον του έτους τούτου (του 1797) ο Ρήγας Βελεστινλής έψαλεν εν τη οικία του Αργέντη, παρισταμένου τούτου και του Έλληνος Θεοχάρη, ύμνον ελευθερίας και δήχορεύων περί την τράπεζαν».
Ο Ρήγας γνώριζε πολύ καλά πως επανάσταση ενάντια στην τυραννία του Σουλτάνου δε γίνεται με στιχουργήματα. Μόνο με παιάνες, με επαναστατικά ορμητικά τραγούδια επιτυγχάνεται το ξεσήκωμα του λαού.
Πράγματι, όσοι "ραγιάδες" έκτοτε άκουγαν του Ρήγα τον Θούριο ένοιωθαν ν' αλλάζει για αγώνα και θυσία η ψυχή τους. Ο Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά, χαρακτηριστικά ομολογεί: «Εφύλαξα πίστιν εις την παραγγελίαν του Ρήγα, και ο Θεός με αξίωσεν και εκρέμασα φούντα εις το Γένος μου, ως στρατιώτης του. Χρυσή φούντα δεν εστόλισε ποτέ το σπαθί μου, όταν έπαιρνα δούλευσιν εις ξένα κράτη», ακολουθώντας ο Κολοκοτρώνης κατά γράμμα τη διακήρυξη του Ρήγα,
«Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα για ξένον στο σπαθί»,
Θούριος, στίχ. 57-58.
Ακόμη οι επαναστάτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη (1792-1828) τραγουδώντας τον Θούριο ξεκίνησαν την επανάστασή τους το 1821. Και οι Σουλιώτες του Μπότσαρη με τους ήχους των ασμάτων του Ρήγα στις μάχες εφορμούσαν. Παρόμοια, ο ΄Ανθιμος Γαζής στη διακήρυξή του προς τον λαό της Θετταλομαγνησίας το 1821, παραθέτει στίχους από τον Θούριο, τονίζοντας επί πλέον πως θα πρέπει σύμφωνα με τις «Διδαχές» του Ρήγα, δηλ. το Σύνταγμά του, να συγκροτηθεί το κράτος μετά την Επανάσταση.
Και για να εμψυχώσει τους πολεμιστές τους συγκεντρωμένους για του πολέμου τον αγώνα, μοιράζει του Θουρίου τους στίχους για να τραγουδηθεί. Κι' ύστερα οι αγωνιστές έμπλεοι ενθουσιασμού και διάθεσης για θυσία, για τον ιερό σκοπό της ελευθερίας, εφόρμησαν κατά των Τούρκων της γενέτειρας του Ρήγα, του Βελεστίνου όπου προς τιμήν του Ρήγα συγκλήθηκε και η Συνέλευση των επαναστατών, η «Βουλή της Θετταλομαγνησίας».
Ο λόγιος ιατρός και συγγραφέας Στέφανος Κανέλλος μαζί με τους φίλους του, τραγουδώντας τον Θούριο σε οικογενειακή σύναξη στην Κωνσταντινούπολη, ορκίζονται στο όνομα του εθνεγέρτη Ρήγα για αγώνα κατά των τυράννων:
«Στην γνώμη των τυράννων να μήν ελθώ ποτέ
Μήτε να τους δουλεύω, μήτε να πλανηθώ
Εις τα ταξιματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζώ στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
Για να τους αφανίσω, θε να' ναι σταθερός»,
Θούριος, στίχ. 32-36.
Και σύμφωνα με τον Λαρισσαίο δάσκαλο του Γένους Κων. Κούμα «Μικροί και μεγάλοι και αυταί αι γυναίκες έψαλλαν την του Ρήγα ωδήν εις πάν συμπόσιον και εις πάσαν συντροφίαν. Μ΄ όλον οτι κατ' αρχάς εψάλλετο ως εύμορφον τραγούδι, ήρχισεν όμως κατ΄ ολίγον να ενεργή ψυχικώς».
Ο Γεώργιος Τερτσέτης, γραμματέας του Κολοκοτρώνη, χαρακτήρισε τον Θούριο ως «το ιερότερον άσμα της φυλής μας» . Μάλιστα τόνιζε ότι τα τραγούδια του Ρήγα «Ως σάλπιγγες εις την Ιεριχώ εγκρέμισαν τα τείχη της Τριπολιτσάς, ετίναξαν εις τον αέρα με τους αλλοφύλους τα φρούρια της Μονεμβασιάς, του Ναυπλίου, των Αθηνών και τα τρικάταρτα του εχθρού».
Λίγα, δυστυχώς, αντίτυπα από την έκδοση της Βιέννης διέφυγαν από την Αυστριακή Αστυνομία. Ήδη όμως ο Θούριος διαδίνονταν σε χειρόγραφη μορφή σε όλα τα Βαλκάνια.
΄Εχει βρεθεί σε πέντε παραδοσιακές μουσικές παραλλαγές, δηλωτικό πως πλατιά διαδόθηκε σε διάφορα μέρη του Ελληνικού χώρου και οι μελωδίες του προσαρμόζονταν στα μουσικά ιδιώματα της κάθε περιοχής . Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί τα όσα γράφει ο Γάλλος φιλέλληνας Φωριέλ, ο οποίος στα χρόνια του Αγώνα, το 1824, κυκλοφόρησε στο Παρίσι το βιβλίο του με τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Σ' αυτά εντάσσει και τον Θούριο, ενώ δεν είναι δημοτικό τραγούδι, διότι δημιουργός του ήταν ο Ρήγας.
Τον συμπεριέλαβε στα δημοτικά λόγω της πλατιάς διάδοσής του, που είχε γίνει κτήμα του λαού. Επί πλέον μνημονεύει και την επίδρασή που ο Θούριος ασκούσε στο λαό. Σημειώνει ένα χαρακτηριστικό γεγονός, το οποίο διαδραματίσθηκε το 1815 σε χάνι της Ηπείρου. Ένα παλικάρι από το χάνι πλησιάζει τον ταξιδευτή, που είχε καταφθάσει.
Βγάζει απ' τον κόρφο του ένα χειρόγραφο και τον παρακαλεί παράμερα να του το διαβάσει. Κι' όσο ο ταξιδιώτης διάβαζε το χειρόγραφο, τόσο η όψη του παλικαριού μεταμορφωνόταν, μεταρσιωνόταν, φούντωνε, βούρκωνε και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Άκουγε τον Θούριο. Κι΄ όταν ρωτήθηκε αν για πρώτη φορά ακούει το Ως πότε παλληκάρια, απάντησε, ότι κάθε φορά, που άνθρωπος γραμματισμένος περνά από το χάνι, το χειρόγραφο από τον κόρφο του βγάζει για να ακούσει του Θουρίου τις προσταγές.
ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ(ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ) - Ο ΘΟΥΡΙΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ
Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθείς
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθείς.

Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδείς.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά αφορμή.

Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι να ’ ν ’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, είν’ πιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσο ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να `ναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να `μαι, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο ουρανός,
και να με κατακόψει, να γένω σαν καπνός.

Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να `χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστην του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζει,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζ
ώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ’ αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθεί.

Όσοι απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενιτιά
στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθει τώρα πια.
Και όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ’ οφικιάλιος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένεις στύλος, δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθεί
ή να κρεμάσει φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πια εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε στες σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σαν θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ’ ένας ας φανεί,
Το αίμα σας ας βράσει, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντρειωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννεί.
Μην καρτερείτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθείτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθείτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός είν’ της πατρίδος, ν’ ακούστε την λαλιά.

Κι όσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γενείτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθείτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλεις να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματα σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πια μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσεις, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανείς.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να σηκωθείς,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθείς.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανεί,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.

Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθεί.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπάτε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχαστείτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοχτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.

Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδεί,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργείτε, τι στέκεστε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σαν θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψει ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψει ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλιτώσει, απ’ αύτην την πληγή,
κι ελεύθεροι να ζωμεν, αδέλφια εις την γη.


(Μελοποιημένες είναι οι τρεις πρώτες στροφές).

Πηγές:
Βιβλιογραφία
Λέανδρος Ι. Βρανούσης, Ρήγας, Αθήνα, 1954 (Βασική Βιβλιοθήκη, αρ. 10).
Λ. Ι. Βρανούσης, Ρήγας Βελεστινλής, Αθήνα, 1963 (Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων).
Λ. Βρανούσης, Ρήγας Βελεστινλής, Αθήνα-Βελεστίνο 1998 (Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης «Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα»).
Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ.91 (1988), σ. 65-67.
Κ. Αμαντος, Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή, Αθήνα, 1930.
Λ. Βρανούσης (Συναγωγή κειμένων, φιλολογική επεξεργασία και παρουσίαση), Ρήγας Βελεστινλής-Φεραίος, Αθήνα, 1968, 2τ. (Άπαντα των Νεοελλήνων Κλασσικών).
Λ. Βρανούσης, Ρήγας και Marmontel, Αθήνα, 1990.
Λ. Βρανούσης, Η σημαία, το εθνόσημο και η σφραγίδα της «Ελληνικής Δημοκρατίας» του Ρήγα, Αθήνα, 1992.
Α. Β. Δασκαλάκης, Το πολίτευμα του Ρήγα Βελεστινλή, Αθήνα, 1976.
Α. Β. Δασκαλάκης, Ο Ρήγας Βελεστινλής ως διδάσκαλος του γένους, Αθήνα, 1977.
Α. Β. Δασκαλάκης, Τα εθνεγερτικά τραγούδια του Ρήγα Βελεστινλή, Αθήνα, 1977.
Α. Β. Δασκαλάκης, Ρήγα Βελεστινλή επαναστατικά σχέδια και μαρτυρικόν τέλος, Αθήνα, 1979.
Π. Κ. Ενεπεκίδης, Ρήγας – Υψηλάντης – Καποδίστριας. Έρευναι εις τά αρχεία της Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Ελλάδος, Αθήνα, 1965.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών), βλ. τους αντίστοιχους τόμους.
Σ. Π. Λάμπρος, Αποκαλύψεις περί του μαρτυρίου του Ρήγα, Αθήνα, 1892.
Α. Λεγράνδ – Σ. Π. Λάμπρος, Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή και τών σύν αυτώ μαρτυρησάντων, Αθήνα, 1891.
Μ. Μαντουβάλου, Κείμενα και μελέτες μεσαιωνικής και νεοελληνικής γραμματείας. Νέες προσεγγίσεις και αναγνώσεις, Αθήνα, 1990.
Μ. Μαντουβάλου, Συνέκδημος Φιλολογικός. Διαχρονικές, υπερτοπικές και διεπιστημονικές διαδρομές της Νεοελληνικής Φιλολογίας, Αθήνα, 1990.
Μ. Μαντουβάλου, Αδαμάντιος Κοραής, ο συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας». Φιλολογικές πηγές και Ιδεολογική υποδομή του Νεότερου Ελληνισμού, Αθήνα, 1995.
Μ. Μαντουβάλου, Ο Ρήγας στά βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αθήνα, 1996.
Ν. Ι. Πανταζόπουλος, Μελετήματα γιά τόν Ρήγα Βελεστινλή, Αθήνα, 1994.
Ι. Α. Παπαδριανός, «Ο εθνομάρτυρας Ρήγας Βελεστινλής και οι Σερβοι», στά: Πρακτικά Συνεδρίου Ρήγας Φεραίος – Κισσός Πηλίου (16-18 Μαΐου 1995), Αθήνα, 1996, σ. 109-117.
Χ. Περραιβός, Σύντομος βιογραφία του αοιδίμου Ρήγα Φεραίου του Θετταλού, Αθήνα, 1860.
Υπερεία, Πρακτικά Α’ Συνεδρίου «Φεραί – Βελεστίνο – Ρήγας» (Βελεστίνο 1986), Αθήνα, 1990, τ. 1.
Υπερεία, Πρακτικά Β’ Συνεδρίου «Φεραί – Βελεστίνο – Ρήγας» (Βελεστίνο 1992), Αθήνα, 1994, τ. 2.
C. M. Woodhouse, Ρήγας Βελεστινλής, ο πρωτομάρτυρας της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα, 1997.