...Ιένα άλλου καλό πιχνίδ(ι) στουν Αδάμου, ήταν οι σφούρλις. Όπους κι τα κουϊνάκια, έτσια κι τσι σφούρλις, στην αρχινή τσι έθκιανάμαν μαναχοί μας, πιλικώντας χουντρά κλουνάρια απού καρυά. Όσου μακρύτιρου πιρόν(ι) είχι η σφούρλα, άλλου τόσου πλιότιρου ταρτάρου ή(ι)νταν! Του σφίκουμα, τ’άλειφάμαν μι κιρί, για να μη (γ)κσισφουρλίζιτι εύκουλα. Μιτά ήφιραν αγουραστές στα μαγαζιά, η Σφύρ(η)ς μι του Λουϊζου, ουπότις καταργήθ(η)καν οι θ(δι)κές μας!
Η Φουτάκους του Γάτσια, τσιακμάκ(ι) πιδί, τη βαγκανούσι τη σφούρλα τ’ μι δύναμ(η), κι προυτού αυτήνια κρούσ(ει) στου χώμα, τραβούσι αυτός απότουμα του σφίκουμα, κι σκύβουντας λίγου, την έπιανι στουν αέρα, κι όσου κι να ταρταρούσι, στου τέλους λίγουνι στην ανοιχτιά απαλάμη τ’! Μπουρούσι ακόμα, να τη βάλ(ει) να λιγώσ(ει), κι απάν’ στου νυχάκι τ’!
«Χαρτουσιά δε πιάν(ει) σφούρλα, μπρουστά στη θ(δι)κιά μ’!» πινεύουνταν αράδα. Αυτός πτηδεύουνταν κι μι άλλα πράματα. Τη (μ)Πασχαλιά, πιλικούσι μι του σουϊά τ’, κουτσ(ου)πιά απ’ τη Γαβρώνα, κι έθκιανι ξυλένιου αβγό, το ’βαφι η μπαγάσας κόκκινου, κι γένουνταν ανώτιρου απού αληθκένιου. Όσου να του πάρουμι ιμείς χαμπάρ(ι), μας τα ’σπαγι αυτός, ούλα τ’ αβγά στη Βρύσ(η).
Ιγώ, μι κάτις λιανώματα απ’ τα κάλαντα, αγόρασα μία κινούργια σφούρλα, απ’ του μαγαζί του Πόλια. Δεν είχι όμους κι πουλύ χαΐρ(ι), γιατίς η Φράγκους, μι τη βαγκάν(ι)σι μίνια, κι μι την έβγαλι σχίζα, αφήνουντάς την ντιπ κουτσιμπιά, αφού τη θ(δι)κιά τ’, την είχι πιλικίσ(ει) μαναχός τ’, κι την έβαλι ένα πιρόν(ι), ίσιαμι ένα σπίρτου μακρύ! Τώρα ήταν η σειρά μ’, να παίξου στ’ αλαή. Έτσια απού ’μαν φουρκ(ι)σμένους, για να βγάλου τ’ άχτι μ’, σ(η)μάδιψα τη σφούρλα του Γιώργου του Μπαρμπάτσαλου, απού ’νταν νια πλατσκέρου. Έμασα του σφίκουμα μι προυσουχή, κι την αμόλ(υ)σα μι όσια δύναμ(η) είχα, να τη (μ)π(ι)τύχου, να την αλλάξου τα φρέξαλα! Αυτή όμους η αρμάδα, ξισφουρλιάσ(τη)κι, κι έυβγι πέρα σα (μ)πέτρα! Ικείς απ’ κάθουνταν τ’ακούρκουμα η Πάνους του Πόλια, κι μι τηρούσι, πέρασι ξώπσ(η) απ’ την κιφάλα τ’, κι γκάάάπ κουπανάει στου σταυρό του (ν)Τουρίστα, απ’ χάζιβι απού πίσου τ’ ξισυλλόιαστους! Πώς δε (ν)τουν άφ(η)κι στου (ν)τόπου, πάλ(ι) καλά, άσι απ’ μια τσιντζούλα παρακείθι, θα τουν έβγανι τη χάντρα! Όσου να του (γ)κουβαλήσουμι στου (μ)Πάνου του Ρίζου, απέταξι ένα ιξόγκουμα στου πλέφαρου, λιες κι έβγαλι γκούσια! «Στου δόξαπατρί την έφα(γ)ι!» μουρμούρ(ι)σι η Πάνους.
(Συνεχίζεται)
( Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του Στέφανου Πρίντσιου, «Εν Καναλίοις-Λεύκωμα ενθυμήσεων» Β΄τόμος )
Εν Καναλίοις - Λεύκωμα Ενθυμήσεων
Η Φουτάκους του Γάτσια, τσιακμάκ(ι) πιδί, τη βαγκανούσι τη σφούρλα τ’ μι δύναμ(η), κι προυτού αυτήνια κρούσ(ει) στου χώμα, τραβούσι αυτός απότουμα του σφίκουμα, κι σκύβουντας λίγου, την έπιανι στουν αέρα, κι όσου κι να ταρταρούσι, στου τέλους λίγουνι στην ανοιχτιά απαλάμη τ’! Μπουρούσι ακόμα, να τη βάλ(ει) να λιγώσ(ει), κι απάν’ στου νυχάκι τ’!
«Χαρτουσιά δε πιάν(ει) σφούρλα, μπρουστά στη θ(δι)κιά μ’!» πινεύουνταν αράδα. Αυτός πτηδεύουνταν κι μι άλλα πράματα. Τη (μ)Πασχαλιά, πιλικούσι μι του σουϊά τ’, κουτσ(ου)πιά απ’ τη Γαβρώνα, κι έθκιανι ξυλένιου αβγό, το ’βαφι η μπαγάσας κόκκινου, κι γένουνταν ανώτιρου απού αληθκένιου. Όσου να του πάρουμι ιμείς χαμπάρ(ι), μας τα ’σπαγι αυτός, ούλα τ’ αβγά στη Βρύσ(η).
Ιγώ, μι κάτις λιανώματα απ’ τα κάλαντα, αγόρασα μία κινούργια σφούρλα, απ’ του μαγαζί του Πόλια. Δεν είχι όμους κι πουλύ χαΐρ(ι), γιατίς η Φράγκους, μι τη βαγκάν(ι)σι μίνια, κι μι την έβγαλι σχίζα, αφήνουντάς την ντιπ κουτσιμπιά, αφού τη θ(δι)κιά τ’, την είχι πιλικίσ(ει) μαναχός τ’, κι την έβαλι ένα πιρόν(ι), ίσιαμι ένα σπίρτου μακρύ! Τώρα ήταν η σειρά μ’, να παίξου στ’ αλαή. Έτσια απού ’μαν φουρκ(ι)σμένους, για να βγάλου τ’ άχτι μ’, σ(η)μάδιψα τη σφούρλα του Γιώργου του Μπαρμπάτσαλου, απού ’νταν νια πλατσκέρου. Έμασα του σφίκουμα μι προυσουχή, κι την αμόλ(υ)σα μι όσια δύναμ(η) είχα, να τη (μ)π(ι)τύχου, να την αλλάξου τα φρέξαλα! Αυτή όμους η αρμάδα, ξισφουρλιάσ(τη)κι, κι έυβγι πέρα σα (μ)πέτρα! Ικείς απ’ κάθουνταν τ’ακούρκουμα η Πάνους του Πόλια, κι μι τηρούσι, πέρασι ξώπσ(η) απ’ την κιφάλα τ’, κι γκάάάπ κουπανάει στου σταυρό του (ν)Τουρίστα, απ’ χάζιβι απού πίσου τ’ ξισυλλόιαστους! Πώς δε (ν)τουν άφ(η)κι στου (ν)τόπου, πάλ(ι) καλά, άσι απ’ μια τσιντζούλα παρακείθι, θα τουν έβγανι τη χάντρα! Όσου να του (γ)κουβαλήσουμι στου (μ)Πάνου του Ρίζου, απέταξι ένα ιξόγκουμα στου πλέφαρου, λιες κι έβγαλι γκούσια! «Στου δόξαπατρί την έφα(γ)ι!» μουρμούρ(ι)σι η Πάνους.
(Συνεχίζεται)
( Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του Στέφανου Πρίντσιου, «Εν Καναλίοις-Λεύκωμα ενθυμήσεων» Β΄τόμος )
Εν Καναλίοις - Λεύκωμα Ενθυμήσεων