Σάββατο 20 Απριλίου 2019

♥ Καρδίτσα: Στου «Μπαλογιάννη» μια βραδιά…

Διασχίζοντας τον Θεσσαλικό Κάμπο κατακαλόκαιρο, καταλαβαίνεις πόσο σκληρός είναι ο μόχθος των ανθρώπων που ζουν από τη γη. Με τον υδράργυρο ν’ αγγίζει θερμοκρασίες Σαχάρας, γυναίκες και άνδρες πουλούσαν στον δρόμο φρούτα και λαχανικά.
Ο φωτογραφικός φακός του Τάκη Τλούπα έχει αποτυπώσει με μοναδικό τρόπο τους ανθρώπους που πάλεψαν για να μερώσουν τη γη και να καρπίσει η Ελλάδα.
Ο δικός μου ο δρόμος, μέσα από το οροπέδιο του Δομοκού, είχε συγκεκριμένο προορισμό εκείνη την ημέρα του μεγάλου καύσωνα. Πήγαινα στην ταβέρνα του Μπαλογιάννη, στην Καρδίτσα.
Πριν σας πω για τη μυθιστορηματική μορφή του Λάκη Μπαλογιάννη, έχει ίσως μια σημασία να αναφέρω ότι το ραδιόφωνο της επαρχίας δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτά που ακούμε στην Αθήνα.
Κάπου εκεί, στα μισά του δρόμου στην Εθνική, τα μεγάλης εμβέλειας ραδιόφωνα της πρωτεύουσας χάνονται. Μπαίνουμε σε μια άλλη ραδιοφωνική ζώνη, του λυκόφωτος. Οσοι σταθμοί ακούγονται μεταδίδουν τραγούδια που δεν έχουμε ξανακούσει και παλιά ξεχασμένα λαϊκά.
Ετσι μπήκα στην Καρδίτσα με τα παράθυρα του αυτοκινήτου ανοιχτά, να κάνω ως άλλη Μαρινέλλα σιγόντο στη φωνή του Καζαντζίδη: «Μη σκαλίζεις τη στάχτη να ξανάβρεις φωτιά, η δική μας αγάπη τώρα έσβησε πια… Με μια αγάπη καινούργια θα χαράξω πορεία, εσύ ήσουνα για μένα μια παλιά ιστορία…».
Φωτογραφία: Thomas Papanastasiou
Ο Λάκης Μπαλογιάννης είναι μία από κείνες τις αυθεντικές φιγούρες ενός τόπου που η αφοσίωση και η αγάπη τους γι’ αυτό που κάνουν ξεπερνά τα σύνορα της πόλης που ζουν. Στόμα με στόμα, έφτασε και στ’ αυτιά μου η φήμη του συλλέκτη που μετρά στη συλλογή του χιλιάδες δισκάκια λαϊκών τραγουδιών 78 και 45 στροφών. Πολλά απ’ αυτά είναι μικρών εταιρειών και σπάνια.
Σταμάτησα, βραδάκι πια, στην άλλη άκρη της πόλης, στη συνοικία Αγιος Νικόλαος. Η ταμπέλα «Μπαλογιάννης» είχε ανάψει. Η αυλή με τα τραπεζάκια κάτω από την καρυδιά άστραφτε από φροντίδα και χέρι παστρικό.
Φωτογραφία: Xristos Kataraxias
Την προσπέρασα διαβεβαιώνοντας τον εαυτό μου πως σε λίγο θα ξεκουραζόμουν κάτω απ’ το μεγάλο δέντρο. Αμ δε! Με το που μπήκα μέσα διακτινίστηκα μεμιάς στη δεκαετία του ’50. Από τότε που υπάρχει το μαγαζί της οικογένειας Μπαλογιάννη. Οχι «επιτηδευμένα παλιό»… αλλά σαν συνέχεια σε μια ιστορία που δεν έσβησε στο πέρασμα των χρόνων.
Μπροστά απ’ το μεγάλο τζουκ μποξ, ο Λάκης με καλωσόρισε σαν παλιός συγγενής. Μέσα σε λίγες ώρες πέρασαν από μπροστά μου όλα τα μεγάλα αστέρια του παλιού λαϊκού τραγουδιού. Ο Λάκης ήξερε τα πάντα. Πρόσωπα και πράγματα της εποχής.
Στο ένα χέρι το δισκάκι με τους νόστιμους μεζέδες και στο άλλο χέρι το δισκάκι με το σπάνιο 45άρι. Πού και πού ξεπρόβαλλε απ’ την κουζίνα και η κ. Ρένα, η αδερφή του. Αρχόντισσα… με τη στόφα εκείνη των γυναικών που στέκονται βράχοι στην οικογένεια.
Είναι το μαγαζί το 1951. Την φωτογραφία την τράβηξε ο Λάκης Μπαλογιάννης
Η ζωή του Λάκη είναι βιβλίο ολόκληρο. Μου διηγήθηκε απίστευτες ιστορίες που έζησε με θρύλους του ελληνικού τραγουδιού. Τα τηλεφωνήματα που δέχεται από συγγενείς καλλιτεχνών που προσπαθούν να βρουν ένα χαμένο τραγούδι του δικού τους ανθρώπου και τα αμέτρητα ταξίδια που έχει κάνει για να αγοράσει κάποιο ξεχασμένο δισκάκι.
Πριν φύγω, αργά το βράδυ, κοντοστάθηκα και ξανακοίταξα το μαγαζί και τους ανθρώπους του. Πέρασα μια αλησμόνητη βραδιά κοντά τους. Μέσα σε λίγες ώρες έζησα μια ολόκληρη εποχή… Μια εποχή που η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της τραγουδώντας τα βάσανα και τους καημούς της.
«Αυτό που με νοιάζει πιο πολύ», μου λέει ο Λάκης, «είναι τι θα γίνουν όλα αυτά τα δισκάκια. Πού θα τ’ αφήσω;». Δεν βρήκα κάτι να του πω εκείνη τη στιγμή. Μα ήξερα ότι μια μέρα θα γράψω γι’ αυτόν ελπίζοντας ότι κάποιος θα δώσει απάντηση στην ερώτηση που τον καίει.
Κυριακή Μπεϊόγλου