Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Στη σκαμνιά τσι Βάινα

Εν Καναλίοις - Λεύκωμα Ενθυμήσεων
…Αντίκρια τώρα απ’ το ραφείο του Τσιάτσιου κι απαναθέ απ’ τα κουτρόνια ήταν η σκαμνιά τσι Βάινα.
-« Σάματις να γούρμασαν τα σκάμνια μι φαίνιτι κι άμα δε τα σώσουμι, θα γένουν σάψαλα», είπι η Τακς τηρώντας κα τη σκαμνιά.
-« Μούσχους θα’ντα τώρα…» τουν σιγουντάρσα κι γω, «…Άιντιστι παμίτι να την κάνουμι αγγέλου, να την πατώσουμι για τα καλά».
-« Πάντους ταπρουχτές που τίναξα καμπόσα, ήταν αγούρμαστα », μουρμούρσι η Κώτσιους του Κατέρ(η), αλλά συμφώνσι ουτιτότις λέουντας: « Κι μ’ένα τώραϊά σκάμνια μι ρόχ’κι να φάου, παμίτι να τα γκλαπανίσουμι τώρα απ’ δε γλέπου τη Βάινα στου μπαλκόν(ι)».
Η μανιά η Βάινα ζιούσι με τον παππού το Βάιο σ’αυτό το σπίτι, που όπως όλα τα Καναλιώτικα, έγλιπι σιακάτ κα τουν κάμπου. Στο ξιάναγου αγναντεύοντας την Καρδίτσα, τα δεκάδες καμποχώρια και τις κορφές του Όλυμπου, του Κίσσαβου και της Βουλγάρας, κάθονταν με τις ώρες, σα του κούχτιου, η Βάινα παρέα μι τουν παππού τ’ς.
Νια χαρούλα τ’απιρνούσαν τα γιράματα οι δυο τους, κρατώντας συνουδειά η ένας τουν άλλουν.
Καλά κι χρυσά θα’νταν ούλα, αν δε μας τα χαλούσι η σκαμνιά που βρήκι να φυτρώσει στην άκρια απ’ τον κηπάκο, κατάφατσα ντιπ μπροστά στο ξιάναγου. Άιντι τώρα ισύ ν’ανέβς στη σκαμνιά κατ απ’ τη μύτ(η) τσι Βάινα δίχους να σι πάρ(ει) χαμπάρ(ι)! Αν κ’ήταν ντιπ χούφταλου η κακουμοίρα και τα σκαλιά απ’ το σπίτι της που κι που τα κατέβαινε, ιντούτις του μάτι τς του’χι γαρίδα.
Ούλ(η) τη μιρούλα ικεί στου ξιάναγου την έσουνι κι σα μας χαμπάρζι απάν στη σκαμνιά, γκριμόσκλα μας ανέβαζι, γκριμόσκλα μας κατέβαζι. Κι να’νταν μαναχά αυτό, σιγά τουν πουλυέλιου, δε μπανά χούιαζι όσου ήθιλι, ποιος τη λουγάριαζι; Δε σκανιαζάμαν γιαυτό, καρφάκ(ι) δε μας καίγουνταν.
Αυτό που μας έκουφτι, ήταν απ’ η Βάινα δίπλα στου σκαμνί που κάθουνταν, ικτός απ’ τη συνουδειά του παππού του Βάιου, είχι κι μία μπσούρα βίγκα ως απάν μι σπασμένα μανταλίδια! Μόλις μας έπιρνι του μάτι τς απάν στη σκαμνιά, δε χάρζι κάστανα, αρχίναϊ να σβαγκανάει καταπαναθέ μας τα τσιούβαλα, τζιαουνώντας αράδα:
-« Αάχ γκριμόσκλα, ουχ κι να σας πτύχου κακουύριφτα. Στα τσακίδια να πάτι, διαουλτζμένα, γκριμόσκλα, ε γκριμόσκλα!»
Σι αυτό μαναχά μας τα χαλνούσι η μανιά η Βάινα, ινώ κατά τ’άλλα νια χαρά ήταν, πρώτης τάξεως βαβούλα, αφού μόλις την τραγδούσαμαν την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, μας χαίρουνταν κι μας καλουσόρζι σα πιδιά τς. Μαζί μι κάνα πινινταράκ(ι) που μας έδουνι δε μας άφηνι να φύβγουμι, ήθελε σών(ει) κι καλά να καλουσκιρίσουμι, σύκα κι
ξηρουλούκουμα. Κανιά φουρά τη γιόμζαμαν και το παγούρι της με νερό απ’ τη Βρύσ(η), μπάκι την καλουπιάσουμι, για να’χουμι απουλσιά στη σκαμνιά. Μόλις όμως έρχονταν η εποχή κι σκαρφάλουνάμαν στου
δέντρου, σα μας έπιρνι αυτή πρέφα, τα ίδια Παντιλάκη μου τα ίδια Παντιλή μου, έπιφταν οι πέτρις βρουχή!
Σκιάζουνταν φαίνιτι η δόλια να μη πέσουμι, απού μας έγλιπι κριμαντζουλμένους στα κλουνάρια σα μαϊμές, αλλά δε την έκουβι τη χριστιανή πως μι του καταφύιασμα που μας έκανι, κιντύνιβάμαν να γκριμουτσακτσούμι χειρότιρα.
Τα σκάμνια όμως αυτά τα λιμιντάρζαμαν κάθε χρονιά κ’η κόσμους να χαλνούσι, ιμείς θα πάεινάμαν να τα σώσουμι. Τις επισκέψεις τις κάναμε τα καταμισήμιρα, γιατί μαναχά τότις που βαρούσι του ξιάναγου ήλιους κ’ήταν λάβρα, χώνουνταν μέσα για δρουσιά η Βάινα κι λαγουκοιμώνταν κανιά τριμούλα. Φαίνιτι όμους πως δεν την ακουλνούσι εύκολα ύπνος, αφού τις περισσότερες φορές μας καταλάβαινε και μας πλάκουνι στσι πέτρις.
Εκείνο το γιόμα αν και είχε βαριά συγνιφιά η Βάινα δεν αγνάντιβι στου ξιάναγου. Είχι πουλύ κουφόβρασ(η) η μέρα, σύχλιασι κι η τόπους, θα’πι κι αυτή, ας τιντουθώ λίγου μέσ’ στη δρουσούλα.
Πέρασάμαν αλαφρουπατώντας στα νύχια, μι χίλις δυο προφυλάξεις, την αυλή τσι Αγόρου του Θιμιλή. Άλλους μπιλιάς αυτή, δε γένουνταν ζάπ(ι) κι τζιαουνούσι αράδα άματις μας έγλιπι να τραβάμι κα τη Βάινα, λες κ’ήταν θκα τς τα σκάμνια.
Ζάρουσάμαν απού κατ απ’ του πιτοίχουμα του κηπάκου. Απαναθέ μας ακριβώς ήταν η σκαμνιά. Μάζουσάμαν απού καταή καναδυό πισμένα σκάμνια κι γλυκάθκαμαν για τα καλά.
Καρτέρσαμαν ικεί για λίγου κι γλέπουντας ησυχία, μπραάφ αμπήδσαμαν ταγλήγουρα απού παν’ μιριά, γραπατσαλώθκαμαν στον κορμό θλυκώνουντας τα πουδάρια κι σα γάτις σκαρφάλουσάμαν στο δέντρο απού’νταν πλούμπα στα σκάμνια.
-« Ιίίρι κάτις σκαμνάρις!» Ίσιαμι τα δάχλα τρανά ήνταν, σουζάτα, μαύρα κι ζαχαρουτά. Τα’χαφτάμαν αδιέτσ(ι), ντιπ άπλυτα, λες κ’είμασταν λιμασμέν(οι), νηστκοί χρόνια. Απάν-απάν σμα στην κουρφή, ήταν φουλιασμένους η Τακς, οπ’ έσουνι κ’έχαφτι κι μι τα δυο τ’απλόχιρα. Παρακάτ’ πιστρουβουλιασμένους σι νια φούρκα χλαπανούσι ταχόρταγα η Κώτσιους, ινώ παρακείθι ντιρλίκουνα ιγώ.
Ικεί απ’ φσίκουνάμαν ταλαίμαργα για τα καλά τη μπάκα μας κ’είμασταν μπουκουμέν(οι) κι καταπασαλειμμέν(οι), ακούσκι το πρώτο-πρώτο ζβάάάγκ!!! Ξέσξι τη φυλουσιά κι μας καταλάμπαξι.
Ως π’να ξιαλαχταρίσουμι…ζβααάγκ-ζβιιίγκ-ζβούγκ…αρχίνσαν να πέφτουν τρόιρα ένα σουρό χαλίκια, μιγάλα σα κουκόσις, να σι πτύχουν να σιαφήκουν στουν τόπου!
-« Φλαχτείτι, μας πήρι πρέφα η Βάινα!» τσιούρξι η Κώτσιους.
Τηράμι αλαφιασμένκα κα του ξιάναγου για να φλαχτούμι…πθινά όμους η Βάινα! Τίπουτα ντιπ, άφαντ(η), καένας, ψυχή στου μπαλκόν(ι), πόρτις, παραθύρια, κλεισμένα ούλα.
Ζβάάάγκ-ζβίίίγκ οι πέτρις, του βιουλί τς βιουλάκ(ι). Τάχασάμαν ιμείς κι τ’αβγά κι τα πασχάλια, δε ήξιράμαν απουπού να φλαχτούμι.
-« Ούι!» θάμαξι η Τακς. « Απούθι έρχουντι οι ρουφκιάνις;»
-« Αμ κι δέκα χέρια να’χι η βουμπίρου, πάλι δε θα πρόκανι ν’αμουλήσ(ει) τόσις πέτρις!» απόρσι η Κώτσιους.
Ως π’να κρίνου κι γω, έγινι τσι μουρλής απ’ τα βαγκανήσματα ’πό’καναν έναν διαουλτσμένου βρόντου καθώς ξισκούσαν μι φούσμα τα φύλλα κι τσάκζαν τα κλουνάρια.
Κατασκουτώθκαμαν να κατιβούμι καταή αφού απ’ όπ’ στα κουμμάτια κι ν’άρχουνταν οι πέτρις, στα κιφάλια μας έπιφταν. Ιγώ έφαγα μία σβουριχτή στην κασίδα μ’ κι μ’ήρθι άπανσους! Πάλι καλά απ’ήμαν κατιβασμένους χαμπλά ικείν(η) την ώρα κι φούσκουσα καταή απ’ του ένα μέτρου, ειδάλλους θ’απόμνα σέκους στη ρίζα.
Τουν Κώτσιου κι τουν Τάκ(η) τσι πίτχαν κιαφνούς καμπόσις κι τσ’ήρθι η ουρανός σφουντίλ(ι). Πήραμαν τέτοια τρόξα, απ’ δε λέιτι. Λάχα-λάχα χώθκαμαν καταφυιασμέν(οι) απουκάτ από’ναν τσίγκου σι νια αστρέχα, να σουθούμι! Μπάμπα-μπούμπα απουπάν κουπανούσαν οι πέτρις κι γένουνταν χαμός.
Τότις κατάλαβάμαν ότι δε μας σμάδιβι η μανιά η Βάινα, αλλά η Θιός! Έριχνι χαλάζ(ι). Κατουμμύρια άσπρα χαλίκια έπιφταν απ’ τουν ουρανό, τόσου δυνατά απ’ σκιάχκαμαν μη κι τρυπήσουν τουν πάφλου πού’μασταν απουκάτ καϋπουμέν(οι). Θάμαξάμαν κι απόμναμαν μι του στόμα ανοιχτό. Τέτχοια χαλαζάρα δε ματάδαμαν ως τότις, μαθέ άσπρισι η τόπους σα να’πεσε ένα μέτρο χιόνι μέσ’του μσουκαλόκιρου!
Η ζηλευτή και πανέμορφη σκαμνιά ήταν τώρα ένα μάτσο χάλια, κουτσιουμπή και σακατεμένη.
-« Ένα μανίκ(ι) στου Μπζάκ(ι)!» είπι μι παράπουνου η Τακς, «…Ίσια-ίσια που καλουσκέρσαμαν νια χαψιά. Παν χαμένα ούλα…φουτς(ι) για φέτου».
-« Ούρι ούτι ένα για ηλιάτσ(ι) δεν απόμνι! Τι σμάδ(ι) κακό είνι αυτό; Κ’είχα σκουπό να την καργαρώσου την κ’λια μ’!» μουρμούρσι η Κώτσιους μιξουκλαίουντας απ’ του κακό τ’!
Μετά κατάλαβα ότι δεν δάκρυζε η καψιρός για τα σκάμνια που τα’γλιπι τσιαλιασμένα πίσπιλου καταή, αλλά κλαψούρζι η δόλιους γιατί όπως τον μέτρησα , του βρήκα πέντι γιρές τσιούκις στην κιφάλα τ’ κι δε ξέρου κι γω πόσα σκρουμπουλάκια!
-« Έρι, σιγά τ’αβγά! Λες κι θα τα κρατούσαμαν τα σκάμνια για έχους; Ιί χα, σώθκαν οι σκαμνιές!» του’λεγα προσπαθώντας να τον απαλύνω τον πόνο.
-« Μι ξικιφάλιασαν ρα, ζαβλακώθκα, καταλαβαίνς ή δε καταλαβαίνς;» μπαμπάλζι αυτός.
Σα ξιθάρριψάμαν αρχίνσαμαν να μαζώνουμι απού καταής χαλάζ(ι) κι να του γλείφουμι σα κουκουτσέλια. Του καταφχαριστήθκαμαν μπορώ να πω πλιότιρου κιαπ’ τα σκάμνια!
Το χαλάζι πάντως δε έλεγε να κοπάσει, έπεφτε πράμα αβέρτα και βροντοκοπούσε στα τσίγκια που σκέπαζαν τσ’ηλιάστρις, σα να βαρούσαν χίλια καμπαναριά αντάμα.
Ευτυχώς ο κόσμος είδε που σκουτάδιασι η τόπους κι πρόκαναν ούλ(οι) κι σκέπασαν τσ’ηλιάστρις. Ξέρ’τι τι ένοια ήταν κι αφνή, να’χς του μυαλό κι τα μάτια δικατέσσιρα μη λάχ(ει) κι βραχούν οι αρμαθιές κι τα κριμασμένα μι κλούτσις τόπια κι πάρουν κι ντουχνιάσουν ; Άματις έπιρνι κι ψιχάλναγι κόσιαβι ούλου του χουριό κι δεν έφτανι.
-« Γιώώώργου-ου-ου, ωώ Γιωργού-ού-ού, κόσια παν οι ηλιάστρις!»
Μόλις σταμάτσι το χαλάζι κι αρχίνσι να λιών(ει), πλάκουσι κ’ένας βρόχαρους κι πήραν να κατιβάζουν τα ρέματα κι οι νιρουσυρμές σούδα τα νερά. Πέντι λιπτά θα κράτσι αυτός η καταπουντισμός αλλά ιμάς μας φάνκι χρόνους ουλόκληρους.
-« Τφάν(ι) ήταν κι πέρασι!» φώναξι η Τακς.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Όπως πληροφορηθήκαμε από το Σύλλογο των Καναλιωτών της Αθήνας, το βιβλίο «Εν Καναλίοις – Λεύκωμα Ενθυμήσεων» Β’ τόμος, θα εκδοθεί σύντομα. Η έκδοση λόγω οικονομικών δυσχερειών θα είναι ολιγάριθμη. Το αναγνωστικό κοινό που επιθυμεί να προμηθευτεί το βιβλίο, πρέπει να κάνει τον κόπο, να επικοινωνήσει με το Σύλλογο στο τηλ./fax :210 33 03 455 email: ekanalia@otenet.gr Γλαστωνδος 10 106 78 ΑΘΗΝΑ
Υπεύθυνος: Πυργιώτης Λάμπρος. lapysscholar@gmail.com
Ο Α΄ τόμος έχει εκδοθεί από το ΣΥΛΛΟΓΟ ΤΩΝ ΕΝ ΒΟΛΩ ΚΑΝΑΛΙΩΤΩΝ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ Τηλ. 24210 46253 και 43994