Γεωργικές ασχολίες των κατοίκων της υπαίθρου τα παλιά χρόνια
Κατά τον μήνα Ιούνιο ή θεριστή, γινόταν το θέρισμα των σιτηρών. Παλαιότερα, σε όλα τα χωριά του Θεσσαλικού κάμπου, ο θερισμός των σιτηρών κι ο αλωνισμός τους γινόταν με τον παλιό πατροπαράδοτο τρόπο, δηλαδή με το δρεπάνι και τη δοκάνη. Κρατούσε δυο περίπου μήνες.
Στις μέρες μας, ο θερισμός και ο αλωνισμός υπάρχουν μόνο ως αναμνήσεις στη σκέψη των ηλικιωμένων κυρίως αγροτών και αποτυπωμένοι σε εικόνες παλιών βιβλίων ή εκθέσεις γεωργικών αντικειμένων.
Η εμφάνιση των θεριστικών και αλωνιστικών μηχανών, στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, άλλαξε σιγά – σιγά τον τρόπο του θερισμού και αλωνισμού. Η οριστική αλλαγή ήρθε με την εμφάνιση των θεριζοαλωνιστικών μηχανών (κομπινών) στο τέλος περίπου της δεκαετίας του 1970. Με την οριστική αυτή αλλαγή χάθηκαν και μια σειρά από ήθη και έθιμα που συνόδευαν τις ασχολίες αυτές. Σήμερα ο θερισμός και ο αλωνισμός γίνονται ταυτόχρονα και πολλές φορές ο ιδιοκτήτης μαθαίνει μόνο για την ποσότητα του καρπού που έβγαλε το κτήμα του και εισπράττει το ανάλογο τίμημα.
Πατροπαράδοτος τρόπος θερισμού με δρεπάνι
Όταν τα στάχια ωρίμαζαν και έπαιρναν ένα χρυσοκίτρινο χρώμα, ο γεωργός ετοιμαζόταν για την ευλογημένη ώρα του θερισμού. Πρώτα ωρίμαζαν τα κριθάρια και αργότερα τα σιτάρια. Οι θεριστές, άνδρες και γυναίκες, ήταν έτοιμοι. Άρχιζαν το θερισμό νωρίς το πρωί. Ο θερισμός άρχιζε ημέρα Δευτέρα και ποτέ ημέρα Τρίτη. Την Τρίτη τη θεωρούσαν ως κακό οιωνό, λόγω της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Οθωμανών. Οι θεριστές ξεκινούσαν από την ίδια πλευρά του χωραφιού και έπαιρναν μπροστά τους μια έκταση που αντιστοιχούσε στον αριθμό των θεριστών και την οποία ονόμαζαν «όργο»[1].
Αφού έκαναν το σταυρό τους, άρχιζαν αμέσως την εργασία. Με το αριστερό χέρι έπιαναν πολλά στάχια μαζί και με το δρεπάνι, που κρατούσαν στο δεξί χέρι, έκοβαν χαμηλά τα στάχια. Οι αριστερόχειρες έκαναν την εργασία αυτή αντίστροφα. Όσα πιο χαμηλά, τόσο πιο καλά έλεγαν οι γεωργοί, γιατί αυξανόταν έτσι η ποσότητα του άχυρου που ήταν πολύτιμο για την εκτροφή των ζώων. Η ποσότητα των σταχιών που χωρούσε το χέρι λεγόταν χερόβολο και είχε ιδιαίτερη σημασία. Από το χερόβολο εξαρτιόταν η κατασκευή του καλού δεματιού. Έτσι, επαληθευόταν και η τοπική παροιμία: «Και ’γω κακό χερόβολο κι αυτός κακό δεμάτι». Το κάθε χερόβολο το τοποθετούσαν μαζί με άλλα και σχημάτιζαν τις χεριές. Έξι (6) χερόβολα αποτελούσαν μια χεριά ή αγκαλιά και δυο (2) αγκαλιές αποτελούσαν ένα (1) δεμάτι. Αυτό το κανόνιζαν οι άντρες (δεματάδες) που ακολουθούσαν και έδεναν τα δεμάτια. Δεματάδες ήταν οι πιο έμπειροι θεριστές, συνήθως άντρες. Έδεναν τα δεμάτια και τα τοποθετούσαν σε τριάδες. Ήταν οι γνωστές «τριαριές». Οι τριαριές τοποθετούνταν σε ευθεία γραμμή, η μια πίσω από την άλλη. Οι δεματάδες έκαναν τα δέματα (δεματ’κά) από σιτοκαλαμιές, τις οποίες θέριζαν πολύ χαμηλά, για να έχουν μεγαλύτερο μήκος και τις έστριβαν, ώστε να ενωθούν και να γίνουν σαν ζώνη κατάλληλη για δέσιμο των δεματιών. Τα δέματα γίνονταν τις πρωινές ώρες που οι καλαμιές του σιταριού ήταν ακόμα μαλακές από τη δροσιά της νύχτας και έστριβαν με ευκολία, χωρίς να σπάζουν. Όταν η μέρα προχωρούσε αρκετά και ο ήλιος πύρωνε τη γη, οι καλαμιές έχαναν την ευλυγισία τους με αποτέλεσμα η κατασκευή δεματιών να είναι αδύνατη. Στις περιπτώσεις αυτές μούσκευαν τις σιτοκαλαμιές ή χρησιμοποιούσαν σκλήδα και άλλα φυτά του βάλτου για να κάνουν τέτοια δέματα. Όταν δεν είχαν δεμάτια να δέσουν, έπιαναν το δρεπάνι και βοηθούσαν τους θεριστές.
Σκυμμένοι όλη μέρα θέριζαν μέσα στη ζέστη και την άπνοια του Καλοκαιριού. Ο ήλιος έκαιγε φοβερά πάνω τους και ο ιδρώτας πλημμύριζε το κορμί και τα ρούχα τους. Η σκόνη και ο ιδρώτας συχνά προκαλούσαν φαγούρα στο σώμα και τα διάφορα αγκάθια, οι καλαμιές και τα βάτα πλήγωναν τα χέρια και τα δάχτυλα. Ποιος θεριστής δεν θυμάται τα σημάδια που άφηναν στα χέρια οι μύτες ενός αγριόχορτου που φύτρωνε ανάμεσα στις σιτοκαλαμιές, τις πελεκανομύτες; Για να προφυλαχτούν, άντρες και γυναίκες, φορούσαν πουκάμισα με μακριά μανίκια, μάλλινες φανέλες, για να πίνουν τον ιδρώτα, και μάλλινες μακριές κάλτσες στα πόδια, για να αποφεύγουν τα γρατσουνίσματα. Στο κεφάλι οι άνδρες φορούσαν καπέλα ή κάποιο μαντίλι που έδεναν σταυρωτά. Οι γυναίκες φορούσαν μαντίλια, τα οποία έδεναν στο κεφάλι με ειδικό τρόπο, ώστε να δημιουργούν ίσκιο στο πρόσωπο και να μην το χτυπά ο ήλιος. Στα πόδια φορούσαν ελαφρά τσαρούχια, από δέρμα γουρουνιού, τα γνωστά γουρνοτσάρουχα. Τα έδεναν γύρω στον αστράγαλο με ψιλές δερμάτινες λουρίδες, από δέρμα γουρουνιού, όπως έδεναν οι αρχαίοι πρόγονοί μας τα σανδάλια τους. Κοντά στις 9 με 10 η ώρα διέκοπταν λίγο την εργασία, για να πάρουν μια ανάσα και να φάνε κάτι για κολατσιό. Κάπου – κάπου άφηναν τα δρεπάνια πάνω στις χεριές, σήκωναν τη μέση, για να μη πιαστούν, και αγνάντευαν την απέραντη κίτρινη θάλασσα των σιτηρών. Τα παιδιά που τους συνόδευαν, έφερναν κοντά τους το δοχείο με το νερό (το γκιούμι ή τη στάμνα) και τους το προσέφεραν με προθυμία, για να σβήσουν τη δίψα τους. Όταν το νερό τελείωνε και τελείωνε πολύ γρήγορα, τα παιδιά έτρεχαν στην κοντινή πηγή ή το ποτάμι και έφερναν φρέσκο και δροσερό. Σε λίγες ώρες αυτό και πάλι θερμαινόταν αρκετά, με αποτέλεσμα οι θεριστές να το πίνουν πάντα λίγο ζεστό. «΄Αϊντι θα παέν’κάνας για νιρό, γίν’κι λιόδρουμους, δεν πίνητι», έλεγαν. Αμέσως μετά άρχιζαν και πάλι το έργο τους, που καμιά φορά διακόπτονταν ξαφνικά από την εμφάνιση κάποιου φιδιού ή το πέταγμα κάποιου πουλιού.
Όταν ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, μια τρομερή ζέστη ξεχύνονταν στην ατμόσφαιρα και ο κάμπος όλος έμοιαζε με ένα τεράστιο καμίνι, που έκοβε την ανάσα των ανθρώπων. Είναι αλήθεια ότι οι καραγκούνες με τη βαριά στολή τους υπόφεραν περισσότερο από κάθε άλλον κατά τον θερισμό. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι καραγκούνες γυναίκες έβρισκαν τη δύναμη να πάρουν ένα τραγούδι, που ενισχυόταν από τους άνδρες, και έσμιγε με τα τραγούδια των άλλων θεριστών των γειτονικών χωραφιών και τα κελαηδήματα των πουλιών, δημιουργώντας μια θαυμάσια συναυλία. Τα παιδιά που βρίσκονταν στη σκιά του κάρου ή κάποιου δέντρου, έλεγαν τα δικά τους τραγούδια και έκαναν παρέα στα μωρά που ήταν στην κούνια. Σαν ερχόταν το γιόμα[2] και πλησίαζε η ώρα της ξεκούρασης, αφού έβγαζαν τον όργο, όλοι αποκαμωμένοι, άφηναν τα δρεπάνια τους και κατευθύνονταν στη σκιά. Οι άντρες στερέωναν τους χάλπους στις παραπέτρες του κάρου και στην κορυφή τους έπιαναν με ειδικές θηλιές το στρωσίδι (το σάϊασμα όπως το έλεγαν) και το άπλωναν όσο έφτανε για να μεγαλώσει η σκιά και να χωρέσουν όλοι οι θεριστές από κάτω. Από την άλλη πλευρά το σάϊασμα στηριζόταν στον απαδότη[3] και στο μεγάλο δικούλι που χρησιμοποιούσαν για το φόρτωμα των δεματιών. Πρώτα φρόντιζαν τα μωρά, ενώ παράλληλα οι άλλες γυναίκες ετοίμαζαν το φαγητό. Πάντα, πέρα από τα άλλα φαγητά, ήταν απαραίτητη η «σκορδάρη», πού δρόσιζε τους θεριστές και κατέβαζε την πίεσή τους. Μετά το φαγητό ένα σύντομος ύπνος ήταν πάντα ευπρόσδεκτος και ερχόταν αμέσως, αφού η κούραση της ημέρας ήταν μεγάλη και εξαντλητική.
Συνέχιζαν με τον ίδιο ρυθμό τον θερισμό ως αργά το βράδυ και μέχρι που το επέτρεπε το φως της ημέρας. Μερικές φορές οι θεριστές παρέμεναν και κοιμόταν στα χωράφια, ιδίως όταν αυτά ήταν σε μακρινή απόσταση από το χωριό τους. Τέτοια μάλιστα υπήρχαν αρκετά. Τότε ξυπνούσαν νωρίς και άρχιζαν αμέσως το θερισμό, με την πρωινή δροσιά. Έτσι, απέφευγαν το σχετικό δρομολόγιο και κέρδιζαν αρκετό χρόνο. Όταν όμως οι ανάγκες το επέβαλαν, επέστρεφαν στο σπίτι. Αποκαμωμένοι έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού. Οι άντρες έπρεπε να φροντίσουν τα ζώα και οι γυναίκες να βοηθήσουν στις υπόλοιπες δουλειές του σπιτιού, ώστε την άλλη ημέρα να είναι όλα έτοιμα. Ο θερισμός συνεχιζόταν για πολλές ημέρες, ανάλογα με τα στέμματα που είχε η κάθε οικογένεια και τα άτομα που ήταν ικανά για τον θερισμό. Όταν ο θερισμός ενός χωραφιού έφτανε στο τέλος, οι θεριστές άφηναν αθέριστα λίγα στάχια σε σχήμα σταυρού και έριχναν τα δρεπάνια μπροστά. Αν τύχαινε και το δρεπάνι καρφωνόταν στη γη με τη μύτη, σήμαινε πλούσια σοδειά για τον νοικοκύρη. Λίγες μέρες μετά τον θερισμό οι τριαριές των δεματιών συγκεντρώνονταν σε ορισμένα σημεία. Εκεί τα δεμάτια τοποθετούνταν το ένα πάνω στο άλλο, σε κυκλικό σχήμα, και σχημάτιζαν πρόχειρες θημωνιές, τις κουλούρες. Έτσι, γινόταν αργότερα εύκολο το φόρτωμά τους. Συνήθως η κάθε κουλούρα είχε 40 τριαριές, δηλαδή 120 δεμάτια, όσα μπορούσαν να φορτωθούν σε ένα κάρο.
Ο θερισμός κρατούσε πολλές ημέρες και χρειαζόταν πολλά εργατικά χέρια. «Θέρος, τρύγος, πόλεμος», λέει ο λαός για να δείξει τη δυσκολία του θερισμού. Ένας καλός θεριστής μπορούσε να θερίσει μέχρι 600-700 τετραγωνικά μέτρα την ημέρα, δηλαδή έκταση μικρότερη από ένα στρέμμα.
Όσοι είχαν λίγα χωράφια για θερισμό, τελειώνανε γρήγορα. Οι θεριστές ήταν πλέον ελεύθεροι να συνεχίσουν το έργο τους σε χωράφια μεγαλοκτηματιών, που στερούνταν εργατών. Η πληρωμή τους γινόταν σε είδος ή χρήματα, ανάλογα με τη συμφωνία. Υπήρχαν και λίγοι φτωχοί που δεν είχαν εργατικά χέρια ούτε ήταν σε θέση να πληρώσουν για να τα θερίσουν. Στις περιπτώσεις αυτές όλοι έβαζαν ένα «χεράκι» και το πρόβλημα λυνότανε αμέσως, ώστε κανένα χωράφι να μην μείνει αθέριστο.
Η εργασία του θερισμού ήταν δύσκολη και κοπιαστική. Μάλιστα οι αρχάριοι δεινοπαθούσαν και εύρισκαν όλο δικαιολογίες. Πήγαιναν συχνά για νερό και καθυστερούσαν. Τους έφταιγε το δρεπάνι και ζητούσαν την αλλαγή του για να επαληθεύσουν έτσι και την παροιμία που λέει: «Εργάτης αργοκίνητος όλο δρεπάνι αλλάζει».
Ένα ποίημα του Γιώργου Δροσίνη, περιγράφει χαρακτηριστικά το θερισμό. Το παραθέτω διατηρώντας τη γλώσσα και την ορθογραφία του ποιητή.
Το θέρος
Με του καιρού το γύρισμα τ’ όνειρο θ’ αληθέψει.
Στις καλαμιές, απόγυρτες απ’ τά βαριά τά στάχυα,
νεράϊδες ασπρομάντηλες διαβαίνουν ο? θερίστριες.
Τ’ ανάλαφρα ασπρομάντηλα, σφιγμένα με τά δόντια,
φυλαχτικά απ’ το λιόκαμα τις όψες αποκρύβουν
και δείχνουν τά μεσόφρυδα, κοράκια μές το χιόνι.
Πίσω απ’ το διάβα τους στρωτά χειρόβουλα τά στάχυα.
Χαράζουν στράτα απάτητη στον ήλιο και στ’ αγέρι.
Για τις βαρύτερες δουλειές άξια τ’ αντρίκια χέρια
στρίβουν κλωνάρια κοτσικιάς και ζώνουν τά δεμάτια.
Τ’ άλογο χαμοδένοντας στο χέρσωμα να βόσκει,
πάει το κοπέλι για νερό με δυό φλασκιά στα χέρια.
Κι’ η μάνα αποκοιμίζοντας στ’ απόσκιο το παιδί της
στρώνει στεγνό, αμαγείρευτο τ?ς εργατιάς το δείπνο,
με πρώϊμο κριθαρίτικο ψωμί, πού δε χορταίνει.
[1] (Όργος (ο). Η γραμμή σιταριού ή χορταριού κομμένη με το δρεπάνι ή την κοσσιά. Η έκταση χωραφιού, έτοιμη για θερισμό, που παίρνουν μπροστά οι θεριστές και είναι ανάλογη με την έκταση που μπορεί να θερίσει ένα άτομο γυρίζοντας αριστερά και δεξιά, δηλαδή όση έκταση φτάνουν τα χέρια του. Όσοι περισσότεροι ήταν οι θεριστές τόσο μεγαλύτερος ήταν ο όργος και αντίστροφα, όσοι λιγότεροι ήταν, τόσο ο όργος ήταν μικρότερος).
[2] (Το γιόμα (το)= το μεσημέρι. Οι καραγκούνηδες το 24ωρο το χώριζαν ως εξής: Τα χαράματα ή χαραή= η ώρα που χαράζει η μέρα, αρχίζει να έρχεται, το ξημέρωμα, η αυγή. Την τοποθετούσαν γύρω στις 5.30-6.30 η ώρα. Το γκαφαλ’τί = το κολατσιό , το πρωινό, 9.00-10.00 η ώρα. Το γιόμα= το μεσημέρι, 1.00-2.00 μ. μ. Το δειλινό ή δειλ’νό, 5.00-6.00 μ. μ. Το σουρούπωμα, 8.00-9.00 μ. μ. και το βράδυ μετά το σουρούπωμα)
[3] Ξύλινο δικούλι μήκους 3,50-4,00 μέτρων για το φόρτωμα των δεματιών ή του χόρτου.
Δημοσιεύτηκε στο http://otoposmas-okosmosmas.blogspot.gr από τον Νίκο Χιώτη
Πηγές: https://www.fatsimare.gr/
Αγροτικό Λαογραφικό Μουσείο Ιτέας Καρδίτσας
Κατά τον μήνα Ιούνιο ή θεριστή, γινόταν το θέρισμα των σιτηρών. Παλαιότερα, σε όλα τα χωριά του Θεσσαλικού κάμπου, ο θερισμός των σιτηρών κι ο αλωνισμός τους γινόταν με τον παλιό πατροπαράδοτο τρόπο, δηλαδή με το δρεπάνι και τη δοκάνη. Κρατούσε δυο περίπου μήνες.
Στις μέρες μας, ο θερισμός και ο αλωνισμός υπάρχουν μόνο ως αναμνήσεις στη σκέψη των ηλικιωμένων κυρίως αγροτών και αποτυπωμένοι σε εικόνες παλιών βιβλίων ή εκθέσεις γεωργικών αντικειμένων.
Η εμφάνιση των θεριστικών και αλωνιστικών μηχανών, στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, άλλαξε σιγά – σιγά τον τρόπο του θερισμού και αλωνισμού. Η οριστική αλλαγή ήρθε με την εμφάνιση των θεριζοαλωνιστικών μηχανών (κομπινών) στο τέλος περίπου της δεκαετίας του 1970. Με την οριστική αυτή αλλαγή χάθηκαν και μια σειρά από ήθη και έθιμα που συνόδευαν τις ασχολίες αυτές. Σήμερα ο θερισμός και ο αλωνισμός γίνονται ταυτόχρονα και πολλές φορές ο ιδιοκτήτης μαθαίνει μόνο για την ποσότητα του καρπού που έβγαλε το κτήμα του και εισπράττει το ανάλογο τίμημα.
Πατροπαράδοτος τρόπος θερισμού με δρεπάνι
Όταν τα στάχια ωρίμαζαν και έπαιρναν ένα χρυσοκίτρινο χρώμα, ο γεωργός ετοιμαζόταν για την ευλογημένη ώρα του θερισμού. Πρώτα ωρίμαζαν τα κριθάρια και αργότερα τα σιτάρια. Οι θεριστές, άνδρες και γυναίκες, ήταν έτοιμοι. Άρχιζαν το θερισμό νωρίς το πρωί. Ο θερισμός άρχιζε ημέρα Δευτέρα και ποτέ ημέρα Τρίτη. Την Τρίτη τη θεωρούσαν ως κακό οιωνό, λόγω της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Οθωμανών. Οι θεριστές ξεκινούσαν από την ίδια πλευρά του χωραφιού και έπαιρναν μπροστά τους μια έκταση που αντιστοιχούσε στον αριθμό των θεριστών και την οποία ονόμαζαν «όργο»[1].
Αφού έκαναν το σταυρό τους, άρχιζαν αμέσως την εργασία. Με το αριστερό χέρι έπιαναν πολλά στάχια μαζί και με το δρεπάνι, που κρατούσαν στο δεξί χέρι, έκοβαν χαμηλά τα στάχια. Οι αριστερόχειρες έκαναν την εργασία αυτή αντίστροφα. Όσα πιο χαμηλά, τόσο πιο καλά έλεγαν οι γεωργοί, γιατί αυξανόταν έτσι η ποσότητα του άχυρου που ήταν πολύτιμο για την εκτροφή των ζώων. Η ποσότητα των σταχιών που χωρούσε το χέρι λεγόταν χερόβολο και είχε ιδιαίτερη σημασία. Από το χερόβολο εξαρτιόταν η κατασκευή του καλού δεματιού. Έτσι, επαληθευόταν και η τοπική παροιμία: «Και ’γω κακό χερόβολο κι αυτός κακό δεμάτι». Το κάθε χερόβολο το τοποθετούσαν μαζί με άλλα και σχημάτιζαν τις χεριές. Έξι (6) χερόβολα αποτελούσαν μια χεριά ή αγκαλιά και δυο (2) αγκαλιές αποτελούσαν ένα (1) δεμάτι. Αυτό το κανόνιζαν οι άντρες (δεματάδες) που ακολουθούσαν και έδεναν τα δεμάτια. Δεματάδες ήταν οι πιο έμπειροι θεριστές, συνήθως άντρες. Έδεναν τα δεμάτια και τα τοποθετούσαν σε τριάδες. Ήταν οι γνωστές «τριαριές». Οι τριαριές τοποθετούνταν σε ευθεία γραμμή, η μια πίσω από την άλλη. Οι δεματάδες έκαναν τα δέματα (δεματ’κά) από σιτοκαλαμιές, τις οποίες θέριζαν πολύ χαμηλά, για να έχουν μεγαλύτερο μήκος και τις έστριβαν, ώστε να ενωθούν και να γίνουν σαν ζώνη κατάλληλη για δέσιμο των δεματιών. Τα δέματα γίνονταν τις πρωινές ώρες που οι καλαμιές του σιταριού ήταν ακόμα μαλακές από τη δροσιά της νύχτας και έστριβαν με ευκολία, χωρίς να σπάζουν. Όταν η μέρα προχωρούσε αρκετά και ο ήλιος πύρωνε τη γη, οι καλαμιές έχαναν την ευλυγισία τους με αποτέλεσμα η κατασκευή δεματιών να είναι αδύνατη. Στις περιπτώσεις αυτές μούσκευαν τις σιτοκαλαμιές ή χρησιμοποιούσαν σκλήδα και άλλα φυτά του βάλτου για να κάνουν τέτοια δέματα. Όταν δεν είχαν δεμάτια να δέσουν, έπιαναν το δρεπάνι και βοηθούσαν τους θεριστές.
Σκυμμένοι όλη μέρα θέριζαν μέσα στη ζέστη και την άπνοια του Καλοκαιριού. Ο ήλιος έκαιγε φοβερά πάνω τους και ο ιδρώτας πλημμύριζε το κορμί και τα ρούχα τους. Η σκόνη και ο ιδρώτας συχνά προκαλούσαν φαγούρα στο σώμα και τα διάφορα αγκάθια, οι καλαμιές και τα βάτα πλήγωναν τα χέρια και τα δάχτυλα. Ποιος θεριστής δεν θυμάται τα σημάδια που άφηναν στα χέρια οι μύτες ενός αγριόχορτου που φύτρωνε ανάμεσα στις σιτοκαλαμιές, τις πελεκανομύτες; Για να προφυλαχτούν, άντρες και γυναίκες, φορούσαν πουκάμισα με μακριά μανίκια, μάλλινες φανέλες, για να πίνουν τον ιδρώτα, και μάλλινες μακριές κάλτσες στα πόδια, για να αποφεύγουν τα γρατσουνίσματα. Στο κεφάλι οι άνδρες φορούσαν καπέλα ή κάποιο μαντίλι που έδεναν σταυρωτά. Οι γυναίκες φορούσαν μαντίλια, τα οποία έδεναν στο κεφάλι με ειδικό τρόπο, ώστε να δημιουργούν ίσκιο στο πρόσωπο και να μην το χτυπά ο ήλιος. Στα πόδια φορούσαν ελαφρά τσαρούχια, από δέρμα γουρουνιού, τα γνωστά γουρνοτσάρουχα. Τα έδεναν γύρω στον αστράγαλο με ψιλές δερμάτινες λουρίδες, από δέρμα γουρουνιού, όπως έδεναν οι αρχαίοι πρόγονοί μας τα σανδάλια τους. Κοντά στις 9 με 10 η ώρα διέκοπταν λίγο την εργασία, για να πάρουν μια ανάσα και να φάνε κάτι για κολατσιό. Κάπου – κάπου άφηναν τα δρεπάνια πάνω στις χεριές, σήκωναν τη μέση, για να μη πιαστούν, και αγνάντευαν την απέραντη κίτρινη θάλασσα των σιτηρών. Τα παιδιά που τους συνόδευαν, έφερναν κοντά τους το δοχείο με το νερό (το γκιούμι ή τη στάμνα) και τους το προσέφεραν με προθυμία, για να σβήσουν τη δίψα τους. Όταν το νερό τελείωνε και τελείωνε πολύ γρήγορα, τα παιδιά έτρεχαν στην κοντινή πηγή ή το ποτάμι και έφερναν φρέσκο και δροσερό. Σε λίγες ώρες αυτό και πάλι θερμαινόταν αρκετά, με αποτέλεσμα οι θεριστές να το πίνουν πάντα λίγο ζεστό. «΄Αϊντι θα παέν’κάνας για νιρό, γίν’κι λιόδρουμους, δεν πίνητι», έλεγαν. Αμέσως μετά άρχιζαν και πάλι το έργο τους, που καμιά φορά διακόπτονταν ξαφνικά από την εμφάνιση κάποιου φιδιού ή το πέταγμα κάποιου πουλιού.
Θερισμός με τα χέρια 1955
Όταν ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, μια τρομερή ζέστη ξεχύνονταν στην ατμόσφαιρα και ο κάμπος όλος έμοιαζε με ένα τεράστιο καμίνι, που έκοβε την ανάσα των ανθρώπων. Είναι αλήθεια ότι οι καραγκούνες με τη βαριά στολή τους υπόφεραν περισσότερο από κάθε άλλον κατά τον θερισμό. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι καραγκούνες γυναίκες έβρισκαν τη δύναμη να πάρουν ένα τραγούδι, που ενισχυόταν από τους άνδρες, και έσμιγε με τα τραγούδια των άλλων θεριστών των γειτονικών χωραφιών και τα κελαηδήματα των πουλιών, δημιουργώντας μια θαυμάσια συναυλία. Τα παιδιά που βρίσκονταν στη σκιά του κάρου ή κάποιου δέντρου, έλεγαν τα δικά τους τραγούδια και έκαναν παρέα στα μωρά που ήταν στην κούνια. Σαν ερχόταν το γιόμα[2] και πλησίαζε η ώρα της ξεκούρασης, αφού έβγαζαν τον όργο, όλοι αποκαμωμένοι, άφηναν τα δρεπάνια τους και κατευθύνονταν στη σκιά. Οι άντρες στερέωναν τους χάλπους στις παραπέτρες του κάρου και στην κορυφή τους έπιαναν με ειδικές θηλιές το στρωσίδι (το σάϊασμα όπως το έλεγαν) και το άπλωναν όσο έφτανε για να μεγαλώσει η σκιά και να χωρέσουν όλοι οι θεριστές από κάτω. Από την άλλη πλευρά το σάϊασμα στηριζόταν στον απαδότη[3] και στο μεγάλο δικούλι που χρησιμοποιούσαν για το φόρτωμα των δεματιών. Πρώτα φρόντιζαν τα μωρά, ενώ παράλληλα οι άλλες γυναίκες ετοίμαζαν το φαγητό. Πάντα, πέρα από τα άλλα φαγητά, ήταν απαραίτητη η «σκορδάρη», πού δρόσιζε τους θεριστές και κατέβαζε την πίεσή τους. Μετά το φαγητό ένα σύντομος ύπνος ήταν πάντα ευπρόσδεκτος και ερχόταν αμέσως, αφού η κούραση της ημέρας ήταν μεγάλη και εξαντλητική.
Συνέχιζαν με τον ίδιο ρυθμό τον θερισμό ως αργά το βράδυ και μέχρι που το επέτρεπε το φως της ημέρας. Μερικές φορές οι θεριστές παρέμεναν και κοιμόταν στα χωράφια, ιδίως όταν αυτά ήταν σε μακρινή απόσταση από το χωριό τους. Τέτοια μάλιστα υπήρχαν αρκετά. Τότε ξυπνούσαν νωρίς και άρχιζαν αμέσως το θερισμό, με την πρωινή δροσιά. Έτσι, απέφευγαν το σχετικό δρομολόγιο και κέρδιζαν αρκετό χρόνο. Όταν όμως οι ανάγκες το επέβαλαν, επέστρεφαν στο σπίτι. Αποκαμωμένοι έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού. Οι άντρες έπρεπε να φροντίσουν τα ζώα και οι γυναίκες να βοηθήσουν στις υπόλοιπες δουλειές του σπιτιού, ώστε την άλλη ημέρα να είναι όλα έτοιμα. Ο θερισμός συνεχιζόταν για πολλές ημέρες, ανάλογα με τα στέμματα που είχε η κάθε οικογένεια και τα άτομα που ήταν ικανά για τον θερισμό. Όταν ο θερισμός ενός χωραφιού έφτανε στο τέλος, οι θεριστές άφηναν αθέριστα λίγα στάχια σε σχήμα σταυρού και έριχναν τα δρεπάνια μπροστά. Αν τύχαινε και το δρεπάνι καρφωνόταν στη γη με τη μύτη, σήμαινε πλούσια σοδειά για τον νοικοκύρη. Λίγες μέρες μετά τον θερισμό οι τριαριές των δεματιών συγκεντρώνονταν σε ορισμένα σημεία. Εκεί τα δεμάτια τοποθετούνταν το ένα πάνω στο άλλο, σε κυκλικό σχήμα, και σχημάτιζαν πρόχειρες θημωνιές, τις κουλούρες. Έτσι, γινόταν αργότερα εύκολο το φόρτωμά τους. Συνήθως η κάθε κουλούρα είχε 40 τριαριές, δηλαδή 120 δεμάτια, όσα μπορούσαν να φορτωθούν σε ένα κάρο.
Όσοι είχαν λίγα χωράφια για θερισμό, τελειώνανε γρήγορα. Οι θεριστές ήταν πλέον ελεύθεροι να συνεχίσουν το έργο τους σε χωράφια μεγαλοκτηματιών, που στερούνταν εργατών. Η πληρωμή τους γινόταν σε είδος ή χρήματα, ανάλογα με τη συμφωνία. Υπήρχαν και λίγοι φτωχοί που δεν είχαν εργατικά χέρια ούτε ήταν σε θέση να πληρώσουν για να τα θερίσουν. Στις περιπτώσεις αυτές όλοι έβαζαν ένα «χεράκι» και το πρόβλημα λυνότανε αμέσως, ώστε κανένα χωράφι να μην μείνει αθέριστο.
Η εργασία του θερισμού ήταν δύσκολη και κοπιαστική. Μάλιστα οι αρχάριοι δεινοπαθούσαν και εύρισκαν όλο δικαιολογίες. Πήγαιναν συχνά για νερό και καθυστερούσαν. Τους έφταιγε το δρεπάνι και ζητούσαν την αλλαγή του για να επαληθεύσουν έτσι και την παροιμία που λέει: «Εργάτης αργοκίνητος όλο δρεπάνι αλλάζει».
Ένα ποίημα του Γιώργου Δροσίνη, περιγράφει χαρακτηριστικά το θερισμό. Το παραθέτω διατηρώντας τη γλώσσα και την ορθογραφία του ποιητή.
Το θέρος
Με του καιρού το γύρισμα τ’ όνειρο θ’ αληθέψει.
Στις καλαμιές, απόγυρτες απ’ τά βαριά τά στάχυα,
νεράϊδες ασπρομάντηλες διαβαίνουν ο? θερίστριες.
Τ’ ανάλαφρα ασπρομάντηλα, σφιγμένα με τά δόντια,
φυλαχτικά απ’ το λιόκαμα τις όψες αποκρύβουν
και δείχνουν τά μεσόφρυδα, κοράκια μές το χιόνι.
Πίσω απ’ το διάβα τους στρωτά χειρόβουλα τά στάχυα.
Χαράζουν στράτα απάτητη στον ήλιο και στ’ αγέρι.
Για τις βαρύτερες δουλειές άξια τ’ αντρίκια χέρια
στρίβουν κλωνάρια κοτσικιάς και ζώνουν τά δεμάτια.
Τ’ άλογο χαμοδένοντας στο χέρσωμα να βόσκει,
πάει το κοπέλι για νερό με δυό φλασκιά στα χέρια.
Κι’ η μάνα αποκοιμίζοντας στ’ απόσκιο το παιδί της
στρώνει στεγνό, αμαγείρευτο τ?ς εργατιάς το δείπνο,
με πρώϊμο κριθαρίτικο ψωμί, πού δε χορταίνει.
[1] (Όργος (ο). Η γραμμή σιταριού ή χορταριού κομμένη με το δρεπάνι ή την κοσσιά. Η έκταση χωραφιού, έτοιμη για θερισμό, που παίρνουν μπροστά οι θεριστές και είναι ανάλογη με την έκταση που μπορεί να θερίσει ένα άτομο γυρίζοντας αριστερά και δεξιά, δηλαδή όση έκταση φτάνουν τα χέρια του. Όσοι περισσότεροι ήταν οι θεριστές τόσο μεγαλύτερος ήταν ο όργος και αντίστροφα, όσοι λιγότεροι ήταν, τόσο ο όργος ήταν μικρότερος).
[2] (Το γιόμα (το)= το μεσημέρι. Οι καραγκούνηδες το 24ωρο το χώριζαν ως εξής: Τα χαράματα ή χαραή= η ώρα που χαράζει η μέρα, αρχίζει να έρχεται, το ξημέρωμα, η αυγή. Την τοποθετούσαν γύρω στις 5.30-6.30 η ώρα. Το γκαφαλ’τί = το κολατσιό , το πρωινό, 9.00-10.00 η ώρα. Το γιόμα= το μεσημέρι, 1.00-2.00 μ. μ. Το δειλινό ή δειλ’νό, 5.00-6.00 μ. μ. Το σουρούπωμα, 8.00-9.00 μ. μ. και το βράδυ μετά το σουρούπωμα)
[3] Ξύλινο δικούλι μήκους 3,50-4,00 μέτρων για το φόρτωμα των δεματιών ή του χόρτου.
Δημοσιεύτηκε στο http://otoposmas-okosmosmas.blogspot.gr από τον Νίκο Χιώτη
Πηγές: https://www.fatsimare.gr/