Φωτογραφία: Panagiota Anagnost |
Για να φτάσεις ως εκεί έπρεπε να περάσεις ένα κατηφορικό μονοπάτι, απότομο και πλαγιαστό, πού ίσα-ίσα χωρούσε ένας άνθρωπος. Κάτω έχασκε ή άβυσσος.
Στό πανηγύρι της μονής, τον Δεκαπενταύγουστο, μερικοί ευλαβείς προσκυνητές έβλεπαν την ίδια την Παναγία. Την έβλεπαν να στέκεται πελώρια στην άκρη του γκρεμού με ανοιχτά τα χέρια, τείχος γι’ αυτούς πού πήγαιναν να την τιμήσουν, μην ξεγλιστρήσει κανείς στο βάραθρο. Λένε ακόμη πώς κανείς ποτέ δεν χάθηκε άπ’ όσους κατευθύνονταν εκεί.
Το μοναστήρι λοιπόν είχε γίνει καρφί στο μάτι των απίστων. Το είχαν καημό. Ολόκληρη τουρκιά να σκοντάφτει σε λίγες πέτρες και ντουβάρια!
Μα πώς να φτάσουν ως εκεί; Έκτος άπ’ την κοπιαστική πορεία — ήθελαν δύο μέρες δρόμο από το Μουζάκι σε μέρη άγνωστα και αφιλόξενα -, έπρεπε να περάσουν εκείνο το απόκρημνο μονοπάτι. Κι αν κυλήσει κανείς στον κατήφορο και παρασύρει κι άλλους, και γίνει πανικός και χαθούν οί γενίτσαροι;
Σκέφτηκαν να τους κάνουν αποκλεισμό. Πόσο όμως θα κρατούσαν; Θα ‘ρχόταν ό χειμώνας, θα έπεφτε ένα μπόι χιόνι και θα ‘πρεπε να φύγουν. “Υστερα εκείνοι οί κατσικάνθρωποι των γύρω χωριών θα σκαρφάλωναν από άλλου και θα έφταναν ως εκεί. “Ασε πού τα κελάρια της μονής θα ήταν γεμάτα. Μα κι εκείνα τα σκυλιά τίς πιο πολλές ήμερες του χρόνου νηστεύουν του θανατά. Καρφί δεν θα τους καιγόταν, αν τους πολιορκούσαν.
Στέλνουν λοιπόν μήνυμα στους μοναχούς της Σπηλιάς – πράγμα πού και παλιά το είχαν κάνει — για να ‘ρθουν να προσκυνήσουν, να υποταγούν. Κανένα όμως αποτέλεσμα. “Ως κι ό δεσπότης τους έστειλε μήνυμα να κατέβουν και να υποταγούν, κρατώντας βέβαια την πίστη τους, αλλά εκείνοι αποκρίθηκαν:
– “Αγιε Δέσποτα, σε νοιώθουμε και σε καταλαβαίνουμε. Ό δρόμος σου είναι Γολγοθάς. Κάνε συ το χρέος σου, κι άσε να κάνουμε κι εμείς το δικό μας.
Τέλος οι τούρκοι αποφάσισαν να τους χτυπήσουν. Ένα πρωί οί καλόγεροι βρέθηκαν ζωσμένοι από τους απίστους.
– Ανοίξτε! τους φώναξαν. Φίλοι είμαστε. Θα μπούμε σαν επισκέπτες.
– “Άπιστους δεν δέχεται ή χάρη της, αποκρίθηκαν οι μοναχοί.
Ύστερα αμπάρωσαν τίς πόρτες, ταμπουρώθηκαν και άρχισε ή μάχη. Οί χαράδρες αντιλάλησαν από το ντουφεκίδι. Κάποτε όμως οί βαρείες πόρτες υποχώρησαν και οί Αγαρηνοί όρμησαν μέσα με αλαλαγμούς. Οί καλόγεροι δεν είχαν πια ντουφέκια, βόλια, μπαρούτι. “Άρπαξαν μαχαίρια, ξύλα και πέτρες. Ό αγώνας ήταν άνισος, και το αίμα δεν άργησε να πορφυρώσει τα τριμμένα και σκονισμένα ράσα.
Ό ηγούμενος ήταν την ώρα εκείνη στο ιερό κι έκανε την κατάλυση. Οί άπιστοι τον άρπαξαν, τον έδεσαν, τον βασάνισαν. Ύστερα έκαψαν και ποδοπάτησαν τίς αγίες εικόνες και πήγαν κι έφεραν το άγιο δισκοπότηρο, πού είχε ακόμη μέσα την αγία μετάληψη. Ένας τούρκος τότε το άρπαξε και το πέταξε στον γκρεμό.
— Σκυλί! ούρλιαξε ό γέροντας, και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Ένα χαντζάρι ανέμισε στον αέρα και κατεβαίνοντας έκοψε το κεφάλι του ηγουμένου.
Τρεις ήμερες οί γενίτσαροι γλεντούσαν τη νίκη τους. Κι όταν κουράστηκαν να γλεντούν, ξεκίνησαν για τον κάμπο.
Ή είδηση της καταστροφής έπεσε στην περιοχή σαν κεραυνός. — Οι τούρκοι πάτησαν το μοναστήρι της Παναγιάς!
– Και θαύμα;
– Δεν έγινε.
-Τίποτε;
– Τίποτε.
Δοξασμένο τ’ όνομα σου Μεγαλόχαρη.
Τα νεκρά σώματα των μοναχών έμειναν άταφα. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει. Μόνο οί παπάδες στα χωριά διάβαζαν κρυφά τρισάγια για τίς ψυχές των εθνομαρτύρων.
Κάποτε όμως οί πιο γενναίοι ανηφόρισαν ως το μοναστήρι. Έφθασαν απόγευμα. Μαζί τους είχαν κι έναν παπά. Σφίχτηκε ή καρδιά τους μόλις άντίκρυσαν τους σκοτωμένους. Έπλυναν τίς πληγές, τους έβαλαν στην εκκλησία και τους ξενύχτισαν. Το πρωί τους ασπάσθηκαν όλους κι υστέρα τους έθαψαν. Χτύπησαν πένθιμα την καμπάνα και κίνησαν νια τα χωριά τους.
Το μοναστήρι έκλεισε. Ποιος ξέρει αν θα έμενε κλειστό για πάντα! Στήν καρδιά τους όμως κρυφόκαιε μια σπίθα ελπίδας.
Πέρασε καιρός. Κάποια βραδιά ένα τσοπανόπουλο έβοσκε σε μια βουνοπλαγιά τα πρόβατα του. Ξαφνικά, εκεί πού ρέμβαζε στη νύχτα, είδε στο βάθος της χαράδρας φως. Απόρησε. Τί να ‘ταν; Έτριψε τα μάτια του και ξανακοίταξε. Φαινόταν κάτι σαν ένα μεγάλο καντήλι.
Ειδοποίησε τους χωρικούς, κι ένα πρωί κατέβηκαν όλοι μαζί, καμιά δεκαριά, στη χαράδρα. Μαζί τους πήγε κι ένας παπάς. “Οταν πλησίασαν κοντοστάθηκαν. Μια ευωδιά ξεχυνόταν γύρω τους. Σταυροκοπήθηκαν και προχώρησαν. Και τότε τί να δουν!
Μπροστά, πάνω σε μια λεία πέτρα ήταν, σφηνωμένο λες, το άγιο δισκοπότηρο. Ήταν το δισκοπότηρο της Σπηλιάς. Μέσα του ανέπαφη μοσχοβολούσε ή τελευταία μετάληψη, πού δεν πρόφτασε ό ηγούμενος να καταλύσει.
Ό παπάς έτρεμε. Όλοι τους τώρα έκλαιγαν. Ήταν μάρτυρες ενός θαύματος.
Ό παπάς σήκωσε ευλαβικά το δισκοπότηρο κι άρχισαν τον ανήφορο. Το τσοπανόπουλο ανέβηκε πετώντας, ειδοποίησε το χωριό και χτύπησαν χαρμόσυνα την καμπάνα. Ύστερα βγήκαν να τους προϋπαντήσουν.
Την άλλη ήμερα ξεκίνησαν όλοι για το μοναστήρι. Οι παπάδες λαμπροφορεμένοι, τα εξαπτέρυγα, τα θυμιατά και κόσμος πολύς. Εκεί απόθεσαν το άγιο δισκοπότηρο, λειτουργήθηκαν και δόξασαν την Παναγία Σπηλιώτισσα για το θαύμα της.
Το τσοπανόπουλο από κείνη την ήμερα έμεινε στο μοναστήρι και το ξανάνοιξε ύστερ’ από την καταστροφή. Ήταν διαλεγμένος από την Παναγία. Έγινε καλόγερος, κι όταν αργότερα γέμισε ή Σπηλιά από μοναχούς, ήταν ένας ενάρετος και φωτισμένος ηγούμενος. Και δεν έπαυε να διηγείται με απλότητα και ταπείνωση το θαύμα πού αξιώθηκε να δεί.
‘Από τότε ή Παναγία πάντα θα κάνει και κάποιο θαύμα στο πανηγύρι της.
Πηγή: http://www.pigizois.net/