Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

ΕΤΣΙ ΗΤΑΝΕ - ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΓΙΑΝΝΗ ΦΡΥΔΑ ΣΕ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΓΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ


                                      
Ε Τ Σ Ι   Η Τ Α Ν Ε

Γ Ι Α Ν Ν Η     Β Λ Α Χ Ο Γ Ι Α Ν Ν Η

Διασκευή  Γιάννη Φρύδα


Πρόσωπα: 

1. ΠΑΠΠΟΥΣ

2. ΠΑΙΔΙ ( εγγονός )

3. ΑΦΗΓΗΤΗΣ

4. ΟΜΙΛΗΤΗΣ

5. ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ


ΠΑΙΔΙ: ( Μπαίνει στη σκηνή ) Παππού, ε! παππού!

ΠΑΠΠΟΥΣ: Έλα, παιδί μου. Τι θέλεις πάλι; Άφησέ με στον πόνο μου και στον καημό

μου.

ΠΑΙΔΙ: Σήκου, παππούλη! Σήμερα είναι μέρα επίσημη. Τι φυλάς το στρώμα και

βογκάς; Όλο βογκάς κι όλο μαλώνεις. Σώνει πια. Έβγα να ιδείς. Ο κόσμος

έχει πανηγύρι σήμερα. Σάββατο Λαζάρου. Σήκω ν’ αλλάξεις και να πας

στην αγορά. ( κινείται συνέχεια, παίζει, κάνει πως πολεμά με το σπαθί )

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Το μαθητούδι ζωηρό, καθώς μπήκε στο σπίτι, έφυγε κιόλα. Το ’ξερε ο παπ-

πούς πως ήταν η τρανή Παραμονή, της Έξοδος η μέρα… Αχ, τέτοια μέρα δε

θα ξαναφανεί, μήτε ο Θεός να δώσει. Το ’ξερε ο παππούς κι αυτό από μέρες

κι από νύχτες συλλογιόταν. Ο πονεμένος νους του σερνότανε τριγύρω στη

μεγάλη θύμηση. Και την περίμενε τη μέρα αυτή…

Τώρα να το πάλι το τρελόπαιδο. Άφησε τις τρεχάλες και βρίσκεται πάλι

μπροστά του.

ΠΑΙΔΙ: Ακόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θα μου γίνεις αυτού πέρα; Απόλυσε κι η

εκκλησιά.

ΠΑΠΠΟΥΣ: Καλά, καλά, μωρέ παιδί. Μη με μαλώνεις τόσο. Γέρος είμαι, δε μπορώ να

σηκωθώ. Εδώ άσε με να σήπομαι.

ΠΑΙΔΙ: Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδο!

ΠΑΠΠΟΥΣ: Έφτασα! Τ’ άρματά μου! Πάμε!

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της λιτανείας η βοή κρυφή τρε-

μούλα του ’χυσε στα σωθικά. Ορθός τινάχτηκε σαν παλικάρι. Ανάλλαγος

πετάχτηκε στο δρόμο. Και με τ’ αγγόνι ακολουθεί τ’ ανθρώπινο ποτάμι.

Κόσμος πολύς στην αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Θέλουν να ξανα-

ζωντανέψουν με το νου τη μνήμη της μεγάλης μέρας. Έτσι να δουν πως ήτα-

νε. Τέλος στους τάφους έφτασαν. Εκεί χιλιάδες συναγμένοι στέκονται κι

ακούν έναν που βγάνει λόγο, μα ο λόγος είν’ ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει και

δεν καταλαβαίνει. Ακούει και καρτερεί. Σαν κάτι φαίνεται να καρτερεί…

ΟΜΙΛΗΤΗΣ: Την λαμπράν ταύτην ημέραν, ήτις είναι γεγραμμένη με απαστράπτοντα

στοιχεία εις τας δέλτους της δόξης και της ιστορίας, εορτάζομεν λέγω, μετά

περισσής υπερηφανείας , αναμιμνησκόμενοι την ηρωικήν έξοδον.(χειροκροτή-

ματα)

Αλλά, οποία γραφίς δύναται και ρήτωρ να περιγράψει όσα έλαβον χώραν εν-

θάδε και ένεκα των οποίων είμεθα άπαντες συνηθροισμένοι; (χειροκροτήματα)

ΠΑΠΠΟΥΣ: Ορέ,δεν ήταν έτσι.

ΠΑΙΔΙ: Μη φωνάζεις, παππού!

ΟΜΙΛΗΤΗΣ: Εάν ήμην ο Πίνδαρος, ή είχον την λύραν του Ορφέως, θα ηδυνάμην, ίσως,

να υμνήσω επαξίως των ηρώων τα κλέη, των γιγάντων και ημιθέων τα έπη.

ΠΑΠΠΟΥΣ: Δεν ήταν έτσι, μωρέ! Όχι! Δεν ήταν έτσι. (Κουνάει απειλητικά το ραβδί του και

αποχωρεί νευριασμένος)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος

φαίνεται. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του

κάποιος τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής

παίζει παραπονιάρικα και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του

Μεσολογγιού. (Ο γέρος στέκεται και ακούει τον τυφλό τραγουδιστή)

Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα

και δε μιλεί. Ο νους του φτερουγίζει πίσω σε περασμένα χρόνια. Σε κείνα τα

χρόνια. Και κλαίει…Και κλαίει… Τέλος κόπηκε το τραγούδι.

ΠΑΠΠΟΥΣ: Να, ορέ, έτσι ήτανε!

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καημό του.

(Κλείνει με το τέλος του κλέφτικου τραγουδιού: όλα τα κάστρα χαίρονται)