Άρθρο του Κωνσταντίνου Δ. Μαυρομμάτη.
Πολλά είναι τα ιδιώματα που έχει η ελληνική γλώσσα, σε διάφορες περιοχές της χώρας μας. Τα Κανάλια δεν μπορούσαν να εξαιρεθούν από το γενικό αυτό κανόνα. Έτσι το κατεξοχήν ευφωνικό φωνήεν «άλφα» (α), τόσο στην καθομιλούμενη επίσημη ελληνική γλώσσα όσο και στα κατά τόπους ιδιώματα, αποτελεί το συνηθέστερο και περισσότερο συχνά συναντώμενο γράμμα στο λεξιλόγιό μας. Κάτι το οποίο αποδείχνεται και από το ότι έχει την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία και την λεξικογραφική πρωτιά, σε όλα τα γνωστά λεξικά των διαφόρων χωρών του κόσμου.
Είναι το πρώτο γράμμα όχι μόνο της ελληνικής αλφαβήτου, αλλά και πολλών άλλων γλωσσών. Από αυτό αρχίζουν οι περισσότερες λέξεις, οι ελληνικές και οι ξένες, το γράμμα «α» επίσης τo συναντούμε πάρα πολλές φορές στις λέξεις των διαφόρων κειμένων. Ακόμα όμως, πιο πυκνή είναι η παρουσία του στα ιδιωματικά ελληνικά λεξιλόγια, όπου μάλιστα το συναντούμε ως προθεματικό ή υπερθεματικό, δηλ. να προφέρεται μπροστά από ορισμένες λέξεις ή ακόμη και αυξητικό, προκειμένου να επιτείνει και να αυξήσει τη σημασία μιας λέξης.
Με τον ίδιο τρόπο το συναντούμε και στην Καναλιώτικη ντοπιολαλιά, όπως αναγράφεται στο «Λεξικό Τοπικών Όρων και Ιδιωματισμών Καναλίων Καρδίτσας», το οποίο εξέδωσε ο Σύλλογος των εν Βόλω Καναλιωτών Καρδίτσης, το 1987. Αντί δηλ. οι παλαιότεροι Καναλιώτες, που μιλούσαν καθαρά την καναλιώτικη ντοπιολαλιά, να πουν «γλείφω το παγωτό» έλεγαν «αγλείφω του παγουτό», αντί να πουν «κολλάω στο αυτοκίνητο» έλεγαν «ακολλάου στ’ αυτοκίνητου», αντί να πουν «φουλτάκιασε η παλάμη μου από τη φωτιά» έλεγαν «φουλτάκιασι η απαλάμη μ’ απ’ τη φουτιά» κ.λπ. κ.λπ. Μερικές φορές μάλιστα το «άλφα»(α)αυτό δεν είναι προθεματικό ή αυξητικό, αλλά απλά αντικαθιστά ένα άλλο φωνήεν ή σπανιότερα έναν δίφθογγο, όπως π.χ. αντί να πουν οι παλιότεροι Καναλιώτες «έχω πέντε εγγόνια και δυο δισέγγονα» έλεγαν «έχου πέντι αγγόνια κι δυο δισέγγουνα», αντί να πουν «είσαι ελαφρός και μπορώ νασε σηκώσω» έλεγαν «είσι αλαφρός κι μπουρώ να σι σ’κώσου»κ.λπ. Δηλ. το «ε» το μετέτρεπαν σε «α». Κάποιες άλλες φορές, σπανιότερα, μπροστά από το «α» πρόσθεταν και ένα ακόμη γράμμα ή συλλαβή για να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τη σημασία της λέξης, όπως π.χ. «Μην κάθισι ντιπ, σύρι τ’ αγλήγουρα να παρ’ς νιρό απ’τη Βρύσ’ για ν’ αναπιάσου του προυζύμ’» ή «ανατρόμαξα να βρω του γουμάρ’ που ήταν μέσα στου ρέμα». Αλίευσα, αποταμίευσα, λοιπόν, από το ως άνω λεξικό τους όρους αυτούς και τους παραθέτω στη συνέχεια, με μια παραπομπή στην κανονική λέξη, ερμηνευμένη και με ένα απλό παράδειγμα.
Αβάστα=βάστα. Α βάστα λίγου τη μιριά αυτή για να φουρτώσου κι τηνάλλ' μιριά.
Αβδέλλα = βδέλλα. Σύρι να πάρ’ς πεντ’ – έξ αβδέλις για να τσι βάλου στου κουρμί μ’ κι να γιρέψου
αβραϊά=βραγιά. Θέλου να κόψου του νιρό κι να πουτίσου την άλλ’ την αβραϊά
αβρόχ'= βρόχος, παγίδα. Θα πααίνου να στήσου τ' αβρόχ' σι κείνου του πέρασμα, πέρα στου ρέμα.
Αγγίζου = εγγίζω. Σι λίγ' ώρα αγγίζουμι ικείν' τη ράχ', κιαπού πίσου είναι του χουργιό.
αγγόν'= εγγόνι. Έχου πέντι αγγόνια κι δυο δισέγγουνα.
Αγείτσα = γείτσα, στην υγεία σου. Αγείτσας, αγιεμ', να σι βγει σι καλό.
αγιέμ' = γιέ μου. Πότι έφτασις, αγιέμ κιόλας πέρα σ'τσι Νιρουφαές;
Αγκλίτσα = γκλίτσα. Σαν αρπάξου την αγκλίτσα, θα σι δείξου ποιος είμι 'γω.
Αγλείφου=γλείφω. Μην αγλείφ'ς του κουτάλ' ναβγάλ' κι άλλου μέλ', δε βγάν' άλλου.
Αγλήγουρα =γρήγορα. Τρέξι τ'αγλήγουρα για να προυκάν'ς τσι άλλ', που έφτασαν στην ίσια τη γραμμή.
Αγλίστρα = γλίστρα. Αυτούια στη στρουφή έχ' ναι μιγάλ' αγλίστρα. Ατήρα μην πέισ'.
Αγλιστράου = γλιστράω. Αγλίστρισι απ’ τα κρούσταλλα κι έπισι τέντα ρέντα καταή.
Αγραπώνου = γραπώνω. Κάτσι καλά μη σ’ αγραπώσου απ’ του λιμό κι σι πιτάξου στην καρβέλου
Aγροικάου = γροικώ. Είνι μικρό, αγιέμ, του πιδί κι δεν αγροικάει απού τέτοια.
Αδυάσμους = δυόσμος. «Αδυάσμους κι ου βασιλικός κι του μακιδουνίσι»(τραγούδι)
Αδοκάνη = δοκάνη. Παλιότιρα αλώνιζάμαν στου χουράφ’ μι την αδουκάν’.
αθημουνιά = θημωνιά. Ατήρα τί μιγάλ’ αθημουνιά έθκιασι η Πιρικλής.
αϊταίρ’=ταίρι. «Αϊταίρι μου περήφανο, πουλί μ’ ξενιτιμένο»(τραγούδι)
ακάμα = κάμα, ζέστη μεγάλη. Ίδρουσα απ' την ακάμα σήμιρα.
ακοίτα=κοίτα. Άμα δεν πιστεύ’ς, ακοίτα αυτή την εικόνα να δεις ότ’ δε σι λέου ψέματα.
ακόλλα = κόλλα. Πάρι αυτήν την ακόλλα, π’ ακουλλάει καλύτιρα.
ακόλλα = κόλλα.Πάρι αυτήν την ακόλλα για να γράψ'ς του γράμμα στου νουνόσ'.
ακόσια = κόσια, τρέξε. Ακόσια γλήγουρα να φτάσουμι πρώτ'.
ακουλλάου=κολλάω. Μι σάλιου δεν ακουλλάει, θέλ’ ακόλλα για ν’ακουλλήσ’ καλά.
αλάφ' =ελάφι. Η Μήτρους βρήκι αλάφ' αυτού σια πίσου κα τ'αμπέλια.
αλαφρός=ελαφρός. Είσι αλαφρός κι μπουρώ να σι σ'κώσου στα νώμιαμ'.
αλιμουριάζου = λιμουριάζω, αρπάζω, πιάνω βίαια κάποιον. Τουν αλιμούριαξι απ' του λιμό κι πάρ’τουν κατ’.
Αμάζα = μάζα. Πουλλές αμάζις έχ’ αυτό του χουράφ’, θέλ’ σβάρνισμα καλό.
Αμασκαίνου=μασκαίνω, βασκάνω, ματιάζω. «Φτου να μην αμασκαθείς».
Αμασχάλ’ = μασχάλη. Έχου ιδρώτα πουλύν κατ’ απ’ την αμασχάλη μ’.
αμπάρα = μπάρα. Αυτούια δα στου ρέμα είνιτα μιγάλ’ αμπάρα.
Αμπουδάου = εμποδίζω. Δε σ’ αμπουδάου ιγώ, πέρνα απού κει αν θέλ’ς να πιράεις τ’ αγλήγουρα.
Αμπ’δάου=πηδάω. Η Τραντάφ’λλους αμπ’δάει πουλύ κι φτάν’ ως πέρα.
Αμπήδαμα = πήδημα. Τέτοιου αμπήδαμα σαν του Ιππουκράτ’ δε ματαείδα.
Αμπούκα = μπούκα, μάγουλο. Η Γιώργους γιόμ’σι νιρό τσι αμπούκις.
Αμπουριά =πουριά, είσοδος. Άμα μπεις στου κήπου τράβηξι κι την αμπουριά για να κλείς’.
Αναγκώνας = αγκώνας. Βάρισα τουν αναγκώναμ’ κι μι πουνάει πουλύ.
Ανάμα = νάμα, το κρασί για τη Θεία Μετάληψη. Έδουσα κι τ’ ανάμα στουν παπά για πασχαλιά.
Άναργους =αργός. Αυτή η Μιλπουμέν’ είναι πουλύ άναργ’ στη δ’λειά.
Ανατρουμάζου=τρομάζω. Αρχίν’σι να κλουτσάει του μπλάρ’ κι ανατρόμαξα.
Ανατσουτσουρώνου=τσουτσουρώνω, σηκώνεται η τρίχα μ’ άμα ξύν’ς τουν πάφλου .
ανίλα = νίλα, κακοτυχία. Άμα έρθουν κατά δω οι Γιρμανοί, ανίλα στου χουριό.
αν’σάφ’ = νισάφι, αρκετά. Αν’σάφ’ να πάρου κι΄γω άριστα στ’ ιξιτάσεις.
Αξάδιρφους = εξάδελφος. Του ξέρ’ς απ’ σ’ έχου δεύτιρουν αξάδερφου;
Απαλάμ’ = παλάμη. Αν’ξι την απαλάμ’ς να δω μουνά ή ζυγά είνι τα κουκαλάκια.
Απαναθέ=από πάνω. Του θ’κόμ’ του χουράφ’ είνι απαναθέ απ’ του θ’κό σ’.
απαρατάου = παρατώ. Μόλις είδα τσι Γιρμανοί, απαρατάου του γουμάρ’ κι έτριξα να κρυφτώ.
Απ’θαμή = πιθαμή. Α μέτρα να δεις πόσις απ’θαμές είνι από δω ως ικεί.
Απίστουμα = μπρούμυτα. Του πιδί έπισι τ’απίστουμα κι χτύπ’σι στου κιφάλι τ’.
απλόχειρου = η παλάμη του χεριού σε σχήμα κούπας. Σύρι κι πιες νιρό μι τ’απλόχειρου σ’.
απού = που. Ικεί απού πήγα δε βρήκα καέναν. Ούλ’ λάχτ’σαν, πίσου απ ’τη ράχ’.
Απουλάου = πωλώ. Η Φαναριώτ’ς απουλάει ακριβά τσι τσ’κάλις.
Αρά = ρε. Ντιπ χαζός είσι αρά Μήτρου; Ποιος σ’ είπι, ότ’ σι ξιαράδιασάμαν.
Αρβίθ’=ρεβίθι. Ταχιά θα θκιάσου αρβίθια να φάμι ούλ’ αντάμα.
Αργατιά = εργατιά. «Καημέν’ αργατιά, ποια είν ’η απουλαβή σ’ την σήμερον ημέραν»;
Αρμάδα = ριμάδα. Η αρμάδα η τύχ’, πότι θα γιλάσ’ κι σι μένα;
Αρμάζου = ρημάζω, «ζιω κι αρμάζου». Αρμάζ’ αυτό του χουράφ’ ακάμουτου πουλλά χρόνια.
α-σιαπέρα = σιαπέρα, τα πέρα. Α – σιαπέρ’ απουκει που θα μη πεις ιμένα ψέφτ’.
Ασίμπα=σίμπα (τηφωτιά). Ασίμπ’, αγιεμ’, τη φουτιά να μη σβήσ’.
Ασκάλα = σκάλα. Σύρι κι πάρι την τρανή την ασκάλα για ν’ανιβείς ικεί ψ’λα.
ασμάδα = σημάδα. Έχ’ς πλατσκουτή ασμάδα, κιαπέ θα σ’ έλιγα ιγώ πώς κιρδάς.
Ασπουλλάτ’ =σπολλάτη, ευτυχώς. Ασπουλλάτ’ ήρθι ςκι μ’ έδουσις ένα χιράκ’, αλλιώς;
Αστόρ’ = στόρι (παραθύρων). Σαν έβαλα τα καλά τ’αστόρια, έλαμψι του σπίτι μ’.
αστρέχα=στρέχα. Σύρι πίσου στην αστέχα να φκιάεις τ’αυλάκ’, για να φεύγ’ του νιρό.
Ασφάκα = σφάκα. Ατήρα πόσις ασφάκις έχ’ ικείν’ η πλαϊά.
Ασχαίνουμι=σιχαίνομαι. Ασχαίνουμι να φάου απ’ του θ’κόσ’ του πιάτου.
Ασχασιά = σιχασιά. Σκέτ’ ασχασιά είνι αυτήν η βούλια στου δρόμου για του Φανάρ’.
Ατήρα = τήρα, κοίτα. Ατήρα να δεις τι τσικλιμάκια μι κάν’ αυτό του γουμάρ’.
Ατηράου = τηράω, κοιτάζω. Τι κάθισι κι μ’ ατηράς; Δε σι κάνου στου μάτ’;
Ατραγασιά = τραγασιά. Χουιάζ’ η Θουμάς η Παγών’ς απ’ την ατραγασιά «όξ ‘απ’τ’ αμπέλια».
Αυγινή=Ευγενία. ΗΑυγινή κι ουΑλκιβιάδ’ς του Μόσιαλου ήταν διπλάρ’κα πιδιά.
Αφουκάλ’ = φουκάλη, σκούπα. Πάρι, αγιέ μ’, την αφουκάλ’ κι σκούπ’σι λίγου τη ρούγα.
Αφτουράου = φτουράω, κάνω γρήγορα. Η Πιρσιφών’ αφτουράει πουλύ στ’ αρμάθιασμα.
Αχείλια = χείλια. Πουλύ κόκκινα έβαψι τ’ αχείλιατ’ς αυτή η Πόπ’, σα δε ντρέπιτι.
Αχιλώνα =χελώνα. Βρήκα αχιλώνα στη μέσ’ του δρόμου κι παρά λίγου να την πατήσου.
Αχώρια=χώρια. «Ημείς μαζί δεν κάνουμι κι αχώρια δεν μπορούμε»(τραγούδι).