Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022

Κυψέλη(Μπαταλάρ) Καρδίτσας ❤ Αναμνήσεις μιας άλλης εποχής

 

Η Κυψέλη από ψηλά, το 1978. Φωτογραφία: Michalis Karatsioris

Του Κώστα Σκούρα*

Τα πραγματικά γενέθλιά μου τα γιόρτασα μια φορά  και ήταν τα πρώτα μου γενέθλια  στο χωριό μου Κυψέλη (Μπαταλάρ) Καρδίτσας.

ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΚΥΨΕΛΗΣ

ΣΧΟΛΙΚΟΝ ΕΤΟΣ 1958-1959

Τετάρτη  1 Οκτωβρίου 1958

  – Τρέξτε γρήγορα μέσα! φωνάζει ο δάσκαλος μόλις χτύπησε το κουδούνι. Ήρθε  καινούρια δασκάλα, η κα Ελένη και θέλει να σας γνωρίσει.

   – Μα θα πάρει την πρώτη και τη δευτέρα τάξη. Εμείς είμαστε τετάρτη και τώρα έχουμε γυμναστική. Θα παίξουμε μπάλα! Τι τη θέλουμε τη γνωριμία; Φωνάζαμε όλοι.

            Μια άγρια ματιά του δασκάλου και ένα κούνημα της βέργας πάνω κάτω ήταν αρκετό. Μπήκαμε μέσα.  Άρχισα να κοιτάω  κρυφά τη δασκάλα.  Πολύ νέα μου φαίνεται, και πολύ  όμορφη. Κατάγεται από την Τρίπολη και έρχεται σε σχολείο για πρώτη φορά.  Πιστεύω να μην τραβάει και αυτή αυτιά ούτε να μας βαράει με τη βίτσα στο χέρι και στα πόδια. 

  • Από δω  η νέα μας δασκάλα, μας τη σύστησε ο διευθυντής. Είναι πολύ καλή αλλά και σεις να είστε ευγενικοί και να κάνετε ότι σας λέει. Κυρία Ελένη, καλή σταδιοδρομία. Το χωριό μας έχει παράδοση στα γράμματα. Θα το δείτε και μόνη σας.
  • Θα περάσουμε καλά μαζί, μας είπε η δασκάλα. Θα έχω τα μικρά παιδιά,  αλλά θέλω να γνωρίσω και σας. Τα μικρότερα παιδιά να ξέρετε ακολουθούν το παράδειγμά σας. Όλοι θα είμαστε μία οικογένεια. Έκανα μεγάλο ταξίδι για να έρθω. Τρεις μέρες είμαι στο δρόμο. Ας είναι καλά ο κ. Κώστας που με έφερε με το κάρο από τις Σοφάδες. Μου είπε ότι έχει κόρη στην τετάρτη τάξη. Ποια είναι η Κωνσταντία; Να σηκωθεί όρθια να τη δω παρακαλώ.

Σηκώθηκαν δύο  συμμαθήτριές μου

  • Ποια έχει πατέρα που τον λένε Κώστα; Να σταθεί λιγάκι να τη γνωρίσω. Πολύ ευγενικός άνθρωπος ο πατέρας σου. Να είσαι περήφανη γι αυτόν  είπε γλυκά στην Κωνσταντία. Και αυτή κοκκίνισε.

Παραξενευτήκαμε. Τι καλοπιάσματα είναι αυτά; Χαρήκαμε.

  • Θέλω να σας γνωρίσω έναν-έναν. Θα γνωρίσω και τους γονείς σας. Ας αρχίσουμε. Να σηκώνεται ένας-ένας και να  λέει το όνομά του, το όνομα του πατέρα του και της μητέρας του, καθώς και την  ημερομηνία που γεννήθηκε.  Πάμε λοιπόν.
  • Κυρία!  πετάχτηκε ο Τάκης. Τα παιδιά1 η τα κορίτσια πρώτα; Να αρχίσουν τα παιδιά λέω εγώ. Αρχινάω πρώτος. Κούρπας Χρήστος ……..

         Σούσουρο και φωνές από τα κορίτσια. Γιατί, πως, δεν είναι σωστό, ό, τι θέλει θα κάνει ο Τάκης;  Βρισιές από τα αγόρια. Κάποια κορίτσια άρχισαν να κλαίνε.  Τα έχασε η δασκάλα.

  • Ησυχάστε παρακαλώ. Θα πάμε με αλφαβητική σειρά. Μου έδωσε ο διευθυντής έναν κατάλογο. Θα λέω το επίθετο μόνο και θα συνεχίζετε εσείς. Αλεξανδρόπουλος ……
  • Δημήτριος του Γεωργίου και της ….. γεννήθηκα 20 Ιουλίου 1949

Τέλειος ο Δημήτρης. Μπράβο του είπε η κα Ελένη

  • Βούρνος Ιωάννης του Χρήστου και της Ευαγγελίας . 15 Αυγούστου 1949. Μπράβο και σε σένα Γιαννάκη. Θα συνεχίσουμε με την ……..

         Ο Γιάννης είναι ο φίλος μου. Καθόμαστε στο ίδιο θρανίο. Μπα;  Μεγαλύτερός μου είναι; Μόλις κάθισε του πάτησα το πόδι και του είπα: Γεια σου παππού! Γελάσαμε. Κάτσε ρε να δούμε πότε γεννήθηκαν οι άλλοι. Τα κορίτσια δεν θα το λένε μην τις πουν μεγάλες και δεν παντρευτούν.  Ωραίο το παιχνίδι της δασκάλας, είπε ο Γιάννης.

        Όσα παιδιά δυσκολεύονταν τα βοηθούσε η δασκάλα. Κάποια από την ταραχή τους δεν μπορούσαν να πουν το όνομα του μπαμπά τους. Προχωρήσαμε

  • Καλαθάρη….
  • Μαίρη του Παναγιώτη και της Βασιλικής. 29   Οκτωβρίου 1949.  Θα είμαστε γείτονες κυρία  είπε η Μαίρη και κάθισε αθόρυβα. 
  • Κουτσομανάκης…
  • Βαγγέλης του …………..     
  • Σακελάρης 
  • Κωνσταντίνος  του Θωμά και της  ………
  • Σκούρας
  •  Κωνσταντίνος του Ευαγγέλου και της Σοφίας. Γεννήθηκα 1 Οκτωβρίου 1949, ημέρα Σάββατο το μεσημέρι φώναξα εγώ δυνατά και  όλοι γέλασαν. 
  • Και πως ξέρεις  ότι ήτανε Σάββατο; με ρώτησε η κυρία.
  • Μου το έχει πει ο πατέρας μου. Το θυμάται λέει γιατί είχε σκοπό να πάει στο παζάρι στις Σοφάδες για  να αγοράσει ρούχα. Μόλις  είχε απολυθεί από το στρατό. Πολεμούσε στο Γράμμο και οδηγούσε μοτοσυκλέτα, είπα εγώ σοβαρά. Κυρία το παζάρι στις Σοφάδες  γίνεται κάθε Σάββατο… 

Ξαναγέλασαν όλοι και εγώ κοκκίνισα από ντροπή. Τι ήθελα να πω τόσα πολλά;

  • Ξέρεις Κωστάκη ότι σήμερα είναι τα γενέθλιά σου; Μία Οκτωβρίου δεν μου είπες; Χρόνια πολλά. Και να πεις τις ευχές μου στο μπαμπά και τη μαμά σου.   Συνεχίζουμε . Φώτης……….

Τα εννιά κεράκια της Μαίρης

  • Τι έπαθις Κουστάκ(ι); μου λέει η γιαγιά Μάρω μόλις με είδε το μεσημέρι. Σε βάρεσε κανένας; Τι συλοιόσι; Φάι που γίνκες σαν τουν άγιου Ουνούφριου 2

         Βροχή οι ερωτήσεις της γιαγιάς   για το τι έγινε στο σχολείο.  Την αγαπάω τη γιαγιούλα μου σαν τη μαμά μου. Με βλέπει αδύνατο και κοντούλη και θέλει να με ταΐζει με το ζόρι. Κάθε φορά λέει στον παππού να μου πάρει ψαρόλαδο για να μου ανοίξει λέει την όρεξη. Με παίρνει πάντα στα λουτρά στην Καΐτσα και στην Αγόριανη3 όταν πάει το Καλοκαίρι, για να πάρω καθαρό αέρα και να δυναμώσω. 

  • Αχ να είχαμε παράδες να πάμε να μείνουμε δεκαπέντε μέρες στην Καστανιά που έχει καθαρό αέρα να δεις πως θα πάρεις απάνω σου, λέει κάθε φορά.

     Τώρα που πέφτει η Καστανιά και τι έχει ο δικός μας ο αέρας και δεν είναι καθαρός εγώ δεν το καταλαβαίνω.

         Καθίσαμε με τον αδερφό μου να φάμε. Είχε ρεβίθια που είχαν πήξει και ήταν  ζεματισμένα με λάδι και κόκκινο πιπέρι. Όλοι το λένε ότι εκεί στο χωράφι μας στα Αμπέλια κοντά στην Πασχαλίτσα,  γίνονται τα πιο νόστιμα και βραστερά ρεβίθια.

  • Να σας κόψου και μια ντουμάτα να πάρτε λίγα βιταμίνια. Οι τελευταίες είναι για φέτο. Σας γλέπει ου κόσμους και θα λέει ότι πνάτε4. Ταχιά5 θα πιάσου ένα κουτόπλου να του κάνου καβρουμά6.

            Δεν είχαμε καλά- καλά αποφάει και βλέπω  την ξαδέρφη και συμμαθήτριά  μου τη Μαίρη να έρχεται σχεδόν τρεχάτη. Κρατούσε δυο -τρεις κούκλες στο ένα χέρι και  καμιά δεκαριά κεριά στο άλλο. Μαζί με τα κεριά είχε ένα κουτί σπίρτα .  Μπα, λέω, τι την έπιασε τη Μαίρη και πάει στο νεκροταφείο με τις κούκλες και τόσα πολλά κεριά. Δεν έχουμε και κανένα φρεσκοπεθαμένο. Η προγιαγιά μου η βαβά Βαγγελάραινα πέθανε δύο χρόνια πριν. Γλύτωσε από θαύμα από το σεισμό του 1954αλλά πέθανε ύστερα από δυο χρόνια από γεράματα. Τη γιαγιά την έσωσε  τότε με το σεισμό  ο πατέρας μου. Έτρεξε  μέσα στο σπίτι που γκρεμιζόταν και τη σήκωσε στα χέρια. Όλοι του λένε μπράβο και εγώ καμαρώνω που ο πατέρας μου φάνηκε τόσο γενναίος. Όπως οι  ήρωες της Αλβανίας  και του 1821 που μαθαίνουμε στο σχολείο. Θυμάμαι που στην κηδεία της παίζαμε με την ξαδέρφη μου τη Μαρία και προσπαθούσαμε να κλάψουμε, αλλά στο τέλος γελούσαμε. Ωχ!!παρασύρθηκα και ξέφυγα από τα γενέθλια. Αυτό το χούι το έχω. Πάω να πω κάτι, και κάτι άλλο μου φωνάζει να μην το ξεχάσω. Δεν θα το ξανακάνω.

  • Μαίρη που πας με τα κεριά και τα σπίρτα; Θα μας κάψς; Πεθανάμε και ήρθις να τανάψς8 στο μνήμα; της είπε η γιαγιά γελώντας.

            Η Μαίρη σοβαρή στράφηκε σε μένα. Ξαδερφούλη μου να τα εκατοστίσεις. Ήρθα να σου κάνουμε γενέθλια. Έτσι δεν είπε η δασκάλα το πρωί; Σήμερα έχεις γενέθλια. Θα ανάψουμε εννιά κεριά, ένα για κάθε χρόνο. Ο αδερφός σου, η μικρή αδερφή σου,  εγώ και αυτές οι τρεις κούκλες   ήρθαμε να σε γιορτάσουμε. Η γιαγιά θα κερνάει τα σοκολατάκια.  Μόλις σου πούμε ένα τραγούδι θα σβήσεις τα κεριά που θα τα έχω ανάψει. Μετά θα κάνουμε μία δεξίωση. Αυτά είναι τα γενέθλια. Τα κάνουν όλα τα παιδιά στις πόλεις και τα κάνουν όλοι οι ηθοποιοί και όλοι οι πλούσιοι.

  • Παλάβωσες Μαίρη; Της είπαμε όλοι . Που τα ξέρεις όλα αυτά;
  • Μου τα είπε η μεγάλη μου αδερφή  που τα διάβασε στο ΡΟΜΑΝΤΖΟ*. Κάθε βδομάδα δίνει τρεις δραχμές και της το φέρνει ο ταχυδρόμος.
  • Και που τις βρίσκει τις τρεις δραχμές; τη ρώτησε η γιαγιά κάπως ανήσυχη. Της φάνηκε πολύ μεγάλο ποσό για ένα περιοδικό.
  • Της τα έδωσε ο παππούς Γιώργος ο γιατρός. Η αδερφή μου τώρα θα γίνει  και συνδρομήτρια. 
  • Έλα Παναγία μου! Και που θα πάει; Στα Μετέωρα;  Κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά και θα ντυθεί στα μαύρα! Μια ζωή με τις προσευχές και τα λιβάνια; Να το προλάβουμε το κορίτσι. Έχει και το όνομα της συχωρεμένης της αδερφής μου,  είπε αλαφιασμένη  η γιαγιά που νόμισε ότι συνδρομήτρια είναι η καλόγρια. Και εγώ δεν ξέρω τι είναι συνδρομήτρια  αλλά σίγουρα δεν είναι καλόγρια.   Κάπου είδα στην εφημερίδα ¨ΝΕΟΣ ΑΓΩΝ9  ¨ να γράφει ΄΄Συνδρομαί εσωτερικού΄΄. Τέλος πάντων με αυτό, αλλά ούτε τραγούδι ξέραμε αλλά ούτε σοκολατάκια είχαμε. Της κάναμε όμως το χατίρι και ακολουθούσαμε τις οδηγίες της.

Η δεξίωση

  • Τώρα αρχίζει η δεξίωση, είπε η Μαίρη. Γιαγιά φέρε πέντε μικρά ποτήρια. Θα πίνουμε λικέρ, θα στεκόμαστε όρθιοι και θα συζητάμε για τις επιχειρήσεις μας. Μετά θα προχωράμε λίγο και θα θαυμάζουμε τον κήπο. Ράδιο δεν πήρατε ακόμα για να βάλουμε μουσική; Εγώ θα έχω εργοστάσιο με ευρωπαϊκά ρούχα για όσες γυναίκες βγάζουν τα καραγκούνικα,10  και παντελόνια βαμβακερά για όσους παππούδες βγάζουν τα σκουτιά11. Ο Κώστας  που γιορτάζει θα είναι μεγάλος δημοσιογράφος  και θα μας κερνάει.  Πρέπει να ρωτάει συνέχεια αν περνάμε καλά. Ο αδερφός του θα είναι μεγάλος δικηγόρος, πολύ πλούσιος όμως, και δεν θα βγάζει το πούρο από το στόμα του.  Εσύ γιαγιά θα έχεις εργοστάσιο  και θα βγάζεις παπούτσια. Θα λες να πετάξουμε τις γαλότσες και να φοράμε ψηλοτάκουνα. Και πρέπει το παπούτσι να ταιριάζει με το φόρεμα να λες.

Γύρισε στη μικρή μου αδερφή.  Εσύ θα είσαι κόρη  στρατηγού που πολέμησε στα βουνά της Αλβανίας.  Είσαι μοναχοκόρη και ο μπαμπάς σου δεν σου χαλάει κανένα χατίρι. Θα φοράς παντελόνια και θα  κρατάς στην αγκαλιά σου ένα σκυλάκι. Εκείνη δεν την καταλάβαινε και πήγε να φύγει. Εδώ – εδώ δεν τελειώσαμε  την τράβηξε με δύναμη η Μαίρη.

      Κάναμε  όλοι το σταυρό μας. Γίνονται όλα αυτά και μείς δεν τα ξέρουμε; Μας έτρωγε  η περιέργεια γι αυτά τα καινούρια που μας έλεγε η ξαδέρφη μου.  Κοίταξέ την, σκέφτηκα εγώ. Της δείχνω τα κλάσματα και δεν τα καταλαβαίνει, τα δράμια δεν μπορεί να τα κάνει γραμμάρια,  προχτές δεν θυμόταν τους άθλους του Ηρακλή, και όμως ξέρει τόσα πολλά.

  • Γιαγιά, συνέχισε η Μαίρη. Άδειασε αυτό το πεζούλι από τα τεντζερέδια12 και πήγαινε παραπέρα το σκαφίδι13. Εδώ θα είναι ο μπουφές. Θα είναι γεμάτος με φαγητά και σαλάτες. Θα έχει ψητό αρνί, λαγό  και ένα ψάρι που το λένε σολομό. Θα έχει και κάτι αυγά από ψάρι που τα φέρνουν από τη Ρωσία και είναι πολύ ακριβά. Χαβιάρι το λένε. Εδώ πάνω στο μπουχαρί14 θα βάλουμε τα ποτά. Κρασιά, μπύρες και σαμπάνια. Μόλις μας πει ο Κώστας που γιορτάζει, περάστε στο μπουφέ, θα πάρουμε ένα πιάτο στο χέρι και θα βάζουμε μέσα ότι μας αρέσει και όσο θέλουμε. Μόλις δοκιμάσουμε πρέπει να λέμε ΜΠΡΑΒΟ ΚΩΣΤΑ έχεις την καλύτερη μαγείρισσα. Τα πιάτα μας θα είναι όλα άσπρα και θα γυαλίζουν και τα πιρούνια μας φρεσκογανωμένα. Και άμα μας πει ο Κώστας πάρτε κι άλλο θα λέμε ευχαριστώ, κάνω δίαιτα. Η μικρή θα πάρει ένα μπιφτέκι να το δώσει στο σκυλάκι της  και θα του λέει:  φάε- φάε  χρυσό μου.
  • Ούι τούτο παλάβωσι ντίπ15,  φώναξε η γιαγιά.  Η παράσταση  όμως τραβούσε  πολύ και η γιαγιά είχε δουλειά. Φεύγοντας τη ρώτησε δήθεν με αγωνία.
  • Και δε με λες Μαίρη, ποιος θα πλύν τόσα πιάτα; Θα πονέσν τα χέρια μας να τα τρίβουμε με τ’ σταχτ.
  • Θα έχουμε δυο-τρεις υπηρέτριες γιαγιά. Και ο  ένας υπηρέτης μας πρέπει να   είναι μαύρος. Αυτός θα κάνει τις βαριές δουλειές. Θα σηκώνει τη γάστρα και θα κουβαλάει το νερό.
  • Βρε σε καλόις 16 είπε η γιαγιά και έφυγε γελώντας

         Έφυγαν και τα αδέρφια μου. Εγώ έμεινα για να βάλω τα πράγματα στην πεζούλα και να παίξω με τη Μαίρη. Αυτή όμως συνέχισε:

  • Ξέρεις Κουστάκ(ι)  ότι  πρέπει να  κρατάμε ημερολόγιο και να γράφουμε ό, τι γίνεται κάθε μέρα; Σήμερα γέννησε η φοράδα. Μας πάτησε το σκυλί ένα κάρο. Πήγαμε να πλύνουμε τις βελέντζες στο ποτάμι. Πιάσαμε αβδέλλες και τις δώσαμε στη γιαγιά να τις βάλει στα ποδάρια. Πήγαμε να πάρουμε νερό απ τη βρύση και μας έσπασε η στάμνα…… Μερικά πρέπει να τα παραλείπουμε όμως.  Άμα δούμε κανέναν άντρα να βαράει τη γυναίκα του να μην το γράφουμε. Άμα κανένα παιδί μπαίνει σε ξένο κήπο  και κλέβει κυδώνια κι αυτό να μην το γράφουμε. Προχτές δυο γυναίκες μάλωσαν στη βρύση για τη σειρά. Μπορούμε να το γράψουμε αλλά δεν πρέπει να πούμε ποιες ήταν. Θυμάσαι που  μια φορά σκότωσαν ένα φίδι χοντρό σαν άνθρωπος; Το έχω γραμμένο στο ημερολόγιο. Κατάλαβες; Και πρέπει να ξέρουμε πότε έχει ο καθένας μας γενέθλια για να σβήνει τα κεριά. Πρέπει ακόμα να έχουμε ένα μεγάλο έρωτα αλλά να μας θέλει και κάποιος άλλος και εμείς να μην μπορούμε να διαλέξουμε.  Πρέπει ακόμα να έχουμε όλοι ένα άλμπουμ με φωτογραφίες…… 

       Δεν  τα κατάλαβα καλά αυτά αλλά εκείνο που δεν κατάλαβα καθόλου ήταν αυτό που μου είπε μετά. Κάθε άνθρωπος Κουστάκι πρέπει να  έχει ένα χόμπι και να ασχολείται με τα σπορ.

  • Τι; Πότε έμαθε ξένη γλώσσα η Μαίρη

        Εγώ ξέρω μόνο το καλέ και το αμέ που δεν τα λέμε στο χωριό μας, αλλά νομίζω ότι και αυτά είναι Ελληνικά αλλά τα λένε μόνο στην Αθήνα. Τώρα έμαθα από τη θεία μου που ήρθε από εκεί και το χάμω. Θα πει κάτω. Έχω να σας πω πολλά για κείνη τη φορά που ήρθαν στο σπίτι μας η θεία με τους φίλους της από την Αθήνα. Φοβάμαι  όμως μη γίνει πολύ μεγάλο το διήγημά μου. Ποιος θα κάτσει να διαβάσει τόσες σελίδες; Και γράμματα να ξέρει όπως ο παππούς μου  που πήγε και στο σχολαρχείο, θα χρειαστεί μια ολόκληρη μέρα. Σταματώ λοιπόν εδώ.

  • Χόμπι!.Το ξαναλέω απάντησε αυστηρά η Μαίρη. Άλλος να μαζεύει κουτιά από σπίρτα, άλλος νομίσματα και άλλος γραμματόσημα.
  • Και τι να τα κάνει βρε Μαίρη; Ξαναστέλνς γράμμα με του ίδιου γραμματόσημου; Και τα κουτιά με τα σπίρτα τι τα θέλω άμα είναι άδεια; 
  • Άμα δεν σου αρέσουν αυτά  πρέπει να κάνεις ιππασία μου απαντά. Δηλαδή να καβαλάς άλογο που δεν είναι ζεμένο στο κάρο.
  • Α! αυτό μάλιστα. Έχω χόμπι χωρίς να το ξέρω. Έχουμε δύο άλογα μια ντοριά και μια γκαραβέλω17 και τα μεσημέρια  όταν μαζεύουμε βαμβάκι στην Ασβεσταριά ή στο Γυναικόπορο 18 μας λέει ο μπαμπάς:  Άντε Τάκη πάρε συ τη ντοριά και ο Κώστας τη γκαραβέλω και πηγαίνετέ τα να πιούν νερό στο ποτάμι.  Τα βάζουμε να τρέχουν  στα τέσσερα και τα πάμε  κοντά στο γεφύρι, εκεί  που τα νερά είναι λίγα. Το  ξέρεις  ότι τα δικά μας τα Θεσσαλικά άλογα είναι τα καλύτερα και στο τράβηγμα και στον πλάλο; Τέτοιος ήταν και ο Βουκεφάλας. Αυτό δεν μας είπε ο δάσκαλος;  Μαίρη βλέπς ιγώ έχω χόμπυ. Ισύ;
  • Εγώ θα παίζω θέατρο και θα φτιάνω φωτορομάντζα για τα περιοδικά. Πάμε τώρα να παίξουμε, έχω φτιάξει κούκλες και θα παίξω  θέατρο με αυτές μόνο για σένα. Τις είδες σήμερα; Δεν ήταν καλές πλούσιες κυρίες που ήρθαν στα γενέθλιά σου; Σου άρεσαν; Πήγα στην εκκλησιά και πήρα εννιά κεριά για τα πρώτα σου γενέθλια. Ευτυχώς δεν με είδε κανένας. Να τα εκατοστίσεις.

       Χάρηκα σήμερα. Τόσα καινούρια πράγματα που άκουσα από τη Μαίρη, δεν τα άκουσα από κανένα δάσκαλο. Ούτε στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ διάβασα τίποτα. Όλο για την Κύπρο, για πολέμους και για θανάτους γράφει. Το καλοκαίρι διάβασα ότι σε ένα χωριό δηλητηριάστηκαν  700 άτομα από τα κόλλυβα, αλλά μετά δεν πήραμε εφημερίδα και δεν  έμαθα αν πέθανε κανένας.  Η Μαίρη όμως  γιατί έχει τόση μανία με τους πλούσιους, τις κυρίες, τους στρατηγούς και τους εργοστασιάρχες; Που να βρεθούν στο χωριό μας για να πηγαίνουν στις δεξιώσεις; 

Η γιορτή των γενεθλίων νωρίς το βράδυ

        Πριν σουρουπώσει γύρισε η μαμά με το μπαμπά. Το κάρο ήταν φορτωμένο με τσουβάλια γεμάτα με μισάνοιχτα και κλειστά καρύδια βαμβάκι.  Γέμισα τους κουβάδες από την τουλούμπα με νερό για να ποτίσουμε τα άλογα, και έτρεξα στην αγκαλιά της μαμάς. Με φίλησε αλλά δεν μου είπε τίποτα για τα γενέθλια.

  • Μαμά σαν σήμερα γεννήθηκα. Κλείνω τα εννιά μου χρόνια. Είναι τα γενέθλιά μου.  Το ξέχασες; είπα με παράπονο.
  • Να ζήσεις παιδάκι μου είπε η μαμά. Ναι σαν σήμερα ήταν. Θυμάσαι Βαγγέλη; Με άδεια από το στρατό για την πρωτοχρονιά του 49 δεν ήρθες όταν…..; ρώτησε το μπαμπά μου. Κάτι πονηρό κατάλαβα στο βλέμμα της αλλά δεν είπα τίποτα.

       Μαζί με τη γιαγιά μου τους είπαμε για τα γενέθλια που γιορτάσαμε το μεσημέρι. Χαμογελούσαν και κείνοι με τα παιχνίδια της Μαίρης. Αυτό το κορίτσι μια μέρα θα παίξει και σε έργο στο σινεμά είπε η μαμά μου. Ο μπαμπάς έφυγε για το καφενείο και η μαμά κάτι έψαχνε στο σεντούκι.  Γύρισε σε μένα.

  • Πάρε τούτο το εικοσάρικο που το είχα κρυμμένο,  και τράβα για το μαγαζί. Πάρε το μπουκάλι να το γεμίσεις πετρέλαιο για τη λάμπα, και πάρε και  μισή οκά ζάχαρη. Άμα φτάνει πάρε και δύο μπουκάλια μπύρες!
  • Μπύρες μαμά; Θα κάνουμε αληθινή δεξίωση; Ναι είπε η μαμά αλλά μην το πεις σε κανέναν. Μόλις γυρίσεις πήγαινε να πεις τις θείες και τα ξαδέρφια σου να έρθουν το βράδυ. Και άμα δεις το μπαμπά στο μαγαζί  πες του να μην αργήσει.

           Έφτιαξε μια γλυκιά κλούρα19  και μία γαλατόπιτα. Ο μπαμπάς έφερε εφτά λουκούμια για να πάρουμε όλοι από ένα. 

  • Α ρε Βαγγέλη δεν κρατιόσε, του είπε η γιαγιά μόλις πήγε να φάει το δικό του.  Άσε τα λουκούμια για τα κούτσκα20 . Κόψτα στη μέση για να φτάσουν.  Θα ρθουν και τα ξαδέρφια του.

         Μαζευτήκαμε όλοι και λέγαμε ιστορίες. Οι μεγάλοι ήπιαν από λίγη μπύρα. Μου έδωσαν και μένα να δοκιμάσω. Θεόπικρη ήταν και βρωμούσε. Άμα μεγαλώσεις θα σου αρέσει μου είπαν. Άλλοι μπορούν να πιούν ένα καφάσι γεμάτο. Δοκιμάσαμε όλοι. Μόνο στον αδερφό μου άρεσε, ζητούσε και άλλη αλλά  τα μπουκάλια είχαν αδειάσει.

  • Πηγαίναμε το πρωί στις Σοφάδες με το κάρο για  να φέρουμε  ξύλα για το χειμώνα, είπε  ψιθυριστά η θεία στην αδερφή της. Εκεί στου Χατζή το μαντρί, φτάσαμε τον Νίκο τον Γκούρα με την κόρη του την  Τούλα. Πήγαιναν Σοφάδες πεζοί. Ο πατέρας της την έσπρωχνε με ένα ξύλο και την έβριζε με Χριστούς και Παναγίες. Τους είπαμε να τους πάρουμε και δεν ανέβηκαν. Τι να έγινε; Ρώτησε σιγανά η θεία.
  • Δεν τα ξέρεις ; της απάντησε η άλλη θεία. Το κορίτσι αυτό τα έχει φτιαγμένα με τον Τζέλα τον Παπακώστα.  Δεν τη θέλει η μάνα του για νύφη .Τώρα λένε ότι γκαστρώθηκε. Θα την πήγαινε στην Καρδίτσα να το ρίξει.  Πήγαιναν  σήμερα που έχει το παζάρι,  τάχατις  για να ψωνίσουν, για να μην τους καταλάβει κανένας. 

   Αν και δεν κατάλαβα στεναχωρήθηκα. Μάλλον θα γεννήσει ένα μωρό, αλλά  τώρα που να το ρίξει; Κρίμα!  Πήγα να ρωτήσω αλλά ο παππούς σταμάτησε απότομα την κουβέντα. Τα νέα σας  από τα μαγαζιά, είπε στον πατέρα μου και στους θείους και αγριοκοίταξε τις κόρες του που σταμάτησαν τη συζήτηση αμέσως.

  • Το άκουσα σήμερα στο μαγαζί, λέει ο θείος.  Ένας νεαρός  Γάλλος πήγαινε στη Λάρισα με το ποδήλατο πριν από λίγο καιρό. Κουράστηκε στο δρόμο και σταμάτησε έναν φορτηγό. Ρίξτο στην καρότσα  και ανέβα και συ, του λέει ο οδηγός που τον λυπήθηκε. Μόλις έκατσε  τον πήρε ο ύπνος. Στην καρότσα  όμως ήταν  και ο βοηθός του φορτηγατζή. Μόλις τον είδε να κοιμάται του πήρε όλα τα λεφτά. Είχε 850 δραχμές. Το διαβάσανε  λέει στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ της Λάρισας.
  •  Πω! πω τον καημένο!! κάναμε όλοι. Βρε τον παλιάνθρωπο! Να του πάρει τα λεφτά! Και αυτός ο βλογημένος τι ζητούσε με το ποδήλατο στη Λάρισα τέτοια εποχή; Δε λιβακώθκε;  είπε ο παππούς Και μετά; Και μετά; Να δεν είχε να φάει και πήγε στην αστυνομία. Σε μια βδομάδα βρήκανε το φορτηγό που πήγαινε στην Αθήνα καρπούζια. Βρήκαν και τα λεφτά και του τα δώσανε. Του δώσανε και κανένα καρπούζι να δροσιστεί το παιδάκ; ρώτησε η γιαγιά μου  και γελάσαμε όλοι.
  • Σιγά μην το διαβάσανε στην εφημερίδα! Ο παππούς Παπασιάβας θα την έφτιαξε αυτή την ιστορία, είπε ο πατέρας μου. Προχτές που καθόμασταν και παίζαμε πρέφα πετάγεται  ο Νάσος ο Λίρας: Βγείτε έξω! φώναζε. Καίγεται ένα σπίτι στη Λάρισα και μια κοπέλα πηδάει από το παράθυρο. Τρέξαμε αλλά δεν βλέπαμε τίποτα. Μα δεν  βλέπετε που φοράει παρδαλό φουστάνι με κόκκινα λουλουδάκια; επέμενε αυτός. Και σε λίγο ο Παπασιάβας για να πάρει εκδίκηση που τον πέρασε ο άλλος στα ψέματα, βγάζει μια κάρτα με ουρανοξύστες της Αμερικής και μας λέει: Το καλοκαίρι με τις ζέστες που έσκασε ο τόπος, στο χωράφι μου είχε ένα τόσο μεγάλο σκίσιμο που είδα από κάτω την Αμερική! Να κοίτα και τη φωτογραφία λέει στο Λίρα. Εγώ την έβγαλα.  Χαμός και γέλια στο καφενείο. Ο Λίρας και ο Παπασιάβας  κοιτάνε ποιος θα πει το μεγαλύτερο ψέμα.
  • Να μου λέτε ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ να τα εκατοστίσεις τους έλεγα εγώ. 
  •  Αχ  μπαγάσικο! είπε η θεία. Περίμενα να σαραντίσει η μάνα σου  για να γίνει ο γάμος μου το 1949. Έβαζα το νυφικό και εσύ έκλαιγες συνέχεια στο μπισίκ21.  Κλαψιάρικο ήσουνα. Το Φλεβάρη είχε πεθάνει η πεθερά μου και είχαμε πένθος. Την χτύπησαν οι ΟΜΑΔΕΣ21τα Χριστούγεννα του 1948.  Δεν χάρηκα τα γάμο μου. Τον άντρα μου συνέχεια στο κυνηγητό τον είχαν. 
  • Δε λες που δεν είχα ξεκινήσει  να πάω στις Σοφάδες και πήγα με το άλογο στο Σούπ να φέρω τη μαμή! Η δικιά μας μαμή εδώ στο χωριό, η γιαγιά Γιουράκαινα είχε σπάσει το ποδάρι της και δεν μπορούσε να έρθει. Κινδύνεψε το παιδί.  Ήταν κλουσμένος ου λόρους22   είπε σοβαρά ο μπαμπάς, αλλά μετά γέλασε. 

       Φάγαμε όλη την κουλούρα και την πίτα. Εγώ έφαγα και λίγα ρεβίθια που μου αρέσουν. Βαρυστομαχιάσαμε.  Οι μεγάλοι συζητούσαν για τον καύσωνα που είχαμε το Καλοκαίρι, για τον αναδασμό και τις εκλογές του περασμένου Μαΐου. Θα αλλάξουν τώρα τα πράγματα έλεγε ο μπαμπάς. Η ΕΔΑ πήρε δύναμη. Θα βγάλουν και τον κόσμο από τις φυλακές και τις εξορίες. 

  • Σηκώνει κεφάλι ο κόσμος. Θα δεις και στις κοινοτικές εκλογές την άνοιξη  πρόσθεσε ο θείος…. 
  • Πες μπαμπά εκείνη την ιστορία, τότε στη κατοχή, όταν  πηγαίνατε τα βράδια με το θείο Ντούλα σε  γνωστά σπίτια και κάνατε ότι είστε Ιταλοί.  Τι λέγατε στις θείες  και σας έφτιαχναν πίτες και σας δίνανε κότες; Κάνε ότι μιλάς Ιταλικά όπως τότε…… Την είχε πει πολλές φορές αυτή την ιστορία, αλλά ήθελα να την ακούσω άλλη μια φορά απόψε που είναι τα γενέθλιά μου. 
  • Θείε Θανάση πες μας και συ κάτι  που ήσουνα φαντάρος έξι  χρόνια και εδώ νομίζανε ότι είσαι πεθαμένος. Τι κάνανε  οι συγχωριανοί όταν γύρισες και σε είδαν μπροστά τους ζωντανό; Φοβήθηκαν; Μέση Ανατολή  το  λέγανε το μέρος που πήγες; Είναι αλήθεια ότι σου κάνανε και μνημόσυνο;

         Κουβέντα ο θείος. Πάντα μιλάει λίγο. Όταν μιλάει όμως, μου φαίνεται ότι λέει σοφά πράγματα. Για το θέμα αυτό δεν είπε τίποτα απόψε. Χάρηκα πολύ όμως που ήρθε στα γενέθλιά μου.

  •  Κώστα να γίνεις και εσύ Ολυμπιακός μου λέει ο ξάδερφός μου. Τι ΑΕΚ και χαζαμάρες. Να είμαστε παρέα. Φέτος πήραμε το κύπελλο και το πρωτάθλημα.  2-1 τη φάγατε στο Κύπελλο, και 5-1 ρίξαμε  στη Δράμα. Μοναχά ένας Νεστορίδης αξίζει στην ΑΕΚ. Ο Μήτσιος  πάλι, ο άλλος ξάδερφος,  είναι Παναθηναϊκός. Ξαδέρφια είμαστε και θα μαλώνουμε μεταξύ μας;
  • Εκεί στο Γράμμο, λέει ο μπαμπάς, από τη μια ήμασταν εμείς οι φαντάροι, και από την άλλη οι αντάρτες. Έβγαιναν με μια ντουντούκα και φώναζαν:  Στρατιώτες αδέρφια μας ελάτε μαζί μας…… αλλά σε λίγο το άλλαζαν και μας έβριζαν. Κωλόπαιδα της Φρειδερίκης μας έλεγαν !!
  • Ντροπή Βαγγέλη Ντροπή! φώναξε ο παππούς. Τι κουβέντες είναι αυτές! Ακούν και τα παιδιά. Παν αυτά τελείωσαν. Άντε πέρασε και η ώρα, τελειώνει και το πετρέλαιο στη λάμπα… 

       Έγειρα νυσταγμένος στην αγκαλιά της μαμάς μου.   Με ευχές και γέλια τέλειωσε η δεξίωση των γενεθλίων μου. Ήμουν ευτυχισμένος. Το ΡΟΜΑΝΤΖΟ μας έφερε χαρά. Και σε μένα την μεγαλύτερη. 

Η.. δεξίωση όμως κράτησε  ως το πρωί

          Στην πίσω πλευρά του σπιτιού μας κάτω από την τεράστια ακακία, είχε στρωθεί ένα μεγάλο τραπέζι.  Η τουλούμπα που είναι δίπλα ήταν σκεπασμένη  με ένα άσπρο πανί  που έγραφε  ΄΄παγωμένες μπύρες΄΄.  Ο νερόλακος με τη λασπουριά  όπου  κυλιέται το γουρούνι μας, είχε σκεπαστεί με ένα χαλί. Το χώμα κάτω και η κοπριά,  ήταν όλα σκεπασμένα με τσιμέντο. Το… τριώροφο σπίτι που είχα φτιάξει με λάσπη και κεραμιδάκια ήταν φωτισμένο, και σε μια ταμπέλα του έγραφε ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ « Η ΚΑΣΤΑΝΙΑ>>.  Λίγο πιο μακριά στην έξοδο από τα ντάμι23 μας, ήταν βαλμένο  ένα άλλο παλιό τραπέζι. Για καρέκλες είχε μπάλες από άχυρο σκεπασμένες με κουρελούδες και τσιόλια24. Εγώ τις έφτιαξα στον αργαλειό έλεγε συνέχεια η γιαγιά. Αυτό είναι το χόμπι μου. Στην άκρη του τραπεζιού ήταν το γκιούμι25 με το νερό. Μπροστά μας τσίγκινα ποτήρια. 

          Η Μαίρη ήταν μεγάλη κυρία και όχι η μαθήτρια ξαδέρφη μου. Φορούσε ένα  φόρεμα  που ήταν πολύ φουσκωτό και παπούτσια με ψηλά τακούνια.  Κρατούσε ένα χαρτί και στεκόταν κοντά στο δρόμο περιμένοντας τους καλεσμένους.

  • Φόρεσα αυτό το φουρό και αυτά τα παπούτσια  γιατί σήμερα εδώ θα έρθει καλός κόσμος. Πλούσιοι και μορφωμένοι. Θα είμαι διευθύντρια της δεξίωσης και θα σας λέω   που να κάθεστε. Θα διατάζω και τους υπηρέτες. Εσύ Κουστάκ και η οικογένειά σου θα κάθεστε στο τραπέζι με τις κουρελούδες. Γιορτάζεις αλλά δεν μπορώ να σε βάλω εδώ στο καλό τραπέζι  της ακακίας. Δεν είσαι ακόμα πλούσιος και δεν έχεις εργοστάσιο. Μου το ξέκοψε η Μαίρη και δεν μπορούσα να μην την ακούσω.

        Άρχισαν να έρχονται οι επισκέπτες. Δύο μαύρα αυτοκίνητα σήκωναν κουρνιαχτό. Τα παιδιά έτρεχαν από πίσω για να τα δουν. Η Μαίρη τους υποδεχόταν με χαμόγελα.  

  • Από δω κύριε βουλευτή  καθίστε στον ίσκιο δίπλα στην κυρία Τσαλαπάτα26 με το σκυλάκι.  Ήρθε από το Βόλο για τη δεξίωση. Έχει εργοστάσιο και φτιάχνει κεραμίδια.
  • Α! καλώς τον κύριο Μέρο27.  Πως πάει η εφημερίδα; Η αδερφή μου είναι συνδρομήτρια στο ΡΟΜΑΝΤΖΟ και θέλει να γίνει και στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ. Κάθεται εκεί στο άλλο τραπέζι με τους χωρικούς. Είναι καλόγρια.
  • Εσύ  Κούλα  τι ήρθες να κάνεις στη δεξίωση με τη βαμπακέλα; Στο θέρο είσαι;  Στο άλλο τραπέζι παρακαλώ.  Εκεί κοντά στο ντάμι. 
  • Καλωσορίσατε κε Ματσάγγο28. Ωραία  τσιγάρα βγάζει το εργοστάσιό σας.  Έχουν και φίλτρο. Εγώ καπνίζω το ΑΡΓΩ.  Όλος ο Βόλος είναι εδώ σήμερα .
  • Κυρία Λίζα, τι ωραίο σκυλάκι! Εσείς θα είστε πολύ πλούσια. Και τι ψηλό τακούνι!  Καθίστε παρακαλώ δίπλα στις παγωμένες μπύρες, και προσέξτε μην πιαστεί το καπέλο σας στην ακακία. Δεν την καθάρισε ο κηπουρός μας από τα αγκάθια.
  • Αχ  παππού, ήρθες με τα σκουτιά στη δεξίωση; Και συ μανιά29 Φώταινα ήρθες με τα Καραγκούνικα; Τον έχεις εγγονό τον Κωστάκη το ξέρω,  αλλά δεν μπορώ να σε βάλω με τις κυρίες. Πήγες στο κομμωτήριο; Πηγαίνετε  εκεί με τους χωρικούς, τους διέταξε.
  • Μπα αυτός δεν είναι ο Βασίλης  Μπρακατσούλας30 ο δικηγόρος από την Καρδίτσα που βγήκε βουλευτής; ρώτησε   ο πατέρας μου. Τόσο μικρός είναι; Από πόσων χρονών γίνεσαι βουλευτής; Μετά θα τον πιάσουμε. Ένας βουλευτής πάντα χρειάζεται. Παιδιά έχουμε.
  • Είστε η κα Κλάρα από το ΝΤΟΜΙΝΟ;   Να σας δώσω ένα γράμμα στο τέλος. Να θυμάστε είναι από <<το αγριολούλουδο του κάμπου>>. Έχω πολλά βάσανα κυρία Κλάρα μου. Δεν ξέρω ποιον να διαλέξω. Αν δεν προλάβετε το τεύχος 31 την Κυριακή, να μου απαντήσετε στο επόμενο, στις 12 του μηνός. Πρέπει να το πω στον ταχυδρόμο να το φέρει. Μη βλέπετε που κάνω τη χαρούμενη, αλλά  η καρδιά μου πονάει της  είπε με σπαστή φωνή η Μαίρη.

       Ήρθαν και άλλοι πολλοί. Κυρίες που κουβαλούσαν κουτιά με σπίρτα και άλλες γραμματόσημα. Είναι το χόμπι τους εξηγούσε η Μαίρη.  Εργοστασιάρχες και ηθοποιοί αλλά και συγχωριανοί. Η Μαίρη τους έλεγε που να καθίσουν.  Γέμισε το τραπέζι μας και στεκόμασταν όρθιοι.  Στο τραπέζι με τις κυρίες και τους επίσημους η Μαίρη κρατούσε κενές θέσεις.

  • Να πάρουμε τις καρέκλες που περισσεύουν Μαίρη να τις φέρουμε στο δικό μας τραπέζι; Στεκόμαστε όρθιοι.  Όχι!  απαντούσε η Μαίρη. Περιμένουμε ακόμα μερικούς κυρίους που  θα έρθουν απευθείας από την ιππασία. Τους αρέσει αυτό το σπορ. Α! να έρχονται! Ιπποκόμε φρόντισε τα άλογα.

       Εμείς παίζαμε και χαζεύαμε τους επίσημους.  Κάποια  στιγμή η Μαίρη έδωσε το σύνθημα. 

  • Να αρχίσει το σερβίρισμα

       Κοκκινιστά κρέατα, τεράστια ψητά ψάρια, σαλάτες, αρνιά στη σούβλα, κεφτέδες, γλυκά, γέμισαν το τραπέζι της ακακίας. Μπανάνες και μήλα φιρίκια από το Πήλιο, κάστανα και κουκόσιες  καθαρισμένες.  Στην  άκρη του τραπεζιού μια πιατέλα με μπιφτέκια για τα σκυλάκια. Την ίδια στιγμή ο πατέρας μου έφερε δύο τεράστια γαλίκια 31 και μετά άδειασε πάνω στο τραπέζι ένα σακί με μισάνοιχτα καρύδια βαμβάκι. Το καθαρό  βαμβάκι στο ένα γαλίκι  και τα τσόφλια στο άλλο μας εξήγησε. Θα καθαρίζετε και θα βλέπετε. 

  • Πλούσιες κυρίες και εργοστασιάρχες! φώναξε η Μαίρη. Ήπιατε το λικέρ  και τώρα περάστε  στο μπουφέ. Θα σας βάλουμε το χαβιάρι σε λίγο. 

      Στο καλό τραπέζι άρχισαν να τρώνε  και εμείς  καθαρίζαμε τα καρύδια. Ένα δυνατό μπαμ ακούστηκε από το τραπέζι με τις κυρίες. Τρομάξαμε και σκορπιστήκαμε.  Ο ξάδερφός μου σκόνταψε και αναποδογύρισε  το καλάθι με το βαμβάκι.

  • Μη φοβάστε χωρικοί ! Γυρίστε στη θέση σας. Σαμπάνια ήτανε. Τη φέραμε από τη Γαλλία! Θα ανοίξουμε κι άλλες σε λίγο φώναζε η Μαίρη

      Η δεξίωση συνεχιζόταν και η Μαίρη παρακολουθούσε κάθε κίνηση. Ο μπαμπάς άδειασε και νέο τσουβάλι με καρύδια. 

  • Τώρα που είμαστε  πολλά χέρια θα τα τελειώσουμε όλα. Με τέτοιον καύσωνα που είχαμε φέτος δεν έμεινε τίποτα στα χωράφια. Σε λίγες μέρες θα βγάλουμε και τις βαμβακιές.
  • Καλωσορίσατε κε Αλλαμανή32 είπε σε ένα παχουλό κύριο με γραβάτα η Μαίρη. Καθίστε δίπλα στον καθηγητή του γυμνασίου Σοφάδων κο Παπαγιάννη.
  • Και τώρα η έκπληξη, είπε η Μαίρη. Ο ίδιος ο Βάϊος Μαλλιάρας33 με το κλαρίνο του. Μόλις φάμε το παγωτό, θα  μας  παίξει την ιτιά, την καραγκούνα, τη νταΐλιάνα και άλλα τραγούδια για να χορέψουμε.  Τα κεράκια και την τούρτα θα τα φέρουμε στο τέλος…….

      Ένας άντρας με λευκό σκούφο κουβαλούσε   ένα μεγάλο καρότσι.  Είχε μέσα ένα καζάνι και γύρω – γύρω κομμάτια  πάγου. Με μεγάλα γράμματα   έγραφε:  ΠΑΓΩΤΑ ΕΒΓΑ. 

  • Περάστε –  περάστε  κε χωροφύλακα  φώναξε η Μαίρη. Αργήσατε λίγο.
  • Πιάσαμε έναν προδότη Εαμοβούλγαρο δικαιολογήθηκε αυτός. Μόλις γύρισε από την εξορία, άρχισε τα ίδια.  Κινδυνεύει το Έθνος! φώναξε δυνατά. Υπεράνω όλων η πατρίς!
  • Τι ζητάει εδώ αυτός ο αρχιρουφιάνος   και τον έβαλε και στους επισήμους η Μαίρη; Αυτός δεν ήταν στη συμμορία του Σούρλα34; Και κοίτα τον. Τον κάνανε και χωροφύλακα το λήσταρχο.  Κάθεται δίπλα – δίπλα με το βουλευτή της  ΕΔΑ. Ποιος ξέρει πόσα παΐδια θα του έχει σπάσει,  είπε ο θείος.
  • Φωτεινή μου τι καλοντυμένη  που είσαι! Ήρθες από τη Θεσσαλονίκη για τα γενέθλια και καθυστέρησε το τραίνο ε; Πες μου ποιο είναι το χόμπι σου. Σκυλάκι δεν έχεις;  Λυπάμαι αλλά οι θέσεις με τις κυρίες είναι πιασμένες. Και σε συμβουλεύω να βρεις έναν εργοστασιάρχη να παντρευτείς. Δεν φτάνει μόνο η ομορφιά και η μόρφωση κοπέλα μου για να μπεις στην υψηλή κοινωνία.
  • Μικρέ  μου Αχιλλέα με το αρχαίο όνομα, πόσο συμπάθησα τη μαμά σου την κυρία Παρασκευή. Μαζεύαμε βαμβάκι δίπλα- δίπλα και τη ρώτησα για τα γενέθλια των παιδιών της. Εσύ πρέπει να είσαι στις 6 Αυγούστου. Το θυμάμαι επειδή είχαμε ένα Σωτήρη από τη Γελάνθη στην διπλανή αυλακιά, και μόλις το άκουσε είπε ότι είναι η μέρα της γιορτής του. Αχιλλάκο μου δεν έρχονται με αυτά τα ρούχα και με τέτοια παπούτσια στα γενέθλια αγοράκι μου. Έφερες και δύο τυριά για δώρο; Ευχαριστούμε αλλά στα γενέθλια των παιδιών φέρνουν παιχνίδια αγορασμένα από μαγαζί και τυλιγμένα με χρωματιστό χαρτί. Τέλος πάντων αφού ήρθες πέρασε και εσύ στο υπόστεγο με τους χωρικούς.  Δε θα ξεχάσω τη μαμά σου  που μια μέρα, βρήκε ανάμεσα στις βαμβακιές  ένα ωραίο κίτρινο καρπούζι και μου έδωσε το μισό. Της μίλησα για τον ερωτά μου και μου είπε να ακούω την καρδιά μου. Σοφή γυναίκα και πραγματική κυρία. 

Η επίθεση των σκυλιών

  • Θα πάω και εγώ  να πάρω παγωτό είπε ο μπαμπάς μου. Να ρωτήσω πρώτα τη Μαίρη αν μας αφήνει.  Έστω λίγο για τα παιδιά που δεν κρατιούνται θα της πω.
  •  Στο τέλος άμα μείνει θα δώσουμε και σε σας. Μη κουνηθείτε πριν τελειώσουν οι επίσημοι,  τον έκοψε η Μαίρη. 

       Δεν την άκουσε ο μπαμπάς. Πήρε μια βαθιά  πνάκα, σε αυτήν που φτιάχνουμε σκορδάρ το Καλοκαίρι στο χωράφι, και μια κουτάλα. Έτρεξε πρώτος να βάλει παγωτό. Ο παγωτατζής προσπάθησε να τον εμποδίσει. Ακούστηκε ένα γαύγισμα και όλα τα μικρά σκυλάκια των κυριών έγιναν  μαύρα λυκόσκυλα και όρμησαν πάνω του.  Βαγγέλη-Βαγγέλη φώναξε η μαμά και έτρεξε να τα διώξει.  Ο χωροφύλακας έβγαλε το όπλο του και πυροβολούσε προς το μέρος μας. Ευτυχώς δεν μας πετυχαίνει , είπε ο ξάδερφός μου και τρύπωσε κάτω από τραπέζι. 

  • Μη φοβάστε ηρεμία. Κυρία …… δημάρχου μη φεύγετε. Κύριε Νεστορίδη κρατήστε  το κύπελλο μην το σπάσουν.  Σε λίγο θα παίξει ο Μαλλιάρας τη σβαρνιάρα35 χτυπιόταν η Μαίρη. Κυρίες μην τρέχετε! Έχει αγκάθια και  σύρματα και θα σας φύγουν πόντοι από τις κάλτσες!!

        Ένα σκυλί  άρπαξε τον πατέρα μου και τον δάγκωνε στα πόδια. Μπαμπά – μαμά φώναξα εγώ. Κι άλλα σκυλιά έρχονται από μακριά πιο άγρια, φώναζα δυνατά.  Μαμά!  Μπαμπά!  Βαγγέλη  Σοφία ούρλιαζαν όλοι. Έρχονται- έρχονται !!!

                            Το τέλος της δεξίωσης  και η καινούρια μέρα

  • Τι έπαθες παιδάκι μ και ουρλάιζ  μες τον ύπνους; Με τράνταξε η γιαγιά. Τρεμς ολόκληρους. Τι νειρεύουσαν36 ;
  • Ο μπαμπάς και η μαμά είπα εγώ.  Τους δαγκώνουν τα σκυλάκια των κυριών. Που είναι; Πήγε να πάρει παγωτό και του ορμήσανε. Από το πόδι του τρέχει αίμα!
  • Καλά είναι. Όνειρο ήταν. Η μαμά σου ζυμώνει. Σήμερα είναι η σειρά μας να πάμε φαΐ   στη δασκάλα. Χτες ήρθε το κορτσάκι και θα είναι ταλαιπωρημένο. Ο μπαμπάς  πήγε να ταΐς τα πράματα37. Πες μου τι είδες.

        Της είπα όλο μου το όνειρο γι αυτό το θυμάμαι και το γράφω. Συνήθως δεν τα θυμάμαι. Ησύχασα μόλις άκουσα τον παππού να λέει ότι σήμερα μάλλον θα γεννήσει η γελάδα μας. Τι καλά! Θα φάμε κολιάστρα37Παναγία  μου να πάνε όλα καλά, προσευχήθηκε ο παππούς

  • Κοιμήσου λίγο ακόμα μου είπε η γιαγιά και με σκέπασε με τη φλοκάτη. Α ρε Μαίρη με τα γενέθλια και το ΡΟΜΑΝΤΖΟ. Θεατρίνα θα γίντς στου τέλους  κι φοβάμι μην  παρς τουν κακό του δρόμου. Αλλιάπ38 στο μπαμπάις που δεν θα μπουρεί να βγει στουν κόσμου.
  • Σε λίγο θα πάω στο μαγαζί, είπε ο παππούς. Πρέπει σήμερα να δηλώσουμε αν θα έχουμε και φέτος το γιατρό  κοντότα39. Τελευταία χρονιά λέει. Μεθαύριο 40 μαναχά  με παράδες. 
  • Πάρε και ένα σακουλάκι κριθαροκαφέ που μας τελείωσε, του λέει η γιαγιά,  και ο παππούς της έβαλε τις φωνές. Αμάν ρε Μάρω, μόλις πω ότι πάω στο μαγαζί, αρχινάς το πάρε και πάρε. Σαν να είμαστε Μποδοσάκηδες.  Θέλετε να ζείτε στην πολυτέλεια. Τα έξοδα υπερβαίνουν τα έσοδα. Διακονιάρηδες41 θα καταντήσουμε με τόσες σπατάλες.

Αληθινοί έρωτες και έρωτες του ΡΟΜΑΝΤΖΟΥ

     Τώρα τα γενέθλια μου τα θυμούνται τέσσερα με πέντε  δικά μου πρόσωπα. Στο ΜΠΑΤΑΛΑΡ που πάω, δεν υπάρχει πια η ακακία μας, και  τα περισσότερα πρόσωπα των πρώτων γενεθλίων μου έχουν φύγει. Γυρίζω στην παλιά μας αποθήκη και βλέπω τα λείψανα των παιδικών μου χρόνων. Βλέπω  κομμάτια από τα γαλίκια, τη γάστρα μας και τα τσίγκινα πιάτα , και ακούω τις ανάσες των ανθρώπων που έζησαν και έφυγαν με αυτά.   Ένα χτένι του αργαλειού  και κάτι φθαρμένες κουρελούδες μου μιλούν για το <<χόμπι>> της γιαγιάς, που δεν την άφηνε να ξεκουράζεται ποτέ.  Έχουμε κορίτσι, έλεγε για τη μικρή μου αδερφή,  και όταν παντρευτεί  να μην έχει έξι βελέντζες;

     Στέκομαι στην καινούρια γέφυρα στο ποτάμι και προσπαθώ μάταια να δω έστω και ένα παιδί, έστω και ένα άλογο να πίνει νερό. Από το μαγγανοπήγαδο κοντά στον παλιό μύλο, έμειναν σκουριασμένα σιδερικά. Όλα έχουν αλλάξει και άλλα έχουν χαθεί. Μόνο ο κάμπος  μένει ο ίδιος, σαν πολύχρωμη ήρεμη λίμνη.  Μακριά,  πολύ μακριά τα βουνά των Αγράφων κόβουν την απεραντοσύνη του. Ένα αυτοκίνητο πέρασε με ταχύτητα και ο οδηγός του μου κούνησε το κεφάλι. Υπάρχουν ακόμα οι Καραγκούνηδες σκέφτηκα και χαμογέλασα.42 

     2020 πια  και η Μαίρη έχει εγγόνια και σε λίγο τη βλέπω με δισέγγονα. Τσάμπα φοβόταν η γιαγιά ότι θα πάρει τον κακό δρόμο. Τις γνώρισα τις κυρίες  και τους πλούσιους με τα εργοστάσια, μου λέει. Εγώ είμαι η κυρία και είμαι πολύ πλούσια  γιατί έχω κοντά μου  ανθρώπους που με αγαπούν. Και όταν δεν τους έχω  εδώ,  έχω εκείνες τις κούκλες και κάνουμε παρέα.

  • Και οι μεγάλοι έρωτες που πρέπει να έχουμε Μαίρη; Έτσι δεν μας έλεγες όταν ήμασταν μικροί; την πείραξα.
  • Σκέφτηκε λίγο και χαμογέλασε. Ο αληθινός έρωτας, Κουστάκ, φαίνεται στη ζωή. Κρατάει χρόνια και δοκιμάζεται στα δύσκολα. Στις χαρές και στα πανηγύρια όλοι μιλάνε για έρωτες.  Εγώ τα πέρασα όλα. Αρρώστησε κάποτε ο άνθρωπός μου και κόντεψα να τον χάσω. Και εγώ τον χρειάστηκα. Μείναμε δίπλα ο ένας με τον άλλον.  Μην κοιτάς τι έλεγε το ρομάντζο και τι λένε τώρα  στα χαζοσίριαλ. Σ΄ αγαπώ σήμερα και συγχρόνως αγαπώ κι άλλον, και αύριο βρίσκω έναν τρίτον. Κοίτα το  λεβέντη μου. Κοντεύει τα  75.  Υπάρχει  πιο όμορφος και πιο γλυκός άνθρωπος σε   όλο τον κόσμο; Μαζί θα πεθάνουμε ερωτευμένοι.

ΤΕΛΟΣ

Κώστας Σκούρας -Μύρινα Λήμνου

23 Απριλίου 2020

Σημειώσεις- επεξηγήσεις- Λεξιλόγιο

1.  Τα παιδιά :  Εννοεί τα αγόρια

2. Τι συλοιόσι: Τι συλλογίζεσαι; Φάε που έγινες σαν …

3.   Καΐτσα και  Αγόριανη : Ιαματικές πηγές στην περιοχή του Δομοκού

4.  πνάτε : Πεινάτε

5. Ταχιά : Αύριο

6.  καβρουμάς: Καβουρτισμένο αλεύρι με νερό.

7. σεισμό του 1954: Μεγάλος φονικός σεισμός στις 30 Απριλίου 1954 με θύματα και ζημιές

 8. τανάψς: τα ανάψεις

9. ΝΕΟΣ ΑΓΩΝ : Εφημερίδα της Καρδίτσας από το 1935. Κυκλοφορεί και σήμερα

10. Καραγκούνικα: Τοπική φορεσιά της περιοχής Καρδίτσας – Τρικάλων

11. Σκουτιά (ή σκούτινα): Μάλλινα υφαντά μαύρα ρούχα για τους άνδρες. Κυρίως σακάκια και παντελόνια

12. τεντζερέδια: Κατσαρολικά

13. σκαφίδι: Ξύλινη μεγάλη σκάφη για το ζύμωμα του ψωμιού

14. μπουχαρί: Ανοιχτό τζάκι στο οποίο μαγείρευαν  και έψηναν ψωμί

15. παλάβωσι ντίπ;  : Τρελάθηκε εντελώς;

16. Βρε σε καλόις: Στο καλό σου

17: ντοριά και μια γκαραβέλω: Κοκκινωπό και γκριζόμαυρο θηλυκό άλογο αντίστοιχα.

18.  Ασβεσταριά ή στο Γυναικόπορο:  Τοποθεσίες κοντά στο ποτάμι Φαρσαλίτης   πλάλος: Το τρέξιμο

19. κλούρα: Στρογγυλό γλυκό ψωμί. Το είχαν για γλυκό.

20. Κούτσκα:  Μικρά παιδιά .   Δε λιβακώθκε;  Δεν έπαθε ηλίαση;

21. μπισικ(ι): Ξύλινη κούνια για τα βρέφη.   ΟΜΑΔΕΣ: Παρακρατικές αντικομουνιστικές ομάδες στην περίοδο του εμφυλίου.

22. Ήταν κλουσμένος ου λόρους: Ήταν τυλιγμένο με τον  ομφάλιο λώρο

23. ντάμι: Ο σταύλος

24.Τσιόλια: Υφαντά λεπτά χαλιά

25. γκιούμι: μεταλλικό μεγάλο δοχείο για μεταφορά του νερού από τη βρύση

26. Τσαλάπατα: Κεραμιδοποιείο στο Βόλο

27. Αλέξανδρος Μέρος: Δημοσιογράφος και ιδιοκτήτης της εφημερίδας  ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ του Βόλου. Η εφημερίδα κυκλοφορεί και σήμερα.

 28. Ματσάγγος: Μεγάλη βιομηχανία τσιγάρων στο Βόλο

29. μανιά: γιαγιά

30.Βασίλης Μπρακατσούλας: Βουλευτής της ΕΔΑ το 1958, και αργότερα του ΠΑΣΟΚ. Έγραψε τη βιογραφία του Ηλία Ηλιού

31. κουκόσιες: καρύδια . Γαλίκια: Μεγάλα καλάθια από καλάμια

32. Στέλιος Αλλαμανής: Βουλευτής το 1958 με την ΠΑΔΕ ( Προοδευτική Αγροτική Δημοκρατική Ένωση)

33. Βάϊος Μαλλιάρας : Δεξιοτέχνης του κλαρίνου από τον Πυργετό της Λάρισας. Στο χωριό αυτό δολοφονήθηκε το 1907 ο Μαρίνος Αντύπας.

34. Συμμορία του Σούρλα:  Δημιουργήθηκε από τους Γερμανούς το 1944 και υπαγόταν στον ΕΑΣΑΔ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομουνιστικής Δράσης).  Ήταν ο τρόμος των κατοίκων της περιοχής για τις κλοπές, τους τραμπουκισμούς και τις δολοφονίες. 

Πνάκα: Ξύλινη στρογγυλή γαβάθα στην οποία χτυπούσαν   σκόρδο και το αραίωναν με νερό. Έριχναν μέσα μπουκιές και το έτρωγαν στο χωράφι κατά το θερισμό.

35. σβαρνιάρα: Τοπικός χορός όπως η Καραγκούνα

36.Τι νειρεύουσαν; Τι όνειρο έβλεπες;

37. πήγε να ταΐς τα πράματα:  Πήγε να ταΐσει  τα ζώα. Κολιάστρα: Το πρώτο γάλα μετά από τη γέννα ζώου. Το πρωτόγαλα

38. Αλλιάπ: Κρίμα, λυπάμαι, αλλοίμονο

39. κοντότα:  Ετήσια αμοιβή του γιατρού με είδος. Συνήθως με σιτάρι

40. Μεθαύριο με παράδες: Την επόμενη χρονιά με χρήματα

41.Διακονιάρηδες: Ζητιάνοι

 42. Οι Καραγκούνηδες συνηθίζουν να χαιρετούν κουνώντας το κεφάλι

*Το Ρομάντσο ήταν ελληνικό εβδομαδιαία περιοδικό ποικίλης ύλης, ένα από τα γνωστότερα και πιο δημοφιλή έντυπα που κυκλοφόρησαν ποτέ στην Ελλάδα.

Ήταν 10 Απριλίου του 1990 όταν το Ρομάντσο θα κρέμονταν για τελευταία φορά στα μανταλάκια των περιπτέρων.

Ευχαριστώ: 

Τον κ. Αχιλλέα Χαλβατζάρα. Από το βιβλίο του (ΚΥΨΕΛΗ- ΜΠΑΛΤΑΛΑΡ) άντλησα κάποια στοιχεία για την εποχή.

Τον ξάδερφό μου Βαγγέλη Παππά που μου έδωσε σημαντικές πληροφορίες. 

*Ο Κωνσταντίνος Σκούρας του Ευάγγελου γεννήθηκε στην Κυψέλη Καρδίτσας και σήμερα κατοικεί στο Ρουσσοπούλι της Λήμνου. Αποφοίτησε από τα Χημικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών και μέχρι το 1989 εργάστηκε ως χημικός σε διάφορες βιομηχανίες της Αττικής. Το 1989 διορίστηκε ως καθηγητής στη Δημόσια Εκπαίδευση και τοποθετήθηκε στο Γυμνάσιο Λιβαδοχωρίου.  Από το 1996 μέχρι την συνταξιοδοτησή του υπηρετούσε στη θέση του διευθυντή του Γυμνασίου Μούδρου "ΑΡΓΥΡΙΟΣ ΜΟΣΧΙΔΗΣ". Παράλληλα έχει παρακολουθήσει σεμινάρια και συνέδρια σχετικά με τη διοίκηση σχολικών μονάδων, την περιβαλλοντική εκπαίδευση και τη διδακτική της χημείας.


Ο Κώστας Σκούρας, στο δρόμο Μπαταλάρ - Πασχαλίτσα: Η φωτογραφία είναι τα Χριστούγεννα 2010. Όταν βρέθηκα εκεί ένιωσα ότι πατάω σε ιερό χώμα



Πηγή:

https://mplokia.gr/