Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

EΛΛΗΝΑΣ ΑΒΟΡΙΓΙΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ

Του ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΤΑΜΗ*
Αναδύεται μέσα από τους θρύλους και τις δοξασίες των ντόπιων ιθαγενών
Τα τελευταία 170 χρόνια περίπου 300.000 Έλληνες μετανάστες εκπατρίστηκαν για να εγκατασταθούν στη μακρινή Αυστραλία, μία χώρα μεταναστών ουσιαστικά δυτικότροπη, ευρωπαϊκή, μεφυτευμένη στην καρδιά την νοτιοανατολικής Ασίας. Μέχρι το 1953, οι περισσότεροι από αυτούς
διασκορπίστηκαν στην αχανή ύπαιθρο εξασκώντας ανθυγιεινά επαγγέλματα. Εργένηδες και γεροντοπαλλήκαρα, περίσσευε το ανδρομάνι. Η έλλειψη γυναικών δημιουργούσε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Πολλοί που είχαν καζαντίσει μπόρεσαν και επισκέφτηκαν τον τόπο τους, το νησί τους, εκεί νυμφεύτηκαν ντόπιες, μικρές σε ηλικία κοπέλλες, και τις έφεραν στην πράσινη ήπειρο του νότου. Οι λιγότερο αποκαταστημένοι, νυμφεύτηκαν γυναίκες από άλλες εθνότητες που δεν προτιμούσαν οι Αγγλο-κέλτες Αυστραλοί, κυρίως Ιταλίδες και Ιρλανδέζες.
Οι Έλληνες έποικοι προσαρμόστηκαν ταχύτατα στα κοινωνικο-οικονομικά κρατούντα και γρήγορα διαδικτυώθηκαν. Ανάμεσα σε όλες τις άλλες εθνοτικές ομάδες, οι Έλληνες διατήρησαν τον υψηλότερο δείκτη κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης, αφού από το 1980, το 98% του συνόλου τους είχαν αποκτήσει την Αυστραλιανή υπηκοότητα. Τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών κατόρθωσαν να διεκδικήσουν επιτυχώς την ισοπολιτεία αλλά και θέσεις κλειδιά στον κρατικό μηχανισμό. Οι ποικίλες δράσεις τουs βοήθησαν στην κοινωνικο-οικονομική ανέλιξη της Αυστραλίας, ως χώρας προηγμένης οικονομικά και κοινωνικά συνεκτικής, γεγονός που επέτρεψε τη διατήρηση της εθνο-πολιτιστικής τους ταυτότητας. Οι Έλληνες δεν διατήρησαν κοινωνικο-γλωσσικά γκέττο στην Αυστραλία. Βέβαια συμπαγείς ομάδες Ελλήνων μεταναστών εγκαταστάθηκαν σε μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως στα προάστια που γειτνιάζουν με το κέντρο της πρωτεύουσας-πόλης των Πολιτειών και εκεί ανήγειραν ναούς και σχολεία, κοινωνικά ιδρύματα και πολιτιστικά κέντρα για να διατηρήσουν τη σχέση τους με την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Και ενώ ελεύθερος, αβίαστος και απρόσκοπτος υπήρξε ο κοινωνικός συγχρωτισμός των Ελλήνων με όλες τις άλλες δεκάδες εθνοτικές ομάδες της Αυστραλίας, σπάνια είχαμε άμεση επικοινωνία Ελλήνων με τους ιθαγενείς, τους αβορίγινες της χώρας, αυτούς των οποίων οι πρόγονοι πριν από 40.000 χρόνια είχαν περάσει με σχεδίες τα νότια ακρωτήρια της ασιαστικής ηπείρου και δια μέσου των νησιών του Ειρηνικού τελικά εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία. Στη δεκαετία του 1970, είχα εντοπίσει στο Ντάργουιν δύο Έλληνες, ξυλουργοί στα επάγγελμα, Καλύμνιοι στην καταγωγή, που ως εργένηδες βρέθηκαν να δουλεύουν στο εσωτερικό της υπαίθρου, σε απομονωμένους καταυλισμούς των ιθαγενών. Εκεί βοήθησαν τους αβοριγινούς να μάθουν τη μαραγκοσύνη, τους έμαθαν να φροντίζουν για τα απαραίτητα μερεμέτια του σπιτιού τους, έκτισαν οικίες και αίθουσες συγκέντρωσης για λογαριασμό των ηγετών των διαφόρων φυλών που ζούσαν διασκορπισμένοι σε μικρές κοινοτικές εστίες. Ο ένας από αυτούς είχε μάλιστα μυηθεί φυλετικά, δοκιμάστηκε η αντοχή του στα κοπιώδη έθιμα της αδροσύνης που θέλουν οι φύλαρχοι για τα μέλη τους, νυμφεύτηκε μια ντόπια και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ο Καλύμνιος αυτός ξυλουργός ποτέ δεν επέστρεψε στο Ντάργουιν. Συνέχισε να ζει στους καταυλισμούς με την οικογένειά του. Έδωσε στα παιδιά του ελληνικά ονόματα και παρέμεινε γνωστός ως ο «΄Ελληνας».
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Η έρευνα έδειξε ότι ελάχιστοι μόνον Έλληνες μπόρεσαν στην πληθυσμιακά αραιοκατοικημένη Κουησλάνδη και στη Βόρεια Επικράτεια της Αυστραλίας να συνοικήσουν με τους ιθαγενείς και ακόμη λιγότεροι κατόρθωσαν να εγκατασταθούν μόνιμα και να αποτελέσουν αναπόσπαστο κομμάτι της κλειστής φυλετικής κοινωνίας.  Άλλωστε οι φύλαρχοι των αβοριγινών παρέμεναν πάντα δικαιολογημένα καχύποπτοι απέναντι στους λευκούς Ευρωπαίους, οι οποίοι στα πρώτα χρόνια του ευρωπαϊκού εποικισμού (1789-1880) είχαν «κατορθώσει» να κατασφάξουν τους ιθαγενείς μειώνοντας αριθμητικά τον πληθυσμό τους από 340.000 σε μόλις 134.000.  Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του ελληνόπουλου από το προάστιο Collingwood της Μελβούρνης, του Alcik Jackomos, «του ανθρώπου όλων των φυλών», σύμφωνα με το ομώνυμο βιβλίο που γράφτηκε γι αυτόν κι εκδόθηκε το 2006. Ο Τζακόμος, γεννήθηκε σε μια εργατική οικογένεια Ελλήνων μεταναστών της Μελβούρνης και ως νέος εγκατέλειψε τις σπουδές του στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Αναδείχτηκε όμως σκληρός περιοδεύων παλαιστής και αργότερα αξιόμαχος στρατιώτης στη διάρκεια του μεγάλου πολέμου. Μετά τη λήξη του πολέμου ο Τσακόμος περιόδευσε την Αυστραλία και ήρθε σε επαφή με αβορίγινες παλαιστές και πυγμάχους, για να διασχίσει τελικά τα πολιτιστικά σύνορα, να νυμφευτεί ντόπια και να κάνει ελληνο-αβοριγινή οικογένεια, σε μία εποχή που ο ρατσισμός ήταν ιδιαίτερα διακριτός στην κοινωνική ζωή της Αυστραλίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Τζακόμος, άλλαξε το όνομά του σε Doug Nicholls και αναδείχθηκε υπέρμαχος των δικαιωμάτων των αβοριγινών για τα οποία πάλεψε αμείλικτα και διακρίθηκε για τη μεγάλη του ανθρωπιά.
Ορισμένοι Έλληνες, είχαν κατά καιρούς επίσης στήσει βραχύχρονες φιλίες με ιθαγενείς σε αστικά κέντρα της Αυστραλίας και μπόρεσαν να αφουγκραστούν τα πολιτιστικά αντανακλαστικά τους, ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις είχαμε και πολιτιστικές αλληλοεπιδράσεις του Ελληνικού πολιτισμού με τον αβορίγινα και το αντίθετο. Οι αλληλοεπιδράσεις αυτές χαρακτήρισαν κυρίως τον χώρο της μουσικής και των εικαστικών τεχνών, ενώ ιδιαίτερα ευαίσθητος υπήρξε ο χώρος της μυθολογίας, όπου πολλά σημεία των δύο πολιτισμών συμπίπτουν. Παλαιότερα εξέδωσα, ως Διευθυντής του Εθνικού Κέντρου ελληνικών μελετών και Έρευνας (ΕΚΕΜΕ), για λογαριασμό δύο συναδέλφων από την Πέρθη τον ρόλο και τη συμβολή του Βλάση Ζανάλη του μεγάλου αυτού Ελληνο-Αυστραλού ζωγράφου της προπολεμικής περιόδου. Ο Καστελλοριζιός αυτός θρησκευτικός εικαστικός επηρεάστηκε βαθύτατα από την τέχνη των ιθαγενών και αποτύπωσε στα έργα του σε τοιχογραφίες Ορθοδόξων ναών την πνευματικότητα των αβοριγινών της Αυστραλίας.
Η έρευνά μου στον ευρύτερο χώρο της Αυστραλίας δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει ωστόσο περισσότερους από δύο τρεις Έλληνες, οι οποίοι κατόρθωσαν να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη των φυλάρχων,  να ενσωματωθούν στη φυλετική κοινωνία, να περάσουν τη δοκιμασία της ιεροτελεστίας που θέλει τον μυούμενο να περάσει από δύσκολα κατορθώματα, σωματικά και ψυχικά, ώστε να θεωρηθεί «΄Ανδρας». Όλες οι φυλές των αβοριγινών με τις 2.000 περίπου γλώσσες που ομιλούνταν ανάμεσά τους, παρέμειναν αυστηρά πατριαρχικές. Οι άνδρες μόνον συμμετέχουν στις ιεροτελεστίες και στα μυστήρια, σε αυτούς ανήκουν οι δοξασίες, στους άνδρες μόνον αποκαλύπτονται τα μελλούμενα και δρώμενα. Προπορεύονται οι άνδρες σε πομπή μέσα στην αχανή έρημο με τα αποθέματα τροφίμων και νερού σε τροχοφόρα. Οι γυναίκες μένουν πίσω. Μέσα από τη μύηση θα αναδυθεί η ωριμότητα του άντρα, οι ευθύνες που θα προκύψουν, θα υπάρξει η αναγέννηση του ανθρώπου αλλά και η αποδοχή. Για να γίνεις αποδεκτός πρέπει να δοκιμαστείς. Η μύηση περνά μέσα από επίσημες διαδικασίες, από αδιαπραγμάτευτες επισημότητες, όπως και τότε με τους Έλληνες στη μυκηναϊκή περίοδο και στη συνέχεια  με τα Ελευσίνια Μυστήρια.



Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΒΟΡΙΓΙΝΟΣ


Ο Γιάννης Ιωάννου μπήκε στη  φυλετική κοινωνία των αβοριγινών, έζησε μαζύ τους τρία και πλέον χρόνια, έγινε καθολικά αποδεκτός από τους φύλαρχους και τα μέλη των φυλών στην έρημο της κεντρικής Αυστραλίας. Έμαθε τη γλώσσα τους, σπούδασε τη μυθολογία τους, μελέτησε τις δοξασίες τους και μυήθηκε τελικά στην κοινωνία τους, έγινε «Έννομος Άντρας», ένας από αυτούς. Δοκιμάστηκε, πέρασε μέσα από τους κύκλους και τις διαδικασίες που ορίζει ο άγραφος νόμος τους. Παιδί προσφύγων Ελλήνων μεταναστών, βλάχικης καταγωγής, του Δημήτρη και της Μαρίας, από το Ιστιπ της πρώην Γιουγκοσλαβίας, μετανάστευσε στην Αυστραλία με τους γονείς του στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Βλάχος και στη συνείδηση, όπως και χιλιάδες άλλοι Έλληνες στη Νότιο Γιουγκοσλαβία, του οποίου οι πρόγονοι δεν μπόρεσαν τελικά να απολαύσουν την πολυπόθητη απελευθέρωση το 1912. Οι γονείς του τον έγραψαν στο ελληνικό σχολείο της Κοινότητας του Μπράνσγουικ για να συνεχίσει την ελληνόμαθειά του και να γνωρίσει σε βάθος τον ελληνικό πολιτισμό και ιστορία. Τον γοήτευε η κλασσική Ελλάδα, η αρχαιολογία, η ελληνική γλώσσα και η μουσική. Στη δεκαετία του 1970 διεύθυνα το Γυμνάσιο αυτό. Ο Γιάννης υπήρξε μαθητής μου για τρία χρόνια. Κάθισα πολλές φορές δίπλα του να του φωτίσω τη ψυχή του, να μπω μέσα του, να του μιλήσω στην καρδιά του. «Δάσκαλε» μου είπε πριν από λίγες ημέρες όταν τον ξανάδα ύστερα από 30 τόσα χρόνια, «όλα αυτά τα χρόνια ζούσες μέσα μου. Στο μυαλό μου είχα πάντα αυτό που μάς έμαθες να αγαπάμε. Την Ελλάδα, τις ιδιαιτερότητες της διαχρονικής της παράδοσης. Θυμάμαι που μάς έλεγε ότι η Ελλάδα είναι πατρίδα όλων, γιατί είναι παγκόσμιο ιδεολόγημα χωρίς σύνορα και φυλές και όχι απλά ένα έθνος-κράτος!».
Ο Γιάννης Ιωάννου είχε ένα δύσκολο προσωπικό παρελθόν. Ως παιδί πέρασε μέσα από τον πύρινο λέλαιπα που φέρνει μαζί της η ζωή σε όλους όσοι προτιμούν να ανδρωθούν μακριά από τις συμβουλές των γονέων και των δασκάλων. Κυνήγησε χίμαιρες και θέρισε θύελλες. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1976) ο Γιάννης με τους γονείς του μετανάστευσαν στην Ελλάδα, όπου ως νέος ασχολήθηκε με το τραγούδι και τη σύνθεση. Ταξίδευσε στην Ευρώπη, επισκέφθηκε αρχαιολογικούς τόπους, έζησε με την αρχαία Ελλάδα. Το 1983, επέστρεψαν οικογενειακώς και πάλι στην Αυστραλία. Ήταν η περίοδος που χιλιάδες Έλληνες της Αυστραλίας επαναπατρίστηκαν για να επιστρέψουν και πάλι στη γη της Ωκεανίας. Αυτή τη φορά μόνιμα. Άλλωστε μέχρι το 2009, που κτύπησε η μεγάλη κρίση την Ελλάδα, ζούσε εκεί η δεύτερη αριμητικά μεγαλύτερη αυστραλιανή Διασπορά, μετά από αυτήν του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι 135,000 άτομα. Ο Γιάννης τώρα περισσότερο ώριμος και με εμπειρίες από μια έντονη ζωή στην Ευρώπη αποφασίζει να στήσει τη δική του οικογένεια. Ως νέος οικογενειάρχης όμως και πάλι δοκιμάστηκε από μία σειρά δύσκολων συγκυριών που τον έφεραν αντιμέτωπο με αγαπημένα του πρόσωπα και τις αρχές. Οι νέες περιπέτειες αυτή τη φορά τον προσγείωσαν στην πραγματικότητα.
Αυτήν την εποχή ανακάλυψε τους αβορίγινες, τις δοξασίες τους, τα μυστήριά τους. Τον συγκίνησαν η απλότητα της ζωής των ντόπιων, η φυσικότητα των συνηθειών τους, οι ομοιότητες των μύθων τους με τους ελληνικούς, ο μονότονος ρυθμός της μουσικής τους, το δέσιμό τους με τον χώρο τους, το χώμα, το φως, το νερό. Στην ηθογραφία του αναγνώρισε τους επικούριους φιλοσόφους, τη λιτότητα και την τέρψη που προσφέρει ακόμη και η στέρηση, η αυτοσυγκράτηση, η εγκράτεια, η αποχή από τις όποιες επιθυμίες.  Εγκαταλείπει τα εγκόσμια και αυτοεκτοπίζεται στην έρημο της κεντροδυτικής Αυστραλίας για ένα διάστημα πάνω από τρία χρόνια. Εκεί συγχρωτίζεται με τις απομονωμένες φυλές της ερήμου. Γίνεται ένας από αυτούς στην προσπάθειά του να αποβάλλει τον «άλλο εαυτό του», να αναστηθεί, να ξαναγεννηθεί, να εξαγνιστεί, να πετάξει από πάνω του ό,τι του τυραννούσε την ψυχή, ότι του προσέβαλε τη συνείδηση. Να δοκιμαστεί για τα κρίματά τους, τις αστοχίες του. Έμαθε να ζει με τους ντόπιους, να παίρνει μέρος στο κυνήγι τους, να συμμετέχει στις πολυήμερες αποστολές εξαγνισμού τους στην έρημο, μακριά απο τους καταυλισμούς. Έμαθε τη ντοπιολαλιά τους, την Pitjatjantjara και απέκτησε το σεβασμό των φυλάρχων και των ανδρών της φυλής. Εκεί γνώρισε και τους ντόπιους αρτιζάνους, τους μουσικούς και του ζωγράφους, που δούλευαν τα χρώματα του περιβάλλοντος. Εκεί γνώρισε και τον μεγάλο αβορίγινα καλλιτέχνη, τον διάσημο πλέον ζωγράφο Yannima Tommy Watson, κοντά στην πόλη της κεντρικής ερήμου την πόλη του Alice Springs. Αργότερα τους καλλιτέχνες αυτούς ο Γιάννης θα τους αναδείξει, θα τους προστατεύσει και θα αγωνιστεί για τα δίκαιά τους.
Μετά από τρία χρόνια στην έρημο επιστρέφει στη Μελβούρνη και ανοίγει δική του γκαλερί για να προαγάγει αποκλειστικά την τέχνη των αβοριγινών. Γίνεται ο καλλιτεχνικός ιμπρεσσάριός τους, ο πρέσβης τους στις μεγαλουπόλεις της Μελβούρνης και του Σύδνεϋ, όπου ανοίγει κι εκεί καλλιτεχνική γκαλερί. Η αναγνώρισή του από τους αρχηγούς των φυλών είναι καθολική. Δεν χρειάζεται να εκδίδει άδεια για να μπαίνει στους καταυλισμούς. Είναι ένας από αυτούς. Με τη διαμονή του και τις συνεχείς επισκέψεις του γίνεται βαθύς μύστης των νόμων και του πολιτισμού των ντόπιων, κοινωνός της παράδοσης και των δοξασιών τους. Στη συνέχεια αποφασίζει ύστερα από την επιμονή των φύλαρχων της ερήμου να μυηθεί, να γίνει «Law Man», νομικά ώριμος άντρας με τα έθιμα και τις παραδόσεις των φυλών της ερήμου. Η διαδικασία των ιεροτελεστιών κρατά οκτώ εβδομάδες, δύο μήνες με επίπονες και επώδυνες δοκιμασίες για να να ακονίσει την αντοχή του, να δείξει ότι εσωτερικά είναι έτοιμος να γίνει πνευματικό παιδί των αβοριγινών. Περνά και τη δοκιμασία αυτή και πανηγυρικά οι ντόπιοι χρίζουν τον Έλληνα δικός τους «Άντρα». Ο Έλληνας αβορίγινας της ερήμου.
Μέσα από τις γκαλερί του με έργα των αβοριγινών επιχειρεί τώρα να διεκδικήσει για λογαριασμό των ιθαγενών τα δίκαιά τους, να τους προστατεύσει οικονομικά από αυθαίρετες αγορές, από την εκμετάλλευση. Στόχος του γίενται η πολιτιστική και οικονομική επιβίωση των ιθαγενών. Τον μεγάλο καλλιτέχνη των φυλών της ερήμου τον Yannima Tommy Watson τον προστατεύει. Λατρεύοντας τη φυσική ομορφιά της ερημώδους κεντρικής Αυστραλίας και το απέραντο τερέν της κόκκινης σκόνης, του κεραμιδούς ηλιοβασιλέματος αρχίζει να συγκεντρώνει στις γκαλλερί του τα έργα των αρτιζάνων της ερήμου. Τους ανοίγει λογαριασμούς σε τοπικές τράπεζες, προαγάγει την τέχνη τους, ενθαρρύνει την καλλιέργεια του ταλέντου τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 γίνεται σχεδόν αποκλειστικός έμπορος των έργων τέχνης των ιθαγενών, πράγμα που συγκεντρώνει την οργή των ιδιοκτητών όλων των γκαλερί που εξειδικεύονταν σε αγοροπωλησίες πινάκων ιων ιθαγενών. Ο Γιάννης δεν αποβλέπει απλά στο κέρδος, δεν επιδίδεται σε εμπορευματοποίηση της τέχνης τους. Σκοπός του είναι να διαδώσει την τέχνη αυτή και να διασφαλίσει μια έντιμη και αξιοπρεπή ζωή στους ντόπιους καλλιτέχνες. Οι μεθοδευμένες εκστρατείες φθοράς εναντίον του από τους άλλους γκαλερίστες δεν τελεσφορούν. Πέφτουν στο κενό, αφού οι ίδιοι οι ιθαγενείς καλλιτέχνες και οι φύλαρχοι των προστατεύουν.
Ο Γιάννης συγκεντρώνει στις άνετες αίθουσες των εκθέσεών του πίνακες όψιμης τέχνης των ιθαγενών Papunya boards and wandjina barks. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 αναδεικνύεται ως ο μεγαλύτερος dealer των έργων του Yannima Tommy Watson, τα οποία και διατίθενται πανάκριβα στην αυστραλιανή και διεθνή αγορά. Στο βιβλίο των εθνογράφων Harry Beran και Graig  Barry με τίτλο Shields of Oceania που εκδόθηκε το 2005 παρουσιάζεται η πλουσιότατη συλλογή του Γιάννη Ιωάννου  από τις φυλές των Ιθαγενών της κεντρικής Αυστραλίας. Ο «Έλληνας Αβορίγινας» αποφασίζει να δημιουργήσει ειδική βιβλιοθήκη στην αίθουσα τέχνης του με έργα που αναφέρονται στην τέχνη των ιθαγενών, την τεχνοτροπία τους, τις διαστάσεις και τις επιδράσεις της τέχνης τους. Μέχρι το 2010 κατόρθωσε να συγκεντρώσει εκατοντάδες τόμους τους οποίους και φιλοξενεί στην γκαλερί του στο Γουατερλώ του Σύδνεϋ.
Το 2004 ίδρυσε στο Σύδνευ τη δική του αίθουσα τέχνης, τη δική του γκαλερί δίδοντας της τη συμβολική ονομασία Αγάθων στο όνομα του μεγάλου Αθηναίου τραγικού ποιητή του 5ου αιώνα Αγάθωνος (448-400 π.Χ) του οποίου τα έργα έχουν χαθεί, όπως ήταν χαμένα και τα έργα των αβοριγινών, η τέχνη και η συμβολή τους. Μέχρι το 2011 η Γκαλερί Αγάθων αναδεικνύεται η μεγαλύτερη αίθουσα τέχνης που φιλοξενεί έργα των διασημότερων αβοριγινών καλλιτεχνών, γεγονός που προσελκύει το ενδιαφέρον της κρατικής τηλεόρασης και του τύπου, όπου και φιλοξενούνται πολύωρες συνεντεύξεις σε βάθος. Πίνακες αξίας εκατομμυρίων δολαρίων εκτίθενται στην αίθουσα τέχνης Αγάθων, όπου και συγκεντρώνεται καθημερινά πλήθος από φιλόμουσους και φιλότεχνους διανοούμενους να δουν τον Yannima Tommy Watson να μιλήσουν με τον Γιάννη Ιωάννου. Ο τελευταίος ταξιδεύει διαρκώς στην έρημο, ενθαρρύνει τους ντόπιους καλλιτέχνες να δημιορυγήσουν, τους πείθει να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, να μην είναι θύματα αδίστακτων εμπόρων της τέχνης.
Ο Yannima Tommy Watson γνώρισε τη διασημότητα στην Έκθεση ΑRΤΜΟΒ που έλαβε χώρα στην πόλη του Άλις Σπρινγκς το 2002 με το έργο WALPA, το οποίο και απέσπασε παγκοσμίως θετικές κριτικές. Τον πίνακα αυτό είχε αφιερώσει ο μεγάλος αυτός αβοριγινός καλλιτέχνης στη  μητέρα του Γιάννη Ιωάννου, την Μαρία Ιωάννου.  O Tommy Watson, τον οποίον ανακάλυψε ο Γιάννης, γεννήθηκε στη δεκαετία του 1930 στον καταυλισμό των ιθαγενών  Anumarapiti, βορειοανατολικά του σταθμού Irrunutju στην κεντροδυτική αυστραλιανή έρημο. Έμεινε ορφανός γονέων από τα παιδικά του χρόνια και υιοθετήθηκε από τον φύλαρχο θειο του, ο οποίος και τον ανέθρεψε. Στα είκοσι του χρόνια εγκατέλειψε τον καταυλισμό των Ιθαγενών και εγγκαταστάθηκε στον ιεραποστολικό σταθμό Ernabella, όπου και έζησε για δέκα χρόνια πριν εγκατασταθεί στο Irrunytju και Warakurna. Στα σύνορα της Νοτίου Αυστραλίας, της Βορείου Αυστραλία και Δυτικής Αυστραλία. Εκεί παντρεύτηκε, παρέμεινε άτεκνος, και μερικά χρόνια αργότερα εκεί έθαψε και τη συντρόφισσά του. Ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης δεν μιλά Αγγλικά, μόνο την ντοπιολαλιά του και αντικείμενο των πινάκων του είναι τα όνειρα (Tjukurpa) και οι δοξασίες της φυλής του, όπως του μεταφέρθηκαν μέσα από τους αιώνες. Όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, ο Τόμμυ Γουάτσον, πιστεύει ότι δεν μπορείς να διασχίσεις το ίδιο ποτάμι ποτέ δύο φορές. Κατά συνέπεια ζωγραφίζει κάθε φορά διαφορετικά θέματα. Ο Γιάννη Ιωάννου τον ανακάλυψε στην έρημο της Warakurna, στην τέντα του, και γνωρίζοντας τη διάλεκτό του έγιναν στενοί φίλοι. Τον έπεισε να τον ακολουθήσει και έκτοτε ταξιδεύουν μαζί μεταξύ του Άλις Σπρινγκς και του Σύδνεϋ. Έργα του Τόμμυ πλέον φιλοξενούνται σε μεγάλα μουσεία της Αυστραλίας, του Παρισιού και άλλων μεγαλουπόλεων. Ο Γιάννης αισθάνεται ψυχική αυτάρκεια βλέποντας ότι οι ντόπιοι καλλιτέχνες έχουν βρει άσυλο προστασίας στην γκαλερί του αλλά και τον πρέσβη τους στο πρόσωπό του και ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο πολιτστικός αυτός συγχρωτισμός εκπληρώνει παλιά του επιθυμία και διακαή του πόθο να μπολιάσει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό με τον ταπεινό αλλά πανάρχαιο πολιτισμό των αβοριγινών.

*Αναστάσιος Μ. Τάμης, Καθηγητής, School of Arts and Social Sciences
The University of Notre Dame Australia




  
Λεζάντες



Ο «Ελληνας Αβοριγινός»  Γιάννης Ιωάννου με τον διάσημο καλλιτέχνη Τόμμυ Γουάτσον στην αίθουσα τέχνης Αγάθων (Agathon Gallery)



Έργα του αβοριγινού ζωγράφου Tommy Watson