Δέκα
μήνες μετά την έναρξη της δίκης για το σκάνδαλο Κοσκωτά, στις 16
Ιανουαρίου του 1992, το Ειδικό Δικαστήριο ξεκινούσε την τελική διάσκεψη
των μελών του, για την έκδοση ετυμηγορίας αναφορικά με τον βαθμό ευθύνης
και ενοχής του Ανδρέα Παπανδρέου, του Δημήτρη Τσοβόλα και των λοιπών
κατηγορουμένων, στο μεγαλύτερο πολιτικο-οικονομικό σκάνδαλο της εποχής
μας.
Η απόφαση θα ανακοινωνόταν μετά από 15 ώρες, το πρωί της 17ης Ιανουαρίου, και θα αποτελούσε τον πρόλογο της πολιτικής αντεπίθεσης του παπανδρεϊσμού και του ΠΑΣΟΚ. Με ψήφους 7 έναντι 6, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ αθωώθηκε των κατηγοριών. Με πρακτικό αποτέλεσμα, η «κάθαρση», που αποτυπώθηκε ως λαϊκή απαίτηση στις εκλογές του 1989 και του 1990, και οδήγησε στο να ξεπεραστούν οι ιδεολογικές διαφορές Δεξιάς και Αριστεράς, να θρυμματιστεί, και να περάσει στην ιστορία ως «το βρώμικο ‘89».
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς βέβαια, θα πρέπει να συμφωνήσουμε με το «βρώμικο» των εξελίξεων. Όχι όμως ως προς το σκέλος της πολιτικής δίωξης της τότε ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ. Αλλά αναφορικά με το γεγονός ότι δεν αποδόθηκαν πολιτικές ευθύνες, για ένα σκάνδαλο κατακλυσμιαίων διαστάσεων, που πιθανότατα άνοιξε το δρόμο για τα δεινά τα οποία έζησε η Ελλάδα στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στο Μνημόνιο και τη… σχεδόν χρεοκοπία.
Μια κοινωνία που διψούσε για απαντήσεις, και για την απόδοση ευθυνών σε πολιτικούς, έμεινε… με την όρεξη. Οι ισχυροί του Τύπου, έγιναν ακόμη ισχυρότεροι, καθώς παραμερίστηκε ο Γιώργος Κοσκωτάς, που απειλούσε την παντοκρατορία τους. Και η παρεμβατική δυνατότητά τους στα δημόσια πράγματα, χτύπησε κόκκινο. Κάτι άλλωστε που αναγνώρισε ακόμη και ο Γιώργος Παπανδρέου, αποδίδοντας στα «συμφέροντα» την επιχείρηση «Αποστασίας», που τον οδήγησε στην έξοδο από την πρωθυπουργία, και στη λαϊκή οργή.
Ο Γιώργος Παπανδρέου που, για να μην ξεχνιόμαστε, ήταν μεταξύ εκείνων που το «βρώμικο ‘89», προέτρεπαν τον Ανδρέα Παπανδρέου να αποχωρήσει από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αναλαμβάνοντας το μερίδιο της πολιτικής ευθύνης που του αναλογούσε. Αντίστοιχη στάση είχε κρατήσει και ο Κώστας Σημίτης, που έμελλε να διαδεχθεί τον Ανδρέα στην ηγεσία.
Δηλαδή, ο 2ος και ο 3ος Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, δεν έβλεπαν τίποτα το… βρώμικο, στη διαδικασία της κάθαρσης που ξεκίνησε, αλλά δεν τελείωσε το 1989, με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, και με τη σύμφωνη γνώμη της Αριστεράς και του υπόλοιπου πολιτικού κόσμου.
Για τη στάση των ΜΜΕ, που ανέδειξαν το σκάνδαλο και τις ευθύνες του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά στη συνέχεια, όταν ο Γιώργος Κοσκωτάς «βγήκε από τη μέση», και ο Μένιος Κουτσόγιωργας, ο άνθρωπος που «ήξερε τα πάντα», πέθανε με τραγικό τρόπο κατά τη διάρκεια της δίκης, άλλαξαν πλήρως το τι… πίστευαν, η ιστορία υπήρξε αυστηρός κριτής. Έφτασαν στις μέρες μας να έχουν περιπέσει σε καθεστώς πλήρους ανυποληψίας και μηδενικής παρεμβατικότητας στον δημόσιο βίο.
Για την Ιστορία πάντως, έχει αξία να διαβάσουμε την ετυμηγορία εκείνων που αθώωσαν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και το σκεπτικό όσων των έκριναν ένοχο.
«Το δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος αυτός προκάλεσε με οποιονδήποτε τρόπο την απόφαση των διοικητών των ΔΕΚΟ να τελέσουν τις εν λόγω πράξεις οι οποίες τους αποδίδονται, αλλά και ούτε συνήργησε με οποιονδήποτε τρόπο στις πράξεις αυτές. (…) Εξάλλου οι εκδότες που κατέθεσαν αόριστα ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου υπέχει και ποινικές ευθύνες, απάντησαν σε σχετικές ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν ότι δεν έχουν συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι ο παραπάνω κατηγορούμενος είχε δώσει εντολές σε διοικητές δημοσίων επιχειρήσεων να καταθέσουν τα διαθέσιμα κεφάλαια αυτών στην Τράπεζα Κρήτης. Πέραν όμως αυτών, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο πρώην πρωθυπουργός είχε γνώση των υπεξαιρέσεων που διέπραττε ο Γεώργιος Κοσκωτάς κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, από 19 Ιανουαρίου 1988 έως 19 Οκτωβρίου 1988, όταν υπεξαιρούσε τις καταθέσεις στην Τράπεζα Κρήτης», υποστήριξαν οι πρώτοι.
«Ο πρώτος των κατηγορουμένων ως πρωθυπουργός της Ελλάδας και κατά το από 11 Ιουνίου 1987 έως 19 Οκτωβρίου 1988 κρίσιμο χρονικό διάστημα, είχε την αυτονόητη υποχρέωση και πρώτιστο καθήκον κατά τις διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου να κατευθύνει τις ενέργειες της κυβέρνησης, να συντονίζει την κυβερνητική πολιτική σε όλους τους τομείς και να εποπτεύει για την εφαρμογή των νόμων προς το συμφέρον του κράτους και των πολιτών. Είχε ακόμη τη δυνατότητα ως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ να πληροφορηθεί αμέσως το ποιόν και τη δράση του Γεωργίου Κοσκωτά. Γιατί δεν είναι νοητό ένας πρωθυπουργός της ευφυίας του πρώτου να μην θέλησε να πληροφορηθεί ποιος είναι ο Γεώργιος Κοσκωτάς, όταν ο Τύπος και όλοι οι Έλληνες διερωτώντο πώς ένας τόσο νέος είχε τη δυνατότητα να αγοράζει μία Τράπεζα και να δημιουργεί συνεχώς νέες επιχειρήσεις, αλλά και να στέλνεται με κυβερνητική εισήγηση στις ΗΠΑ προκειμένου να συναντηθεί με τον Πρόεδρο και άλλους αξιωματούχους των ΗΠΑ», ήταν το σκεπτικό εκείνων που πρότειναν την ενοχή του Ανδρέα Παπανδρέου.
Μάλλον… καταλάβαμε όλοι, έτσι;