Πουλιά της πόλης και της υπαίθρου αποτελούν σύμβολο της αρμονικής συμβίωσης του ανθρώπου με τη φύση
Ο ΠΕΛΑΡΓΟΣ (Ciconia ciconia), το «λελέκι» του ελληνικού κάμπου, είναι ένα πραγματικά ανθρωπόφιλο πουλί, που φωλιάζει κοντά σε οικισμούς, σε περιοχές που γειτονεύουν με υγροτόπους, λειβάδια και καλλιέργειες.
H πασίγνωστη ασπρόμαυρη φιγούρα του πελαργού με το μακρύ λαιμό και τα μεγάλα πόδια, αποτελεί μια οικεία χαρακτηριστική εικόνα της ανοιξιάτικης ελληνικής υπαίθρου, ιδίως στις πεδινές περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας.
Δυστυχώς, όμως, οι πληθυσμοί των πελαργών έχουν μειωθεί δραστικά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, κυρίως ως αποτέλεσμα της καταστροφής των υγροτόπων (αποξήρανση λιμνών, εκχερσώσεις υγρών λειβαδιών κ.λπ.) και της αλόγιστης χρήσης τοξικών ή και υπολειμματικών φυτοφαρμάκων. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες (Δανία, Ολλανδία, Γαλλία), το είδος έφτασε στα πρόθυρα της εξαφάνισης.
Στην Ελλάδα, η γεωγραφική εξάπλωση των πελαργών ήταν παλαιότερα πολύ μεγαλύτερη. Μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα το είδος αυτό φώλιαζε στην Πελοπόννησο καθώς και σε πόλεις όπως η Πρέβεζα, η Χαλκίδα, ή ακόμα και μέσα στην Αθήνα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 υπολογίζεται ότι φώλιαζαν περίπου 10.000 ζευγάρια πελαργών στην Ελλάδα. Δέκα χρόνια αργότερα είχαν απομείνει περίπου 2.500. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης ξεκίνησε μια προσπάθεια απογραφής των πελαργών στέλνοντας ερωτηματολόγια σε δήμους, κοινότητες, σχολεία κ.λ.π. Αν και δεν κατέστη τελικά δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς ο συνολικός πληθυσμός, ωστόσο καταγράφηκε πλήρως η ελληνική γεωγραφική κατανομή του είδους. Σήμερα το νοτιότερο άκρο της τακτικής εξάπλωσης των πελαργών που φωλιάζουν στην Ελλάδα, είναι το Μεσολόγγι. Σύμφωνα δε, με την πιο πρόσφατη πληθυσμιακή εκτίμηση (Tucker and Heath 1994), στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν 2.000-2.500 φωλεάζοντα ζευγάρια, ενδέχεται όμως ο αριθμός αυτός να είναι υπερεκτιμημένος.
Είναι πάντως βέβαιο ότι στην Ελλάδα, σ’ αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, οι πελαργοί εξακολουθούν να φωλιάζουν σε αρκετές πόλεις (Καστοριά, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Λαμία, Ιωάννινα, Άρτα, Φιλιππιάδα, Μεσολόγγι, Αιτωλικό, κ.ά.). Επίσης, υπάρχουν και πληθυσμοί που φωλιάζουν σε νησιά, και συγκεκριμένα στη Λέσβο και στη Λήμνο, ενώ μέχρι πριν από λίγα χρόνια φώλιαζαν στην Κω και στη Βόρεια Εύβοια.
Μακρινές πτήσεις
Οι πελαργοί είναι πουλιά μεταναστευτικά, που ζουν μια ζωή μοιρασμένη ανάμεσα στις χώρες που φωλιάζουν και σ’ εκείνες που ξεχειμωνιάζουν. Οι μακριές και φαρδιές φτερούγες τους διευκολύνουν τις μακρινές πτήσεις τους, καθώς τους επιτρέπουν να πετούν χωρίς πολλά φτεροκοπήματα, επωφελούμενοι από τα θερμά ανοδικά ρεύματα. Τα ρεύματα αυτά δημιουργούνται μόνο πάνω από τη στεριά γι’ αυτό και οι πελαργοί κατά τις μεταναστεύσεις τους προς και από την Αφρική, αντί να διασχίσουν τη Μεσόγειο, παρακάμπτουν την ανοιχτή θάλασσα ακολουθώντας τα περάσματα του Γιβραλτάρ και του Βοσπόρου. Εξαίρεση αποτελεί ένα τμήμα του πληθυσμού των πελαργών της Κεντρικής Ελλάδας, που μάλλον πετούν πάνω από το Αιγαίο ή την Κρήτη.
Οι πελαργοφωλιές φτιάχνονται πάντα σε ψηλά σημεία, πάνω στις στέγες των σπιτιών, στις καμινάδες, σε κολόνες, μεγάλα δέντρα, γκρεμούς, ερείπια, εκκλησίες και καμπαναριά. Ο αρσενικός πελαργός είναι αυτός που φθάνει συνήθως πρώτος και αναλαμβάνει τη συντήρηση ή και την εξαρχής κατασκευή της φωλιάς. Αν και το χτίσιμο της φωλιάς μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα σε λίγες μέρες, οι πελαργοί προτιμούν να μη φτιάχνουν κάθε χρόνο νέα φωλιά, αλλά να επισκευάζουν και να ξαναχρησιμοποιούν την παλιά. Γεννούν 3-5 αυγά και η επώαση κρατά περίπου ένα μήνα. Στο κλώσσημα των αυγών εναλλάσσονται και οι δύο γονείς. Τα μικρά πραγματοποιούν την πρώτη τους πτήση έπειτα από εννέα έως δέκα εβδομάδες.
H τροφή των πελαργών αποτελείται κατά ένα μεγάλο μέρος από έντομα, σκουλήκια, ερπετά (φίδια, σαύρες) και αμφίβια. Επίσης τρέφονται και με μικρά θηλαστικά (ποντίκια, αρουραίους κ.λπ.). H επιδεξιότητα και η γρηγοράδα τους στη σύλληψη της τροφής τους είναι αξιοθαύμαστη, ειδικά όταν αυτή αφθονεί. Έχει παρατηρηθεί π.χ. ότι μπορούν να πιάσουν 25-30 ακρίδες μέσα σε ένα λεπτό!
Οι πελαργοί, ως ρυθμιστές του πληθυσμού πολλών άλλων οργανισμών (εντόμων, τρωκτικών κ.ά.) έχουν μια σημαντικότατη θέση στα αγροτικά οικοσυστήματα. Είναι δείκτες της ισορροπίας του περιβάλλοντος και παράλληλα αποτελούν σύμβολο της αρμονικής συμβίωσης του ανθρώπου με τη φύση της υπαίθρου.
Ιστορίες πελαργών
Τα ονόματα «λέλεκας» και «λελέκι» θεωρείται ότι έχουν πιθανώς τουρκική προέλευση. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, την οποία παραθέτει ο μέγας λεξικογράφος Σκαρλάτος Βυζάντιος, ο οποίος γράφει σχετικά: «Ο Στράβων λέγει ότι οι Αθηναίοι ονόμαζον τους Πελασγούς και Πελαργούς, διά την πλανητική ζωή των. Επειδή όμως, ούτοι ελέγοντο και Λέλεγες, πιθανόν η λέξη λέλεκας να είναι ελληνική». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και οι άλλες τοπικές ονομασίες του πελαργού, που στην Κρήτη ονομάζεται «Αρχοντούλα» και στην Κύπρο «Καλαμούκανος».
Στη λαϊκή μας παράδοση, στα τραγούδια και στις αφηγήσεις, οι πελαργοί συχνά συνδέονται με την ανθρώπινη ζωή. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα τραγούδια της ξενιτιάς, όπου η επιστροφή του πελαργού (όπως άλλωστε και του χελιδονιού) στη φωλιά του, έχει συνδεθεί με το γυρισμό του ξενιτεμένου στην πατρίδα του.
Άλλες φορές πάλι, ορισμένα παραμύθια και ιστορίες αναφέρονται σε στοιχεία της συμπεριφοράς των πελαργών (όπως π.χ. το κροτάλισμα του ράμφους ή τη συνήθειά τους να κάθονται στο ένα πόδι). Τα λαϊκά αυτά παραμύθια προέρχονται από παλαιότερες, ίσως και προχριστιανικές δοξασίες, με καταβολές τόσο παλιές όσο και οι μύθοι του Αισώπου. Μάλιστα, ένας από τους μύθους αυτούς είναι και η γνωστή ιστορία του πελαργού και της αλεπούς.
Σύμφωνα επίσης με κάποια άλλη παράδοση, όταν οι γέρικοι πελαργοί εξασθενίσουν και αρχίσουν να χάνουν τα φτερά τους, οι απόγονοί τους φροντίζουν για την τροφή τους και τους σκεπάζουν με τα δικά τους φτερά. H ιστορία αυτή έχει τις ρίζες της στην αρχαία πεποίθηση που μνημονεύει και ο Αριστοφάνης στους «Όρνιθες», σύμφωνα με την οποία οι νεαροί πελαργοί γηροκομούν τους γονείς τους. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι στην αρχαιότητα ο νόμος που υπαγόρευε τη φροντίδα των γονιών από τα παιδιά τους όταν μεγαλώσουν ονομαζόταν «Πελαργικός», η δε ανταπόδοση των τροφείων από τα παιδιά στους γονείς τους ονομάστηκε «αντιπελαργία» ή «αντιπελάργησις». Στο έργο του «Αι περί τα ζώα ιστορίαι», ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι οι Θεσσαλοί αναγνώριζαν το ρόλο των πελαργών στον έλεγχο των φιδιών της περιοχής τους. Για το λόγο αυτό μάλιστα προστάτευαν απόλυτα τους πελαργούς και απαγόρευαν αυστηρά το κυνήγι τους. Θεωρούσαν το φόνο των πουλιών αυτών το ίδιο εγκληματικό με την ανθρωποκτονία.
Τη μεγάλη οικολογική σημασία των πελαργών παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο και ο τηλεγραφητής Κωνσταντίνος Μαρούδης στο βιβλίο του «Περί της χρησιμότητας των πτηνών», που γράφτηκε το 1879 και παραμένει επίκαιρο ακόμα και σήμερα. Τέλος, ο Στέφανος Γρανίτσας, στο βιβλίο «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου», περιγράφει το ανοιξιάτικο όργωμα με τα εξής λόγια: «Εμπρός ο ζευγίτης, πίσω τα βόδια, παραπίσω η γυναίκα με τα τσαπιά, τη χύτρα, τα πανέρια, κι απ’ επάνω τους τα Λελέκια, άσπρο σύννεφο στη γαλάζια καταχνιά της αυγής».
Πέρα λοιπόν από κάθε ωφελιμιστική θεώρηση, οι πελαργοί ήταν πάντοτε συνδεδεμένοι με την αλλαγή των εποχών, καθώς η αναχώρηση και η άφιξή τους σήμαιναν για τους ανθρώπους την αφετηρία μιας καινούργιας περιόδου. Οι πελαργοί φεύγουν στο τέλος του καλοκαιριού και λίγο αργότερα φεύγουν και τα χελιδόνια στις αρχές του φθινοπώρου. Το παρακάτω δημοτικό δίστιχο υπενθυμίζει ημερολογιακά την αναχώρηση των μεταναστευτικών αυτών πουλιών:
«Του Σωτήρος τα λελέκια του Σταυρού τα χελιδόνια…»
Του Μαρτίνου Γκαίτλιχ
βιολόγου – Ζωολόγου
βιολόγου – Ζωολόγου
«H ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (1998)