Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Η Ιταλική κατοχή και η Ιταλική τραγωδία - Το ολοκαύτωμα της Δρακότρυπας


Η Μεραρχία Πινερόλο της Λάρισας. Η τύχη των Ιταλών στρατιωτών και περιστατικά της Δρακότρυπας Καρδίτσας.

Γράφει ο Γιώργος Γούσιας.

Η νικηφόρα πορεία του ελληνικού στρατού απέναντι στα ιταλικά στρατεύματα του Μουσολίνι που ξεκίνησε από τις πρώτες βδομάδες του Νοέμβρη του 1940, ήταν μοιραίο να ανακοπεί μετά την επίθεση των Γερμανών που δέχτηκε η χώρα μας τον Απρίλη του 1941. Στο διάστημα αυτό πάνω από οκτώ χιλιάδες ήταν οι νεκροί στρατιώτες και αξιωματικοί που έπεσαν στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας. Η Δρακότρυπα, όπως και πολλά άλλα χωριά, πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος με εννέα συνολικά νεκρούς.


Κατοχή


Όταν έσπασε το μέτωπο, χιλιάδες οπλίτες και αξιωματικοί, νηστικοί και εξουθενωμένοι, πεζοπόρησαν ατέλειωτες μέρες για να επιστρέψουν στα σπίτια τους. –Λίγο ψωμί, λίγο ψωμί, παρακαλούσε ο πεινασμένος στρατιώτης έξω από το σπίτι του Βαγγελάκου Μάνου, διηγείται η Καλλιρρόη Μπάλλα, μικρό κορίτσι τότε. «Βγήκα στην πόρτα και του έδωσα λίγο από το ψωμί που είχαμε κι εκείνος έβγαλε το δαχτυλίδι του για να το ξεπληρώσει! Δεν το πήρα βέβαια, καθώς έτσι με είχε δασκαλέψει η μεγαλύτερη αδερφή μου». Στην πλατεία του χωριού, μερικοί κάτοικοι είχαν βάλει καζάνι με φασόλια για τους ταλαιπωρημένους φαντάρους.

Η χώρα δεν είχε καταληφθεί ακόμα ολοκληρωτικά και η πείνα δεν είχε κάνει την εμφάνισή της. Αυτά συνέβησαν λίγο αργότερα, όταν η ελληνική επικράτεια μοιράστηκε στα τρία και σκλαβώθηκε από τρεις κατακτητές. Στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη υπήρχε βουλγαρική διοίκηση, η Κεντρική Μακεδονία, τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, τα νησιά του Σαρωνικού, το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης  και το λιμάνι του Πειραιά ανήκε στη γερμανική ζώνη και η υπόλοιπη Ελλάδα ήταν κάτω από τον έλεγχο των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων.

Η συνήθης αδυναμία αυτάρκειας στην παραγωγή σιτηρών, η κακή σοδειά του 1941 λόγω της πλημμελούς καλλιέργειας εξ αιτίας της επιστράτευσης και της παρατεταμένης ξηρασίας, η κατάρρευση της επίσημης αγοράς, των μηχανισμών του εμπορίου και της διακίνησης των προϊόντων, και κυρίως η κατάσχεση από τους κατακτητές τροφίμων, βιομηχανικών και βιοτεχνικών προϊόντων, πρώτων υλών, καυσίμων και μέσων αναφοράς, ήταν μοιραίο να οδηγήσουν το λαό των αστικών κυρίως κέντρων στην πείνα και στην εξαθλίωση. Χιλιάδες υπήρξαν οι νεκροί και αμέτρητες ήταν οι περιουσίες που χάθηκαν για την εξασφάλιση λίγων δραμιών ψωμιού.


Παράλληλα, οι δυνάμεις του άξονα επέβαλαν στην Ελλάδα την πληρωμή των «εξόδων κατοχής» τα οποία ανέρχονταν σε υπερμεγέθη ποσά για την αντοχή της ελληνικής οικονομίας και η Τράπεζα της Ελλάδος κατέφυγε στην έκδοση χαρτονομίσματος, αυτά που αργότερα ονομάσθηκαν «ραλλικά» λεφτά.

-Κάποια μέρα, διηγείται η Πηνελόπη Νάτση, η θειά μου Αλέξω Πούλιου, πήρε τον κόκορα τους σπιτιού και τον πήγε στο παζάρι στα Τρίκαλα να τον πουλήσει. Και τον πούλησε 16 εκατομμύρια δραχμές!

Οι τιμές μεταβάλλονταν αλματωδώς προς τα πάνω, ο πληθωρισμός είχε εκτροχιαστεί και τα χρήματα δεν είχαν καμία αξία, πλην βεβαίως του χρυσού ο οποίος ήταν η μόνη σταθερή αξία. Τον δύσκολο χειμώνα 1941-42 οι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν σαφώς σε πολύ καλύτερη μοίρα από τους κατοίκους των πόλεων και η πρώιμη και καλή άνοιξη του 1942 με την αφθονία των λαχανικών, τους έσωσε κυριολεκτικά από τον λιμό. Κάθε οικογένεια όμως, σε οποιοδήποτε σημείο της χώρας κι αν ζούσε, έχει να καταθέσει μια δραματική ιστορία.

Αγριότητες


Όμως δεν ήταν μόνο η πείνα που μάστιζε το λαό, ο κατακτητής ήταν πανταχού παρών. «Μας είχαν δασκαλέψει να φερόμαστε σαν αφεντικά σε κείνο το εχθρικό έδαφος» γράφει στο βιβλίο του «Τρύπια άρβυλα» ο τότε στρατιώτης και μετέπειτα δημοσιογράφος Ρόμολο Γκαλιμπέρτι. «Οι στρατιώτες όρμησαν, συνεχίζει, και σε λίγο, με εντυπωσιακή ταχύτητα, χίμηξαν, έφεραν τα πάνω κάτω το κάθε σπίτι, λεηλάτησαν, κατάστρεψαν, βρόμισαν, ξήλωσαν τα πατώματα ή τα σκάψανε για κρυμμένους θησαυρούς, αδειάσανε τα σεντούκια, κουρελιάσανε τα αχυρένια στρώματα, ή, όπου υπήρχανε, τα πουπουλένια, τα κάνανε κομμάτια, σπάσανε όλα τα έπιπλα, σκόρπισαν παντού ρούχα και σεντόνια στα πλουσιότερα σπίτια, βρόμισαν τον τόπο ακόμα και με σκατά.



Κατά το απόβραδο δόθηκε η διαταγή της αναδίπλωσης, και τότε, από μερικά σκόρπια εδώ κι εκεί σπιτάκια, άρχισαν να υψώνονται στήλες καπνού και σε λίγο φλόγες. Οι στρατιώτες, που είχαν ριχτεί στο πλιάτσικο, γυρίζανε από τους Γόνους, με τα πιο περίεργα λάφυρα. Μερικοί, μεθυσμένοι, είχανε φορέσει γυναικεία φουστάνια και μαντήλες στο κεφάλι, άλλοι γυρίζανε καταφορτωμένοι, κουβαλώντας στην πλάτη δέματα καπνά, φλάσκες με τσίπουρο, ή κότες που σφαδάζανε απελπισμένα, κι ένας μάλιστα τραβούσε το γουρουνόπουλο που λίγο πριν τσαλαβουτούσε μες στο βουρκάκι. Στα καταλύματα εκείνη τη νύχτα έγινε χαλασμός Κυρίου. Κανένας από τους αξιωματικούς -συνεπαρμένοι κι αυτοί από το όργιο πλιατσικολογήματος- δεν προσπάθησε ν’ ανακαλέσει στην τάξη είτε να τιμωρήσει κανέναν».

Η περιγραφή αυτή είναι μια τυπική ιστορία που βίωσαν από τους Ιταλούς εκατοντάδες χωριά στην πατρίδα μας. Αλλού, έγιναν πολύ χειρότερα.
Στο Δομένικο της Λάρισας έγινε πραγματικό ολοκαύτωμα με το φόνο 116 κατοίκων του χωριού. Στις φυλακές της Λάρισας κρατούνταν εκατοντάδες πατριώτες και ήταν πάρα πολλοί αυτοί που βρήκαν το θάνατο. Στον Αλμυρό, σε μια απεγνωσμένη επίθεση, λίγες μέρες προτού συνθηκολογήσουν, σκότωσαν 35 άτομα. Και η αναφορά τέτοιων δραματικών γεγονότων δεν έχει τελειωμό. Και στεκόμαστε μόνο στη δράση των κατοχικών ιταλικών στρατευμάτων, χωρίς να κάνουμε λόγο για τις αγριότητες και τις απάνθρωπες συμπεριφορές των Γερμανών και των Βουλγάρων κατακτητών.




Στη Δρακότρυπα, όπως στα περισσότερα ορεινά χωριά, δεν υπήρχε μόνιμη εγκατάσταση δυνάμεων των κατακτητών, οι οποίες ωστόσο έκαναν κατά διαστήματα αισθητή την παρουσία τους και δυστυχώς πάντοτε με τη συνδρομή ντόπιων συνεργατών, των αποκαλούμενων «λεγεωνάριων». Σκοπός τους, να αρπάξουν, να πλιατσικολογήσουν, να τρομοκρατήσουν και να αφοπλίσουν τον πληθυσμό. «Για ένα διάστημα που ήταν στο χωριό, είχαν το φυλάκιό τους δίπλα στο σπίτι μας στη θέση Παναγία και η μάνα μου πολλές φορές τους έδινε κορφή (γάλα που έχει υποστεί ζύμωση και είναι έτοιμο για την εξαγωγή του βούτυρου) και τρώγανε. Πιο μπροστά όμως, ένα απόσπασμα μας πήρε το μοσχάρι που είχαμε στο κατώι, κι άλλα ζώα» αφηγείται ο Νίκος Αρβανίτης.

Οι Ιταλοί στο χωριό
Σε καμία όμως από τις εφόδους που κάνανε για τη συγκέντρωση όπλων και στρατιωτικού υλικού δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα,  μια που τα μόνα αντικείμενα που συνέλεξαν ήταν ένα αντίσκηνο που αναγκάστηκε να παραδώσει η Όλγα Γρηγορίου και ένας γκρας, όπλο του 1897, που παρέδωσε ο Αθανάσιος Χατζιάρας. Για να πιέσουν τους κατοίκους, μάζευαν στην εκκλησία όσους άνδρες εύρισκαν, απειλώντας τους ότι θα τους εκτελέσουν εάν δεν παραδώσουν τα όπλα τους, και κατόπιν τους μετέφεραν στη Βατσουνιά.
Εκεί, μαζί με τους Βατσινιώτες τους έκλειναν στο σχολείο και τους ξυλοκοπούσαν άγρια. Λέγεται μάλιστα, ότι από το ανηλεές ξυλοκόπημα ένας Βατσινιώτης έχασε τη ζωή του.  «Όταν γύρισε ο πατέρας μου, ήταν αγνώριστος, διηγείται ο Σωτήρης Λαμπρίδης. Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο και μελανιασμένο από το ξύλο. Το περισσότερο ξύλο το έφαγε από ένα λεγεωνάριο που φορούσε, ειδικά για το λόγο αυτό, δακτυλίδια στα χέρια του». Δεν ξέρει το όνομα του ο Σ.Λαμπρίδης, μα αρκετοί είναι εκείνοι που έχουν μιλήσει για κάποιον Γ.Γραμμένο με καταγωγή από χωριό της Αργιθέας και διαμονή στην περιοχή των Φαρσάλων, ο οποίος έλυνε  και έδενε την περίοδο αυτή και στον οποίον αποδίδουν πολλά από τα δεινά που υπέστη ο ανδρικός πληθυσμός.

Ο δεκαεξάχρονος τότε Χρήστος Ρούσας  δεν είχε την ατυχία που γνώρισαν πολλοί συγχωριανοί του. «Όταν άκουσα ότι ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό, πήγα κι εγώ στην πλατεία να δω τι γίνεται και οι Ιταλοί με άρπαξαν και μένα» αφηγείται. «Με πήγαν εκεί που είχαν πολύ κόσμο μαζεμένο, και αν δεν ήταν ο Γιώργος Κωστάκης να με διώξει και να πει «πίκολο, πίκολο» στους Ιταλούς, θα έτρωγα κι εγώ πολύ ξύλο. Ο Γιώργος Ν. Κωστάκης -ο πατέρας του γνωστός ως «δεκανέας», πολεμιστής και τραυματίας στους Βαλκανικούς πολέμους που πήρε μέρος και στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων- στάθηκε πολύ επωφελής για το χωριό εκείνο τον καιρό. Ένα τμήμα του ξενοδοχείου όπου εργαζόταν ως υπάλληλος στην Καλαμπάκα, επιτάχθηκε από τους Ιταλούς και εγκαταστάθηκε εκεί το ιατρείο τους. Αυτή η καθημερινή συναναστροφή με τους Ιταλούς γιατρούς και νοσοκόμους, του έδωσε τη δυνατότητα να μάθει την ιταλική γλώσσα αρκετά καλά, σε σημείο μάλιστα που το ιατρικό προσωπικό να τον χρησιμοποιεί ως διερμηνέα για τις εξετάσεις και τις επεμβάσεις που καλούνταν να κάνει σε Έλληνες ασθενείς και τραυματίες. Κατά ευτυχή σύμπτωση τις ημέρες εκείνες βρισκόταν στο χωριό, όπου η καλή γνώση της ιταλικής και η σοβαρότητα του χαρακτήρα του αποδείχτηκαν σωτήρια προσόντα σε πάρα πολλές περιπτώσεις συγχωριανών του.

Η παρουσία των Ιταλών για τους ίδιους λόγους έγινε αισθητή –και μισητή- και άλλες φορές στο χωριό. Και εάν ο τόπος, ο χρόνος και το ήθος των κατοίκων δεν ήταν κατάλληλα στοιχεία για να εμφανισθούν ως «στρατιά σ’ αγαπώ», όπως αποκαλούσαν οι ίδιοι οι Ιταλοί τα στρατεύματα κατοχής, επιχειρούσαν αυτό με άλλους τρόπους. Έτσι, με προτροπή του προαναφερόμενου συνεργάτη τους, υποχρέωσαν το Μήτρο Θ. Πούλιο και τη γυναίκα του Τσιβή, να τους «δώσουν» το νεογέννητο αγοράκι τους να το βαφτίσουν. Και πράγματι οι καθολικοί στο θρήσκευμα Ιταλοί, «βάφτισαν» το μωρό, δίνοντάς του δύο ονόματα, Μπενίτο –προφανώς για να τιμήσουν τον ηγέτη τους Μπενίτο Μουσολίνι, και Βιττόριο -προφανώς για να τιμήσουν το βασιλιά της Ιταλίας. Και για να ολοκληρωθεί το μυστήριο, που δεν μπορούσε να τελεσθεί με καθολικούς νονούς, συνέπραξε και ο ορθόδοξος λεγεωνάριος, που έδωσε το χριστιανικό όνομα, Θωμάς. Δυστυχώς το άτυχο παιδί με τα τρία ονόματα Μπενίτο-Βιττόριο-Θωμάς, στάθηκε και στη ζωή του άτυχο, αφού λίγα χρόνια αργότερα πέθανε από τέτανο!

Στην τραγικότητα των ατέλειωτων μερόνυχτων της κατοχής, υπήρξαν ωστόσο και γεγονότα που μέσα στη δραματικότητά τους άφηναν και μια χαραμάδα γέλιου. Ένα τέτοιο, ήταν η αρπαγή ενός κομματιού κρέατος μέσα από το ιταλικό καζάνι! Καθώς διηγούνται οι αυτόπτες μάρτυρες και αυτουργοί Βαγγέλης Στεφανής και Αλέκος Νάτσης, ο ιταλός μάγειρας ήταν ξαπλωμένος δίπλα από το καζάνι που έβραζε έξω από τα Νατσαίικα σπίτια και είχε την παλάμη του στο μέτωπο του να μη τον θαμπώνει ο καλοκαιριάτικος ήλιος. –Να κοιμάται; αναρωτήθηκαν οι γαβριάδες, και χωρίς ο ιταλός να πάρει είδηση, ο Χρήστος Νάτσης σήκωσε το καπάκι, ο τολμηρός αδερφός του Αλκιβιάδης άπλωσε το χέρι του, άρπαξε ένα μεγάλο κομμάτι κρέας που εξείχε πάνω από τον αφρό του καζανιού, και αθόρυβα απομακρύνθηκαν από τον τόπο του …εγκλήματος. –Τι κάνετε αυτού βρε αναθεματισμένα; ρώτησε η Σοφία η Θωμα-Νάτσαινα, όταν τους είδε στο γειτονικό αλώνι, κι αφού της εξήγησαν, εκείνη πήγε και το μοίρασε ισομερώς στους προαναφερόμενους και στους άλλους φίλους τους που συμμετείχαν στην «επιχείρηση» και έδωσε την ευκαιρία στον κόσμο να κρυφογελά πίσω από τις πλάτες τον κατακτητών.
Έκαψαν το χωριό και σκότωσαν γυναίκες!

Μα τα γέλια πάγωσαν στις αρχές του Ιούνη του 1943, όταν μεγάλη ιταλική δύναμη της Μεραρχίας Πινερόλο, που είχε την ευθύνη της Θεσσαλίας, προσπάθησε να περάσει τα στενά της Πόρτας και να εκδιώξει τα τμήματα του ΕΛΑΣ που είχαν ως ορμητήριο την περιοχή του Κόζιακα. Από τις αρχές του 1943 οι αντιστασιακές οργανώσεις είχαν δυναμώσει τη δράση τους απέναντι στους κατακτητές και αποτελούσαν γι’ αυτούς ένα συνεχές πρόβλημα. Στα μέσα του Μάη συνήλθε στην Πόρτα το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, όπου με βάση τις πληροφορίες που είχαν για μεγάλεςεκκαθαριστικές επιχειρήσεις, στις οποίες οι αντιστασιακές δυνάμεις δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν.

Έτσι αποφάσισαν τη σύμπτυξή τους βόρεια των Γρεβενών και άφησαν μια οπισθοφυλακή στην Πόρτα με δύο πλαγιοφυλακές, μία στο Μουζάκι και μια στη Νεβρόπολη, με κύριο καθήκον να ρίξουν μερικές τουφεκιές, για να δώσει την εντύπωση στον κατακτητή, ότι παραμένουν αντάρτες σε κείνα τα βουνά και κατόπιν να συμπτυχθεί. Η επίθεση των Ιταλών άρχισε τα ξημερώματα της 8ης Ιουνίου, αλλά η προσπάθειά τους να περάσουν από τα στενά της Πόρτας απέβη άκαρπη.

Επεχείρησαν τότε ελιγμό για να πλαγιοκοπήσουν τους υπερασπιστές των στενών από το Μουζάκι και την Πορτή. Οι κάτοικοι του Μουζακίου είχαν απομακρυνθεί στην πλειοψηφία από τα σπίτια τους αλλά από τους ελάχιστους που απέμειναν, οι κατακτητές δεν δίστασαν να βασανίσουν, να θανατώσουν εν ψυχρώ ή να κάψουν μέσα στα σπίτια τους συνολικά 16 άτομα και να πυρπολήσουν όλα σχεδόν τα σπίτια. Μια ανείπωτη τραγωδία. «Φεγγοβολούσε στον κάμπο το λαμπάδιασμα του Μουζακιού» γράφει ο Βασίλης Πάσχος στο βιβλίο του «Αξέχαστη Αντίσταση».
Παρά τους φόνους όμως και τις καταστροφές, οι Ιταλοί δεν κατάφεραν να περάσουν προς την Πορτή και οπισθοχώρησαν. Την επόμενη ημέρα με πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις που μετέφεραν από τη Λάρισα, 2 τάγματα πεζικού, 2 επιλαρχίες, 2 λόχους λεγεωνάριων και μια πυροβολαρχία, και με την υποστήριξη δυο αεροπλάνων, επιχειρούν ξανά. Μη βρίσκοντας αντίσταση πλέον στο Μουζάκι, έφτασαν στην Πορτή όπου όμως καθηλώθηκαν από τις ανταρτικές δυνάμεις και δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν τα στενά.

Το ίδιο συνέβη και από τον άλλο ελιγμό που επεχείρησαν από το μοναστήρι του Δούσικου, όπου χρησιμοποίησαν μεγάλη δύναμη πεζικού, τους λεγεωνάριους, το πυροβολικό τους και είχαν και την υποστήριξη των αεροπλάνων. Η επιχείρηση των Ιταλών για προώθησή τους στην Πίνδο απέτυχε πλήρως και η αποτυχία τους αυτή είχε σοβαρές επιπτώσεις, αρνητικές για τους κατακτητές και θετικές για τους σκλαβωμένους, αφού αφόπλισαν και διέλυσαν τους λεγεωνάριους και περιόρισαν την παρουσία τους σε λιγότερες πόλεις και στρατηγικά σημεία.

Στην προσπάθειά τους όμως αυτή, τα ιταλικά στρατεύματα δεν δίστασαν να προκαλέσουν τεράστιες καταστροφές στον άμαχο πληθυσμό πυρπολώντας χωριά και σκοτώνοντας ανθρώπους. Εκτός από το Μουζάκι, θύμα τους έπεσε η Πορτή, όπου πυρπόλησαν τα περισσότερα σπίτια, όπως επίσης και η Βατσουνιά. Βλέποντας τους καπνούς στο Μουζάκι και πληροφορούμενοι τα γεγονότα, οι κάτοικοι της Δρακότρυπας, παίρνοντας μαζί τους ό,τι μπορούσαν, απομακρύνθηκαν γρήγορα ανηφορίζοντας προς το δάσος.

Το χωριό έμεινε έρημο. Όταν ήρθαν οι Ιταλοί στις 11 Ιουνίου δεν βρήκαν ψυχή και ότι κινούνταν αποτελούσε στόχο. Έτσι δεν δίστασαν να πυροβολήσουν μια νέα κοπέλα, την Ελένη Κακαράντζα 19 ετών και να κάψουν ζωντανή μέσα στο σπίτι της μια ηλικιωμένη γυναίκα την (…..) Σκυλογιάννη. Σε χειρόγραφο σημείωμα του Τάκη Νάτση που δημοσίευσε ο δάσκαλος Βασίλης Κίτος στο φύλλο 36-37 του 2000 της εφημερίδας «Η Φωνή του Χωριού μας», αναφέρονται: «1943, 11η Ιουνίου ημέρα Παρασκευή, έκαψαν οι Ιταλοί (40) τεσσαράκοντα σπίτια συν το δικό μου νεόδμητο συν είκοσι καλύβες». Χωρίς κατοικία λοιπόν έμειναν πάρα πολλές οικογένειες, οι οποίες αναγκάσθηκαν να στεγαστούν, άλλες προσωρινά και άλλες οριστικά, σε αγροτικά καλύβια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους που διέθεταν ή να στοιβαχτούν σε σπίτια συγγενών τους.

Στα αποκαΐδια του σπιτιού που είχαν οι οικογένειες του Βασίλη Λάζου και  Γιώργου Κοσμά, βρέθηκε μισοκαμένη και μια γίδα η οποία έφυγε από το βουνό όπου είχαν καταφύγει οι οικογένειες με τα ζωντανά τους και γύρισε στο κατώι της! Ο Πάνος Κωνσταντάκος, είναι πεπεισμένος, ότι το Γουσιαίικο σπίτι δεν κάηκε, χάρη σε ένα παιχνίδι! Στο δωμάτιο του μπάρμπα-Θέου, υπήρχε μια ξύλινη ιδιοκατασκευή ενός ισορροπιστή, με την οποία φαίνεται πως χάζεψαν για λίγο οι ιταλοί στρατιώτες που το πλιατσικολόγησαν, αφού το συγκεκριμένο παιχνίδι κατά την επιστροφή της οικογένειας βρέθηκε σε άλλο σημείο, από αυτό που ήταν η θέση του! Από τη μανία των κατακτητών γλίτωσε παρά τρίχα και η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, στην ξύλινη οροφή της οποίας,  οι εμπρηστικές σφαίρες δεν προκάλεσαν παρά μόνο λίγες τρύπες.

Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας

Και ενώ έτσι είχαν τα πράγματα στον στενά κοντινό μας χώρο, στον διεθνή ο Άξονας είχα σοβαρά προβλήματα.

Στο ανατολικό μέτωπο οι Γερμανοί απέτυχαν να καταλάβουν το Στάλινγκραντ και ενώ στις αρχές Ιουλίου του ’43 ξεκίνησαν τη μεγάλη επίθεση στο Κουρσκ, οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Σικελία. Στις 25 Ιουλίου ανατράπηκε ο Μουσολίνι και την εξουσία ανέλαβε ο Μπαντόλιο. Τούτο όμως δεν είχε καμιά επίπτωση  στα ιταλικά κατοχικά στρατεύματα, τα οποία συνέχισαν τη δράση τους. Μόνο στις 8 Σεπτεμβρίου, όταν έγινε γνωστή η συνθηκολόγηση της Ρώμης και η Ιταλία τερμάτισε τον πόλεμο, μόνο τότε δημιουργήθηκε το μεγάλο κενό στις τάξεις τους. Οι στρατιωτικές μονάδες δεν είχαν οδηγίες από τη Ρώμη και πληροφορήθηκαν τις εξελίξεις από άλλες πηγές. Ο στρατιώτης Ρόμολο Γκαλιμπέρτι γράφει ότι η πληροφορία για τη συνθηκολόγηση έγινε γνωστή στη μονάδα του στους Γόνους της Λάρισας από τον ασυρματιστή της, ο οποίος γνώριζε καλά γερμανικά και έπεσε τυχαία επάνω σε μια ραδιοφωνική συνομιλία ανάμεσα σε Γερμανό ταγματάρχη και στο Γενικό Επιτελείο στην Αθήνα, από το οποίο οι οδηγίες ήταν σαφείς: «Η θα τους πείσεις να παραδοθούν ή θα τους εκτελέσεις».

Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός και μετέπειτα ηγέτης του Κ.Κ. Ιταλίας Αλεσσάντρο Νάτα, που υπηρετούσε στη Ρόδο, δήλωσε σε ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ του 1999, ότι τα νέα για τη χώρα του τα πληροφορήθηκαν από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Καϊρου. Ωστόσο, επειδή από τα τέλη Ιουλίου επήλθε συμφωνία μεταξύ των δύο ανωτάτων ηγεσιών των κατοχικών δυνάμεων και η ιταλική στρατιά αποτελούμενη από 233.000 άνδρες περνούσε επιχειρησιακά στη γερμανική διοίκηση, ο στρατηγός Βακιαρέλι υπέγραψε την παράδοση του ιταλικού στρατού στους Γερμανούς. Όλες οι μονάδες υπάκουσαν στη διαταγή πλην της Μεραρχίας Πινερόλο στη Θεσσαλία, της Μεραρχίας Ακουι στην Κεφαλονιά, και των μονάδων που έδρευαν στα νησιά Ρόδος, Λέρος και Σάμος.

Η ιταλική δύναμη των 35.000 ανδρών της Ρόδου, δυο μόλις ημέρες μετά την άρνησή της να ενταχθεί υπό τις διαταγές των Γερμανών, αιχμαλωτίστηκε από σημαντικά μικρότερη δύναμη των μέχρι προ ολίγον συμμάχων τους, οι οποίοι Γερμανοί λεηλάτησαν το νησί και εξόρισαν και στην ουσία εξαφάνισαν την εβραϊκή κοινότητα.

Στη Λέρο οι Γερμανοί βομβάρδισαν με αεροπλάνα την ιταλική φρουρά, η οποία είχε ενισχυθεί και με μικρή βρετανική δύναμη, και χρησιμοποίησαν μεγάλο αριθμό αλεξιπτωτιστών για να αιχμαλωτίσουν τελικώς στις 16 Νοεμβρίου Ιταλούς και Άγγλους.

Λίγες μέρες μετά την κατάληψη της Λέρου, οι Γερμανοί επιτέθηκαν με ισχυρή αεροπορική δύναμη εναντίον της Σάμου, και οι 8.000 Ιταλοί, 1.000 Βρετανοί, 800 πολεμιστές τους ΕΛΑΣ και 12.000 άμαχοι εκκενώνουν το νησί και καταφεύγουν στα τουρκικά παράλια.

Οι εξελίξεις όμως στα Επτάνησα και ειδικότερα στην Κεφαλονιά ήταν δραματικές. Η Μεραρχία Άκουι με 12.000 άνδρες αντιστάθηκε επί ένα δεκαήμερο, αλλά οι Γερμανοί, οι οποίοι έχασαν περί τους 1300 άνδρες, έδειξαν όλη τους την αγριότητα απέναντι στους Ιταλούς αιχμαλώτους και εκτέλεσαν ως αντίποινα 325 αξιωματικούς και 5.000 στρατιώτες. Όσοι επιβίωσαν εστάλησαν ως όμηροι στη Γερμανία, αλλά περί τις 3.000 υπολογίζεται πως ήταν αυτοί που πνίγηκαν από πρόσκρουση των πλοίων σε νάρκες.

Η σφαγή αυτή των Ιταλών, η οποία ας σημειωθεί ήταν η μαζικότερη και από τις ειδεχθέστερες στον ελληνικό χώρο, παρέμεινε σχεδόν μυστική από τον ιταλικό λαό, για να μη διαταραχτούν οι σχέσεις των δύο χωρών στην περίοδο του ψυχρού πολέμου (!), ενώ δικαστήριο της Βαυαρίας αθώωσε Γερμανό αξιωματικό που συμμετείχε στη σφαγή, με το αιτιολογικό, ότι οι Ιταλοί ως πρώην σύμμαχοι των Γερμανών εστράφησαν εναντίον τους πριν την κήρυξη πολέμου, την οποία έκανε αργότερα η ιταλική κυβέρνηση, συνεπώς θεωρούνται προδότες και άρα δεν αναγνωρίζονται ως αιχμάλωτοι πολέμου! Οι βιβλιόφιλοι, και κυρίως οι κινηματογραφόφιλοι, θα θυμούνται «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» που αναφέρεται σ’ αυτή την τραγωδία.

Τέλος, και όσον αφορά τα ιταλικά στρατεύματα των νησιών, η φρουρά της Κέρκυρας συνέλαβε κατ’ αρχήν και αφόπλισε τους 450 Γερμανούς στρατιωτικούς που βρίσκονταν στο νησί και απέκρουσε στη συνέχεια γερμανική επίθεση, αλλά μετά τη σφαγή στην Κεφαλονιά, οι Γερμανοί αποβίβασαν την ευθυνόμενη για σωρεία σφαγών μεραρχία Εντελβάις και κατέλαβαν το νησί. Όσοι Ιταλοί δεν εκτελέσθηκαν εν ψυχρώ, εστάλησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία.

Η Μεραρχία Πινερόλο της Θεσσαλίας


Η Μεραρχία Πινερόλο, η μοναδική ιταλική δύναμη στον χερσαίο χώρο που δεν παραδόθηκε στους Γερμανούς, είχε άλλη πορεία. Στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ» ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης, γράφει τα εξής: «Τη μεραρχία Πινερόλο διοικούσε ο στρατηγός Ινφάντε, που ήταν αγγλόφιλος και ήθελε να συνεχίσει τον πόλεμο με τους άγγλους και τους αντάρτες κατά των γερμανών. Από τη Λάρισα πήγε στα Τρίκαλα όπου δεν ήταν γερμανοί και άρχισε διαπραγματεύσεις με την Ι μεραρχία, τον άγγλο αντισυνταγματάρχη Χίλς και τον Άρη. Δε μπόρεσαν να συμφωνήσουν και με τον επιτελάρχη του, το συνταγματάρχη του ιππικού Μπέρτι, διοικητή του συντάγματος ιππικού της Αόστης, το συνταγματάρχη Φλούλη, τον Άρη και τον Χίλς ήρθαν στο χωριό Πόρτα. Εκεί κατεβήκαμε με τον άγγλο συνταγματάρχη Κρις και την αντιπροσωπεία του ΕΔΕΣ και ύστερα από συζητήσεις καταλήξαμε σε συμφωνία και υπογράψαμε το σχετικό πρωτόκολλο. Σύμφωνα μ’ αυτό, τα ιταλικά στρατεύματα θα έρχονταν στις γραμμές μας και θα ανασυντάσσονταν υπό την προστασία των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Όσοι από τους Ιταλούς ήθελαν να πολεμήσουν θα κρατούσαν τον οπλισμό τους και ως ότου προσαρμοστούν στον ανταρτοπόλεμο θα χρησιμοποιούνταν κατά μικρά οργανικά τμήματα χωρισμένα (λόχοι, τάγματα) και θα έπαιρνα θέσεις ανάμεσα στα ανταρτικά τμήματα. Τη διατροφή θα την αναλάμβαναν οι Άγγλοι. Όσοι από τους Ιταλούς δεν ήθελαν να πολεμήσουν, θα αφοπλίζονταν και θα κλείνονταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης».

Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε πως οι Ιταλοί στρατιώτες δεν είχαν καμία διάθεση να πολεμήσουν. Ο στρατηγός Ινφάντε απάντησε πως η μεραρχία του είναι ανίκανη να αναλάβει την καταστροφή του αεροδρομίου της Λάρισας, όπως επιθυμούσε το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, αλλά θα μπορούσε να οργανώσει μια εθελοντική αποστολή από αεροπόρους και άλλους άνδρες και να επιδράμουν κατά του αεροδρομίου με σκοπό την καταστροφή των αεροπλάνων. Δυστυχώς όμως η επιχείρηση απέτυχε, κι αυτό ήταν ένα δείγμα της απροθυμίας των Ιταλών να πολεμήσουν και οι οποίοι φαίνεται πως τίποτα άλλο δεν επιθυμούσαν παρά την επιστροφή στην πατρίδα τους. Κάνοντας αυτές τις διαπιστώσεις ο ΕΛΑΣ και έχοντας και το προηγούμενο της Βερδικούσας στις 18/9, όπου από μια δύναμη 325 ανδρών μόνο οι 18 επέλεξαν να κρατήσουν τον οπλισμό τους, και με βάση το πρωτόκολλο που υπογράφηκε τις προηγούμενες ημέρες, ο ΕΛΑΣ επιθυμούσε τον αφοπλισμό τους.
Ο αφοπλισμός

Η επιχείρηση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 14 Οκτωβρίου του 1943 στην περιοχή Κιάνα της Δρακότρυπας, τη σημερινή Τρυγόνα, όπου πήραν μέρος και αντάρτες από το χωριό, όπως περιγράφεται στο κείμενο που ακολουθεί. Πρόκειται για τη μαρτυρία του Πολυχρόνη Ντινόπουλου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εθνική Αντίσταση, τεύχος 90, Γενάρης-Μάρτης 1996 σελ.31-32.


Πως έγινε ο αφοπλισμός των Ιταλών στην Κιάνα Μουζακίου Καρδίτσας

Το Σύνταγμα Ιππικού της Αόστης της Μεραρχίας Πινερόλο των Ιταλών που ήταν στα Τρίκαλα, κατάφεραν οι οργανώσεις ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, να φύγει πάνοπλο όπως ήταν και να μεταφέρει όλο τον οπλισμό του – τρόφιμα και πολεμοφόδια -και να τα αποθηκεύσει στην Κιάνα, μέσα στο ποτάμι, όπου ήταν δάσος από πλατάνια.

 Εκεί έφκιασαν τα οχυρά τους γύρω στο ποτάμι από Μπαλάνο έως Κιάνα γύρω στα 1.500 μέτρα μάκρος. Δεν ήταν εύκολο να αφοπλισθούν. Η Κιάνα (σημερινή ονομασία Τρυγόνα), βρίσκεται 5 χιλιόμετρα περίπου πάνω από το Μουζάκι. Είναι συνοικισμός του χωριού Δρακότρυπα. Περνώντας τα στενά του Μουζακίου που πηγαίνει ο δρόμος στα χωριά της Αργιθέας, εκεί μέσα στο ποτάμι, είχαν τα οχυρά τους έτοιμοι να προβάλουν κάθε αντίσταση σε επίθεση από ξηρά και αέρα. Με το πέρασμα του χρόνου άρχισαν να λιγοστεύουν τα τρόφιμα που είχαν γι’ αυτούς και τα άλογα τους, που από την πείνα έτρωγαν τους κορμούς από τα πλατάνια κλπ.

Γι’ αυτό οι αξιωματικοί τους άρχισαν να ερευνούν προς όλες τις κατευθύνσεις να βρουν κάποια διέξοδο για να ζήσουν, διότι το ποτάμι μόνο πέτρες είχε και έπαιρνε και ο χειμώνας. Άλλοι έλεγαν να επιστρέψουν στα Τρίκαλα που τα είχαν καταλάβει οι Γερμανοί, άλλοι έλεγαν να καταταγούν στον ΕΛΑΣ και άλλοι έλεγαν να πάνε στην Ήπειρο στο Ναπολέοντα Ζέρβα.

 Μια μέρα, αρχές Οκτωβρίου 1943 ένας λόχος Ιταλών καβαλίκεψαν τα άλογα τους και πάνοπλοι, όπως ήταν πάντοτε, ξεκίνησαν να κάνουν μια αναγνώριση από πού μπορούν να πάνε στο Ζέρβα. Όταν έφτασαν μέχρι το όρος Τύμπανο Δρακότρυπας, σταμάτησαν να ξεκουραστούν τα άλογα τους και να περιεργασθούν το μέρος.

Είδαν ότι για να φτάσουν στην Ήπειρο, όπου ήταν ο Ζέρβας, θα περνούσαν από στενά μονοπάτια και στεφάνια με γκρεμούς και δεν θα τους άφηναν οι άντρες του ΕΛΑΣ, που τους παρακολουθούσαν, να φτάσουν στο Ζέρβα, διότι πέτρες αν κυλούσαν σε ορισμένα στεφάνια θα τους συντρίβανε. Γύρισαν λοιπόν πίσω στον καταυλισμό τους στην Κιάνα.

Το στρατηγείο του ΕΛΑΣ είχε καταλάβει τις προθέσεις των Ιταλών και είχε στείλει την ηρωική ταξιαρχία του Ιππικού να προετοιμάσει το γρηγορότερο τον αφοπλισμό των Ιταλών. Εκείνη την εποχή με είχε χτυπήσει το άρβυλο στο δεξί μου πόδι και το χτύπημα αυτό είχε μετατραπεί σε συρίγγιο που έσταζε πύον συνέχεια.

Είχα μάθει ότι οι Ιταλοί είχαν έναν καλό γιατρό χειρούργο και πήγα να δει το πόδι μου. Αυτός μου είπε πως έπρεπε να το χειρουργήσει αμέσως, διότι όσο περνούσε ο καιρός θα πάθαινα μόλυνση και θα χρειαζόταν να μου κόψουν το πόδι. Επήγα την άλλη μέρα. Θυμάμαι με ξάπλωσαν σε ένα χειρουργικό κρεβάτι που είχαν, με έδεσαν καλά, 4 Ιταλοί νοσοκόμοι με κρατούσαν και ο γιατρός με το νυστέρι έσχισε το πόδι μου και με το ψαλίδι αφαίρεσε μια μικρή σφηκοφωλιά από το πόδι μου. Αφού το καθάρισε καλά, το έδεσε και μου είπε να πηγαίνω κάθε μέρα να μου το αλλάζει και να παρακολουθεί τα αποτελέσματα της εγχείρισης. Εκεί στην Κιάνα ήταν και το σπίτι μου.

Κάθε μέρα πήγαινα και με παρακολουθούσε ο γιατρός. Του πήγαινα από το σπίτι πότε αυγά, πότε τυρί και φρούτα που είχαμε κλπ.  Αυτός ήξερε καλά τα ελληνικά και κάναμε κουβέντα. Εγώ ήξερα ότι προετοιμαζόταν ο αφοπλισμός και έλεγα στο γιατρό και σε άλλους αξιωματικούς που μαζεύονταν εκεί, ότι η δύναμη του ΕΛΑΣ φθάνει τώρα τις τριακόσιες χιλιάδες άνδρες και είναι σε θέση να διώξει τους Γερμανούς από την Ελλάδα και συνέχιζα να λέω ό,τι άλλο μπορούσα, για να επαινέσω το λαϊκό μας στρατό κλπ. Και άλλοι συναγωνιστές που ήξεραν λίγα ιταλικά είχαν εισχωρήσει μέσα στο στρατόπεδο των Ιταλών, έπιαναν φιλία με τους Ιταλούς στρατιώτες, έκαναν προπαγάνδα και παρακολουθούσαν τις κινήσεις τους.

     Ένα τάγμα από ΕΛΑΣίτες περνούσε συνέχεια τις τελευταίες μέρες μέσα στο στρατόπεδο των Ιταλών και από μέρος που δεν τους έβλεπαν οι Ιταλοί ξαναγυρνούσαν και ξαναπερνούσαν, ώστε να πιστεύουν οι Ιταλοί ότι πράγματι ο ΕΛΑΣ είναι μια μεγάλη δύναμη που δε θα μπορέσουν να προβάλουν αντίσταση στην περίπτωση αφοπλισμού. Ήξερε η κάθε ομάδα των συναγωνιστών σε ποιο φυλάκιο Ιταλών θα επιτεθεί άμα ερχόταν η ώρα. Το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ έστειλε έγγραφο και καλούσε τους Ιταλούς αξιωματικούς να πάνε να κανονίσουν την τροφοδοσία τους και ό,τι άλλο ήθελαν.

     Στις (….)  έντεκα Ιταλοί αξιωματικοί με το διοικητή τους ξεκίνησαν να πάνε στο Στρατηγείο του ΕΛΑΣ. Μόλις απομακρύνθηκαν από το στρατόπεδο τους δόθηκε το σύνθημα του αφοπλισμού, την ώρα που οι Ιταλοί θα έπαιρναν το μεσημβρινό τους συσσίτιο. Όπως γράφω και παραπάνω ο κάθε συναγωνιστής ήξερε τη θέση του και ο αφοπλισμός έγινε αστραπιαία. Λίγοι που πρόβαλαν αντίσταση αμέσως εξουδετερώθηκαν, οι άλλοι παραδόθηκαν και παρέδωσαν τον οπλισμό τους. Σημειώνω εδώ, ότι στον αφοπλισμό έλαβαν μέρος ελασίτες και πολίτες που ήθελαν να βοηθήσουν για τον αφοπλισμό. Οι έντεκα αξιωματικοί που πήγαιναν για το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ μόλις άκουσαν τους πυροβολισμούς στον καταυλισμό τους κατάλαβαν τι έγινε και κρύφτηκαν. Μόλις έπαιρνε να βραδιάσει, γύρισαν στο στρατόπεδο τους να δουν τι έγινε. Τους εντοπίσαμε και τους στήσαμε καρτέρι στη θέση Παλιοκάμαρα Πορτής, εγώ ο Κωνσταντίνος Σ. Σκυλογιάννης και ο Γεώργιος Θ. Πάντος. Δεν προέβαλαν αντίσταση και παρέδωσαν τον οπλισμό τους.

     Με τον αφοπλισμό των Ιταλών ο ΕΛΑΣ έγινε πλέον ισχυρός σε οπλισμό και πολεμικό υλικό. Ο ελληνικός λαός πίστεψε πλέον πως έρχεται το τέλος του φασισμού. Πολλοί Έλληνες αξιωματικοί που δεν είχαν λάβει μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ήρθαν και τάχτηκαν στον ΕΛΑΣ, καθώς και πολλοί νέοι από τα χωριά του κάμπου και τις πόλεις κλπ. Ο λαϊκός μας στρατός έγινε πλέον πραγματικός στρατός και άνοιξε μέτωπα παντού, όπου είχαν φυλάκια οι Γερμανοί και δεν τους άφηνε να ξεμυτίσουν πουθενά. Κάθε μέρα τους έκανε επιθέσεις και τους ανάγκαζε να συγκεντρώνονται στα στρατόπεδα τους και τελικά να φύγουν από την πατρίδα μας.

     Εγώ υπηρέτησα στο 1/38 Σύνταγμα στο μόνιμο ΕΛΑΣ με διοικητή λόχου τον αξέχαστο Διονύση Γκογκούση (Καραντάου). Ήμουν πριν Καπετάνιος Εφεδρικού Λόχου, με διοικητή τον αγαπητό πνευματικό αδελφό και συνονόματο μου Πολύχρονη Καπετάνιο, έφεδρο ανθυπολοχαγό από το διπλανό μας χωριό Νευροβούνιστα (νέα ονομασία Πευκόφυτο). Πάντοτε υπό τη Διοίκηση του 1/38 Συντάγματος.

Τιμή και δόξα στον ένδοξο Λαϊκό μας Στρατό!

Κατά τη διάρκεια της μάχης στην περιοχή πετούσε γερμανικό αεροπλάνο το οποίο έριχνε προκηρύξεις καλώντας τους Ιταλούς να προσχωρήσουν στους Γερμανούς. Μετά την παράδοση των Ιταλών, δύναμη των ανταρτών μετακινήθηκε στο χωριό Καπά, με σκοπό την παράδοση της επιλαρχίας που είχε οχυρωθεί εκεί, γεγονός που συνέβη χωρίς αιματοχυσία το βράδυ της ίδιας μέρας.

Αλλά επειδή σε μια σύρραξη δεν λείπουν ποτέ τα θύματα, έτσι και εδώ καταμετρήθηκαν  3 Έλληνες και 30 Ιταλοί νεκροί, κατά τον Λάζαρο Αρσενίου, ή 19 κατά τον Χαράλαμπο Αλεξάνδρου. Οι νεκροί Ιταλοί ενταφιάσθηκαν στην περιοχή του Μπαλάνου και μετά από μερικά χρόνια τα οστά τους μεταφέρθηκαν στην πατρίδα τους (πληροφορία Δημ.Απ.Κατσιώτη).


Η τραγωδία των Ιταλών στρατιωτών

Με ή χωρίς όπλα όμως, οι Ιταλοί συνιστούσαν ένα μεγάλο πρόβλημα για την ηγεσία των ανταρτικών δυνάμεων και την αγγλική αποστολή, οι οποίες έπρεπε να

να βρουν καταλύματα για τη διαμονή και τρόφιμα για τη συντήρηση ενός τόσο μεγάλου αριθμού ατόμων στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, μια από τις φτωχότερες της Ελλάδας, κάτω από τον συνεχή κίνδυνο των γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Έτσι λήφθηκε η απόφαση της κατανομής των ανδρών της μεραρχίας Πινερόλο  σχεδόν ισομερώς στη Νεράιδα της Νεβρόπολης, στην περιοχή των Γρεβενών και στην περιοχή του Καρπενησίου. Συγχρόνως όμως άρχισαν και γερμανικές επιχειρήσεις, οι οποίες ήταν οι σφοδρότερες από αυτές που δέχθηκε ως τότε ο ΕΛΑΣ αλλά και ο ΕΔΕΣ και εξαπλώνονταν σε μια μεγάλη έκταση, από το Μεσολόγγι ως την Αλβανία.

Στις αρχές Νοεμβρίου του 1943, στην περιοχή Καρπενησίου εξαπολύθηκε σφοδρή γερμανική επίθεση, την οποία δεν μπορούσαν να αναχαιτίσουν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ και αναγκάστηκαν να προωθήσουν στην Νεράιδα τους 2500 Ιταλούς που παρέμεναν εκεί. Έτσι, μέσα σε λίγες μέρες ο αριθμός τους ξεπέρασε τους 6000 άντρες, που συνιστούσε ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα για την ήδη κορεσμένη Νεράιδα. Και σαν να μη έφτανε αυτό, στις 27 Νοεμβρίου οι Γερμανοί έφτασαν και στη Νεράιδα, με συνέπεια τον διασκορπισμό των άοπλων και κακοντυμένων Ιταλών  στα γύρω δάση και βουνά. Πολλοί, προτίμησαν να παραδοθούν στους Γερμανούς.

Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ, επικαλούμενος αμερικανικές πηγές, κάνει λόγο για 1500 Ιταλούς που προσχώρησαν στους πρώην συμμάχους τους. Αρκετοί πέθαναν από τις κακουχίες και την ασιτία και όσοι αψήφησαν το κρύο και την πείνα, όταν επέστρεψαν στη βάση τους μετά την αναχώρηση των Γερμανών, δεν βρήκαν παρά ερείπια και υπολείμματα μιας απόλυτης καταστροφής και μιας λεηλασίας των πάντων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αρχίζει ένας καινούργιος Γολγοθάς.

Παρά την υποχρέωση της Βρετανικής Αποστολής να φροντίσει για τη διατροφή των Ιταλών, αυτή αρνείται να δώσει άλλα εφόδια και οι Ιταλοί λιμοκτονούν, τρεφόμενοι με βελανίδια και χορτάρια, σε μια πολύ ορεινή περιοχή που πλήττεται από τον χειμώνα. Ο ΕΛΑΣ βρισκόταν σε αδυναμία να τροφοδοτήσει τόσο πληθυσμό. «Η μπομπότα στη Βίνιανη, την έδρα της ΠΕΕΑ -γράφει ο Δ.Μπαλλής επιτελάρχης της 1ης μεραρχίας- διανέμετο με το δράμι. Δεν μπορούσαμε να τους βοηθήσουμε. Πεινούσαμε κι εμείς». Ο δε διοικητής της Δ.Φλούλης προειδοποιεί τους Άγγλους ότι «το έγκλημα [στη Νεράιδα] δεν θα μείνει κρυφό. Θα φροντίσουμε να γίνει γνωστό σ’ όλον τον πολιτισμένο κόσμο».

Η απάντηση των Άγγλων είναι ότι «θα ήταν σοφή ενέργεια  να αφεθούν ελεύθεροι αυτοί οι άνθρωποι, να παραδοθούν στο γερμανό κατακτητή». Ο ΕΛΑΣ ήταν αδύνατο να δεχθεί μια τέτοια εξέλιξη που πέραν των άλλων θα αποτελούσε και μια δικαιολογημένη μομφή εναντίον του και όπως γράφει ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης, «καταλήξαμε στη συμφωνία να επιτρέψουμε στους χωρικούς που ήθελαν, να προσλάβουν Ιταλούς στην υπηρεσία τους. Θα έπαιρναν μισή λίρα το μήνα για κάθε ιταλό που θα ήταν υποχρεωμένοι να του χορηγούν στέγαση και τροφή και θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιούν στις εργασίες τους. Επίσης καθορίσαμε κι ένα μοναστήρι στη Σάικα κοντά στο Καροπλέσι για νοσοκομείο». Οι απώλειες όμως ήδη ήταν μεγάλες. Έχουν καταγραφεί 747 θάνατοι στην περιοχή της Νεράιδας και άλλοι 331 στο νοσοκομείο της Σάικας.
Η φιλοξενία

Αμέσως μετά την απόφαση αυτή, οι Ιταλοί διασκορπίστηκαν σε όλα τα χωριά των Αγράφων και το στρατόπεδο της Νεράιδας διαλύθηκε. Οι αξιωματικοί, για τους οποίους η Βρετανική Αποστολή έδινε μία λίρα, δεν είχαν την υποχρέωση να δουλέψουν, ενώ οι στρατιώτες έκαναν κάθε είδους εργασία που είχε ανάγκη το νοικοκυριό στο οποίο διέμεναν. Η συμπεριφορά των Ελλήνων, γενικώς, υπήρξε πολύ καλή απέναντι στους μέχρι πριν από λίγους μήνες εχθρούς τους. Η μεταχείρισή τους υπήρξε κάτι παραπάνω από φιλική, γράφει  Λάζαρος Αρσενίου. «Ήταν στοργική. Σε λίγο καιρό οι ντυμένοι με κουρέλια και γεμάτοι ψείρες σκελετοί του στρατοπέδου, ξαναβρήκαν τη χαμένη ανθρωπιά τους. Οι κάτοικοι της πιο φτωχής ορεινής Ελλάδας, με όλες τις στερήσεις τους στην Κατοχή, βρήκαν ρούχα παραπανίσια και ντύθηκαν οι γυμνοί Ιταλοί.

Τους έχουν να τρώνε μαζί με τη δική τους οικογένεια, στο ίδιο τραπέζι». Ο Ρόμολο Γκαλιμπέρτι, όμως, ο αντιφασίστας στρατιώτης που προσχώρησε στην ελληνική πλευρά προτού ακόμη το αποφασίσει ο στρατηγός Ινφάντε, έχει διαφορετική άποψη. «Μας κρατούσαν στη ζωή επειδή ο καθένας μας αντιπροσώπευε εκείνη τη μισή λίρα το μήνα, καθώς κι όλη τη δωρεάν δουλειά που προσφέραμε χωρίς κανένα διάφορο». Και συνεχίζει με παράπονο: «Εκείνοι οι Ιταλοί φαντάροι, πλήρωσαν σκληρά τον επιθετικό πόλεμο που ’χε θελήσει ο φασισμός, στάθηκαν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι ακόμα και πάνω στα βουνά, όπου είχαν πάει με τη θέλησή τους».

Πιθανώς να υπήρξαν και τέτοια περιστατικά και τέτοιες άσχημες συμπεριφορές, γενικότερα όμως η συμπεριφορά των ελληνικών οικογενειών ήταν καλή. Ο Γιώργος Κωστάκης, διηγείται πως προσπαθώντας να πάρει συσσίτιο για μια ανήμπορη γυναίκα στο επιταγμένο ξενοδοχείο της Καλαμπάκας που λειτουργούσε ως ιατρείο –όπως προαναφέραμε ήδη- έφαγε μια δυνατή κλωτσιά από ένα λοχία. Αυτός λοιπόν ο λοχίας έφτασε στη Δρακότρυπα μετά από ταλαιπωρία εβδομάδων και στα πρώτα σπίτια του χωριού ζητούσε ψωμί με αντάλλαγμα το πουκάμισό του «λίγκο πισωμί, εγκώ  καμίσι» και προς μεγάλη του τύχη έπεσε επάνω στο Γ.Κωστάκη! Αγκαλιάστηκαν σαν αδέρφια και ο λοχίας Πασχάλι που ήταν ράφτης, έμεινε στο σπίτι του ως την αναχώρησή του για την Ιταλία.

Η μνήμη των Ιταλών που έζησαν στα χωριά μας παραμένει ακόμη ζωντανή. Πολλοί στη Δρακότρυπα θυμούνται ότι είχαν εξαφανιστεί οι βάτραχοι, οι χελώνες και οι σκαντζόχοιροι, που αποτελούσαν εξαιρετική διατροφή για κείνους και αντικείμενο μεγάλης απορίας για τους δικούς μας. Άλλοι θυμούνται ακόμη τα μικρά τους ονόματα. Ο Φράνκο και ο Ντίνι έμεναν στα σπίτια των Καπερωναίων, ένας Τζιοβάνι στου Βαγγέλη Τάτση, άλλος Τζιοβάνι στου Κων. Θεοδώρου.

Ο Τζιοβάνι Ντιμάρι από το Μιλάνο, που είχε προσβληθεί από πνευμονία και ανάρρωσε στο σπίτι του Γιώργου Τσιόλα, είχε μια στοιχειώδη αλληλογραφία αρκετά χρόνια μαζί τους. Τα γράμματά του τα μετέφραζε ο Γ.Κωστάκης και εκείνα που λάμβανε ένας ελληνομαθής στο Μιλάνο. Ο Μάριο, μαραγκός κι ο ίδιος όπως οι αδελφοί Γούσια, έκανε ένα καταπληκτικό δίδυμο με τον μεγαλύτερο αδερφό Θεοδόση σε πλάκες και αστεία. Για κάποιο διάστημα που οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν για τη διαμονή τους χώρους του μοναστηριού της Αγίας Τριάδας, ήταν μαζί τους και ένας Ιταλός γιατρός, ο οποίος πρόσφερε υπηρεσίες και στους κατοίκους του χωριού. Αντίθετα με τους Ιταλούς που ενσωματώθηκαν στην κοινωνία του χωριού, την ίδια περίοδο στην καλύβα του Αποστ. Κατσιώτη μεταφέρθηκε τραυματισμένος ένας Γερμανός αξιωματικός αιχμάλωτος με το όνομα Γιόχαν, ο οποίος δεν δεχόταν καμία απολύτως βοήθεια και δεν επιθυμούσε καμιά επαφή με τους  ντόπιους, ώσπου μετά από λίγο καιρό πέθανε.

Πάντως στο λεξιλόγιο των κατοίκων του χωριού πέρασαν πολλές ιταλικές λέξεις, και πολλές μανάδες  καλούσαν τα παιδιά τους για μαντζιάρε (φαγητό) και τα προέτρεπαν για ντορμίρε (ύπνο), ενώ άλλες δεν έχαναν ευκαιρία να αναφωνούν μπέλλα Γκρέτσια (ωραία Ελλάδα)!

Δύσκολο να καταγράψει κανείς σήμερα πόσοι Ιταλοί φιλοξενήθηκαν στη Δρακότρυπα, υπολογίζεται όμως ότι ξεπερνούσαν τους είκοσι. Δύσκολο επίσης να καταγραφεί και ο ακριβής χρόνος παραμονής τους, εκείνο όμως που είναι γνωστό, είναι η μαζική και συντονισμένη αναχώρηση όλων τους την ίδια ημέρα. Δυστυχώς όμως, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, δεν έγινε γνωστή η τύχη τους και κανείς δεν ξέρει πόσοι από αυτούς έφτασαν στα σπίτια τους. Όπως μαθεύτηκε την ίδια εποχή, ένα καράβι που μετέφερε άνδρες της Πινερόλο στην Ιταλία, τορπιλίστηκε έξω από την Κέρκυρα και βυθίστηκε. Ακόμα όμως και τώρα γίνονται κάποιες προσπάθειες, πχ βρίσκεται σε εξέλιξη η αναζήτηση συγγενών ή απογόνων του Τζιοβάνι Νικέτι, χασάπη από την περιοχή του Μιλάνου, που ζούσε στο σπίτι του Δημ.Κατσιώτη!


Με την αναχώρηση και του τελευταίου Ιταλού στρατιώτη, και κυρίως με την αναχώρηση των Γερμανών, έκλεισε ένας κύκλος αίματος και ανείπωτης δυστυχίας για τον ελληνικό λαό, που άρχισε με την αδικαιολόγητη επίθεση της φασιστικής Ιταλίας εναντίον της χώρας μας στις 28 Οκτωβρίου 1940. Η συμφορά όμως είναι σύμφυτο στοιχείο του πολέμου και πολλές φορές πλήττει με την ίδια ένταση και τους επιτιθέμενους. Γι’ αυτό και οι μνήμες παραμένουν ζωντανές. Η ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε την ανακομιδή των οστών  των νεκρών της Νεράιδας και της Σάικας και στις 8/9/1953, ακριβώς δέκα χρόνια μετά τη συνθηκολόγηση, άρχισαν οι εργασίες της εκταφής. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2009 στην είσοδο του οικισμού της Νεράιδας στήθηκε ένα μνημείο,  που όπως όλα τα μνημεία, θυμίζει την τραγωδία που γενούν οι πόλεμοι.

Γιώργος Γούσιας
ΠΗΓΗ:http://www.drakotrypa.gr/i