Τελευταίες μέρες στην Ελλάδα – όπου να ’ναι επιστρέφω στη βάση μου. Πάει το καλοκαίρι… Παρέες, θάλασσα, μπάνια και μπάνικα τεκνά, απ’ όλα είχε. Μέχρι και στιγμές απογοήτευσης, τις οποίες, δείχνοντας παντελή έλλειψη πρωτοτυπίας αποφάσισα να τιμήσω πίνοντας άφθονη ρετσίνα με τη σωστή παρέα: Τη φίλη μου την Όλυ, μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου που ισορροπεί ανάμεσα σε αντιθέσεις, που δεν περιμένεις ποτέ τι θα κάνει μετά και πάντα μα πάντα ξέρει να σε εκπλήσσει. Εν ολίγοις, ο γιατρός της πλήξης. Ανάμεσα σε γουλιές ρετσίνας, της εξέθεσα τα γεγονότα και δεν άργησε να βγάλει το πόρισμα και να μου επιβάλει τη θεραπεία-σοκ:
ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ!
Ορισμός (για τους ξένους αναγνώστες). Σκυλάδικο, το (ουσιαστικό): Κέντρο διασκέδασης με τα κάτωθι χαρακτηριστικά: Μουσική –μπουζούκι live. Αοιδοί – τραγουδιστές με βαριά φωνή, κουστούμι, ανοιχτό πουκάμισο που αφήνει τις τρίχες να φαίνονται, ακριβό ρολόι στο χέρι / τραγουδίστριες με μίνιμαλ ενδυμασία (σουτιέν – μίνι φούστα) / ταλέντο στο τραγούδι – προαιρετικό. Απαραίτητες προϋποθέσεις – λουλούδια να πέφτουν στην πίστα, πιάτα να σπάνε, και φυσικά, το όλο σύνολο να αποπνέει παρακμή…
Διαλέξαμε προσεκτικά τον τόπο του εγκλήματος (Καρδίτσα: τη στιγμή που όλοι έτρεχαν να δροσιστούν στις παραλίες, εμείς κινήσαμε από τη Θεσσαλονίκη να τσουρουφλιστούμε στον καύσωνα του Θεσσαλικού κάμπου), τους συνεργούς (όλοι ένας κι ένας και κανένας βαρετός ή κομπλεξαρισμένος) και το τολμήσαμε με περισσή σύνεση, καθότι ήταν η πρώτη μου φορά και έπρεπε να πονέσει όσο το δυνατόν λιγότερο. Καλά ακούσατε… σε τέτοια προχωρημένη ηλικία δεν είχα ξαναπάει ούτε σε σκυλάδικο, ούτε σε μπουζούκια, ούτε σε ελληνάδικο. Να έφταιγε ροκ παρελθόν μου; Το ελέκτρο παρόν μου; Οι σπουδές μου στην ιστορία της τέχνης, και όλη η κουλτουροσύνη μου γενικότερα; Δεν ξέρω… γεγονός πάντως ήταν ότι στα σκυλάδικα ήμουν παρθένα!
Βέβαια, το συγκεκριμένο σκυλάδικο που διαλέξαμε, στο τάδε χιλιόμετρο εθνικής οδού Καρδίτσας προς δεν ξέρω πού, με τους γνωστούς/ άγνωστους τραγουδιστές και το αυτοσχέδιο σκηνικό, και το ότι καθίσαμε πρώτο τραπέζι πίστα, ήταν το αντίστοιχο του να πας να κάνεις για πρώτη φορά σεξ και να εξοπλίζεσαι με μαστίγια, χειροπέδες, «κουστούμια» με δέρμα και φερμουάρ, κινκυ αξεσουάρ. Ναι, ήταν χάρντκορ, το χειρότερο που μπορούσαμε να βρούμε!
Όψη: σα μάντρα που πουλάει υλικά οικοδομών. Με το όνομα της φίρμας να δεσπόζει:
ΜΙΜΗΣ ΓΚΙΟΥΛΕΚΑΣ!
Ο θρύλος των σκυλάδικων. Ο μεγάλος. Ναι, έχει κάνει και στη στενή. Ναι, του αρέσει η μαστούρα (σεξ, ναρκωτικά, και μπουζούκι εντ ρόλ). Αλλά για τον εαυτό του μόνο, γιατί στο αξέχαστο τραγούδι του «βρε παπαδιά βρε παπαδιά τι μαστουριάζεις τον παπά;»
δείχνει όσο να πεις μια κοινωνική ευαισθησία – να μην πω ότι υπενθυμίζει ότι το λιβάνι που καίνε στις εκκλησίες περιέχει τετραϋδροκανναβινόλη (την ίδια δραστική ουσία με το χασίς· όπερ εξηγεί πώς και γιατί κολλάνε τόσες γριές με την εκκλησία – με τη σύνταξη πείνας που παίρνουν πώς να μπορέσουν να τα αγοράσουν μόνες τους;). Φεύγω από το θέμα μου όμως…
Μίμης Γκιουλέκας.
Άνθρωπος της πιάτσας, ντυμένος στα λευκά με την πορτοκαλί γραβάτα να είναι ασορτί με το ποτήρι ουίσκι που κρατούσε (βλέπε φώτο). Κούρεμα απολιθωμένο από τη δεκαετία του ’80 να πλαισιώνει αυτό το βασανισμένο από τη νύχτα πρόσωπο. Κινήσεις αργές, βαριές, σαν να είχε αρθρίτιδα στην προχωρημένη της μορφή.
Ρεπερτόριο: τεράστιο. Τραγούδησε απ’ όλα. Και δημοτικά και ποντιακά και μοντέρνα και σκυλάδικα 3ης ως 33ης κατηγορίας. Με φωνή βαριά, χαμόγελο δυσκοίλιο, βλέφαρα χαμηλωμένα, τα χείλη να φιλάνε το μικρόφωνο. Τα είπε όλα ο Μίμης. Και έλαμπε σαν σταρ, ανάμεσα στους συμπαθέστατους κομπάρσους: τη νέα και αδύνατη τραγουδίστρια που βγήκε μέσα από σύννεφα καπνού – σούπερ μίνι φόρεμα, μαλλί περμανάντ και βάψιμο έντονο – τον γουόναμπι Μίμης με τα παχάκια να πέφτουν πάνω από τη ζώνη, που κατέβαζε το μικρόφωνο πάνω από τα κεφάλια μας σαν μπουμ στα γυρίσματα σουρεαλιστικής κωμωδίας για να τραγουδήσουμε μαζί του (ύψιστη τιμή σε σκυλάδικο, απ’ ότι έμαθα μετά), τη λουλουδού που έριχνε δίσκους με γαρύφαλλα στους τραγουδιστές και τους θαμώνες.
Οι θαμώνες…
Οι περισσότεροι ακίνητοι και ευλαβείς, σαν σε εκκλησία να πίνουν την θεία κοινωνία (ουίσκι, φυσικά), άνθρωποι της νύχτας, αλλά και παχουλές χωριάτισσες να χορεύουν το τσιφτετέλι σαν τέκνο, να λυγίζουν μέχρι κάτω μια μέση που το πάχος δεν άφηνε να φανεί ότι υπάρχει, μαλλί φουντωμένο, ρούχα λαμέ και σαγιονάρες, τις οποίες πετούσαν με μεγάλη ευκολία για να κάνουν τις απίθανες χορευτικές φιγούρες τους ξυπόλυτες ανάμεσα στα γαρύφαλλα που έπεφταν βροχή.
Σωστή επιλογή υποδήματος. Γιατί τα δικά μου camper γλιστρούσαν πάνω στα λουλούδια, και η ενδυματολογική μου παράλειψη να μη φορέσω ούτε ίχνος λαμέ ή glitter μου αφαιρούσε κάθε ίχνος γκλαμουριάς. Σαν τουρίστρια έμοιαζα – είδα σκοτάδι και μπήκα. Παρόλα αυτά, χόρεψα μέχρι τελικής πτώσεως – πράγμα που ισοδυναμεί με το να εκτελείς το καμασούτρα από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα την πρώτη φορά που το κάνεις· άντε να πείσεις ότι είσαι πρωτάρα! Ας όψεται ο Μίμης (Γκιουλέκας), ο Τζώνυ (Γουόκερ) και το σοκ της πρώτης φοράς σε σκυλάδικο.
Με ασταμάτητο τσιφτετέλι και γέλιο ήρθε το ξημέρωμα. Γυρνάω και φωνάζω στο Μίμη: «Είσαι μεγάλος!»
Και αυτός, στρέφει αργά το κεφάλι, σκάει μισό χαμόγελο και δέχεται τη φιλοφρόνηση με σεμνότητα αλλά και αυτογνωσία: « ’φχαριστώώώ…»
Υ.Γ.: Μεταξύ μας πάντως, δίπλα στο ισπανικό κιτς, τύφλα να έχουν όλα τα σκυλάδικα της εθνικής… Κάνω γερή προπόνηση στη Βαρκελώνη…
Στη φωτογραφία βλέπουμε τον αξέχαστο Μίμη Γκιουλέκα να χαιρετάει τα πλήθη...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ:
https://karditsas.blogspot.com/
ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ!
Ορισμός (για τους ξένους αναγνώστες). Σκυλάδικο, το (ουσιαστικό): Κέντρο διασκέδασης με τα κάτωθι χαρακτηριστικά: Μουσική –μπουζούκι live. Αοιδοί – τραγουδιστές με βαριά φωνή, κουστούμι, ανοιχτό πουκάμισο που αφήνει τις τρίχες να φαίνονται, ακριβό ρολόι στο χέρι / τραγουδίστριες με μίνιμαλ ενδυμασία (σουτιέν – μίνι φούστα) / ταλέντο στο τραγούδι – προαιρετικό. Απαραίτητες προϋποθέσεις – λουλούδια να πέφτουν στην πίστα, πιάτα να σπάνε, και φυσικά, το όλο σύνολο να αποπνέει παρακμή…
Διαλέξαμε προσεκτικά τον τόπο του εγκλήματος (Καρδίτσα: τη στιγμή που όλοι έτρεχαν να δροσιστούν στις παραλίες, εμείς κινήσαμε από τη Θεσσαλονίκη να τσουρουφλιστούμε στον καύσωνα του Θεσσαλικού κάμπου), τους συνεργούς (όλοι ένας κι ένας και κανένας βαρετός ή κομπλεξαρισμένος) και το τολμήσαμε με περισσή σύνεση, καθότι ήταν η πρώτη μου φορά και έπρεπε να πονέσει όσο το δυνατόν λιγότερο. Καλά ακούσατε… σε τέτοια προχωρημένη ηλικία δεν είχα ξαναπάει ούτε σε σκυλάδικο, ούτε σε μπουζούκια, ούτε σε ελληνάδικο. Να έφταιγε ροκ παρελθόν μου; Το ελέκτρο παρόν μου; Οι σπουδές μου στην ιστορία της τέχνης, και όλη η κουλτουροσύνη μου γενικότερα; Δεν ξέρω… γεγονός πάντως ήταν ότι στα σκυλάδικα ήμουν παρθένα!
Βέβαια, το συγκεκριμένο σκυλάδικο που διαλέξαμε, στο τάδε χιλιόμετρο εθνικής οδού Καρδίτσας προς δεν ξέρω πού, με τους γνωστούς/ άγνωστους τραγουδιστές και το αυτοσχέδιο σκηνικό, και το ότι καθίσαμε πρώτο τραπέζι πίστα, ήταν το αντίστοιχο του να πας να κάνεις για πρώτη φορά σεξ και να εξοπλίζεσαι με μαστίγια, χειροπέδες, «κουστούμια» με δέρμα και φερμουάρ, κινκυ αξεσουάρ. Ναι, ήταν χάρντκορ, το χειρότερο που μπορούσαμε να βρούμε!
Όψη: σα μάντρα που πουλάει υλικά οικοδομών. Με το όνομα της φίρμας να δεσπόζει:
ΜΙΜΗΣ ΓΚΙΟΥΛΕΚΑΣ!
Ο θρύλος των σκυλάδικων. Ο μεγάλος. Ναι, έχει κάνει και στη στενή. Ναι, του αρέσει η μαστούρα (σεξ, ναρκωτικά, και μπουζούκι εντ ρόλ). Αλλά για τον εαυτό του μόνο, γιατί στο αξέχαστο τραγούδι του «βρε παπαδιά βρε παπαδιά τι μαστουριάζεις τον παπά;»
δείχνει όσο να πεις μια κοινωνική ευαισθησία – να μην πω ότι υπενθυμίζει ότι το λιβάνι που καίνε στις εκκλησίες περιέχει τετραϋδροκανναβινόλη (την ίδια δραστική ουσία με το χασίς· όπερ εξηγεί πώς και γιατί κολλάνε τόσες γριές με την εκκλησία – με τη σύνταξη πείνας που παίρνουν πώς να μπορέσουν να τα αγοράσουν μόνες τους;). Φεύγω από το θέμα μου όμως…
Μίμης Γκιουλέκας.
Άνθρωπος της πιάτσας, ντυμένος στα λευκά με την πορτοκαλί γραβάτα να είναι ασορτί με το ποτήρι ουίσκι που κρατούσε (βλέπε φώτο). Κούρεμα απολιθωμένο από τη δεκαετία του ’80 να πλαισιώνει αυτό το βασανισμένο από τη νύχτα πρόσωπο. Κινήσεις αργές, βαριές, σαν να είχε αρθρίτιδα στην προχωρημένη της μορφή.
Ρεπερτόριο: τεράστιο. Τραγούδησε απ’ όλα. Και δημοτικά και ποντιακά και μοντέρνα και σκυλάδικα 3ης ως 33ης κατηγορίας. Με φωνή βαριά, χαμόγελο δυσκοίλιο, βλέφαρα χαμηλωμένα, τα χείλη να φιλάνε το μικρόφωνο. Τα είπε όλα ο Μίμης. Και έλαμπε σαν σταρ, ανάμεσα στους συμπαθέστατους κομπάρσους: τη νέα και αδύνατη τραγουδίστρια που βγήκε μέσα από σύννεφα καπνού – σούπερ μίνι φόρεμα, μαλλί περμανάντ και βάψιμο έντονο – τον γουόναμπι Μίμης με τα παχάκια να πέφτουν πάνω από τη ζώνη, που κατέβαζε το μικρόφωνο πάνω από τα κεφάλια μας σαν μπουμ στα γυρίσματα σουρεαλιστικής κωμωδίας για να τραγουδήσουμε μαζί του (ύψιστη τιμή σε σκυλάδικο, απ’ ότι έμαθα μετά), τη λουλουδού που έριχνε δίσκους με γαρύφαλλα στους τραγουδιστές και τους θαμώνες.
Οι θαμώνες…
Οι περισσότεροι ακίνητοι και ευλαβείς, σαν σε εκκλησία να πίνουν την θεία κοινωνία (ουίσκι, φυσικά), άνθρωποι της νύχτας, αλλά και παχουλές χωριάτισσες να χορεύουν το τσιφτετέλι σαν τέκνο, να λυγίζουν μέχρι κάτω μια μέση που το πάχος δεν άφηνε να φανεί ότι υπάρχει, μαλλί φουντωμένο, ρούχα λαμέ και σαγιονάρες, τις οποίες πετούσαν με μεγάλη ευκολία για να κάνουν τις απίθανες χορευτικές φιγούρες τους ξυπόλυτες ανάμεσα στα γαρύφαλλα που έπεφταν βροχή.
Σωστή επιλογή υποδήματος. Γιατί τα δικά μου camper γλιστρούσαν πάνω στα λουλούδια, και η ενδυματολογική μου παράλειψη να μη φορέσω ούτε ίχνος λαμέ ή glitter μου αφαιρούσε κάθε ίχνος γκλαμουριάς. Σαν τουρίστρια έμοιαζα – είδα σκοτάδι και μπήκα. Παρόλα αυτά, χόρεψα μέχρι τελικής πτώσεως – πράγμα που ισοδυναμεί με το να εκτελείς το καμασούτρα από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα την πρώτη φορά που το κάνεις· άντε να πείσεις ότι είσαι πρωτάρα! Ας όψεται ο Μίμης (Γκιουλέκας), ο Τζώνυ (Γουόκερ) και το σοκ της πρώτης φοράς σε σκυλάδικο.
Με ασταμάτητο τσιφτετέλι και γέλιο ήρθε το ξημέρωμα. Γυρνάω και φωνάζω στο Μίμη: «Είσαι μεγάλος!»
Και αυτός, στρέφει αργά το κεφάλι, σκάει μισό χαμόγελο και δέχεται τη φιλοφρόνηση με σεμνότητα αλλά και αυτογνωσία: « ’φχαριστώώώ…»
Υ.Γ.: Μεταξύ μας πάντως, δίπλα στο ισπανικό κιτς, τύφλα να έχουν όλα τα σκυλάδικα της εθνικής… Κάνω γερή προπόνηση στη Βαρκελώνη…
Στη φωτογραφία βλέπουμε τον αξέχαστο Μίμη Γκιουλέκα να χαιρετάει τα πλήθη...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ:
https://karditsas.blogspot.com/
12 σχόλια:
Μην είσαι τόσο ανταγωνιστική... Εξάλλου ο Μίμης εκεί είναι, ολόκληρο το μαγαζί για πάρτη του, πού θα πάει θα σμίξετε...
Και εγώ χιλιόμετρα έκανα, μέσα στον καύσωνα! Αλλά άξιζε τον κόπο, αξέχαστη εμπειρία...
Τα είπες πολύ ωραία, σταράτα και κατατοπιστικά. Συμφωνώ για το Μίμη, γιατί ακόμα και εμείς που πήγαμε ως άσχετοι, μετά από λίγη ώρα πραγματικά μαγευτήκαμε από αυτόν ως άτομο και φωνή. Το να βρεις κάποιον γνήσιο είναι τόσο σπάνιο... Και ναι, όταν του είπα "είσαι μεγάλος", το ένιωθα.
Χαιρετίσματα στην Καρδίτσα :)))
Ισως την επόμενη εβδομάδα να επανέλθω με περισσότερες πληροφορίες για την καριέρα του.
Ευχαριστώ (old fighter 4)
Σ'ευχαριστώ για τα σχόλια, ελπίζω να επανέλθεις με περισσότερες πληροφορίες για το Μίμη Γκιουλέκα Αναρωτιέμαι τι να κάνει αυτό τον καιρό...
(old fighter 4)
Οσο για την ερώτησή σου ο Μίμης συνεχίζει τις εμφανίσεις του στο μαγαζί που έστησε με πολύ αγωνία και κόπο (ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ) στο 5χιλ.της εθνικής οδού Καρδίτσας-Αθηνών και φυσικά πιστευω ότι θα αφιερώνει και πολύ χρόνο στο εγγονάκι του που τόσο πολύ αγαπάει.
Φίλε ΜΙΜΗ πολλά φιλιά απο την Αθήνα.
ΕΡΧΟΜΑΙκαι θα τα πούμε απο κοντά...