Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Στέλιος Καζαντζίδης ♥

Στέλιος Καζαντζίδης, ο υπηρέτης του λαϊκού τραγουδιού

Ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε ένας πραγματικός, ανόθευτος λαϊκός ερμηνευτής. Τραγουδήθηκε όσο λίγοι και εξέφρασε μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν αυτονόητη. Οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι, πρόσφυγες, εργάτες βρήκαν νόημα στους στίχους και τη μουσική του, χωρίς το κοινό του να σταματά σε αυτούς. Το κοινό του ήταν ολόκληρη η Ελλάδα. 


Βιογραφικό

Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1931 στη Νέα Ιωνία, στην οδό Αλαείας 33. Ο πατέρας του ήταν ποντιακής καταγωγής και η μητέρα του προσφυγοπούλα από τα μέρη της Τουρκίας. Από αυτήν και την γιαγιά του άκουγε σαν παιδί όλα τα λαϊκά τραγούδια που έφεραν οι πρόσφυγες . Η γιαγιά του του έλεγε τραγούδια και τον νανούριζε από μωρό . Όπως λέει ο ίδιος , νομίζει οτι από αυτήν πήρε τις τεχνικές , τις αναπνοές , το κλάμα στην φωνή . Ως την στιγμή που τον ανέλαβε ο μεγάλος δάσκαλος Στέλιος Χρυσίνης και του δίδαξε τα λαϊκά .

Λίγο μετά τη γερμανική κατοχή, ο πατέρας του αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Μπέλλες και αργότερα στο Κιλκίς. Λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων αλλά και της δράσης του την περίοδο της κατοχής, η οικογένεια υπέστη άγριο κυνηγητό ενώ μετά από πολλές περιπλανήσεις επέστρεψε το 1945 στη Ν. Ιωνία. Ο Στέλιος Καζαντζίδης βγήκε στο μεροκάματο από 14 ετών. Η υγεία του πατέρα του είχε κλονιστεί και έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά για να ζήσει τη μητέρα και τον μικρό του αδελφό, Στάθη. Έκανε διάφορα επαγγέλματα. Εργάσθηκε στο υφαντουργείο "Έσπερος", σε οικοδομές και εργοστάσια.
Το εισιτήριο για το πάνθεον του λαϊκού τραγουδιού ήταν η κιθάρα που του χάρισε κάποια μέρα το αφεντικό του στον Έσπερο, ένα εργοστάσιο στον Περισσό. «Πάρ' την, είναι δώρο δικό μου. Να την έχεις, να παίζεις, να μάθεις να τραγουδάς μαζί της. Να τραγουδάς κι εδώ, στη δουλειά. Να τραγουδάς όσο μπορείς. Να τραγουδάς παιδί μου πάντα. Ποτέ να μη σταματήσεις. Εγώ σ' άκουσα πολλές φορές και ξέρω τι αξίζεις. Άντε πήγαινε στο καλό». Κι ενώ το μυαλό του πήγε κατευθείαν στην απόλυση, όταν έμαθε πως ζήτησε να τον δει ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου, η χειρονομία, αλλά κυρίως τα λόγια του τελευταίου αποδείχτηκαν, το λιγότερο, προφητικά. Η κιθάρα αυτή, σήμανε το τέλος της βιοπάλης και την απαρχή ενός καινούργιου, εξίσου άγριου, αλλά και ύποπτου, κόσμου. Ο Μάνθος Βενέτης, μηχανικός αεροπλάνων που δούλευε στην αεροπορική βάση Φαλήρου, περνούσε τυχαία έξω από το σπίτι του Στέλιου Καζαντζίδη- μόλις είχε γυρίσει από την δουλειά και κλεισμένος στο δωμάτιό του, σιγοτραγουδούσε γρατζουνίζοντας την κιθάρα του, ενώ η μητέρα του υποδεχόταν τον απρόσμενο επισκέπτη: «Ο γιος σας κυρία μου έχει μια φωνή που δεν πρέπει να υπάρχει άλλη όμοιά της στον κόσμο! Φωνάξτε τον, σας παρακαλώ, να τον γνωρίσω». Εκείνο τον καιρό, ο Μάνθος Βενέτης, για να συμπληρώσει το εισόδημά του, έπαιζε μπουζούκι τα Σαββατοκύριακα σε διάφορες ταβέρνες. Πρότεινε λοιπόν στο δεκαεννιάχρονο πια Στέλιο, να συνεργαστούν κι έτσι το βάπτισμα του πυρός έγινε στην ταβέρνα του Τηλέμαχου. Σύντομα το συγκρότημα αλλάζει στέκι και μεταφέρεται στο υπόγειο του Βουτσά στην Καλογρέζα, με υψηλότερο μεροκάματο. Αλλά κι εκεί δεν έμειναν για πολύ. Η φήμη τους ταξίδευε πλέον πολύ γρήγορα κι έτσι βρέθηκαν σ' ένα μαγαζί στην Κηφισιά, μ' ένα καινούργιο μέλος στην παρέα, τον τυφλό Στελιο Χρυσίνη, συνθέτη και μαέστρου τότε της Columbia. Είναι ο άνθρωπος που δίδαξε στον Στέλιο τα πάντα γύρω από την τέχνη του τραγουδιού. Από την Φωλιά της Κηφισιάς, το συγκρότημα Βενέτη, Χρυσίνη, Καζαντζίδη, επιστρέφει στο Ακρωτήρι της Νέας Ιωνίας κι από κει στο Γαλάτσι, όπου καταφθάνουν πλέον, για να ακούσουν την καινούργια καθαρή λαϊκή φωνή, άνθρωποι απ' όλες τις γειτονιές της Αθήνας.
Είναι κοντά στα είκοσι, ο Στέλιος, όταν νιώθει το άστρο του να δυναμώνει. Στο Ακρωτήρι συχνάζει και ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, που εκείνη την εποχή υπηρετούσε την θητεία του στο ναυτικό. Η φιλία τους θα κρατήσει πολλά χρόνια, ως τη δολοφονία του «ναύτη», από το καθεστώς των συνταγματαρχών. Μετά το Γαλάτσι, ακολουθεί η Νέα Φιλαδέλφεια. Στο κέντρο Θείος ο Στέλιος εμφανίζεται μαζί με το διάσημο τότε συγκρότημα του Γεράσιμου Κλουβάτου. Τ' όνομά του συζητιέται παντού. Η απόσταση από την δόξα ολοένα και μικραίνει. Και οι προσφορές για καλύτερο μεροκάματο είναι φυσικά αναμενόμενες. Κάπως έτσι βρίσκεται στη περίφημη Χαβάη του Νέου Ηρακλείου. Η επαγγελματική, λοιπόν, σχέση του με το τραγούδι ξεκινάει το 1950-51. Τον Ιούνιο του 1952 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο, απογοητεύεται όμως γρήγορα από την απήχησή του. Ήταν το κομμάτι του Απόστολου Καλδάρα, Για μπάνιο πάω κι αν θέλεις έλα. «Ούτε άρεσε, ούτε πουλήθηκαν δίσκοι. Ο καιρός περνούσε, ο δίσκος δεν πουλιότανε. Πέρασα τη μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής μου».
Με το δεύτερό του όμως δισκάκι και το τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου, Δεν θέλω το κακό σου (Οι Βαλίτσες), αρχίζει να χτίζεται ο θρύλος. «Τα έξι πρώτα τραγούδια που τραγούδησε ο Καζαντζίδης είναι δικά μου. Μα οι Βαλίτσες έχουν μια ιστορία. Έπαιζα τότε το 1949 με 1950, στην Τριάνα του Χειλά» θυμάται ο Γιάννης Παπαϊωάννου. «Κάποιος από την κομπανία είχε προηγούμενα με τον Χειλά. Δεν τα πήγαινε καλά. Ένα βράδυ πριν αρχίσει η δουλειά παρεξηγήθηκαν. Όλο το βράδυ που παίζαμε στο πάλκο, έλεγε αυτός ότι, «θα πάρω τις βαλίτσες και θα φύγω από το μαγαζί». Το είπε πενήντα φορές μέχρι να σχολάσουμε. Μου μπήκε μια ιδέα για τις βαλίτσες που έλεγε αυτός. Έγραψα μόνο μια λέξη. Έγραψα στο πακέτο με τα τσιγάρα «Βαλίτσες». Το έδωσα στον στιχουργό Μάνεση και το έφτιαξε. Άλλο θέμα. Από τις βαλίτσες ξεκίνησε αυτό το τραγούδι και μ' αυτό ήταν τυχερό να ξεκινήσει και ο Καζαντζίδης». Τα τραγούδια του γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία κι όπου κι αν εμφανίζεται δημιουργείται το αδιαχώρητο: Θείος, Μπερτζελέτος, Ζέφυρος, Ροσινιόλ.


Την τριετία 1953-1956, το συνοδεύουν στους δίσκους και στα κέντρα, η Ρένα Στάμου, η Βιολέτα, η Μαίρη Γρίλλη και η Καίτη Γκρέυ. Η τελευταία, παρά τις πρόσφατες τηλεοπτικές υστερίες που προκάλεσε το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού με τις περίφημες ηχογραφημένες συνομιλίες της Θάσου, έχει σίγουρα κρατήσει άσβεστες τις μνήμες από την εποχή του μεγάλου τους έρωτα. Ένας δίσκος της μάλιστα, από την τελευταία κι όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη φάση της καριέρας της, τιτλοφορείται: Όταν ακούω Καζαντζίδη. Ο αρραβώνας τους με την Καίτη Γκρέυ (είχαν γνωριστεί στο μαγαζί του Κλουβάτου κι ο έρωτας ήταν ακαριαίος), διαλύθηκε το 1956, μόλις είχαν ηχογραφήσει το προφητικό για τη σχέση τους κομμάτι του Μανώλη Χιώτη, Απόψε φίλα με. Το άστρο του όμως έχει αρχίσει να κινείται με ταχύτητα φωτός, οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη: Βύθισε μου το μαχαίρι (Κλουβάτου), Έπεσα έξω (Μητσάκη), Εχτές αργά το δειλινό (Παπαϊωάννου). «Τα τραγούδια τότε ήταν αληθινές ιστορίες των ανθρώπων, γιατί οι στιχουργοί γράφανε με βάση την καθημερινότητα, τα προβλήματα του τόπου, ενώ τώρα δεν ξέρω με ποια κριτήρια γράφονται τα σημερινά τραγούδια, γι' αυτό και δε μένουν». (Οκτώβριος 1992, στην εκπομπή του Πάνου Γεραμάνη, Λαϊκοί Βάρδοι- ΕΡΑ 2)

Το 1957 γνωρίζει στη Θεσσαλονίκη τη Μαρινέλλα και γίνονται καλλιτεχνικό ζευγάρι. Γνωρίζουν τεράστια απήχηση από τις πρώτες κιόλας ηχογραφήσεις τους 
("Η πρώτη σου αγάπη είμαι εγώ" και "Νίτσα, Ελενίτσα" του Γιώργου Μητσάκη) και καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού. Μαζί μεγαλούργησαν καλλιτεχνικά στη δισκογραφία και σε διάφορες ζωντανές εμφανίσεις.

Το 1961 συμμετέχει στις μουσικές θεατρικές παραστάσεις των Μάνου Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη ερμηνεύοντας ζωντανά - και αργότερα σε δίσκους- τα τραγούδια τους. Τον Ιανουάριο του 1964, ο Καζαντζίδης αφήνει την Κολούμπια και πηγαίνει στις εταιρίες του Μίνου Μάτσα "Odeon-Parlophone". Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς παντρεύεται την Μαρινέλλα. Ηχογραφούν την "Καταχνιά", σε μουσική Χρήστου Λεοντή και στίχους Κώστα Βίρβου.

Το 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε λαϊκό μαγαζί, στο "Φαληρικόν" του Μαργωμένου στην οδό Ηπείρου, εγκαταλείποντας ουσιαστικά το πάλκο, σε ηλικία μόλις 34 ετών. Το 1966 χωρίζει με την Μαρινέλλα και την επόμενη χρονιά πραγματοποιούν τις τελευταίες ηχογραφήσεις τους στην εταιρεία Philips ("Μη μου λέτε γι' αυτήν", "Απόψε σ' έχω στην αγκαλιά μου", "Η καρδιά της μάνας" κ.λ.π.). Το 1968 δίνει την ευκαιρία στο Χρήστο Νικολόπουλο να περάσει στη δισκογραφία ερμηνεύοντας το πρώτο τραγούδι "Νυχτερίδες κι αράχνες", σε στίχο Κώστα Βίρβου, που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Το 1971 κυκλοφορεί ο δίσκος 33 στροφών, "Καζαντζίδης Νο3", που δίνει τη δυνατότητα στο νεαρότερο κοινό να γνωρίσει τις κλασικές ερμηνείες του, στα τέλη του '50 και στις αρχές του '60. Το 1973 ηχογραφεί έξι δημιουργίες του Ακη Πάνου ("Η ζωή μου όλη", "Το θολωμένο μου μυαλό", "Μίσος", "Οι μισοί καλοί", "Αντε να περάσει η μέρα", "Τα όνειρα που χτίζονται"). Το 1974 ηχογραφεί το άλμπουμ "Στην Ανατολή" σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Την επόμενη χρονιά όλη η Ελλάδα τραγουδά το "Υπάρχω", σε στίχους Πυθαγόρα.

Μαζί με τους μόνιμους συνεργάτες του, Χρήστο Νικολόπουλο και Πυθαγόρα, δημιουργούν το Υπάρχω. Και τα 12 τραγούδια του δίσκου έγιναν επιτυχίες. Υπάρχω, Κάτω απ' το πουκάμισό μου, Οι αισθηματίες. Εκείνο το σαββατόβραδο του 1975, ολόκληρη η Ελλάδα ήταν καθηλωμένη μπροστά στην τηλεόραση, για να παρακολουθήσει τους δημιουργούς του δίσκου να μιλούν για τη συνεργασία τους. Ο Καζαντζίδης είχε κλείσει μια δεκαετία αποχής από τα νυχτερινά μαγαζιά κι ο κόσμος διψούσε για το τραγούδι και την παρουσία του. Η απήχηση του Υπάρχω ήταν συγκλονιστική λες κι επρόκειτο για μια καινούργια λαϊκή επανάσταση. Έγινε σύνθημα, αφορμή για να ονομαστούν μαγαζιά, ταβέρνες, καφετερίες, έγινε φίρμα σε εταιρεία παραγωγής αλκοολούχων, έγινε ροκ διασκευή, δημιούργησε ένα μύθο μοναδικό κι αξεπέραστο. Ισως γιατί αποτελεί και την τελευταία δισκογραφική παρουσία του Καζαντζίδη στη δεκαετία του 70. Θα επιστρέψει στο στούντιο το 1987, δώδεκα χρόνια μετά για να ηχογραφήσει ένα τελευταίο άλμπουμ στη ΜΙΝΟΣ. Ελεύθερος πια από τη συγκεκριμένη εταιρεία ηχογραφεί το δίσκο ο "Δρόμος της επιστροφής" , ο οποίος πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα. Από τότε, σε αραιά διαστήματα, μας χαρίζει δείγματα από το σπάνιο ταλέντο του μέσα από δίσκους που γίνονται χρυσοί από τη πρώτη κιόλας μέρα της κυκλοφορίας τους στη δισκοπωλεία ("Βραδιάζει", "Βιώματα", "Αφιέρωμα", "Τραγουδώ", "Έρχονται χρόνια δύσκολα" κ.α.). Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν η ζωντανή ηχογράφηση "Ενα γλέντι με τον Στελλάρα" και οι πετυχημένες συμμετοχές του σε 4 δίσκους με Ποντιακά τραγούδια. Μοναδικές, επίσης, στιγμές η ερμηνεία του στο τραγούδι "Πέτρινα χρόνια" του Σταμάτη Σπανουδάκη, η συμμετοχή του στη σύνθεση του Αντώνη Βαρδή "Στην Ελλάς του 2000", με τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα και τον Αντώνη Βαρδή, και η επανεκτέλεση παλιών τραγουδιών των Τσιτσάνη, Τζουανάκου, Μητσάκη, Παπαιωάννου κ.α.

Οι επιτυχίες του αμέτρητες : «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ», «Η κοινωνία με κατακρίνει», «Μαντουμπάλα», «Ζιγκουάλα», «Απόκληρος της κοινωνίας», «Είσαι η ζωή μου», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας», «Καρδιά πληγωμένη» κ.ά. Μέσα σε μία χρονιά, το 1959, το δισκάκι 45 στροφών με τη «Μαντουμπάλα» στη μια πλευρά και το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», στην άλλη, πούλησε 96 χιλιάδες αντίτυπα, σπάζοντας το ρεκόρ των 45.000 που είχε ως τότε το «Γαρίφαλο στ' αυτί» των Χατζιδάκι - Σακελάριου. Οι πωλήσεις, μάλιστα, παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο για ακόμα 7-8 χρόνια. Απόλυτος κυρίαρχος στο λαϊκό τραγούδι μέχρι το '65, ο Στ. Καζαντζίδης ερμηνεύει τραγούδια με θέμα κοινωνικό, τα περισσότερα από τα οποία αναφέρονταν στη μάστιγα της μετανάστευσης. Τραγουδά τους καημούς, τις πίκρες, τις αδικίες του κόσμου και αγγίζει τις καρδιές αυτών με τα «Μουτζουρωμένα χέρια», όσων μοχθούν για το μεροκάματο, αυτών που «γεύονται» «Το ψωμί της ξενιτιάς», «Στον Καναδά, στη Βραζιλία», ή στου «Βελγίου τις στοές». Τραγουδά για τα παλικάρια στις «Φάμπρικες», για τις φτωχογειτονιές, για τον έρωτα, για το χωρισμό, το άδικο... Παράλληλα με τον καημό της ξενιτιάς και τα άλλα κοινωνικά του τραγούδια, δε συμμετέχει στο «τοπίο» του εξωτισμού - οι ινδικές ταινίες εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν - και ακολουθώντας το παράδειγμα του Μανώλη Αγγελόπουλου, τραγουδά τις εξωτικές γυναίκες με τα παράξενα ονόματα Μαντουμπάλα, Ζιγκουάλα, Μανώλια. Σταθμοί στην πορεία του Στ. Καζαντζίδη υπήρξαν οι συνεργασίες τους με τους «έντεχνους» δημιουργούς. Μοναδικές είναι οι ερμηνείες τους στην «Καταχνιά» του Χρήστου Λεοντή (σε στίχους Κώστα Βίρβου). Ανάλογες και στην «Πολιτεία» του Μ. Θεοδωράκη, με τα αθάνατα τραγούδια «Βράχο βράχο», «Καημός», «Παράπονο», «Μετανάστης», «Σαββατόβραδο», «Έχω μια αγάπη», καθώς και στις συνθέσεις του Μ. Χατζιδάκι «Αθήνα», «Κυρ - Αντώνης», «Κουρασμένο παλικάρι», «Το πέλαγο είναι βαθύ». Το 1962, για τις ανάγκες της παράστασης «Όμορφη πόλη» του Μ. Θεοδωράκη, σε κείμενα Μποστ, στο Θέατρο «Παρκ» της λεωφόρου Αλεξάνδρας, έσμιξαν για πρώτη και τελευταία φορά στο ίδιο μικρόφωνο οι φωνές του Στ. Καζαντζίδη και του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Το 1974 ηχογράφησε το έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Στην Ανατολή», ένας δίσκος σημαντικός, που όμως θάφτηκε κυριολεκτικά από το μάρκετινγκ. Ξεχωριστό επίσης ήταν το τραγούδι «Δε θα ξαναγαπήσω» των Μάνου Λοΐζου - Λευτέρη Παπαδόπουλου, που ερμήνευσε απαράμιλλα.

Ξαναπαντρεύτηκε τον Απρίλιο του 1982 την Βάσω Κολοβού-Κατσαβού κι έζησε μαζί την ως το τέλος, στο σπίτι τους, στον Άγιο Κωνσταντίνο, με τις άλλες μεγάλες του αγάπες, την θάλασσα και το ψάρεμα: «Σε πολύ σκληρές ώρες το ψάρεμα μου γαλήνευε την ψυχή, περισσότερο απ' το τραγούδι. Για πρώτη φορά ψάρεψα στο Μακρονήσι. Οταν ήμουν κρατούμενος. Κάποιες στιγμές ξέφευγα. Στράβωνα καρφίτσες και τις έκανα πρόχειρο αγκίστρι. Ένωνα δυο τρεις τρίχες από ουρά αλόγου και τις χρησιμοποιούσα για πετονιά. Ετσι άρχισα να ψαρεύω. Κι όταν έπιανα κάμποσα ψάρια, τα λυπόμουν και τα ξαναπετούσα στην θάλασσα». Αδυναμία όμως είχε και στην μητέρα του Γεσθημανή, η οποία είχε σαν τελευταία επιθυμία της να βάλει ο Στέλιος την φωτογραφία της στο δίσκο του . Η επιθυμία της εκπληρώθηκε και ο δίσκος "Ελεύθερος" αφιερώθηκε σε εκείνη.

Στις 14 Σεπτεμβρίου 2001 πέθανε, σε ηλικία 70 ετών, νικημένος από την επάρατη νόσο.

Η δισκογραφική διαδρομή του Στέλιου Καζαντζίδη

Ο Στέλιος Καζαντζίδης, μπήκε στο χώρο της δισκογραφίας το καλοκαίρι του 1952, με το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Για μπάνιο πάω». Έκτοτε, η δισκογραφική πορεία του Στέλιου Καζαντζίδη, χαρακτηρίζεται πολυτάραχη και η επαγγελματική του προοπτική - παραδόξως - αβέβαιη. Το 1980, θα εκμυστηρευτεί στον Βασίλη Βασιλικό:

«Αν και ήμουνα ο πρώτος τραγουδιστής, ένιωθα πάντα μια ανασφάλεια κι έψαχνα να βρω μια πιο σίγουρη δουλειά για να μπορέσω να ζήσω».

Δεν ήταν, άλλωστε, λίγες οι φορές, που ο Στέλιος Καζαντζίδης, για διάφορους λόγους, βρέθηκε σε δικαστικές αίθουσες, να αντιδικεί με δισκογραφικές εταιρείες. Χρόνια ολόκληρα, εργάστηκε σε πολλές εταιρίες παραγωγής δίσκων μέχρι να αισθανθεί- όπως χαρακτηριστικά δήλωνε συνεχώς ο ίδιος -«ελεύθερος» και κάποια στιγμή η ανάγκη για αυτοδιάθεση τον οδηγήσε στην απόφαση να ιδρύσει την δική του εταιρεία.

Η είσοδος της Columbia 

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, να παρακολουθήσουμε τις αλλαγές στο δισκογραφικό καθεστώς, παράλληλα με τη καλλιτεχνική σταδιοδρομία του Στέλιου Καζαντζίδη.

Η αρχή της ελληνικής δισκογραφίας απαντά στο απώτερο παρελθόν. Πολύ πριν το 1952, οπότε και ο Στέλιος ξεκίνησε να δισκογραφεί. Οι πρώτες ηχογραφήσεις έγιναν έξω από τα ελλαδικά όρια. Δισκογραφικές εταιρείες του εξωτερικού, αρχικά στις ΗΠΑ και έπειτα σε περιοχές, όπου υπήρχε έντονα ελληνισμός (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Θεσσαλονίκη πριν το 1912), ηχογραφούν και εμπορεύονται ελληνικά τραγούδια, με έλληνες καλλιτέχνες στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Όπως μας πληροφορεί ο Παναγιώτης Κουνάδης, οι πρώτες ηχογραφήσεις σε επίπεδους δίσκους, πραγματοποιήθηκαν το 1896 στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Την ίδια περίοδο (έως το 1924) στον ελλαδικό χώρο γίνονται ηχογραφήσεις από κινητά συνεργεία ξένων εταιρειών, που ερχόταν από το εξωτερικό με το σκοπό αυτό. Για τις ηχογράφησεις εκείνες, εφόσον δεν υπήρχαν κατάλληλες εγκαταστάσεις στην Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον δωμάτια και χώροι γνωστών ξενοδοχείων της Αθήνας.

Μόλις το 1924 εμφανίζονται παραρτήματα ξένων εταιρειών στην Ελλάδα αλλά μέχρι το 1930, λόγω έλλειψης εγκαταστάσεων όπως είπαμε, οι ηχογραφήσεις γίνονται από κινητά συνεργεία. Η δαπανηρή διαδικασία των κινούμενων συνεργείων, παρόλο που απαθανάτισε σημαντικές μουσικές δημιουργίες, "κόστισε" κατά κάποιον τρόπο στους ακροατές. Πώς; Για λογαριασμό κάθε εταιρείας υπήρχε και ένα συγκρότημα, που έπαιζε σχεδόν όλα τα είδη τραγουδιού. Η οικονομία χρόνου βλέπετε (χρόνος επιχειρηματικά σήμαινε χρήμα) που επιδίωκαν οι εταιρίες , επέβαλε αυτή την κατάσταση. Παρά τις ικανότητες τους, οι μουσικοί που στελέχωσαν τις αποκλειστικές ορχήστρες των εταιρειών, δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθούν πλήρως στις ειδικές τεχνοτροπίες και στις απαιτήσεις κάθε τραγουδιστικού είδους (άλλωστε ηχογραφούνταν κυρίως δημοτικά τραγούδια και παραδοσιακοί σκοποί με πολλές μουσικές ιδιαιτερότητες).

Το πρώτο παράρτημα δισκογραφικής, ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι το παράρτημα της γερμανικής εταιρείας "ODEON". Το αμέσως επόμενο είναι το παράρτημα της αγγλικής "Grammophone", στην Αθήνα αυτή τη φορά. Η αγγλική αυτή εταιρεία, ήταν η θυγατρική της αμερικάνικης "COLUMBIA", η οποία από το 1888 είχε έδρα την Ουάσιγκτον των ΗΠΑ. Την εκπροσώπηση του σήματος της "COLUMBIA" ( που ήταν το ένα σήμα της
"Grammophone" στους δίσκους - γιατί υπήρχε και το άλλο σήμα της: "His Master’s Voice") αναλαμβάνουν οι αδερφοί Λαμπρόπουλοι.

Λίγο πριν το 1930, ο Μίνωας Μάτσας μπαίνει στην διοίκηση της "ODEON" και λαμβάνοντας, παράλληλα, την εκπροσώπηση της γερμανικής "Parlophone" πετυχαίνει να την μετεξελίξει σε ελληνική εταιρεία.

Τον Δεκέμβριο του 1930, ολοκληρώνεται, με το πέρας δύο χρόνων από την έναρξη των εργασιών, το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων της "Grammophone" στον Περισσό και ο πρώτος δίσκος τυπώνεται στις 20 του ίδιου μήνα.

Χειροποίητη επεξεργασία των πρώτων δίσκων
γραμμοφώνου στο εργοστάσιο της Columbia 

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο 1930.

Η ελληνική δισκογραφία διέρχεται μια νέα εποχή, την οποία σηματοδοτούν οι επαγγελματικοί χώροι ηχογράφησης και το εγροστάσιο παραγωγής δίσκων.

Οι Λαμπρόπουλοι εκπροσωπούν τώρα και τα δύο σήματα της “Grammophone” (“COLUMBIA” και “His Master’s Voices”) και ο Μίνωας Μάτσας το γκρούπ εταιρειών “ODEON"– "Parlophone".

Από την “COLUMBIA” θα ξεκινήσει και ο Καζαντζίδης στα 1952, όπως προείπαμε. Η εμπορική επιτυχία της "Μαντουμπάλας" το 1959, στάθηκε η αφορμή για την πρώτη δικαστική διαμάχη του Στέλιου με τους Λαμπρόπουλους. Η δικαστική απόφαση δεν δικαίωσε τον τραγουδιστή.

Ο Στέλιος αγανακτισμένος, συνεργάζεται με τον Γιώργο Ορφανίδη, ιδιοκτήτη της εταιρείας “RCA” η οποία ιδρύθηκε στα 1960. Ο Γιώργος Ορφανίδης συνεργάστηκε με σημαντικούς λαϊκούς τραγουδιστές, που δεν τους ήθελαν πλέον οι μεγάλες εταιρείες (Στράτος Παγιουμτζής, Πρόδρομος Τσαουσάκης κ.α) και αυτό ίσως ήταν το μυστικό της επιτυχίας της εταιρείας του στη δεκαετία του ΄60. Οι μήτρες των δίσκων της “RCA” στέλνονταν στη Γερμανία και συγκεκριμένα στη Στουτγάρδη, παρόλο που οι ηχογραφήσεις γινόντουσαν στην Ελλάδα. Σύμφωνα πάντα με τα όσα ισχυρίστηκε ο Καζαντζίδης, οι Λαμπρόπουλοι εμπόδιζαν την κυκλοφορία δίσκων της “RCA” καθυστερώντας τις διαδικασίες στο τελωνείο. Η κατάσταση αυτή, όξυνε τις σχέσεις της “COLUMΒΙΑ” με τον λαϊκό τραγουδιστή.

Δίνοντάς του ποσοστά επί των πωλήσεων, οι Λαμπρόπουλοι ανανέωσαν τελικά την συνεργασία τους με τον Καζαντζίδη. Στην αντίπερα όχθη, η “ODEON- Parlophone” (η εταιρεία του Μίνωα Μάτσα, ο οποίος αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας) έχοντας πολλά προβλήματα, έχει καταδικαστεί από πολλούς σε εμπορικό τέλος.

Τότε, στα 1960, μπαίνει στο χώρο της δισκογραφίας ο Μάκης Μάτσας, γιός του Μίνωα, και η εταιρεία παίρνει την επωνυμία «Μίνως Μάτσας και Υιός».Η πρώτη επιχειρηματική επιτυχία για τον υιό Μάτσα δεν αργεί.

To 1964 υπογράφει συμβόλαιο συνεργασίας με το Στέλιο Καζαντζίδη.

Ο Μάκης Μάτσας θα δηλώσει στο Νίκο Φρονιμόπουλο (για το περιοδικό "Εικόνες"):
«Ο λόγος που ο Στέλιος ήθελε να συνεργαστεί μαζί μας ήταν, αφενός μεν η πάρα πολύ κακή σχέση του με τον Τάκη Λαμπρόπουλο της “COLUMBIA” και αφετέρου η τελείως διαφορετική αντιμετώπιση που είχε από εμένα. Ο Στέλιος ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος άνθρωπος, με πολύ ταλαιπωρημένες παιδικές εμπειρίες που του άφησαν χαραγμένα τα σημάδια τους στην ψυχή του. Ήθελε, λοιπόν, μια ιδιαίτερη αντιμετώπιση».

Λίγο πριν τα 1967 ο Στέλιος Καζαντζίδης, αποφασίζει να κάνει τη δική του εταιρεία με το όνομα “STANDARD”. Έχοντας μετά από αλλεπάλληλες αιτήσεις, αποσπάσει την πολυπόθητη άδεια από το Υπουργείο Βιομηχανίας και αφού παρήγγειλε μηχανήματα από το εξωτερικό, αναμόρφωσε ένα παλαιό εργοστάσιο στο Κιάτο για να στεγάσει τον υλικό εξοπλισμό. Τα γραφεία της εταιρίας, ανοίξανε στη Ζήνωνος, κοντά στην Ομόνοια. Η εταιρία δεν λειτούργησε, όμως, αυτόνομα.

Εν τω μεταξύ η κόντρα του Καζαντζίδη με την «Μίνως Μάτσας και Υιός», έχει οξυνθεί. Ο Καζαντζίδης, έχει να αντιπαλέψει και τον παράγοντα λογοκρισία, ο οποίος έχει γιγαντωθεί ήδη από τα πρώτα χρόνια του δικτατορικού καθεστώτος.

Χαρακτηριστικά αναφέρει :
«Ό, τι τραγούδι είχα βαρύ, το ξέραν αυτοί ότι προορίζεται για μένα, ό, τι με περιεχόμενο λαϊκό μου το κόβανε, μεθοδευμένα πλέον. Το ίδια τα πέρναγαν για το Μάτσα και το Λαμπρόπουλο. Εγώ τι θα έλεγα; Τι θα τραγούδαγα; Τις δαντελένιες ακρογιαλιές της ελληνικής θάλασσας; Είχα αγανακτήσει».

Στην προσπάθειά του να επιστρέψει στην ενεργό καλλιτεχνική δράση, συνεργάζεται με τη “PHILIPS”. Κυκλοφορούν στα 1968, επτά δίσκοι των 45 στροφών με το σήμα “STANDARD”. Η «Μίνως Μάτσας και Υιός» δε μένει άπραγη. Οδηγεί τη “PHILIPS” στα δικαστήρια, αξιώνοντας την επιστροφή του Καζαντζίδη και κερδίζει τη δίκη. Η εταιρία δηλώνει πως θα παρέχει αποζημίωση στον Καζαντζίδη για τα έξοδα που έκανε, στην προσπάθεια να δημιουργήσει τη νέα του επιχείρηση και επίσης ο Στέλιος, κυκλοφορεί 9 σαρανταπεντάρια ακόμα, με την επωνυμία “STANDARD”.

Για τα περιστατικά αυτά ο Μάκης Μάτσας, χρόνια αργότερα, θα αναφέρει στο Νίκο Φρονιμόπουλο:
«Τα τρία πρώτα χρόνια κύλησαν υπέροχα. Στη συνέχεια ο Στέλιος θέλησε να ανοίξει δική του εταιρεία δίσκων και να κάνει και δικό του εργοστάσιο. Έφερε μηχανήματα από την Ιταλία και τα εγκατέστησε στο Κιάτο. Έναν χρόνο αργότερα, βλέποντας ότι τα σχέδια του ήταν εκτός πραγματικότητας, μας προτείνει να αγοράσουμε όλα τα μηχανήματα, να του πληρώσουμε όλα τα έξοδα που είχε κάνει μέχρι στιγμής και να υπογράψουμε καινούργιο συμβόλαιο. Τα μηχανήματα ήταν σχεδόν άχρηστα, παρ’ όλα αυτά δεχθήκαμε την πρόταση και φτάσαμε πια στην ημέρα της υπογραφής. 
Στις τέσσερις τα ξημερώματα θυμάμαι είχαμε μονογράψει όλα τα συμβόλαια. Κανένας δεν άντεχε, όμως να τα καθαρογράψει και δώσαμε ραντεβού για την επομένη. Την επομένη όμως ο Στέλιος είχε αλλάξει γνώμη. Έπειτα από μέρες μάθαμε ότι υπέγραψε συμβόλαιο στη “Philips”, όπου ηχογράφησε τρεις δίσκους. Καταλαβαίνετε βέβαια τι επακολούθησε».

Ο Καζαντζίδης παρουσίασε μια τελείως διαφορετική εκδοχή. Τα κατεστημένα συμφέροντα δεν τον άφησαν να προχωρήσει. Αυτό δήλωσε σαφέστατα.

Μάκης Μάτσας και Στέλιος Καζαντζίδης... Μια σπάνια φωτογραφία 

Και για να κάνουμε το συνήγορο του διαβόλου, θα αναπαράγουμε όσα, ο Βαγγέλης Αρναουτάκης και ο Κώστας Χρηστίδης, έγραψαν στο 4ο τεύχος του περιοδικού «Λαϊκό Τραγούδι»:

«...θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι ενώ η “ΒΕΝΤΕΤΤΑ” της Πόλυς Πάνου και η “SONATA” του Γαβαλά, άντεξαν για 5 – 6 χρόνια η καθεμία, η “STANDARD” όπως την σχεδίασε και την ονειρεύτηκε ο Στέλιος Καζαντζίδης ουδέποτε λειτούργησε αυτόνομα. Ήταν άραγε τυχαίο;»

Ο γιος του Πάνου Γαβαλά, μιλώντας στον Πάνο Γεραμάνη, θα φωτίσει μια σκοτεινή πλευρά της πολιτικής των μεγάλων εταιρειών σε βάρος των μικρών - συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δημιούργησαν σημαντικοί λαϊκοί καλλιτέχνες:

«Τότε οι μεγάλες δισκογραφικές, υπέγραψαν αποκλειστικά συμβόλαια με τους συνθέτες, κάτι που δεν ίσχυε προηγουμένως. Αυτό βέβαια έγινε για να κλείσουν τις μικρές εταιρείες. Και το πέτυχαν. Γιατί όταν ο Καλδάρας ήθελε να δώσει τραγούδια στον πατέρα μου, δεν μπορούσε επειδή τον δέσμευε το συμβόλαιό του – το ίδιο και ο Χ. Νικολόπουλος ή ο Άκης Πάνου». (Περιοδικό «Δίφωνο» τεύχος 39)

Ας σημειώσουμε, για την ιστορία, πως η σύντομη συνεργασία του Στέλιου Καζαντζίδη με την “PHILIPS” συνέπεσε χρονικά με την δρομολόγηση κατασκευής εργοστασίου της Ολλανδικής εταιρείας στην Ελλάδα.

Ο Καζαντζίδης τελικά, επέστρεψε στη “ΜΙΝΟΣ”. Όχι όμως για πολύ... Το 1975 με τον θρυλικό δίσκο «Υπάρχω», αποχαιρετά για 12 ολόκληρα χρόνια τη δισκογραφία. Κυριολεκτικά αρνείται να τραγουδήσει. Δεν επιθυμεί καμία συνεργασία πλέον με το Μάτσα. Ο λόγος; Το επαχθές, για τον ίδιο ,συμβόλαιο που είχε υπογράψει με την εταιρεία.

Θα δηλώσει στο Βασίλη Βασιλικό:

«Αλλά εγώ δεν τον ήθελα τον Μάτσα. Δεν ήθελα ούτε να τους ξέρω, ούτε να τους δω, ούτε τίποτα. Μια ζωή ήμασταν στα δικαστήρια με διαμάχες. Δε δουλέψαμε σωστά ούτε ένα εξάμηνο. Μόνο το ΄64 που με πρωτοπήρανε πέσανε με τα μούτρα πάνω στο όνομά μου για να αποκτήσει η εταιρεία οντότητα. Ήταν η γυφτιά τους, η ανόητη, που τους έκανε να μου φερθούν καλά στην αρχή και στη συνέχεια να με αναγκάσουν να επαναστατήσω και να φτάσουμε στα δικαστήρια. Δεν είχαμε ποτέ ομαλή συνεργασία. Εργοδότη προς εργάτη».

Το 1986 με νόμο, που ψηφίστηκε στη βουλή (εισηγητής του οποίου ήταν ο Αντώνης Τρίτσης), ο Στέλιος αποδεσμεύεται από το συμβόλαιό του και τραγουδά έναν ακόμη δίσκο για τη "ΜΙΝΟΣ".

«Ο δρόμος της επιστροφής» (διαβάστε ΕΔΩ) που κυκλοφορει το 1987 σημειώνει σημαντικές πωλήσεις που επιβεβαιώνουν την λαοφιλία του Καζαντζίδη. Συνεργάζεται για το δίσκο «Ελεύθερος» με την "Polygram" και αμέσως μετά, υπογράφει συμβόλαιο συνεργασίας με την MBI, της οποίας ιδιοκτήτης, τότε, ήταν ο φίλος του Ανδρέας Καϊάφας.
Η Music Box International (ΜΒΙ), είναι η παλαιότερη ανεξάρτητη εταιρεία. Ιδρύθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1959 με την επωνυμία MUSIC BOX και στη δεκαετία του ΄80 μετονομάστηκε.
Οι φωνοληψίες στα studios του εργοστασίου της "COLUMBIA", είχαν σταματήσει από το 1983... Το 1991, η “ΜΙΝΟΣ” συγχωνεύεται με την αγγλικών συμφερόντων “EMI” και την ίδια χρονιά κλείνει οριστικά το ιστορικό εργοστάσιο της “COLUMBIA”.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης, ένας εξαιρετικά δημοφιλής καλλιτέχνης - «μια μικρή δισκογραφική εταιρεία από μόνος του», όπως εύστοχα παρατήρησε ο Μάκης Μάτσας - έγινε το «μήλον της έριδος» για πολλούς επιχειρηματίες, που δραστηριοποιήθηκαν στο χώρο της δισκογραφίας.
Διαπιστώνουμε σήμερα με σιγουριά, είναι πως η οικονομική άνοδος της δισκογραφικής “ΜΙΝΟΣ” συνδέεται άρρηκτα με την ισχυρή εμπορική δύναμη του Καζαντζίδη.


Πηγές: 

Ένθετο αφιέρωμα στην εφημερίδα «Καθημερινή» : «Το τραγούδι στην Παράγκα του Αιώνα» με την επιμέλεια της Πέγκυς Κουνενάκη. Εργάστηκαν για αυτό οι: Παναγιώτης Κουνάδης, Σωτήρης Λυκουρόπουλος, Πέτρος Δραγουμάνος, Πάνος Mαυραγάνης, Κωνσταντίνος Θέμελης, Γιώργος Χατζηδάκης, Γιώργος Παπαστεφάνου, Βασίλης Αγγελικόπουλος, Πάνος Γεραμάνης, Δημήτρης Αρβανίτης, Γιώργος Τσάμπρας και Γιώργος Παπαδάκης. 
«Υπάρχω» του Βασίλη Βασιλικού (Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη) 
«Το ελληνικό τραγούδι στον 20ο αιώνα» - εφημερίδα «Έθνος» 1999 
Προσωπικό αρχείο