Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Συλλογή Καραγκούνικων Λέξεων ♥

Φωτογραφία:http://www.karditsa-net.gr/

Α
αγάλια - αγάλια
= σιγά - σιγά [επίρρημα]
αγάνες (οι)
= το μαύρο χρώμα που αφήνουν τα κάρβουνα
Αη Αντριάς (ο)
= Δεκέμβριος
Αη Δημήτρης (ο)
= Οκτώβριος
αλάργα [ιταλ.]
= μακριά [επίρρημα]
αλαφιάτης (ο)
= είδος φιδιού
αλιά [αλί]
= επιφώνημα θλίψης
αλινάτσα (η)
= τσουβάλι για το βαμβάκι
Αλουνάρης (ο)
= Ιούλιος
αμπουριά (η)
= εξώπορτα
αναγκιασμένος (ο)
= φιλάσθενος
ανακολώνομαι
= σηκώνω τη φούστα μου
αναμμένος” (ο)
= αδύνατος και ωχροκίτρινος
αναμπουμπούλα (η)
= αναστάτωση
αντάρα (η)
= ομίχλη
αντζιάκ
= εντάξει, ακριβώς
αντίς λοΐς
= πολλών ειδών
αντραλίζομαι
= ζαλίζομαι
άπαξ [επίρρ., αρχ.]
= αν
απέλαση
= γρήγορα
απόπατος [αρχ.]
= λουτρό, αποχωρητήριο
αράμος ! ! !
= [επιφώνημα] Πω ! Πω !
αραμπάς (ο) [τουρκ.]
= παλιό κάρο με δύο ρόδες συμπαγείς ξύλινες
αργάζω
= τεντώνω, αναδεύω, ζυμώνω
αριβάνι
= γρήγορα
αρλό (το)
= χαζό
αρμέγγια (τα)
= φυτά που μυρίζουν άσχημα και μοιάζουν με χαμομήλι
αρούπωτος (ο)
= αχόρταγος
αρχάνω
= κρυώνω
αστόρια (τα) [στόρια]
= κουρτίνες
ατσίγγανος (ο)
= αδύνατος
Β
βαγκαρισμένος (ο)
= απότομος στους τρόπους, 
νευρικός
βακούφι (το) [τουρκ.]
= εκκλησάκι
βάλι (το)
= βουβάλι
βαλόμσκου (το)
= συνδυασμός βουβαλιού και 
μοσχαριού
βαρώ τα παπούτσια
= βάφω τα παπούτσια
βατιόνα (η)
= μέρος με βάτα και μεγάλα 
αγριόχορτα
βελέντζα (η) [τουρκ.]
= βαριά υφαντή κουβέρτα
βέμπελη (η)
= ιλαρά
βζάνω [βυζάνω]
= θηλάζω
βιργιάνι
= ορθάνοιχτα
βιτσινόρος (ο)
[βίτσα, σλαβ.]
= αυτός που χτυπιέται από 
βίτσα
βλάμης (ο) [αλβαν.]
= φίλος
βολά (η)
= φόρα
βούζια (τα)
= μεγάλο φυτό με φαρδιά 
φύλλα που μυρίζουν άσχημα
βουλάω
= χωράω
βούλιαρας (ο)
= αγριόχορτο
βούρι
= κτύπα
βούρλος (ο)
= αψύθυμος [μεταφορικά: 
 βουρλάερας 
= πολύ δυνατός αέρας]

Γ
γαλατσίδα (η)
= αγριόχορτο [είδος φυτού 
με γαλατένιο χυμό]
γαλίκι (το)
= κοφίνι
γαλόγκαζο (το)
= δοχείο για το γάλα
γάστρα (η)
= είδος φούρνου
γατσιούλια (τα)
= γατάκια
γερολαδάς (ο)
= τσιγκούνης
γιακού (το)
= αλοιφή για τα κατάγματα 
χεριών - ποδιών
γιατάκι (το) [τουρκ.]
= παράπηγμα, κατάλυμμα, 
στρώμμα
γίνεται τσιουρβάς
= γίνεται χαμός
γιουρουστάω
= ορμάω [γιουρόυσι (τουρκ.) 
= έφοδος]
γκαβάνας (ο)
= τυφλός
γκαβός (ο) [ρουμαν.]
= τυφλός
γκαγκάνια (τα)
= αγκαθωτός θάμνος
γκαζοντενεκούλι (το)
= μικρό τσίγκινο δοχείο
γκαΐλι (το)
= χαζό
γκαμπλάρου (η)
= ψηλή και ζωηρή γυναίκα
γκαρλίτσιασα
= δίψασα
γκαστρώνομαι
= μένω έγκυος
γκίλαλας (ο)
= γεωργικό εργαλείο
γκιούμι (το) [τουρκ.]
= δοχείο για νερό 
 [μετάλλινο κανάτι]
γκλάβα (η) [σλαβ.]
= μυαλό, χοντροκέφαλο
γκόρτζα (τα)
= άγρια
γκορτσιά (η) [αλβαν.]
= η αγριοαχλαδιά
γκούλιος [γκούλικος]
= φαλακρός
γκουντής (ο)
= χαζός
γκουρδουκλιέμαι
= κυλιέμαι κάτω
γκουρλό (το)
= με μεγάλα μάτια
γκούσια (η) [ρουμαν.]
= πρόλοβος των πουλιών
γκρουμπιάρης (ο)
= καμπούρης
γλιέπω
= βλέπω
γουμαροσταλός (ο)
= ακάθαρτος, βρώμικος χώρος
γούτος (ο)
= αρσενικό περιστέρι
γούτσι (το)
= παιδικό παιχνίδι
γρατζάνα (η)
= ζουγκράνα
γρούμπαλο (το)
= μαζεμένος άνθρωπος
γυαλί (το)
= ποτήρι

Δ
δεν σ’ αραδίζω
= δεν σε υπολογίζω
δεν φτουράει
= δεν κρατάει πολύ, δεν 
έχει μεγάλη διάρκεια
δουλικό (το)
= υπηρέτρια

Ε
έμελος (ο)
= ήρεμος, ήσυχος

Ζ
ζαβλακωμένο (το)
= αγαθιάρικο, αποβλακωμένο, 
ηλίθιο
ζαβός (ο)
= στραβός
ζαγκανάω
= κουνάω ρυθμικά
ζαγκανούδι (το)
= όργανο με χορδές
ζαλίκα (η)
= φόρτωμα στον ώμο 
[φορτίο]
ζάντσες (οι)
= νάζια
ζαρζαβατικά [τουρκ.]
= λαχανικά
ζγώνω [ζυγώνω]
= πλησιάζω
ζελές (ο)
= πουλόβερ
ζερβός (ο)
= αριστερός
ζιάμπες (οι)
= μεγάλα βατράχια
ζίκα (η)
= πάπια
ζιούνταβο (το)
= άσχημο
ζλάπι (το)
= κουνάβι [μικρό και 
ευκίνητο ζώο]
ζνήχος (ο)
= σβέρκος
ζουμπάς (ο) [τουρκ.]
= κοντός
ζουρλός (ο)
= τρελός
ζούφιος (ο)
= κούφιος
ζυτούγκος (ο)
= αυτός που δεν παίρνει 
από λόγια,
ο ξεροκέφαλος

Θ
θκούλι (το),
[θκούλα (η)]
= γεωργικό εργαλείο 
 [φορτώναν άχυρο στα κάρα]
θληκώνω [θηλυκώνω]
= κουμπώνω
Θριστής (ο)
= Ιούνιος

Κ
καθίκι (το) [καθοίκι]
= δοχείο νυκτός [για τα μωρά], 
ουροδοχείο
καϊπώνω
= τοποθετώ σε δυσεύρετο 
μέρος κάτι
καϊσιά (η) [τουρκ.]
= βερυκοκιά
κακάβι (το)
= το πολύ μαύρο χρώμα
κακαρνάω
= μιμούμαι τη φωνή της 
κότας [κακαρίζω]
καλιγώνω
= πεταλώνω
καλούδια (τα)
= αγαθά, δώρα
καλούπα (η)
= τα περιττώματα της 
αγελάδας
καλτσούνια (τα) [ιταλ.]
= κάλτσες ως το γόνατο
κάμσο (το)
= εσώρουχο
κανίστρα (η)
= μεγάλο καλάθι
καόνι (το) [τουρκ.]
= πεπόνι
καπρί (το)
= αρσενικό γουρούνι
καραουλίζω
= παραμονεύω
καράπι (το)
= κεφάλι
καρδαμώνω
= δυναμώνω
καρδάρι (το)
= τσίγκινος κουβάς για 
άρμεγμα
καρκάρω
= αυτή που έχει 
ξεκαρδιστικό γέλιο
καρμίρης (ο)
= τσιγκούνης
καρπολόι (το)
= ξύλινο εργαλείο 
με το οποίο “γύριζαν” 
το στάρι όταν τ’ αλώνιζαν
καρτεράω
= περιμένω
καταή
= κάτω
κατιάζω
= κουρνιάζω
κάτκας (ο)
= κοτέτσι
κατμέρι (το)
= ασθένεια
κατοστάρι (το)
= ποτήρι
κατσαπλιάς (ο)
= κοντός
κατσιάφλουρας (ο)
= κάτασπρος
κατσιούλα (η) [ρουμαν]
= κουκούλα
κλαπατσιά (η)
= σφαλιάρα
κλειδοστομιάζω
= συρρικνώνεται το στομάχι 
μου από την πείνα
κοκαλάρια (τα)
= κέρατα του βοδιού
κολτσίδια (τα)
= αγκάθια που κολάνε 
στα ρούχα
κολτσιδιασμένος (ο)
= μπερδεμένος
κομπιάζομαι
= πνίγομαι από το φαγητό
κοντό (το)
= πουκάμισο
κοπάνα (η)
= μεγάλη λεκάνη
κορδέλια (τα) [ιταλ.]
= παπούτσια
κοσιάνα (η)
= κοτσίδα
κοσιεύω
= τρέχω
κοσιόξλο (το)
= η ξύλινη λαβή της κοσιάς
κότσιαλο (το)
= το ξερό μέρος της ρόκας 
του καλαμποκιού
κουιάλαμα
= ισχνό, αδύνατο
κουινάκια (τα)
= παιδικό παιχνίδι [μπίλλιες]
κουκόσιες (οι)
= καρύδια
κουλιάστρα (η)
= το πρώτο γάλα της αγελάδας 
μετά τη γέννηση του μοσχαριού
κουλόβιο (το)
= μπλούζα
κουλός (ο), [κ’λος (ο)]
= ανάπηρος στα χέρια ή 
στα πόδια
κουλούρα (η)
= είδος ψωμιού
κουμάσι (το)
= χοιροστάσιο, κοτέτσι
κουρκάρι (το)
= σπόρος για κρεμμύδια
κουρνιαχτός (ο)
= σκόνη
κουσιεύω
= τρέχω
κουτουρού - χαβά
= για το τίποτα [τουρκ.]
κουτρούπου (η)
= χοντρή
κουτσιαμπδάω
= χοροπηδώ
κουτσιανάς (ο)
= αντίχειρας
κούτσικος [κούτσινος]
= μικρός
κοψίδι (το)
= κρέας
κράπας (ο)
= αυτός που έχει μεγάλα δόντια
κρατσιανιστός (ο)
= τραγανιστός
κρεμαντζιουλιόμαι
= κρεμιέμαι από κάπου
κρένω
= μιλάω
κρούπι (το)
= λαΐνι
κτάσου [κτάσ’]
= κάτσε κάτω
κτσάλω (η)
= κουτσή
κύκλες (οι)
= γύροι

Λ
λαβίδα (η)
= κουτάλι
λαβίζω
= γκρινιάζω
λαγαρά (τα)
= πλευρά (τα)
λαγκονίζω
= χορταίνω
λαδκό (το)
= δοχείο για το λάδι
λαΐνι (το)
= χωματένιο δοχείο
λάκα (η)
= λακούβα
λαλούνια (τα)
= παντόφλες
λαμανάω
= ανακατεύω
λαμπουγιάλι (το)
= λαμπόγιαλο
λανάρια [ψηλά] (τα)
= εργαλεία για να ξεμπερδεύουν 
τα μαλλιά των προβάτων [κομμένα φυσικά]. 
Αποτελούνταν από 12 καρφιά [δόντια].
λανάρια [στρωτά] (τα)
= ήταν στην ίδια συσκευή με τα ψηλά. 
Τα ψηλά τα κινούσαν ενώ τα στρωτά ήταν 
κάτω ακίνητα. Βοηθούσαν στο ίσιασμα 
πλέον, αφού ξεμπερδεύονταν τα μαλλιά.
λαρώνω
= σωπαίνω, ηρεμώ
λειψός (ο)
= μισός, του λείπει κάτι
λελέκι (το) [τουρκ.]
= πελαργός
λέλικα (η)
= δρεπάνι θερισμού
λελίτσια (τα)
= θρύψαλα
λεσβός (ο)
= αδύνατος
λέσιο (το)
= βρωμιάρικο [ίσως και στους τρόπους]
λιανίζω
= τεμαχίζω
λιανοφτίρι (το)
= πούπουλο
λιβακώνομαι
= ζεσταίνομαι πολύ
λιμασμένος (ο)
= πεινασμένος
λιπιτσίνας (ο)
= αδύνατος
λόιδο (το)
= τσουλούφι
λούρα (η)
= μακρύ και λεπτό κλαρί
λουχνάρι (το)
= εξάνθημα από μόλυνση
λοχερός (ο)
= χλωρός
λωλός (ο)
= τρελός


Μ
μαγκλαράς (ο)
= ο πολύ ψηλός και τεμπέλης, 
μαντράχαλος
μαγκρίτσα (η)
= αγριόχορτο
μαϊριό (το)
= κουζίνα
μαλιαγρίζω
= ανακατεύω
μαλίνα (η)
= φόρεμα
μαμούτα (η)
= δράκουλας
μανιά (η)
= γιαγιά
μαντανία (η)
= σκληρή κουβέρτα
μαντζούνι (το)
= γιατρευτικό ποτό
μαργώνω
= κρυώνω, παγώνω
μαρί
= καλέ
μαρκαλίζω [αλβ.]
= γονιμοποιώ ζώο [για αγελάδες, 
αιγοπρόβατα]
μαρκατοπιά (η)
= μαγιά για την πήξη του γιαουρτιού
μάσια (η)
= σιδερένια τσιμπίδα
μασιαλά ! [επιφώνημα]
= τώρα μπράβο, καλά τα κατάφερες !
ματογυάλια (τα)
= γυαλιά
ματσιαλάω
= μασουλάω
ματσούκι (το) [ιταλ.]
= μεγάλο κομμάτι ξύλου, ξυλοδαρμός
μαχμούτης (ο)
= αυτός που δεν μιλάει καθαρά
μιλούρα (η)
= μελίγκρα
μισάλι (το)
= πετσέτα φαγητού
μισάντρα (η)
= ντουλάπα
μισίρα (η)
= γαλοπούλα
μόλτσα (η)
= σκώρος
μοσχίδα [μπσκίδα] (η)
= νεαρή αγελάδα
μουζικάντης (ο) [ιταλ.]
= μουσικός ασήμαντος
μουιαμπέτι (το)
= συζήτηση
μουλαρώνω
= πεισμώνω
μουμούτσια (τα)
= ζωύφια που εμφανίζονται στα 
φασόλια
μουρτζουκλαίω
= κλαίω ψεύτικα
μουσαφίρης (ο) [τουρκ.]
= επισκέπτης
μούτος (ο)
= μουγκός
μούτσκος (ο)
= χαζός
μουτσούνια (τα)
= πρόσωπο
μουχόζικο (το)
= ξινό
μπαϊλντισμένος (ο)
= ζαλισμένος [τουρκ.]
μπάκακας (ο)
= βάτραχος
μπαλιάκος (ο)
= είδος γερακιού
μπαμπαλίζω
= φλυαρώ
μπαμπζάρα (η)
= τσαλαπετεινός
μπασιανάς (ο)
= μέτωπο
μπασιούρης (ο)
= ο πάρα πολύ λερωμένος
μπάστρα (η)
= τετράνυχος [ασθένεια των φυτών]
μπαχτσές (ο) [τουρκ.]
= κήπος με λαχανικά
μπεγλέρι (το)
= κομπολόι
μπέκος (ο)
= κοντός και άσχημος
μπέλκιμ [και σε πιάσω.]
= έτσι και σε πιάσω ..., αλίμονό σου ...
μπερντέφι (το)
= ξυλοδαρμός
μπέτσιος (ο)
= μέτωπο
μπιάδι (το)
= πηγάδι
μπιλτζίκια (τα)
= μπιχλιμπίδια
μπιρμπίλα (η)
= περιττό κρέας κάτω από το σαγόνι
μπισίκι (το)
= κούνια για μωρά
μπιτίζω [μπίτ’σι]
= τελειώνω [τέλειωσε] [τουρκ.]
μπιχλιμπίδια (τα)
= κοσμήματα [ασήμαντης αξίας]
μπλαστρώνω
= μουντζουρώνω
μπλόντζο (το)
= μεγάλη κατσαρόλα
μπλούκι (το) [τουρκ.]
= κοπάδι, ομάδα
μπόντσα (η)
= ταψί που γίνονταν από κοκκινόχωμα, 
μέσα στο οποίο έψηναν το ψωμί
μπόρνικα (τα)
= αυτά που φυτρώνουν μόνα τους
μποστάνι (το) [τουρκ.]
= μεγάλος κήπος συνήθως στα χωράφια
μπουγάς (ο)
= νεαρό μοσχάρι
μπουγρίζομαι
= λερώνομαι
μπουζνάρι (το)
= μπατζάκι
μπούκλα (η) [ιταλ.]
= τσίγκινο δοχείο [γκιούμι], [βόστρυχος]
μπουμπουριασμένος (ο)
= “μαζεμένος” συνήθως εξαιτίας του κρύου
μπουνταλάς (ο) [τουρκ]
= κουτός
μπούρδα (η) [ιταλ.]
= τσουβάλι για το βαμβάκι, [ανοητολογία]
μπουρλιάζω
= χύνω νερά
μπουρμπουλάχανο (το)
= λάχανο
μπουρμπουτσέλια (τα)
= μικρά έντομα
μπουρωμένος (ο)
= πεισμωμένος
μπουτινέλο[ς] (το[ο])
= αντικείμενο όπου έβαζαν το γάλα και 
κτυπούσαν με το μπουτινόξυλο για να 
βγει βούτυρο
μπουτσκάρια (τα)
= μεγάλα ποταμίσια ψάρια
μπουχαρί (το)
= καπνοδόχος τζακιού
μπσκάρας (ο)
= αγαθός [χαζός]
μπσκίδας (ο)
= αγαθός [χαζός]
μποχτσιάδες (οι)
= βλάμηδες
μπράσκα (η)
= βατράχι
μπρατίμια (τα) [βουλγ.]
= στενοί φίλοι
μσίτσια (τα)
= μικρά έντομα
μωρή
= καλέ

Ν
να δεις τι τρανός θα σε χορέψει
= να δεις πόσο ξύλο θα φας
νεράγκρο (το)
= αγγούρι

νταβαντούρι (το)
= φασαρία, βοή [τουρκ.]

νταϊακώνω
= υποβαστάζω

νταϊρές (ο)
= ντέφι

νταλντάω
= ορμάω

ντάμι (το) [τουρκ.]
= στάβλος, αγροτική καλύβα

νταντανιασμένος (ο)
= κρυωμένος [κρύος]

νταούλι (το)
= κοροϊδευτικά ο χονδρός και επίσης 
ο πρησμένος, είδος παγίδας για ψάρια

ντε και καλά
= οπωσδήποτε

ντερλικώνω
= τρώω, χορταίνω

ντερωμένος (ο)
= καμαρωτός

ντιβιρλίγκα (η)
= βόλτα

ντιζέζα (η) [γαλλ.]
= τραγουδίστρια

ντιπ [τουρκ.]
= καθόλου

ντουμανιάζω [τουρκ.]
= γεμίζω με καπνό, σκόνη κτλ.

ντουμοσιάρης (ο)
= αυτός που γυρνάει παντού

ντουνιάς (ο) [τουρκ.]
= ο κόσμος, η γη

ντουρνοθήρου (η)
= αυτή που γυρνάει παντού

ντούχος (ο)
= εσωτερική δυσφορία,αδιαθεσία

ντράγκανος (ο)
= ξερός

ντραπέτσι (το)
= πολύ ξινό

ντρούγκα (η)
= εξάρτημα τσικρικιού, ξύλινη βέργα 
για γνέψιμο

νυφαντοπάνι (το)
= ιστός ανυφαντή ή αράχνης


Ξ
ξεγκαρνιάζομαι
= φωνάζω πολύ δυνατά
ξεμισκλείζομαι
= κάνω μεγάλο διασκελισμό
ξεμπλετσώνομαι
= γδύνομαι
ξενηστκώθηκα
= πείνασα
ξέντιος (ο)
= άντυτος
ξεπαστρεύω
= τελειώνω, εξοντώνω
ξεσφουρλιασμένος (ο)
= εξαντλημένος
ξετζανιάζομαι
= ξεθεώνομαι
ξετσανίζω
= ξεφεύγω από τις συνήθειές μου, 
παραστρατώ
ξεχαβδωμένος (ο)
= ξέννοιαστος, αραχτός
ξιαγκλίζω
= ισιάζω
ξιαστοχάω
= ξεχνάω
ξιώστης (ο)
= εξώστης, υπόστεγο
ξόμπλιο (το)
= σχέδιο
ξυνάρι (το)
= τσάπα

Ο
οντάς (ο) [τουρκ.]
= δωμάτιο
ορέ !
= επιφώνημα περιφρόνησης
ότι μου κουκιάζει
= ότι μου ’ρχεται
ότι μου ρώχνεται
= ότι μου μπαίνει στο μυαλό
ουδιέτσι
= έτσι όπως είναι
ούι !
= επιφώνημα έκπληξης


Π
παγάλια
= ήρεμα, σιγά - σιγά
παζιά (τα)
= είδος λαχανικών
παίρνω ξεκοπί
= επαναλαμβάνω κάτι συνέχεια
παίρνω φούσμα
= παίρνω φόρα
παίρνω χαμπάρι
= καταλαβαίνω
παλαμίζω
= ασβεστώνω
παλιαρούτα (η)
= παλιό ρούχο
παναθεό
= πάνω
πανιασμένος (ο)
= μαραμένος
παραλαλώ
= παραμιλώ
παρασάνταλο (το)
= συνεσταλμένο
παρμάρα (η)
= αδεξιότητα, παράλυση των άκρων
παταρνάω
= φεύγω τρέχοντας [βιαστικά]
πατικώνω
= συμπιέζω
πατλιτζιάνι (το)
= μελιτζάνι
πατσιαβούρι (το)
= ξεσκονόπανο παλιό
Παχνιστής (ο)
= Νοέμβριος
περγελάω
= κοροϊδεύω
πετσώνω
= δέρνω ανηλεώς
πιδικλώνομαι
= σκοντάφτω
πίλακο (το)
= ένα μέρος του χωραφιού που 
κρατάει νερό
πιλατεύω
= ενοχλώ, βασανίζω
πιπιγκιάζω
= ντουμανιάζω, γεμίζω με καπνό
πιστουμάω
= γυρίζω μπρούμυτα
πιτσιμάλα (η)
= ποδιά
πλάδα (η) [πουλάδα]
= νεαρή κότα
πλαϊάζω [πλαγιάζω]
= κοιμάμαι
πλαλάω
= τρέχω
πλασταρίζω
= πλάθω [τα πέταρα]
πλατσανάω
= πιτσιλάω, χαστουκίζω
πλευριτώνω
= κρυώνω πάρα πολύ
πνάκι (το)
= γαϊδούρι
ποδέσου [ποδένω]
= βάλε τα παπούτσια σου
πούντα (η) [ιταλ.]
= κρύο, βαρύ κρυολόγημα
πουντιάζω
= κρυώνω
πουρκά (τα)
= φρούτα [οπωρικά]
πουρτουξλιά (η)
= εξώπορτα
πρατίνα (η)
= προβατίνα
πρισκάρια (τα)
= μαγουλάδες
προγκάω (ενεργ. φωνή)
= διώχνω κάποιον θορυβοδώς
προγκάω (μέση διάθεση)
= πετάγομαι φοβισμένος - η, [ερεθίζομαι]
προκαίνω [προκάνω]
= προλαβαίνω
προκόβια (τα)
= σκεπάσματα
προσκέφαλο (το)
= μαξιλάρι
πυρόβολο (το)
= αναπτήρας

Ρ
ράχλα (η)
= βρωμιά
ρεντίρι (το)
= ποτιστήρι
ριγκλότο (το)
= μεγάλο δαμάσκηνο
ρούγα (η) [λατιν.]
= αυλή, [δρόμος, σοκάκι]
ρόχος (ο)
= αχόρταγος

Σ
σάκος (ο)
= σακάκι
σαλιάρα (η)
= φορεματάκι
σαλτάω [ιταλ,σαλτάρω]
= πηδάω
σάλτημα (το)
= πήδημα
σαρμανίτσα (η)
= κούνια για μωρά
σβάνα (η)
= κανάτα
σβουνιά (η) [βουνιά]
= τα περιττώματα της αγελάδας
σγαντζαρός (ο)
= σγουρός
σγκουπακιά (η)
= σπρώξιμο
σέα (τα)
= πράγματα
σεκλέτι (το) [τουρκ.]
= στεναχώρια
σερβάντα (η)
= είδος μπουφέ
σερσένι (το)
= ντάβανος (έντομο)
σίβασμα (το)
= αρραβώνας
σίβρασμα (το)
= η γέμιση του λουκάνικου
σιμά [σ’μα]
= κοντά [επίρρημα]
σίνακας (ο)
= ο κατάμαυρος
σιντικλιάρι (το)
= τσιμπιδάκι για τα μαλλιά
σιουσιουλιασμένος (ο)
= τρελαμένος
σκαλτσιά (η)
= πονηριά με κακό σκοπό
σκάματα (τα)
= βρώμικα νερά
σκαμνιά (η)
= μουριά
σκάφη (η)
= λεκάνη
σκιάζομαι
= φοβάμαι
σκλέντζα (η)
= παιδικό παιχνίδι
σκοτωμύγι (το)
= μυγοσκοτώστρα
σκρουμπί (το)
= επιβλαβές ζωύφιο για τα φυτά
σκρόφα (η) [λατιν.]
= θηλυκό γουρούνι
σουγκράω
= σπρώχνω, σκουντάω
σούδα (η)
= χωλ
σουϊάς (ο)
= μαχαιράκι
σουμιάζω
= κουτσομπολεύω
σοφράς (ο) [τουρκ.]
= τσιμεντένιο κρεβάτι στην αυλή
σταλίζω
= στέκομαι στο ίδιο μέρος για αρκετή ώρα
σταλίκωσα
= κουράστηκα από την ορθοστασία
στέρφα (η)
= στείρα
στιαρίθρα (η)
= γαλιάνδρα
στούμπος (ο)
= κοντός
στράνια (τα)
= ρούχα
στράτα (η)
= δρόμος
σύκια (τα)
= παιχνίδια με τα κότσια των αρνιών
συνταβλάω
= σκαλίζω τα κάρβουνα για να μην 
σβύσει η φωτιά
συνταβλόξυλο (το)
= κάτι αντίστοιχο με τη μάσια, όμως 
ξύλινο
συνταρχάω
= βιάζομαι
συντρόφια (τα)
= βρακιά
σύρε
= πήγαινε
συρμή (η)
= επιδημία
σύστριβος (ο)
= φασαρία, σαματάς
σφουγγάω
= σκουπίζω
σώνω
= τελειώνω

Τ
ταβάς (ο) [τουρκ.]
= ταψί βαθύ
τάβλα (η)
= χαμηλό τραπέζι
τ’ ακούρκουμα
= ανάσκελα
τ’ αλόρθα
= όρθια
τάνα (η)
= λάστιχο
τ’ απίστομα
= μπρούμυτα
ταχιά [επίρρημα]
= αύριο
τεμπλαρώνομαι
= αράζω στο κρεβάτι
τενιάζω
= εξαντλούμαι, κουράζομαι πολύ
τεντζερέδια (τα) [τέντζερης (ο)] [τουρκ.]
= κατσαρολικά [κατσαρόλα]
τζάτζαλα - μάτζαλα
= άνω - κάτω
τζιαμαλάιου (η)
= αναμαλλιασμένη
τζιαουνίζω
= γκρινιάζω
τζιμάνι (το)
= έξυπνος
τζιουμάνας (ο)
= ωραίος, όμορφος
τζιουρνοπλιάς (ο)
= νεαρή καρδερίνα
τζιουτζιουβές [τζισβές] (ο)
= μπρίκι
τζιροπούλι (το)
= ισχνό κοτόπουλο
τζιτζίνα
= το να παίρνεις κάποιον στην πλάτη
τηράω
= κοιτάζω
τιμαρεύω
= καθαρίζω, περιποιούμαι
τλούφα (η)
= χοντρή νιφάδα χιονιού
τούμπα (η)
= μαντήλι που στόλιζε το κεφάλι της 
καραγκούνας
τουμπρούκι (το)
= [κοροϊδευτικό] για τον χονδρό
τουρκοπλάγκαθα (τα)
= αγκάθια που προτιμούν οι καρδερίνες
τρανός (ο)
= μεγάλος
τρανεύω
= μεγαλώνω
τραχλιά (η)
= εξάρτημα της καραγκούνικης στολής
τρέβλα (η)
= αγριόχορτο
Τριητής (ο)
= Σεπτέμβριος
τριχιά (η)
= χοντρό σχοινί
τρόγαλο (το)
= το γάλα που απομένει μετά την 
πήξη του τυριού
τρόπι (το)
= κυλινδρικό κομμάτι από κορμό δένδρου 
πάνω στο οποίο έκοβαν το κρέας
τρούιρα
= τριγύρω
τσαγκρισούλι (το)
= εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι 
τσαγκάρηδες
τσακμάκι (το) [τουρκ.]
= αναπτήρας
τσιαΐρι (το)
= ακαλλιέργητο χωράφι
τσιακατισμένος (ο)
= νευριασμένος
τσιακνάκια (τα)
= μικρά ξυλάκια, αδύνατα πόδια 
[κοροϊδευτικά]
τσιαλίδι (το)
= νευρικός
τσιαμπάς (ο)
= κορυφή του κεφαλιού
τσιανάκια (τα)
= μαγειρικά σκεύη
τσιαούλια (τα)
= σαγόνι
τσιατί (το)
= η σκεπή
τσιάτσαλα (τα)
= θρύψαλα
τσιάχαλο (το)
= σκουπιδάκι
τσιβέτα (η)
= σίδερο για οικοδομή
τσιβικώνω
= ζορίζω, πιέζω
τσίγγανος (ο)
= ο εκλεκτικός στα φαγητά
τσίθρα (η)
= χύτρα
τσική (η)
= μαχαίρι
τσικρίκι (το)
= αντικείμενο με το οποίο 
έγνεθαν το μαλλί
τσιλώνω [τα αφτιά]
= “τεντώνω” τα αφτιά για 
να ακούσω κάτι
τσίμα - τσίμα [ιταλ.]
= ίσα - ίσα
τσινάω
= αντιστέκομαι βίαια
τσιόκια (τα)
= γαλόπουλα
τσιόλι (το)
= χαλί, κουβέρτα
τσιοπαρίτσα (η)
= είδος πουλιού
τσιόπορο (το)
= αγκάθι
τσιρέπια (τα) [τσερέπια]
= μάλλινες κάλτσες
τσιφνιάρα (η)
= παλαβιάρα
τσουλιάσου
= σκεπάσου
τσούνα
= προχώρα, κουνήσου
τσουτσούλι (το)
= σάκος
τσουτσούλικος (ο)
= μοντέρνος, φιλάρεσκος
τσουτσουρώνω
= ανατριχιάζω
τυφλοσκοτάω
= προσπαθώ να δω κάτι 
ενώ είναι πολύ σκοτεινά
τυφλοσούρτης (ο)
= με κλειστά μάτια

Φ
φουκαλίζω [φουκάλι]
= σκουπίζω [σκούπα]
φτσέλα (η)
= ξύλινο δοχείο σαν το 
σημερινό θερμός
φωτίκια (τα)
= θρησκευτικό έθιμο κατά το 
οποίο ο νονός το Πάσχα δίνει 
δώρα στο βαφτιστήρι του

Χ
χαζοκλούκου (η)
= χαζή, ανόητη, χαζοχαρούμενη
χαζοντάμαρο (το)
= ανόητο
χαζοπαζαρεύομαι
= σκοτώνω τον καιρό μου
χαΐρι (το) [τουρκ.]
= προκοπή
χαλεύω
= ζητάω
χαμπέρι (το) [τουρκ.]
= νέο, είδηση
χατίλια (τα)
= το ψηλότερο μέρος της σκεπής 
του σπιτιού
χλαπανάω
= τρώω με μεγάλες μπουκιές
χλιάρι (το)
= κουτάλα ξύλινη
χλιαρολόγος (ο)
= θήκη για μαχαιροπήρουνα
χνάρι (το)
= χήνα
χούι (το)
= συνήθεια [συνήθως κακή]
χουιάζω
= φωνάζω
χουλιάρα [χλιάρα] (η)
= κουτάλα
χουλμπατσκιές (οι)
= χτυπήματα [κλωτσιές]
χτράω
= είμαι επιδέξιος