Στη φωτογραφία βλέπουμε τον αξέχαστο Μίμη Γκιουλέκα να χαιρετάει τα πλήθη(αριστερά)... και δεξιά να χορεύει ζεϊμπεκιά! |
Ο θρύλος των σκυλάδικων. Ο μεγάλος. Ναι, έχει κάνει και στη στενή. Ναι, του αρέσει η μαστούρα (σεξ, ναρκωτικά, και μπουζούκι εντ ρόλ). Αλλά για τον εαυτό του μόνο, γιατί στο αξέχαστο τραγούδι του «βρε παπαδιά βρε παπαδιά τι μαστουριάζεις τον παπά;» δείχνει όσο να πεις μια κοινωνική ευαισθησία – να μην πω ότι υπενθυμίζει ότι το λιβάνι που καίνε στις εκκλησίες περιέχει τετραϋδροκανναβινόλη (την ίδια δραστική ουσία με το χασίς· όπερ εξηγεί πώς και γιατί κολλάνε τόσες γριές με την εκκλησία – με τη σύνταξη πείνας που παίρνουν πώς να μπορέσουν να τα αγοράσουν μόνες τους;). Φεύγω από το θέμα μου όμως…
Μίμης Γκιουλέκας.
Άνθρωπος της πιάτσας, ντυμένος στα λευκά με την πορτοκαλί γραβάτα να είναι ασορτί με το ποτήρι ουίσκι που κρατούσε (βλέπε φώτο). Κούρεμα απολιθωμένο από τη δεκαετία του ’80 να πλαισιώνει αυτό το βασανισμένο από τη νύχτα πρόσωπο. Κινήσεις αργές, βαριές, σαν να είχε αρθρίτιδα στην προχωρημένη της μορφή.
Ρεπερτόριο: τεράστιο. Τραγούδησε απ’ όλα. Και δημοτικά και ποντιακά και μοντέρνα και σκυλάδικα 3ης ως 33ης κατηγορίας. Με φωνή βαριά, χαμόγελο δυσκοίλιο, βλέφαρα χαμηλωμένα, τα χείλη να φιλάνε το μικρόφωνο. Τα είπε όλα ο Μίμης. Και έλαμπε σαν σταρ, ανάμεσα στους συμπαθέστατους κομπάρσους: τη νέα και αδύνατη τραγουδίστρια που βγήκε μέσα από σύννεφα καπνού – σούπερ μίνι φόρεμα, μαλλί περμανάντ και βάψιμο έντονο – τον γουόναμπι Μίμης με τα παχάκια να πέφτουν πάνω από τη ζώνη, που κατέβαζε το μικρόφωνο πάνω από τα κεφάλια μας σαν μπουμ στα γυρίσματα σουρεαλιστικής κωμωδίας για να τραγουδήσουμε μαζί του (ύψιστη τιμή σε σκυλάδικο, απ’ ότι έμαθα μετά), τη λουλουδού που έριχνε δίσκους με γαρύφαλλα στους τραγουδιστές και τους θαμώνες.
Οι θαμώνες… Οι περισσότεροι ακίνητοι και ευλαβείς, σαν σε εκκλησία να πίνουν την θεία κοινωνία (ουίσκι, φυσικά), άνθρωποι της νύχτας, αλλά και παχουλές χωριάτισσες να χορεύουν το τσιφτετέλι σαν τέκνο, να λυγίζουν μέχρι κάτω μια μέση που το πάχος δεν άφηνε να φανεί ότι υπάρχει, μαλλί φουντωμένο, ρούχα λαμέ και σαγιονάρες, τις οποίες πετούσαν με μεγάλη ευκολία για να κάνουν τις απίθανες χορευτικές φιγούρες τους ξυπόλυτες ανάμεσα στα γαρύφαλλα που έπεφταν βροχή.
Σωστή επιλογή υποδήματος. Γιατί τα δικά μου camper γλιστρούσαν πάνω στα λουλούδια, και η ενδυματολογική μου παράλειψη να μη φορέσω ούτε ίχνος λαμέ ή glitter μου αφαιρούσε κάθε ίχνος γκλαμουριάς. Σαν τουρίστρια έμοιαζα – είδα σκοτάδι και μπήκα. Παρόλα αυτά, χόρεψα μέχρι τελικής πτώσεως – πράγμα που ισοδυναμεί με το να εκτελείς το καμασούτρα από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα την πρώτη φορά που το κάνεις· άντε να πείσεις ότι είσαι πρωτάρα! Ας όψεται ο Μίμης (Γκιουλέκας), ο Τζώνυ (Γουόκερ) και το σοκ της πρώτης φοράς σε σκυλάδικο.
Με ασταμάτητο τσιφτετέλι και γέλιο ήρθε το ξημέρωμα. Γυρνάω και φωνάζω στο Μίμη: «Είσαι μεγάλος!»
Και αυτός, στρέφει αργά το κεφάλι, σκάει μισό χαμόγελο και δέχεται τη φιλοφρόνηση με σεμνότητα αλλά και αυτογνωσία: « ’φχαριστώώώ…»
Μίμης Γκιουλέκας.
Άνθρωπος της πιάτσας, ντυμένος στα λευκά με την πορτοκαλί γραβάτα να είναι ασορτί με το ποτήρι ουίσκι που κρατούσε (βλέπε φώτο). Κούρεμα απολιθωμένο από τη δεκαετία του ’80 να πλαισιώνει αυτό το βασανισμένο από τη νύχτα πρόσωπο. Κινήσεις αργές, βαριές, σαν να είχε αρθρίτιδα στην προχωρημένη της μορφή.
Ρεπερτόριο: τεράστιο. Τραγούδησε απ’ όλα. Και δημοτικά και ποντιακά και μοντέρνα και σκυλάδικα 3ης ως 33ης κατηγορίας. Με φωνή βαριά, χαμόγελο δυσκοίλιο, βλέφαρα χαμηλωμένα, τα χείλη να φιλάνε το μικρόφωνο. Τα είπε όλα ο Μίμης. Και έλαμπε σαν σταρ, ανάμεσα στους συμπαθέστατους κομπάρσους: τη νέα και αδύνατη τραγουδίστρια που βγήκε μέσα από σύννεφα καπνού – σούπερ μίνι φόρεμα, μαλλί περμανάντ και βάψιμο έντονο – τον γουόναμπι Μίμης με τα παχάκια να πέφτουν πάνω από τη ζώνη, που κατέβαζε το μικρόφωνο πάνω από τα κεφάλια μας σαν μπουμ στα γυρίσματα σουρεαλιστικής κωμωδίας για να τραγουδήσουμε μαζί του (ύψιστη τιμή σε σκυλάδικο, απ’ ότι έμαθα μετά), τη λουλουδού που έριχνε δίσκους με γαρύφαλλα στους τραγουδιστές και τους θαμώνες.
Οι θαμώνες… Οι περισσότεροι ακίνητοι και ευλαβείς, σαν σε εκκλησία να πίνουν την θεία κοινωνία (ουίσκι, φυσικά), άνθρωποι της νύχτας, αλλά και παχουλές χωριάτισσες να χορεύουν το τσιφτετέλι σαν τέκνο, να λυγίζουν μέχρι κάτω μια μέση που το πάχος δεν άφηνε να φανεί ότι υπάρχει, μαλλί φουντωμένο, ρούχα λαμέ και σαγιονάρες, τις οποίες πετούσαν με μεγάλη ευκολία για να κάνουν τις απίθανες χορευτικές φιγούρες τους ξυπόλυτες ανάμεσα στα γαρύφαλλα που έπεφταν βροχή.
Σωστή επιλογή υποδήματος. Γιατί τα δικά μου camper γλιστρούσαν πάνω στα λουλούδια, και η ενδυματολογική μου παράλειψη να μη φορέσω ούτε ίχνος λαμέ ή glitter μου αφαιρούσε κάθε ίχνος γκλαμουριάς. Σαν τουρίστρια έμοιαζα – είδα σκοτάδι και μπήκα. Παρόλα αυτά, χόρεψα μέχρι τελικής πτώσεως – πράγμα που ισοδυναμεί με το να εκτελείς το καμασούτρα από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα την πρώτη φορά που το κάνεις· άντε να πείσεις ότι είσαι πρωτάρα! Ας όψεται ο Μίμης (Γκιουλέκας), ο Τζώνυ (Γουόκερ) και το σοκ της πρώτης φοράς σε σκυλάδικο.
Με ασταμάτητο τσιφτετέλι και γέλιο ήρθε το ξημέρωμα. Γυρνάω και φωνάζω στο Μίμη: «Είσαι μεγάλος!»
Και αυτός, στρέφει αργά το κεφάλι, σκάει μισό χαμόγελο και δέχεται τη φιλοφρόνηση με σεμνότητα αλλά και αυτογνωσία: « ’φχαριστώώώ…»
Πηγή: