Φωτογραφία: https://www.karditsaportal.gr/ |
Είναι ο παλαιότερος ναός της Καρδίτσας. Κτίστηκε το 1842, αμέσως μετά τις πρώτες οθωμανικές μεταρρυθμίσεις.
Είναι ο πρώτος ναός της Καρδίτσας. Κτίστηκε το 1842, σύμφωνα με λιθανάγλυφη επιγραφή στη ΝΔ εξωτερική γωνία, αμέσως μετά τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις. Η άδεια για την ανέγερσή του δόθηκε από την Πύλη με ενέργειες του ηπειρώτη Κωνσταντίνου ή Αναγνώστη Λάππα, ο οποίος είχε εγκατασταθεί μαζί με τα αδέρφια του στη συνοικία των Καμινάδων γύρω στο 1836. Οι Καμινάδες αποτελούσαν ξεχωριστή κοινότητα στα βορειοανατολικά όρια της πόλης, καθώς την εποχή αυτή δεν είχε ιδρυθεί ακόμη η χριστιανική συνοικία της πόλης, το Βαρούσι.
Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική, χτισμένη με ντόπιο ασβεστόλιθο από ηπειρώτες μαστόρους, των οποίων η «συντροφιά» έχτισε και άλλους ναούς στην περιοχή. Εξωτερικά είναι λιτός και αυστηρός, με ελάχιστα μονόλοβα και δίλοβα στενά ανοίγματα και λίγους λιθανάγλυφους σταυρούς και ρόδακες. Η κόγχη του ιερού διασπάται από τυφλά τόξα, με εντοιχισμένα εφυαλωμένα πιάτα και λιθανάγλυφες παραστάσεις γεωμετρικών μοτίβων, πτηνών, φυτών και αστρικών συμβόλων. Το κωδωνοστάσιο κατασκευάστηκε μετά το 1881, ενώ ο προθάλαμος είναι σύγχρονη προσθήκη.
Ο ναός έχει γυναικωνίτη με καφασωτά θωράκια και είναι κατάγραφος εσωτερικά. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρονολογείται το 1846, σύμφωνα με επιγραφή στην Ωραία Πύλη. Αγιογραφήθηκε το 1853, «εξόδοις και δαπάναις του ιερού παγκαρίου», με την επίβλεψη των επιτρόπων Κ. Δημητρακώνη και Κ. Μαρκούτη. Οι λαϊκότροπες τοιχογραφίες είναι έργα Σαμαριναίων ζωγράφων και ακολουθούν καθιερωμένα εικονογραφικά πρότυπα. Από τις φορητές εικόνες ξεχωρίζουν ο Χριστός Μέγας Αρχιερέας (1898), στο Δεσποτικό Θρόνο, έργο του Εμμ. Ασημάκη και η Παναγία (1911), στο δεξί προσκυνητάρι, αφιέρωμα της αδελφότητας του Αγίου Όρους.
Ο ναός συνδέθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα με ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης θεσσαλικής ιστορίας: το αγροτικό ζήτημα. Στον περίβολό του πραγματοποιούνταν οι συνελεύσεις του πρώτου αγροτικού συλλόγου στη Θεσσαλία, του Πεδινού Συνδέσμου, με πρωτεργάτη τον Δ. Μπούσδρα.
Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική, χτισμένη με ντόπιο ασβεστόλιθο από ηπειρώτες μαστόρους, των οποίων η «συντροφιά» έχτισε και άλλους ναούς στην περιοχή. Εξωτερικά είναι λιτός και αυστηρός, με ελάχιστα μονόλοβα και δίλοβα στενά ανοίγματα και λίγους λιθανάγλυφους σταυρούς και ρόδακες. Η κόγχη του ιερού διασπάται από τυφλά τόξα, με εντοιχισμένα εφυαλωμένα πιάτα και λιθανάγλυφες παραστάσεις γεωμετρικών μοτίβων, πτηνών, φυτών και αστρικών συμβόλων. Το κωδωνοστάσιο κατασκευάστηκε μετά το 1881, ενώ ο προθάλαμος είναι σύγχρονη προσθήκη.
Ο ναός έχει γυναικωνίτη με καφασωτά θωράκια και είναι κατάγραφος εσωτερικά. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρονολογείται το 1846, σύμφωνα με επιγραφή στην Ωραία Πύλη. Αγιογραφήθηκε το 1853, «εξόδοις και δαπάναις του ιερού παγκαρίου», με την επίβλεψη των επιτρόπων Κ. Δημητρακώνη και Κ. Μαρκούτη. Οι λαϊκότροπες τοιχογραφίες είναι έργα Σαμαριναίων ζωγράφων και ακολουθούν καθιερωμένα εικονογραφικά πρότυπα. Από τις φορητές εικόνες ξεχωρίζουν ο Χριστός Μέγας Αρχιερέας (1898), στο Δεσποτικό Θρόνο, έργο του Εμμ. Ασημάκη και η Παναγία (1911), στο δεξί προσκυνητάρι, αφιέρωμα της αδελφότητας του Αγίου Όρους.
Ο ναός συνδέθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα με ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης θεσσαλικής ιστορίας: το αγροτικό ζήτημα. Στον περίβολό του πραγματοποιούνταν οι συνελεύσεις του πρώτου αγροτικού συλλόγου στη Θεσσαλία, του Πεδινού Συνδέσμου, με πρωτεργάτη τον Δ. Μπούσδρα.