Αφιέρωμα στον συγγραφέα και ποιητή Πάνο Τσίνα (1925 – 2019)
Το κείμενο είναι από την τιμητική εκδήλωση για τον Αργιθεάτη συγγραφέα και Ποιητή Πάνο Τσίνα στις 29 Νοεμβρίου 2007 στην αίθουσα της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών που διοργάνωσαν οι σύλλογοι: ΜΑΡΑΘΟΥ - ΣΤΕΦΑΝΙΩΤΩΝ “Η ΙΤΙΑ” - ΛΕΟΝΤΙΤΟΥ “Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ” - ΒΡΑΓΚΙΑΝΙΤΩΝ - ΑΡΓΙΘΕΑΤΩΝ ΑΘΗΝΑΣ “Η ΕΣΤΙΑ”
Γεννήθηκε «πάνω στου Πίνδου της κορφές» στα 1925, όπως λέει κι ο ίδιος σε κάποιο στίχο του και όπου εκεί κοντά σε μια βουνοκορφή στο Μάραθο Καρδίτσας. Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του με φτώχεια, στερήσεις, πολέμους, πείνα, κατοχή.
"... μον τη θρησκεία των παιδιών έχω εγώ όταν παίζουν,
όταν πηγαίνουν στο σχολειό στα πρώτα τους τα χρόνια..."
όταν πηγαίνουν στο σχολειό στα πρώτα τους τα χρόνια..."
Με τα λίγα γράμματα που μαθαίνει, πότε στο συνοικισμό του, το Μάραθο, όπου γεννήθηκε, και πότε πεζοπορώντας μια ώρα δρόμο για να φτάσει ξυπόλυτος και νηστικός στο σχολείο των Βραγκιανών, έρχονται οι «καταστάσεις» και τον αναγκάζουν πριν ακόμα «ξεσκολίσει», να φύγει για τον κάμπο της Άρτας, όπου φυλάει πρόβατα, οργώνει χωράφια, κάνει θελήματα για ένα κομμάτι ψωμί, όχι μόνο δικό του αλλά και για την οικογένεια που μένει πίσω. Εκεί γράφει τους πρώτους του στίχους, που τους κουβαλάει συνεχώς στον κόρφο του σαν φυλαχτό. Ανήσυχος όπως είναι αναζητεί καλύτερη τύχη στη Θεσσαλία, στον κάμπο. Κι εκεί τα ίδια.
Στην Εθνική αντίσταση παίρνει μέρος στις ομάδες του ΕΔΕΣ. Όταν τα πράγματα «ισιάζουν» κάπως, αναζητεί την τύχη του στην Αθήνα. Η σπίθα που έχει μέσα του γίνεται φλόγα και τον καίει. Θέλει να μάθει γράμματα. Με χίλιες δυο στερήσεις τα καταφέρνει και γράφεται στο νυχτερινό σχολείο του Παρνασσού, όπου το τελειώνει με άριστα και παίρνει και χρηματικό βραβείο 25.000 δρχ.
Συνεχίζει στο γυμνάσιο, εργαζόμενος την ημέρα πότε εδώ και πότε εκεί. Κάποιος τον πηγαίνει στον τότε βουλευτή Θεμιστοκλή Τσάτσο, κι εκείνος τον στέλνει στον αδερφό του Κώστα- μετέπειτα πρόεδρο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας-, ο οποίος διαβλέπει το ταλέντο του και τον δανείζει συνεχώς βιβλία του για να διαβάζει. Τον βοηθά επίσης να προσληφθεί υπάλληλος στο τότε Υπουργείο της Αεροπορίας. Ο Τσίνας τελειώνει το γυμνάσιο και γράφεται στην Πάντειο. Με το πτυχίο αυτό γίνεται υπάλληλος στη Νομαρχία αλλά σύντομα παίρνει μετάθεση για τη Φλώρινα, όπου παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου της Θεσαλονίκης. Πρέβεζα, ο επόμενος σταθμός του. Από εκεί με εφόδιο τα δυο του πτυχία ξαναγυρίζει στην Αθήνα και εργάζεται ως υπάλληλος στην Εθνική Βιβλιοθήκη απ’ όπου και συνταξιοδοτείται. Επίτιμος Διευθυντής της αργότερα. Μιλάει Αγγλικά και Ρώσικα.
Στην Εθνική αντίσταση παίρνει μέρος στις ομάδες του ΕΔΕΣ. Όταν τα πράγματα «ισιάζουν» κάπως, αναζητεί την τύχη του στην Αθήνα. Η σπίθα που έχει μέσα του γίνεται φλόγα και τον καίει. Θέλει να μάθει γράμματα. Με χίλιες δυο στερήσεις τα καταφέρνει και γράφεται στο νυχτερινό σχολείο του Παρνασσού, όπου το τελειώνει με άριστα και παίρνει και χρηματικό βραβείο 25.000 δρχ.
Συνεχίζει στο γυμνάσιο, εργαζόμενος την ημέρα πότε εδώ και πότε εκεί. Κάποιος τον πηγαίνει στον τότε βουλευτή Θεμιστοκλή Τσάτσο, κι εκείνος τον στέλνει στον αδερφό του Κώστα- μετέπειτα πρόεδρο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας-, ο οποίος διαβλέπει το ταλέντο του και τον δανείζει συνεχώς βιβλία του για να διαβάζει. Τον βοηθά επίσης να προσληφθεί υπάλληλος στο τότε Υπουργείο της Αεροπορίας. Ο Τσίνας τελειώνει το γυμνάσιο και γράφεται στην Πάντειο. Με το πτυχίο αυτό γίνεται υπάλληλος στη Νομαρχία αλλά σύντομα παίρνει μετάθεση για τη Φλώρινα, όπου παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου της Θεσαλονίκης. Πρέβεζα, ο επόμενος σταθμός του. Από εκεί με εφόδιο τα δυο του πτυχία ξαναγυρίζει στην Αθήνα και εργάζεται ως υπάλληλος στην Εθνική Βιβλιοθήκη απ’ όπου και συνταξιοδοτείται. Επίτιμος Διευθυντής της αργότερα. Μιλάει Αγγλικά και Ρώσικα.
Ο Πάνος Τσίνας γράφει εκείνο που πιστεύει και όπως το πιστεύει. Λογοτεχνία, λαογραφία, θέατρο, φιλοσοφία, ιστορία και ποίηση είναι το έργο του.
Σε πολλές περιπτώσεις οι ιδέες του, που ξεπηδούν απ’ τα έργα του, σε αποστασιοποιούν αυτόματα και σε αναγκάζουν να πάρεις θέση κριτική απέναντί του. Και τότε μπαίνει μπροστά σου το πρόβλημα: Με ποια κριτήρια θα τον κρίνεις κι αν εσύ μπορείς να τον κρίνεις! Μια καθαρή ελληνολατρεία ξεπηδάει σ’ ολόκληρο το έργο του, που αποκορυφώνεται στην παράφορη αγάπη του για την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αργιθέα. Λάτρης του κόσμου με την έννοια που έδωσαν σ’ αυτόν οι αρχαίοι Έλληνες. Τον απασχολεί πολύ το θέμα της ψυχής, όχι στην παρούσα ζωή αλλά πέρα απ’ αυτήν. Η Ιθάκη του Ομήρου. Η ψυχή του παντός, η αεί υπάρχουσα αιτία που δίνει στο σύμπαν πνοή.
Σαν ποιητής ο Π. Τσίνας ακολουθεί την «κλασική» οδό παρά τους έντονους επηρεασμούς της «νεοτερικότητας» του καιρού του. Τα ποιήματά του έλκουν και εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη γιατί ο ποιητής είναι γνήσια εξομολογητικός και αυθεντικός. Κρατούν ολοζώντανη τη μνήμη της Αργιθέας- κάτι που γίνεται και στο συγγραφικό του έργο- σε παίρνουν και σε ανεβάζουν
Σαν ποιητής ο Π. Τσίνας ακολουθεί την «κλασική» οδό παρά τους έντονους επηρεασμούς της «νεοτερικότητας» του καιρού του. Τα ποιήματά του έλκουν και εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη γιατί ο ποιητής είναι γνήσια εξομολογητικός και αυθεντικός. Κρατούν ολοζώντανη τη μνήμη της Αργιθέας- κάτι που γίνεται και στο συγγραφικό του έργο- σε παίρνουν και σε ανεβάζουν
Στο ποιητικό έργο του Π. Τσίνα με τον μεστό και περιεκτικό λόγο της ποίησης, δίνονται οι καθημερινές σκηνές και τα βιώματα της περιοχής μας τις περασμένες δεκαετίες.
Οι λέξεις του ποιητή συνταιριασμένες διηγούνται βιώματα, όχι μόνον του ποιητή, αλλά μας ολάκερης περιοχής και πολλών γενιών της.
Εκεί που θα χρειάζονταν σελίδες να περιγράφεις, ο Π. Τσίνας μας οδηγεί κατευθείαν.
Οι λέξεις του ποιητή συνταιριασμένες διηγούνται βιώματα, όχι μόνον του ποιητή, αλλά μας ολάκερης περιοχής και πολλών γενιών της.
Εκεί που θα χρειάζονταν σελίδες να περιγράφεις, ο Π. Τσίνας μας οδηγεί κατευθείαν.
Στον τόπο του και την ιστορία.,
Σκόρπια τα σπίτια στο χωριό κι αλάργα το ένα από το άλλο
τρεις ώρες! Άλλο στο βαθύ χωμένο το φαράγγι,
άλλο στο σύρραχο ψηλά κι άλλο στο λόγγο μέσα.
Στα ρούχα μέσα ολόσωμες χωμένες οι γυναίκες
κι οι άντρες κοκαλιάρηδες, αδροί κι ηλιοκαμένοι,
από έναν τύραννο σκληρό, το χρόνο, αποδιωγμένοι
θεοί απ’ τονΌλυμπο θαρρείς, ήρωες του Ομήρου πουρθαν
με τον καιρό και εφτώχηναν κι αγρίεψαν κι απόμειναν
τζεντζιλιαραίοι με τα χοντρά τα χιλιομπαλωμένα
ντόπια σκουτιά και τη βαριά και βροντερή κουβέντα,
μακρόσυρτη κι από καιρούς αρχαίους φερμένες λέξεις,
και φθόγγους μεγαλόπρεπους Ελληνικούς ατόφιους.
Έρμος λαός μου! Κι οι καιροί κι εχθροί σε μαστίγωσαν,
Ρωμαίοί,Τούρκοι, Χριστιανοί κι οβρεοπρεπείς δάσκαλοι
και τους θεούς σου χάλασαν και σούμειναν μονάχα
οι φθόγγοι οι μεγαλόπρεποι που τους κρατάς σα να είναι
το φυλαχτό στο στήθος σου και τρέμεις μην το χάσεις.
τρεις ώρες! Άλλο στο βαθύ χωμένο το φαράγγι,
άλλο στο σύρραχο ψηλά κι άλλο στο λόγγο μέσα.
Στα ρούχα μέσα ολόσωμες χωμένες οι γυναίκες
κι οι άντρες κοκαλιάρηδες, αδροί κι ηλιοκαμένοι,
από έναν τύραννο σκληρό, το χρόνο, αποδιωγμένοι
θεοί απ’ τονΌλυμπο θαρρείς, ήρωες του Ομήρου πουρθαν
με τον καιρό και εφτώχηναν κι αγρίεψαν κι απόμειναν
τζεντζιλιαραίοι με τα χοντρά τα χιλιομπαλωμένα
ντόπια σκουτιά και τη βαριά και βροντερή κουβέντα,
μακρόσυρτη κι από καιρούς αρχαίους φερμένες λέξεις,
και φθόγγους μεγαλόπρεπους Ελληνικούς ατόφιους.
Έρμος λαός μου! Κι οι καιροί κι εχθροί σε μαστίγωσαν,
Ρωμαίοί,Τούρκοι, Χριστιανοί κι οβρεοπρεπείς δάσκαλοι
και τους θεούς σου χάλασαν και σούμειναν μονάχα
οι φθόγγοι οι μεγαλόπρεποι που τους κρατάς σα να είναι
το φυλαχτό στο στήθος σου και τρέμεις μην το χάσεις.
Στο χωριό και τους αγαπημένους του.
Πείνα τρανή είναι στο χωριό, πεθαίνουν από φθίση.
Πέθανε ο Γιάννος, ο Στρατής, ο Γιώργος ο Δημήτρης...,
που ήταν μικρά για ρόγιασμα και τ’ άφηκαν στο σπίτι.
Έρμα γυρνούσαν σήμερα τα λίγα γιδερά τους.
Πέθανε ο Γιάννος, ο Στρατής, ο Γιώργος ο Δημήτρης...,
που ήταν μικρά για ρόγιασμα και τ’ άφηκαν στο σπίτι.
Έρμα γυρνούσαν σήμερα τα λίγα γιδερά τους.
Στην καθημερινότητα.
Χειμώνιασε και στ’ Άγραφα το κρύο βαλαντώνει
Και στις ψηλότερες κορφές ξαγνάντησε το χιόνι.
.............................................................................
στα δίστρατα βροντοκοπάν οι κύπροι απ’ τα μουλάρια,
που ξεκαμπάν αραδιαστά κι αγάλια-αγάλια πάνε,
καθώς οι βλάχοι ροβολάν κάτω στα ριζοχώρια.
Και χειμωνιάζει για καλά στ’ Άγραφα και στον Πίνδο.
Μαύρες βραδιές και σπειρωτό το χιόνι πυκνοπέφτει
Πέρα στα δάση, στα βουνά και στα βαθιά φαράγγια
Και ξεροτρίζουν τα δαυλιά μεσ’ του χωριού τα σπίτια.
Και στις ψηλότερες κορφές ξαγνάντησε το χιόνι.
.............................................................................
στα δίστρατα βροντοκοπάν οι κύπροι απ’ τα μουλάρια,
που ξεκαμπάν αραδιαστά κι αγάλια-αγάλια πάνε,
καθώς οι βλάχοι ροβολάν κάτω στα ριζοχώρια.
Και χειμωνιάζει για καλά στ’ Άγραφα και στον Πίνδο.
Μαύρες βραδιές και σπειρωτό το χιόνι πυκνοπέφτει
Πέρα στα δάση, στα βουνά και στα βαθιά φαράγγια
Και ξεροτρίζουν τα δαυλιά μεσ’ του χωριού τα σπίτια.
Στ’ Άγραφα και την πίνδο.
Κι είδα τα βαθυφάραγγα βουνά και τις ψηλές τις ράχες
απάνω της πατρίδας μου, - στ’ Άγραφα και στον Πίνδο.
και τα προσκύνησα θεούς κι άγια η ψυχή μου τα είπε.
Γίγαντας να διαφεντεύει τους χειμώνες..... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ: https://www.dimosargitheas.gr/απάνω της πατρίδας μου, - στ’ Άγραφα και στον Πίνδο.
και τα προσκύνησα θεούς κι άγια η ψυχή μου τα είπε.