Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Καρδίτσα ♥ Αργιθέα: Ο Μεγάλος Οπλαρχηγός Γεώργιος Καραούλης

Φωτογραφία-Πολιτιστικός Σύλλογος Στεφανιωτών "Η Νοσταλγία"

Φωτογραφία-Πολιτιστικός Σύλλογος Στεφανιωτών "Η Νοσταλγία": Ο Μεγάλος Οπλαρχηγός Γεώργιος Καραούλης
Θα ξεκινήσουμε με λίγα λόγια για την ζωή του, αφού πρώτα επισημάνουμε πως τα στοιχεία που καταθέτονται εδώ και αφορούν τη ζωή του προέρχονται από το βιβλίο του αιδεσιμότατου Γεωργίου Δ. Στάθη «Από τ’άγραφα» - το οποίο έχει αμφισβητηθεί έντονα από άλλους ερευνητές ως προς ορισμένα ιστορικά στοιχεία που αναφέρει - και για τα οποία θα γίνει εκτενής λόγος παρακάτω. Ειδικότερα, ο Καραούλης φαίνεται πως λίγο πριν το έτος 1840 έκανε την εμφάνισή του στο χωριό της Στεφανιάδας. Το προσωνύμιο Καραούλης, το απέκτησε από την λέξη «καραούλι», που σημαίνει βάρδια, παρατηρητήριο, σκοπιά. Και αυτό γιατί, όταν ήταν μικρότερος, βρίσκονταν κοντά στον αρματωλό Σκαλτσόδημο, οπού είχε αναλάβει αυτόν ακριβώς τον ρόλο, το να «φυλάει» δηλαδή «καραούλι». Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Αραποστέργιος. Κατάγονταν από την Μίγερη, Τετράκωμο Άρτας, ενώ οι υπόλοιποι στενοί συγγενείς του, Λεναίοι, Τσαπραϊλαίοι, Γιάχος, Σίβος, Χήρας και αρκετοί ακόμα που εγκατέλειψαν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους και ακολούθησαν τον Καραούλη στη Στεφανιάδα κατάγονταν εκτός από την Μίγερη, και από την Σεκλίστα και τη Ράμια.
Φωτογραφία-Πολιτιστικός Σύλλογος Στεφανιωτών "Η Νοσταλγία": Το σπίτι του Καραούλη δίπλα στην Μονή Κώστη
Όλα αυτά αναφέρονται τόσο στο «Από τ’ άγραφα» του Στάθη όσο και στο «Η Αργιθέα» του Κωτσιώρη, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ο Αγραφιώτης στο βιβλίο του «Θεσσαλικό Ημερολόγιο»(τόμος 1ος , σελ 19). Όμως, από την ίδια πηγή, δηλαδή το συγκεκριμένο βιβλίο του Αγραφιώτη, επισημαίνεται πως υπάρχει και άλλη άποψη για το όνομα και την καταγωγή του Καραούλη. Ειδικότερα στο βιβλίο του Κουτρούμπα που αναφέρεται στην επανάσταση, υποστηρίζεται η άποψη πως σύμφωνα με τα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών ο Καραούλης, ήταν γιος τουΚαναβού Οικονόμου, το όνομά του ήταν Γεώργιος Καναβού Οικονόμου και ο τόπος καταγωγής του ήταν τα Βραγγιανά. Από τις δύο αυτές εκδοχές πιο πιθανή φαίνεται να είναι η πρώτη, κάτι που δικαιολογείται όπως εύστοχα τονίζει και ο Αγραφιώτης τόσο από την σαφήνεια και την απόλυτη ακρίβεια των κειμένων του Στάθη όσο και από το γεγονός πως διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Μαντζούκη, ο οποίος είχε αρτινή καταγωγή, και με άλλους Ηπειρώτες όχι μόνο στην εξέγερση του 1854 αλλά και στην εξέγερση του 1866.
Φωτογραφία-Πολιτιστικός Σύλλογος Στεφανιωτών "Η Νοσταλγία": Τα όρια της Στεφανιάδος
Πολύ γρήγορα διάλεξε ως έδρα του την Στεφανιάδα, όπου και εγκατέστησε το αρχηγείο του, αφού προηγουμένως είχε επιβληθεί με πολύ κόπο απέναντι προς τους υπόλοιπους φιλόδοξους αγωνιστές καπετεναίους που επεδίωξαν να κυριαρχήσουν στην ευρύτερη περιοχή. Του δόθηκε κάποια δικαιοδοσία στην περιοχή της Αργιθέας η οποία αναγνωρίστηκε αμέσως από τους Τούρκους. Κατέλαβε χωρίς κανένας να μπορεί να του εναντιωθεί πολλές καλλιεργήσιμες εκτάσεις στη Στεφανιάδα, ενώ προχώρησε, μιας και ήταν αρκετά γενναίος και διορατικός, στην κατάληψη περιοχών που δεν ανήκαν τότε στην περιφέρεια του χωριού, όπως ήταν ενδεικτικά η Βατόβρυση, η Κερασούλα-Μηλιά, ο Μάραθος και άλλες, πολλές από τις οποίες παραμένουν στην Στεφανιάδα μέχρι και σήμερα.

Ήταν τόσο επιβλητικός και δυναμικός που κανένας στο χωριό δεν τολμούσε να συγκρουστεί με τα συμφέροντά του, να αμφισβητήσει την κυριότητα των κτημάτων που κατέλαβε ή να διεκδικήσει οτιδήποτε σχετιζόταν με την περιουσία του. Αξίζει μάλιστα να αναφέρουμε πως οι παλαιότεροι κάτοικοι της Στεφανιάδας ένοιωθαν ιδιαίτερη ικανοποίηση και χαρά με την άφιξη και την εγκατάσταση του Καραούλη στο χωριό, αφού το γεγονός αυτό τους παρείχε αυξημένη ασφάλεια.

Παραδειγματιζόμενοι από αυτόν, προχώρησαν και οι ίδιοι στην απόκτηση καλλιεργήσιμης γης. Αυτός ο δυναμισμός και η επιμονή του ήταν οι κύριοι παράγοντες που αφενός τον οδήγησαν στο να αποκτήσει μία μεγάλη περιουσία αλλά και αφετέρου τον κατέταξαν σε έναν από τους πιο σημαντικούς αγωνιστές της περιοχής μας, που συνέβαλε τα μέγιστα στην ολοκληρωτική απελευθέρωση από τους
Τούρκους.

Για το τέλος του Καραούλη δεν υπάρχουν ιδιαίτερα στοιχεία. Η
πιθανότερη εκδοχή, σύμφωνα πάντα με τον αιδεσιμότατο Στάθη, είναι πως το τέλος του δεν ήταν αντάξιο της δράσης του, καθώς ο θάνατος δεν τον βρήκε σε κάποια μάχη. Αντιθέτως, ο Καραούλης πέθανε γύρω στο 1870, με τον εξής ίσως τραγικό τρόπο: βρισκόταν σε ένα από τα κτήματά του κοντά στην περιοχή της Βατόβρυσης και επέβλεπε τις εργασίες για την κατασκευή ενός αυλακιού, απαραίτητου για το πότισμα των χωραφιών.
Προσπαθώντας λοιπόν να περάσει κάτω από έναν έλατο που είχε κοπεί και έκλεινε τον δρόμο, έπεσε το πιστόλι από την ζώνη του, εκπυρσοκρότησε και τον χτύπησε στο στήθος, αφήνοντας τον νεκρό.

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε και ένα ακόμη περιστατικό για το οποίο γίνεται λόγος στο βιβλίο του αιδεσιμότατου Στάθη και συσχετίζεται με την γυναίκα του Καραούλη. Οφείλουμε βέβαια πρώτα να επισημάνουμε πως δεν είμαστε βέβαιοι για το εάν το συμβάν που περιγράφεται στηρίζεται στην πραγματικότητα ή πρόκειται για προϊόν προφορικής καθαρά παράδοσης, ούτε γνωρίζουμε την ακριβή χρονική περίοδο που αυτό διαδραματίζεται. Αν όμως ισχύει, τότε το πιο πιθανόν είναι να συνέβη λίγο μετά την επαναστατική εξέγερση του 1854 ή λίγο μετά την επανάσταση του 1866-1867.

Έτσι, εικάζεται πως η σύζυγος του Καραούλη συνελήφθη και αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους, ενώ στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα, όταν ο Καραούλης έτυχε αμνηστίας, η γυναίκα του παραδόθηκε από τον Σουλτάνο στον Μητροπολίτη Λαρίσης και αυτός με την σειρά του μετά από ρητή εντολή την παρέδωσε στον Καραούλη στην Οξυά. Μάλιστα ο Στάθης υπογραμμίζει πως σύμφωνα με τα λεγόμενα της ίδιας όχι μόνο δεν κακομεταχειρίστηκε αλλά αντιθέτως έτυχε ιδιαίτερης περιποίησης. Παραθέτουμε το συμβάν αυτό με κάθε επιφύλαξη.

Αν όμως έχει συμβεί πραγματικά τότε σίγουρα αποδεικνύει πως ο Καραούλης ήταν ιδιαίτερα γνωστός στις Τουρκικές Αρχές και ότι έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού ακόμη και από τους αντιπάλους του.

Ας σταθούμε όμως τώρα στην επαναστατική δράση του Καραούλη. Ο Καραούλης συγκρούονταν πολύ τακτικά με τις τουρκικές δυνάμεις. Οι συμπλοκές γινόντουσαν ως εξής: πραγματοποιούσε επιθέσεις κατά των Τούρκων και αυτοί με την σειρά τους τον ακολουθούσαν, επιδιώκοντας να αντεπιτεθούν. Ο Καραούλης όμως κατέφευγε στο «Ελληνικό» οπού εκεί έβρισκε ένα αρκετά ασφαλές καταφύγιο. Μαζί του κατέφευγαν και οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού, προκειμένου να σωθούν από την εισβολή των Τούρκων, οι οποίοι όταν έφταναν στο χωριό και δεν έβρισκαν κανέναν απολύτως κάτοικο, για να εκδικηθούν έκαιγαν όλα τα υπάρχοντά τους. Έτσι, οι κάτοικοι έμεναν στο καταφύγιο αυτό μέχρι να περάσει ο κίνδυνος και επέστρεφαν στα σπίτια τους όταν ήταν πλέον ασφαλείς. Αφού έβλεπαν κατεστραμμένες τις περιουσίες τους, προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι μπορούσαν, ενώ βρίσκονταν πάντα σε επιφυλακή για τον επόμενο κίνδυνο.
Μάλιστα, καλό θα ήταν στο σημείο αυτό να τονίσουμε πως οι κάτοικοι εξαιτίας των συνεχών συμπλοκών αναγκάστηκαν να κατασκευάσουν κρυφούς αποθηκευτικούς χώρους στα δάση όπου έβρισκαν καταφύγιο, προκειμένου να φυλάνε εκεί τα ογκώδη περιουσιακά τους αντικείμενα. Στην Στεφανιάδα υπήρχε τέτοιο μέρος στο δάσος απέναντι από τον Άγιο Αθανάσιο με την ονομασία «Αμπάρια».

Στο σημείο αυτό, θα γίνει λόγος για τις δύο πιο σημαντικές επαναστατικές εξεγέρσεις που έλαβαν χώρα στην Αργιθέα και στις οποίες πρωταγωνίστησε ο Καραούλης. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε το 1854 ενώ η δεύτερη το 1866-1867. Ειδικότερα, όπως μας πληροφορούν τόσο ο Αγραφιώτης όσο και ο Γκλέζος στο βιβλίο του «Το Λιάσκοβο», η αφορμή για το ξέσπασμα της επανάστασης του 1854 ήταν ο τραγικός θάνατος που βρήκαν ένας σωματάρχης των Αγράφων, ο Τσιγαρίδας και ο βοηθός του Τζαμαλής, από τουρκικό απόσπασμα στην προσπάθειά τους να στρατολογήσουν άνδρες στη Νευρόπολη. Οι πρόκριτοι αντέδρασαν,
ορκίστηκαν εκδίκηση και συγκεντρώθηκαν στα Βραγγιανά για να
συντονιστούν. Άλλη άποψη, που υιοθετείται από τον Στάθη και είναι το
βασικότερο σημείο για το οποίο έχει αμφισβητηθεί όπως έχουμε
προαναφέρει, υποστηρίζει πως η επαναστατική αυτή κίνηση ξεκίνησε στο μοναστήρι της Σπηλιάς. Πρέπει να επισημάνουμε πως η άποψη αυτή δεν είναι αρκετά αξιόπιστη και πρόκειται προφανώς για σύγχυση των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στην επανάσταση του 1866-1867 με αυτά της εξέγερσης του 1854.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΠΗΛΙΑΣ(Παναγία Σπηλιώτισσα) ΑΓΡΑΦΩΝ,ΚΟΥΜΠΟΥΡΙΑΝΑ ΑΡΓΙΘΕΑΣ,ΚΑΡΔΙΤΣΑ
Μάλιστα, θεωρούμε χρήσιμο στο σημείο αυτό να αναφερθούμε ενδεικτικά στο βιβλίο του θεολόγου Κορλού, Παναγία η Σπηλιώτισσα Αργιθέας, μέσα στο οποίο υπογραμμίζεται πως γίνονται από μερικούς λανθασμένες τοποθετήσεις των γεγονότων ανάμεσα στο 1854 και 1866-1867, όπως έχουν αποδείξει νεότερες έρευνες. Επικεφαλής τέθηκαν ο Γεώργιος Καραούλης, ο Μαντζούκης και ο Γιαννούλης Οικονόμου. Η επαναστατική δύναμη ενισχύθηκε σημαντικά από πολλούς ενόπλους του Καραούλη, του Μανωλίδη και άλλων αγωνιστών οι οποίοι ανταποκρίθηκαν άμεσα στο εξεγερτικό κάλεσμα. Αποτέλεσμα της συνάντησης των προκρίτων, των οπλαρχηγών και όλων των αγωνιστών ήταν μια Επαναστατική Προκήρυξη, η οποία καλούσε σε βοήθεια και εξέφραζε τον ενθουσιασμό και το πάθος για ελευθερία.
Οι επαναστάτες ήταν περίπου 400 και χωρίστηκαν σε δύο τμήματα. Στο ένα από τα δύο τμήματα ένας από τους επικεφαλής ήταν ο Καραούλης.

Συναντήσαμε δύο εκδοχές για την ακριβή πορεία που ακολούθησαν οι αγωνιστές με αρχηγό τον Καραούλη. Η μία εκδοχή, σύμφωνα με τον Γκλέζο, υποστηρίζει πως το τμήμα αυτό προχώρησε προς την Στεφανιάδα και τα Πετρίλια, αρχικά απομάκρυνε τους Τούρκους φρουρούς από την Καζάρμα και εν συνεχεία κατέβηκε προς τη Σκάλα (Ανθοχώρι) της Οξυάς. Η δεύτερη εκδοχή, σύμφωνα με τον Αγραφιώτη, υποστηρίζει πως το συγκεκριμένο τμήμα συγκρούστηκε με ένα σώμα 150 Τουρκαλβανών ανάμεσα στην Μπουκουβίτσα και την Στεφανιάδα όπου και το αποτέλεσμα ήταν νικηφόρο, μιας και κατόρθωσαν να τους απομακρύνουν από την περιοχή. Αργότερα, 25 Ιανουαρίου πιο συγκεκριμένα, αφού είχαν συγκεντρωθεί περίπου 400 αγωνιστές στην Στεφανιάδα και τα Μικρά Βραγγιανά, κάτω από τις εντολές του Καραούλη και άλλων προεστών, κατευθύνονται προς το χωριό Σιάμ, σημερινή Οξυά, και από εκεί μαζί με 100 ακόμη οπλοφόρους ξεκινούν για Τρίκαλα. Τον Φεβρουάριο της ίδιας εποχής ο Καραούλης μαζί με τον Μπουκουβάλα και τον Μανωλίδη, έχοντας στο πλευρό τους 340 οπλοφόρους, στρέφονται κατά των τουρκικών δυνάμεων στο Νεοχώρι, κατέλαβαν την Καστανιά και απέκτησαν τον έλεγχο της Νεβρόπολης και της Αργιθέας. Αν και η συγκεκριμένη εξέγερση δεν στέφθηκε τελικά με επιτυχία, η συνεισφορά του Καραούλη σε αυτή ήταν σημαντική.

Εξίσου σημαντική είναι η συνεισφορά του Καραούλη και στην επανάσταση του 1866-1867. Πιο αναλυτικά, με αφορμή την εξέγερση της Κρήτης τον Αύγουστο του 1866, οι Αργιθεάτες δεν μπορούσαν πλέον να κρύψουν τον αναβρασμό που τους διακατείχε και την δίψα τους για
ελευθερία. Έως τον Δεκέμβρη του 1866 είχαν ξεσηκωθεί πολλοί οπλαρχηγοί, ανάμεσα τους και ο Καραούλης.
Οι πρόκριτοι αποφάσισαν να υποστηρίξουν την επανάσταση και αφού εξέλεξαν ως πρόεδρο της επανάστασης τον Αλεξανδρή, αρχικά έδιωξαν τις οικογένειές τους προς το Ξηρόμερο και εν συνεχεία όρισαν τον Καραούλη και άλλους αγωνιστές ως αρχηγούς των όπλων. Εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήρι της Σπηλιάς και σχηματίστηκε επαναστατική κυβέρνηση, γνωστή και ως «κυβέρνηση Αλεξανδρή», μέλος της οποίας ήταν και ο Καραούλης.
Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η συμβολή του Καραούλη στον αγώνα ήταν αδιαμφισβήτητα μεγάλη. Ήταν αυτός που είχε αναλάβει να εξασφαλίσει μία δίοδο εξόδου από το Μοναστήρι και γι’ αυτό το λόγο βρισκόταν έξω από το μοναστήρι. Από επιστολή που είχε γράψει ο ίδιος μέσα από το μοναστήρι στις 24 Δεκεμβρίου 1866 (όπως πληροφορούμαστε από τον Γκλέζο) συμμετείχε ενεργά και δυναμικά στην καταδίωξη του Δερβέναγα Ιλιάμπεη από την Αργιθέα και τον αποκλεισμό του στο χωριό Μαυρομάτι. Σην ίδια επιστολή ο Καραούλης αναφέρει πως ύστερα από πρόσκληση των εκεί οπλαρχηγών, μεταβαίνει στο Ραδοβύζι της Άρτας για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση Τουρκαλβανών. Όταν έφτασε εκεί, οδήγησε όπως ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά με τη «βοήθεια του Θεού» στην νίκη τους Ραδοβυζινούς αγωνιστές, ο αριθμός των οποίων πλησίαζε τους 700 άνδρες. Έλαβε μέρος στην αντιμετώπιση της επίθεσης 2.500 Τούρκων υπό την αρχηγεία του Χαλήλ πασά στις 23 Ιανουαρίου στο Φουντωτό (Κοπλαίσι) και το Λεοντίτο μαζί με άλλους αρχηγούς και έχοντας στο πλάι τους περίπου 200 αντάρτες. Μετά από μία σφοδρότατη σύγκρουση, οι Έλληνες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους.

Στις 24 Ιανουαρίου 1867, όταν οι Τούρκοι πλησίασαν το Μοναστήρι με 6 κανόνια και με επικεφαλής 2 πασάδες, τον Χαλήλ Φράσαρη και τον Ιβραϊμ, ξεκίνησε μία φοβερή μάχη που κράτησε λιγότερο από 2 μέρες. Οι πολιορκούμενοι λόγω της κλιμάκωσης της σφοδρότητας της τουρκικής επίθεσης αποφάσισαν έξοδο.

Η έξοδος ήταν εντυπωσιακή
.

Κατέβηκαν οι αντάρτες με τριχιές από τον γκρεμό που βρίσκεται κάτω από το Μοναστήρι της Σπηλιάς, διέσπασαν την απέναντι εχθρική φάλαγγα και έφτασαν στη Στέφακα, τοποθεσία όπου κατείχε ο Καραούλης. Το απόγευμα της μέρας της εξόδου ακολούθησε ακόμα μία σφοδρή μάχη στη Στέφακα, όπου ένας από τους αρχηγούς των Ελλήνων ήταν και πάλι ο Καραούλης. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε τα λόγια του Αγραφιώτη για το συμβάν, προκειμένου να δείξουμε το μέγεθος της συνεισφοράς του Καραούλη: «Η στρατηγική προνοητικότητα των επαναστατών, η πρόνοιά τους να εξασφαλίσουν, με πρωταγωνιστή τον Καραούλη, την υποχώρησή τους μέσω Τσουρνάτας στο «Ελληνικό», και το θάρρος τους (το έδειξαν με την παράτολμη το καταμεσήμερο αιφνιδιαστική έξοδό τους) έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα, που σ’ αυτή τη φάση δεν είναι ήταν άλλο από τη σωτηρία τους

Ούτε αυτή η επαναστατική απόπειρα έφερε την απελευθέρωση στην Αργιθέα. Αυτή θα έρθει στην τελευταία φάση του απελευθερωτικού αγώνα, στην επανάσταση δηλαδή του 1877-1878, από την οποία όμως θα απουσιάζει ο Καραούλης, ένας πραγματικά μεγάλος αγωνιστής της Αργιθέας, ενδεχομένως γιατί είχε προηγηθεί ο θάνατός του, σύμφωνα με την περιγραφή του Στάθη που έχουμε προαναφέρει.

Οφείλουμε όμως, στο σημείο αυτό, για την ολοκληρωμένη, αντικειμενική και αξιόπιστη πληροφόρηση σχετικά με τον ήρωα Καραούλη να αναφέρουμε και κάποια άλλα στοιχεία που αντλήσαμε από το βιβλίο του Κολιόπουλου «ΛΗΣΤΕΣ». Ειδικότερα, στο συγκεκριμένο βιβλίο ο Καραούλης παρουσιάζεται ως ένας ισχυρογνώμων άνδρας, ο οποίος δρούσε είτε ως ληστής είτε ως καπετάνιος, και ενσωματώθηκε στην εξέγερση του 1854 στα Άγραφα, αφού προηγουμένως είχε σχηματίσει δική του ανεξάρτητη συμμορία.

Αργότερα φέρεται, σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, να βρισκόταν υπό τις διαταγές του δερβέναγα της περιοχής έναντι αμοιβής, όπου και επάνδρωνε την υπηρεσία καταδίωξης των ληστών.

Εν τέλει, ακόμα και αν τα τελευταία στοιχεία για τα οποία έγινε λόγος παραπάνω είναι πραγματικότητα, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την μεγάλη προσφορά του Καραούλη στον αγώνα για την απελευθέρωση της ευρύτερης περιοχής της Αργιθέας από τον τουρκικό ζυγό.

Μπορεί να μην έζησε να δει την Αργιθέα ελεύθερη αλλά η μορφή του αποτέλεσε και αποτελεί ακόμη ένα σύμβολο ελευθερίας και αγωνιστικότητας. Η Ιστορία ίσως δεν του αφιέρωσε τις σελίδες που του έπρεπε αλλά το ανυπότακτο πνεύμα του και η γενναιότητά του τον κατατάσσουν αδιαμφισβήτητα ως έναν από τους μεγάλους ήρωες όχι μόνο της περιοχής μας. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος για τον οποίο με αφορμή το συγκεκριμένο συνέδριο καταγράψαμε και παραθέσαμε όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία συγκεντρώσαμε τόσο για τον ίδιο όσο και για την αγωνιστική του δράση.


Αναδημοσίευση του άρθρου του Στεργίου Ανδρέα από την εφημερίδα Φωνή Στεφανιωτών Καρδίτσας:


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Αγραφιώτης Δ. Κ. (1980) Θεσσαλικό Ημερολόγιο. τόμος 1
• Γκλέζος Χρ. Το Λιάσκοβο
• Κορλός Κ. Χ. (1988) Παναγία η Σπηλιώτισσα Αργιθέας. Θεσσαλονίκη
• Στάθης Γ. Δ. (1957) Από τ’ άγραφα.
• Κολιόπουλος Γ. (1988) Ληστές. Ερμής: Αθήνα