Το κονάκι του Αγναντερού είναι κτισμένο σε ένα μεγάλο οικόπεδο στα ανατολικά όρια του οικισμού και διατηρείται σε κακή κατάσταση. Πρόκειται για μεγάλων διαστάσεων τσιφλικόσπιτο (12χ18μ. περίπου), το οποίο είναι διώροφο, λιθόκτιστο και στεγασμένο με ξύλινη τετράκλινη στέγη, καλυμμένη με κοίλα κεραμίδια βυζαντινού τύπου. Στη νοτιοδυτική του γωνία προβάλλει ο αμυντικός πυργίσκος , ενώ μαρτυρείται η ύπαρξη και ενός δεύτερου, ο οποίος κατεδαφίστηκε γύρω στα 1940. Κτίστηκε την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα οχυρής κατοικίας, όπως αυτή που διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην περιοχή της πεδινής Θεσσαλίας. Στην αρχική του μορφή είχε αμυντική οργάνωση με ελάχιστα μικρά παράθυρα στο ισόγειο, που πληθαίνουν εντυπωσιακά στον πάνω όροφο, πολλές πολεμίστρες περιμετρικά του κτηρίου, ενισχυμένη εξώπορτα με μεταλλικό έλασμα και αμυντικούς πυργίσκους διάτρητους από πολεμίστρες, που συμπλήρωναν την αμυντική του θωράκιση. Η κύρια είσοδος του βρίσκεται στο κέντρο της δυτικής όψης και έχει τοξωτή διαμόρφωση, με καλοδουλεμένο λίθινο περιθύρωμα, το οποίο φέρει λιθανάγλυφο διάκοσμο από ροζέτες, πεντάλφες κ.α..
Το κονάκι αυτό αγοράστηκε από τον Εφέντη Χρηστάκη Ζωγράφο, πλούσιο Βορειοηπειρώτη και Εθνικό Ευεργέτη, μαζί με το τσιφλίκι της περιοχής, προφανώς λίγο πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλίας στα 1881, όταν πολλοί Τούρκοι εκποιούσαν τις περιουσίες τους και μετακόμιζαν σε άλλες ασφαλέστερες για αυτούς περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο κονάκι αυτό διέμεινε από την άνοιξη του 1879 έως το 1889 και ο συγγραφέας Χρήστος Χρηστοβασίλης, όταν εξορίστηκε από την Ήπειρο και εργάστηκε ως γραμματέας πλάι στο θείο του Σπυράκη Βασιλείου που ήταν επιστάτης στα κτήματα του Χρηστάκη Ζωγράφου. Στο διήγημά του «Ο Καληκάντζαρος» (Ναπ. Λαζάνης, Ανθολόγιο Πεζού λόγου, Αθήνα 1997) γράφει χαρακτηριστικά: «Στεκόμουν στο παραθύρι του πύργου, που κατοικούσα, πύργου που είχε ιστορία ακέρια από τους καιρούς των αγάδων, των εφέντιδων, των μπέιδων και των πασάδων, όταν οι σημερινοί επιστάτες του χωριού λέγονταν σιουμπασιάδες, κι ο αφεντικός του είταν Τούρκος…».
Σήμερα το κτίσμα αυτό ανήκει στην οικογένεια Παπαευθυμίου και έχει χαρακτηριστεί το 1979, ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και προστατεύεται από τις διατάξεις του αρχαιολογικού νόμου.
Το κονάκι αυτό αγοράστηκε από τον Εφέντη Χρηστάκη Ζωγράφο, πλούσιο Βορειοηπειρώτη και Εθνικό Ευεργέτη, μαζί με το τσιφλίκι της περιοχής, προφανώς λίγο πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλίας στα 1881, όταν πολλοί Τούρκοι εκποιούσαν τις περιουσίες τους και μετακόμιζαν σε άλλες ασφαλέστερες για αυτούς περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο κονάκι αυτό διέμεινε από την άνοιξη του 1879 έως το 1889 και ο συγγραφέας Χρήστος Χρηστοβασίλης, όταν εξορίστηκε από την Ήπειρο και εργάστηκε ως γραμματέας πλάι στο θείο του Σπυράκη Βασιλείου που ήταν επιστάτης στα κτήματα του Χρηστάκη Ζωγράφου. Στο διήγημά του «Ο Καληκάντζαρος» (Ναπ. Λαζάνης, Ανθολόγιο Πεζού λόγου, Αθήνα 1997) γράφει χαρακτηριστικά: «Στεκόμουν στο παραθύρι του πύργου, που κατοικούσα, πύργου που είχε ιστορία ακέρια από τους καιρούς των αγάδων, των εφέντιδων, των μπέιδων και των πασάδων, όταν οι σημερινοί επιστάτες του χωριού λέγονταν σιουμπασιάδες, κι ο αφεντικός του είταν Τούρκος…».
Σήμερα το κτίσμα αυτό ανήκει στην οικογένεια Παπαευθυμίου και έχει χαρακτηριστεί το 1979, ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και προστατεύεται από τις διατάξεις του αρχαιολογικού νόμου.