Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Σαρακατσάνικο λεξιλόγιο - Σαρακατσιάνικη Λαλιά ♥



αβανιά, η 1. ζημιά. 2. συκοφαντία [17, 325]: η αβανιά κι η κλιφτουριά κι ου χάρους κι τα ξένα, ούλα μαζί ζυγιάστηκαν μ’ ιένα βαρύ καντάρι [3α, 170].

αβαντζάρου 1. προκαταβάλλω. 2. πλειοδοτώ [27, 380].

αβάριτου γάλα γάλα που δεν είναι αποβουτυρωμένο [17, 325].

αβάριτους, -η, -ου ακούραστος, δρα­στήριος, άνθρωπος με ζωντάνια: αβάριτους ανθρουπους η μάνα μ’. Απ’ του προυΐ ους του βράδι δε λαρώνει.

άβαρους, -η, -ου (μτφ.) πλούσιος: ο Μαλαμούλης, που ’ταν νοικοκύρης άβαρος, πολλά λιβάδια και τσιφλίκια κονταρέλα το ’να μι τ’ άλλο [20, 122].

αβασκαμός, ου μάτιασμα, βλάβη που προκαλεί κάποιος σε κάποιον άλλον από ζήλια ή φθόνο με την επήρεια του βλέμματος ή της σκέψης [12β, 108].

αβασκιαίνου 1. ματιάζω, προκαλώ βλά­βη σε κάποιον από ζήλια ή φθόνο με την επήρεια του βλέμματος ή της σκέψης. 2. -ουμι ματιάζομαι.

αβγαταίνου [25α, 136], βλ. αβγατίζου.

αβγατίζου αυξάνω, μεγαλώνω.

αβγάτους, ου αύξηση: φέτους δεν κράτ’σα πουλλές αρνάδις ’ια αβγάτου.

αβγουλίθι, του αρρώστια των προβάτων (όγκος που δημιουργείται μέσα στο σώμα των ζώων και έχει μέγεθος και σχήμα αβγού).

αβγουλουιότι η κότα κάνει κινήσεις (κακαρίζει) που δείχνουν ότι θέλει να γεννήσει.

αβδέλλα, η 1. βδέλλα. 2. γλωσσίδι από κουδούνι [26, 123].

αβδέλλιασμα, του αρρώστια που προκαλεί η βδέλλα στα πρόβατα (διστομάτωση).

αβδιλλιάζουμι (για ζώα) αρρωσταίνω από τη βδέλλα, παθαίνω διστομάτωση [26, 356].

αβλάτ’σμα, του η ενέργεια του αβλατίζου.

αβλατίζου προσέχω χωρίς επιμονή, ρίχνω κλεφτές ματιές [25β, 51].

άβρακους, -η, -ου χωρίς βρακί: άβρακους έβαλι βρακί, του είιδι ου κώλους τ’ κι θαμπώθ’κι [4, έτος 24ο, 56].

αγαθούτσ’κους, -η, -ου αυτός που κουτοφέρνει [17, 325].

αγαλαξιά, η αρρώστια των προβάτων (πρήζεται το μαστάρι τους και κόβεται το γάλα) [25β, 51].

αγάλια (επίρρ.) σιγά, αργά.

αγαλιανός, -ή, -ό βραδύς, αργός.

αγαλλιάζου ευχαριστιέμαι, χαίρομαι.

αγανός, -ή, -ό 1. μαλακός, απαλός [26, 324]. 2. αραιός, ανάριος.

άγανου, του βελονοειδής απόφυση από τους καρπούς κυρίως των σιτηρών.

αγαπητικός, -ιά παράνομος εραστής, παράνομη ερωμένη: Γιώργη μ’, σι κλαίν’ ν-οι φίλοι σου κι οι αγαπητικιές σου.

αγγειά, τα μέρος από την οικοσκευή που περιλαμβάνει κυρίως μάλλινα ενδύματα και μεταλλικά αντικείμενα. Μέσα στο κονάκι τα βάζουμε σε κάποιο χώρο και τα σκεπάζουμε: μην κάθιστι στ’ αγγειά, θα πέσουν.

αγγειό, του 1. χάλκωμα (ταψί, πιάτο, κατσαρόλα, κ.ά.): τ’ αψύ του ξίδι χαλάει τ’ αγγειό [4, έτος 24ο, 56]. 2.(μτφ.) γυναικείο γεννητικό όργανο.

αγγιλουβαριμένους, -η, -ου (μτφ.) παράξενος, ιδιότροπος.

αγγιλουκρούουμι 1. εξίσταμαι, δαιμονίζομαι και θίγομαι πολύ εύκολα [12α, 53]. 2. ψυχορραγώ, ψυχομαχώ: κειος, είχι άλλη δ’λειά, έκραζε το χάροντα, αγγελοκρούεται, πιδιά μ’ [16, 30].

αγγιλουκρουσμένους, -η, -ου (μτφ.) μυγιάγκιχτος, 2. μισότρελος. 3. παράξενος.

αγγόνα, η εγγονή.

άγγουνας, ου εγγονός.

αγγούρι, του καρπούζι [25β, 52].

αγγυφτού 1. λερώνομαι σωματικά. 2. (μτφ.) αμαρτάνω: να μη μ’ αγγίξεις, Ρίνα μ’, κι αγγυφτού, μη μι βαλαντώσεις κι ’γω πουλύ δεν κάθουμι στου σπίτι του δικό σου [24, 86].

αγιένουτα, τα υφαντά υφάσματα που δεν τα πηγαίνω στα μαντάνια (βλ. λ.) για επεξεργασία.

αγιένουτου ψουμί ψωμί που δεν είναι ακόμα έτοιμο για να το ψήσω.

αγίνουτους, -η, -ου αγέννητος.

αγκάθι είνι (μτφ.) με πονάει με τα λόγια του.

αγκαθιάζουμι 1. (μτφ.) υποψιάζομαι, πονηρεύομαι. [17, 325]. 2. τρυπιέται το σώμα μου από αγκάθι.

αγκάλις, οι αγκαλιά: θα ’ρθει κιρός να κρύβισι μες τις δικές μου αγκάλις.

αγκίδα, η μύτη από αιχμηρό ξύλο ή λεπτό αιχμηρό κομμάτι από ξύλο που τρυπάει το σώμα μου.

αγκότσια (επίρρ.) τρόπος που μεταφέρω κάποιον, και κυρίως μικρό παιδί (το σώμα του πάνω στις πλάτες μου, τα χέρια του γύρα από το λαιμό μου και τα πόδια του θηλιά στη μέση μου).

αγκούσα, η 1. δυσφορία από την πολλή ζέστη, δύσπνοια [27, 381]. 2. (μτφ.) στενοχώρια, πρόβλημα: δεν πούλ’σαμαν τ’ αρνιά κι έχουμι αγκούσις.

αγκουσιεύουμι 1. δυσφορώ από την πολλή ζέστη, έχω δύσπνοια. 2. (μτφ.) στενοχωριέμαι.

αγκυλώνου 1. τσιμπώ, πληγώνω με αιχμηρό όργανο. 2. κεντώ ή ράβω με το βελόνι [17, 325]: τ’ς γιουρτές δεν αγκυλώνουμι. 3. -ουμι κάποιο αιχμηρό αντικείμενο μου τρυπάει το δέρμα.

αγλείφου γλείφω.

αγλήγουρα (επίρρ.) γρήγορα.

αγληγουρότιρα (επίρρ.) 1. πιο γρήγορα (σε ταχύτητα). 2. πριν από λίγο: ήταν ιδώ αγληγουρότιρα η Κουστάντου.

αγλήγουρους, -η, -ου γρήγορος: να γιένουμουν χρυσός αϊτός κι αγλήγουρους πιτρίτης [3α, 93].

αγλίνα, η όγκος από λάσπη που γλιστράει επικίνδυνα.

αγναντεύου από ένα ψηλό σημείο παρατητώ κάτι ή παρατηρώ κάτι από μακρινή απόσταση: ’ια βγάτι ν’ αγναντέψουμι τις Αγραφιουτουϊπούλις, πώς ρουβουλάν’ ν-απ’ τ’ Άγραφα κουρίτσια κι νυφάδις [3α, 148].

αγνάντια (επίρρ.) απέναντι.

αγνάντιμα, του η ενέργεια του αγναντεύου.

αγνάντιου, του θέση από την οποία έχω μεγάλη θέα.

άγνιστα, τα αυτά που δεν έχουν γνεστεί.

αγουνία, η σκληρή προσπάθεια, αγχώδης προσπάθεια: τα πρότα, πιδί μ’, έχουν πουλλή αγουνία. Απ’ του προυί ους του βράδυ σι θέλουν στου πουδάρι.

αγουνιόμι 1. αγωνίζομαι, προσπαθώ. 2. ταλαιπωρούμαι.

αγούρμαστους, -η, -ου (για καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει.

αγουρουμαραγκιάζου (για καρπούς) μαραίνομαι προτού να ωριμάσω.

άγουρους, -η, -ου (μτφ.) νεαρός: ν-άγουρους απού σειρά, κόρη απ’ την Ανατουλή πάησαν κι ανταμώσανι μες του Δαφνουπόταμου [3α, 150].

αγραμάδα, η χαραμάδα [26, 362].

αγρασιά, η υγρασία [26, 116].

αγριάδα, η 1. το φυτό άγρωστη η έρπουσα. 2. αγριότητα.

αγρίδι, του τόπος που δε βγάζει καλό χορτάρι [17, 325].

αγρίδια, τα ανώριμοι καρποί.

αγριεύου 1. εξαγριώνομαι. 2. ταράσσομαι.

αγρίμια, τα άγρια ζώα του δάσους.

αγριουγίδι, του αγριόγιδο: να φκιάσου στρούγκα του λαγού, ν’ αρμέξου τ’ αγριουγίδι [3α, 178].

αγριουκαστανιά, η αγριοκαστανιά.

αγριουκουρουμπλιά, η αγριοκορομηλιά.

αγριουκρίθαρου, του αγροστώδες βο­σκόφυτο όρδεο το μύουρο [2].

άγριους τόπους, βλ. αγρίδι.

άγριους, -α, -ου 1. άγριος. 2. (για καρ­πούς) άγουρος, ανώριμος.

αγριουσύνη, η αγριότητα, αγριάδα: ν-άγρια πιριστιρούλα μου κι χαϊδιμένη τρυγόνα, ρίξι την αγριουσύνη σου κι έλα σιμά μου κάτσι [15α, 221].

αγριουτήραμα, του η ενέργεια του αγριουτηράου.

αγριουτηράου αγριοκοιτάζω: κι όσου την ημέριβα, τόσο μ’ αγριουτήραϊ.

αγροικάου καταλαβαίνω, νιώθω, μόλις αρχίζω να καταλαβαίνω (για μικρά παιδιά) [12α, 54], «κόβει» το μυαλό μου: όποιους αγροίκαϊ κούριβι· δεν κουλουκούρ’ζι [4, έτος 9ο, 25].

αγροικούμινους, -η, -ου έξυπνος, νο­ή­μονας.

αγρυπνιά, η ξαγρύπνημα, εγρήγορση τη νύχτα: πάρι του μάτι του αϊτού κι του ’λαφιού του πόδι κι του λαγού την αγρυπνιά κι στήσι καραούλι [23α, τ. 3, 45].

αδέ (μόρ.) ενώ, αλλά: απού τούτη τ’ μιριά έχει καλό χουρτάρι, αδέ απ’ ’ ν άλλη τίπουτας.

αδειά, η ελεύθερος χρόνος, ευκαιρία, άνεση χρόνου: δεν έχου αδειά να κάτσου ν-ούηδι κι να σταθού, δυο λόια θα σ’ αφήκου σα νά ’ρθει να του ειπείς [3α, 117].

αδειάζου 1. κενώνω κάτι. 2. ευκαιρώ.

άδειξιους, -α, -ου αυτός που δεν έχει καλή δείξη, άσχημος [25β, 53]: άδειξιους είνι ου Κώστας μ’ κι δεν τουν θέλουν ’ια γαμπρό;

αδηδώια (επίρρ.) εδώ με την έννοια του πολύ κοντά, εδώ δίπλα.

αδηκεί (επίρρ.) αμέσως, στη στιγμή: αδηκεί κινούρια στάνη, αδηκεί μαγαρουσύνη [3α, 208].

αδηκεία (επίρρ.) εκεί πέρα ακριβώς.

αδήλουτους, -η, -ου μη δηλωμένος.

αδητότι (επίρρ.) την ίδια στιγμή, αμέσως: αδητότι έπριπι να τ’ ρίξεις νια φανταλιά.

αδικιά, η συκοφαντία: κακιά αδικιά μου ρίξανι πως αϊγαπού νια κόρη.

αδίπλα κουνάκι κονάκι που έχει δυο πλευρές και δυο σκεπές (επικλινές).

αδιρφάδις, οι αδερφές [7α, 45].

αδιρφουμαχιριά, η 1. μαχαιριά από αδερφό: αν είνι ξένη μαχιριά, ιγώ θα σι γιατρέψου, αν είνι αδιρφουμαχιριά κανιά γιατρειά δεν έχει. 2. (μτφ.) κακό που προέρχεται από τον αδερφό μου.

αδιρφουμοιραή, η μοιρασιά περιουσίας μεταξύ των αδερφών.

αδιρφουξάδιρφα, τα πρώτα ξαδέρφια.

αδιρφουπαίδι, του ανιψιός.

αδιρφουποιτάδις, οι σταυράδελφοι: ξένι μ’, σι κλαίν’ ν-οι φίλοι σου κι οι αδιρφουποιτάδις, σι κλαίου κι γω ν-απόκρυφα, κρυφά σι μνημουνεύου [3α, 165].

αδιρφώνου βάζω δυο πράγματα μαζί [17, 325].

αδράζου είμαι ανώτερος, δυνατότερος, καλύτερος από κάποιον άλλο [25β, 54].

αδράχνου αρπάζω κάποιον με τη βία.

αδράχτι, του ξύλινη μικρή ράβδος μήκους 15-20 εκατοστών στην οποία μαζεύεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο με τη ρόκα [12α, 55].

αδρεύου γίνομαι αδρύς, σκληραίνω.

αδρικός, -ή, -ό 1. δυνατός. 2. σκληρός [17, 325].

αδρόμ’σμα, του η ενέργεια του αδρουμάου.

αδρουμάου 1. τρέχω 2. λοξοδρομώ.

αδρύς, -ειά, -ύ 1. πυκνός, σφιχτός. 2. δυνατός. 3. σκληρός.

άζαπους, -η, -ου απείθαρχος, αυτός που είναι έξω από κανόνες.

αζάπουτους, -η, -ου άζαπος, (βλ. λέξη).

αζάτι (επίρρ.) ελεύθερα, χωρίς περιορισμό [26, 94]: απόλ’σι τ’ άλουγα αζάτι κι ρήμαξαν τα σπαρτά.

αζατιάτ’κους, -η, -ου αυτός που είναι χωρίς περιορισμούς, ελεύθερος [27, 381].

αζβάρα (επίρρ.) σβάρνα.

αζύγουτους, -η, -ου απλησίαστος.

αζύιαους, -η, -ου αζύγιστος.

αηδουνολαλούσα, η πέρδικα που λαλεί σαν αηδόνι.

αηδουνουλάλ’μα του η ενέργεια του αηδουνουλαλού.

αηδουνουλαλού κελαηδώ σαν το αηδόνι: γιουμίζει του στόμα αίματα, τα αχείλια του φαρμάκι κι η γλώσσα αηδουνουλαλεί κι λέει.

Άης, ου Χριστός.

αθέρα, η πρώτος, καλύτερος [17, 325]: οι αρνάδις τ’ Μήτρου ήταν αθέρα.

αθέρας, ου, βλ. αθέρα.

αθώους, -α, -ου χαζός, καθυστερημένος, αυτός που έχει χαμηλό δείκτη νοημοσύνης.

αϊά κοίτα να δεις.

άι μαθέ άντε να μάθεις, πρόσεξε να καταλάβεις, εμπρός να μάθεις [12β, 146].

αϊάρι, του ποσοστό απόδοσης γάλακτος σε τυρί [17, 325].

αϊγάπη, η αγάπη.

Αϊ-Δημήτρ’ς, ου ο μήνας Οκτώβριος.

αϊκάλλια, τα κάλλη, ομορφιά, ωραία εμφάνιση [22, 137].

άικουσμα, του φήμη: ν-ου Γιάννους είχι τ’ άικουσμα που σκότουνι τα φίδια, κι ούλα τα φίδια το ’μαθαν κι σύμφουνου του κάνουν [21β, 33].

αϊκουσμένη, η ανήθικη γυναίκα, αυτή που ακούστηκε ότι μπορεί να έχει εξωσυζυγικές σχέσεις ή προγαμιαίες, αυτή που έχει υποπέσει σε ηθικό παράπτωμα, κακοφημισμένη, έχει κακή φήμη για την ηθική.

άιντι άιντι (επίρρ.) σιγά σιγά, λίγο λίγο. δεν ήμουν άιντι άιντι δεν ήμουν τυχαίος, παρακατιανός αλλά ήμουν σπουδαίος: τσέλιγκας ήμαν, δεν ήμαν άιντι άιντι [7β, 126].

αϊουκέρι, του κερί από τον επιτάφιο (Μεγάλη Παρασκευή) [26, 306].

άιους, ου άγιος.

αΐσκιουτους, -η, -ου 1. μη σοβαρός, αυτός που δεν έχει κύρος, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη και σιγουριά [12α, 55]. 2. χωρίς χαρίσματα, καθόλου συμπαθής.

άιστι (επίρρ.) εμπρός, άιντε: άιστι, πιδιά μ’, να φύβγουμι, σ’ άλλουν τόπου να πάμι, να μην ακούου τα σκυλιά στις ράχις να ουρλιάζουν [21β, 94].

αίτιους, -α, -ου υπαίτιος.

-ακ’ς παραγωγικό επίθημα που το χρησιμοποιούν κυρίως τα κύρια ονόματα για να σχηματίσουν υποκοριστικά: Γιουργάκ’ς, Κουστάκ’ς, Παυλάκ’ς, κτλ.

ακάλλιαστους, -η, -ου άσχημος, αταίριαστος με τα πρότυπα ομορφιάς: ακάλλιαστη η νύφη, τι τ’ θέλουν; [25β, 55].

ακαμάτρα, η οκνηρή, νωθρή.

ακάμουτους, -η, -ου αυτός που δεν έγινε, αγίνωτος.

ακατούργους, η, ου αυτός που δεν έχει κατουρήσει.

ακέργια κ’λούρα, η κουλούρα με καθαρό καλαμποκίσιο αλεύρι [25β, 55].

ακέργιους, -α, -ου ολόκληρος, πλήρης [27, 381].

-άκι παραγωγικό επίθημα που χρησιμοποιείται κυρίως σε ουσιαστικά για να σχηματίσουν υποκοριστικά: αρνάκι, κατσ’κάκι, μπλαράκι, κριαράκι, τσιουλάκι, πλαράκι, τραγάκι, κουνακάκι, ανηφουράκι κ.ά.

άκληρους, -η, -ου άτεκνος.

ακόνι, του εργαλείο (ειδική πέτρα) κατάλληλο για τρόχισμα.

ακουλλ’τά (επίρρ.) κολλητά [25β, 55].

ακουλλάου κολλάω σα βεντούζα πάνω σε ένα επικλινές και γλιστερό έδαφος, για να μπορέσω να το ανεβώ και να το περάσω [12β, 109].

ακουμπάου 1. αφήνω κάτι καταγής. 2. γέρνω για να κοιμηθώ [27, 381], κοιμάμαι: σήκου μαράζι πλάιασι, σήκου μαράζι ακούμπα [21β, 347].

ακουνάου οξύνω τα μαχαίρια, τα τροχάω [25α, 162].

ακουνιές, οι ακόνια, πλάκες σταχτόμαυρες, για να τροχίζουμε τα μαχαίρια [26, 358].

άκουπα (επίρρ.) χωρίς διακοπή, συνέχεια: ικειά τα χρόνια πάηναμαν άκουπα σ’ν Πρέβιζα.

ακουρμάζουμι [12α, 56], βλ. ακουρμαίνουμι.

ακουρμαίνουμι ακούω με προσοχή, στήνω αφτί να ακούσω: ν’ ακουρμαστού την πέρδικα την αηδουνουλαλούσα [3α, 178].

άκουρους, -η, -ου ακούρευτος.

-άκους παραγωγικό επίθημα που το χρησιμοποιούμε κυρίως στα κύρια ονόματα για να σχηματιστούν υποκοριστικά: Μητράκους, Κουτσιάκους, Γιουργάκους, κτλ.

άκρη, η σανίδα από τον εξωτερικό φλοιό των πεύκων [13, 119].

ακριβός, -ή, -ό (μτφ.) πολυαγαπημένος.

άκριτους, -η, -ου 1. αυτός που δε μιλάει ή δεν πολυμιλάει, λιγομίλητος. 2. αντικοινωνικός: τι άκριτους άνθρουπους είνι αυτός, γιε μ’;

ακρουγιάλια, τα παραλία.

ακρουθαλασσιά, η παραλία: να μείνου σε ψηλόι βουνό φουβάμι απού του χιόνι, να μείνου σ’ ακρουθαλασσιά φουβάμι απού του κύμα [7α, 25].

ακρουπέλαου, του ακροθαλασσιά, παραλία: λάλησι, κούκι μ’, λάλησι, πες του καημένου αηδόνι, λάλησι σ’ ακρουπέλαου απ’ αράζουν τα καράβια[15α, 51].

ακρουπιλαϊά, η ακροθαλασσιά.

άκυπρου, του ζώο χωρίς κυπρί.

αλ’κότ’μα, του η ενέργεια του αλ’κουτάου.

άλ’κους, -η, -oυ αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα.

αλ’μουριάζου 1. ρίχνομαι σα θεονήστικος [25β, 57]. 2. ορμώ σε κάποιον και τον φοβίζω.

αλ’μούριασμα, του η ενέργεια του αλ’μουριάζου.

αλ’πού είνι (μτφ.) είναι άσχημος.

αλ’πουνόρα, η προβατίνα που έχει φουντωτή ουρά σαν της αλεπούς.

αλ’πουτ’νάζου (μτφ.). κακομεταχειρίζομαι, βασανίζω κάποιον και τον τινάζω σαν δέρμα της αλεπούς: πες τα χιριτίσματα στουν κλέφτη, άμα τουν πιάσου θα τουν αλ’πουτ’νάξου [25β, 58]. –ουμι πετάγομαι ξαφνικά επάνω.

αλ’πουτίναμα, του η ενέργεια του αλ’πουτ’νάζου.

αλ’σίβα, η σταχτόνερο με το οποίο πλένω τα χαλκώματα.

αλ’σουμένους, -η, -ου 1. αλυσοδεμένος. 2. (μτφ.) χαζός, παλαβός.

άλ’σους, ου αλυσίδα με την οποία δένω τα σκυλιά.

αλ’χήνα, η λειχήνα, μύκητας, εξάνθημα στο δέρμα.

αλ’χηνόχουρτου, του βότανο για τις λειχήνες.

αλ’χτάου γαβγίζω.

αλ’ψό, του ψωμί χωρίς ζύμη [26, 313].

αλάδιαγους, -η, ου (βλ.) αλάδουτους.

αλάδουτους, -η, -ου 1. αυτός που είναι χωρίς λάδι. 2. (μτφ.) αβάφτιστος [17, 326]. 3. (μτφ.) χωρίς ιερό και όσιο.

αλάθους, του λάθος.

άλαλους, -η, -ου δυστυχισμένος, έρημος: αν είμι άσπρους κι κόκκινους, σκύψι κι φιλησέμι, κι αν είμι μαύρους κι άλαλους, γύρνα κι σκέπασέ μι [21β, 356].

αλαμπούρμπουδα (επίρρ.) φίρδην μίγδην, άνω-κάτω [27, 382].

αλάνταβους, -η, -ου 1. αδέξιος, απρό­σεχτος, άτσαλος [12β, 109]: ου­ρέ, ντιπ αλάνταβου είνι! Δεν τηράει πού πατάει. Μη πήρι αζβάρα. 2. αφηρημένος.

αλάργα (επίρρ.) μακριά.

αλαργεύου απομακρύνομαι.

αλάργιμα, του η ενέργεια του αλαργεύου.

αλαργινός, -ή, -ό μακρινός: κι τ’ άλουγου μ’ ν-απόστασι κι δεν μπουρεί να φύβγει κι η στράτα μ’ ν-είν’ αλαργινή κι πού θα μείνου απόψι.

αλάρουτους, -η, -ου αυτός δεν ησυχάζει, αβάρετος, ακούραστος.

αλαταριά, η μέρος που αλατίζω τα γιδοπρόβατα [26, 102].

αλατίζου ρίχνω στην αλαταριά (βλ. λ.) αλάτι για τα γιδοπρόβατα.

αλατουσάκ’λου, του σακούλι στο οποίο βάνω το αλάτι.

αλαφατζάνους, ου 1. φλύαρος. 2. αλαζόνας.

αλάφι, του ελάφι [3α, 108].

αλαφιάζουμι (μτφ.) φοβάμαι, προγκάω [17, 326].

αλάφιασμα, του η ενέργεια του αλαφιάζου.

αλαφότριχη, η προβατίνα που έχει άσπρες και μαύρες τρίχες ανακατωμένες.

αλαφουκιέρικους, -η, -ου αυτός που έχει κέρατα ελαφιού: κάτου στουν Ασπρουπόταμου κάνει ν-ου Γιουργής χουράφι μι βόδια αλαφουκιέρικα μι ζεύγις ασημένιις.

αλαφουκυνηγού κυνηγώ ελάφια: κι ένας πασιάς ιξέβγινι ν’ αλαφουκυνηγήσει, κουντουκρατεί του φάρου του κι λέει στους τσιλιγκάδις.

αλαφρόγνουμους, -η, -ου (μτφ.) επιπόλαιος, αυτός που δεν έχει η γνώμη του «βάρος».

αλαφρουγιουρτή, η μικρή γιορτή, μικρός άγιος.

αλαφρουίσκιουτους, -η, -ου αυτός που «βλέπει» φαντάσματα [17, 326].

αλαφρουκουπιά είνι (μτφ.) είναι επιπόλαιος.

αλαφρουμάρις, οι ( μτφ.) επιπόλαιες, αστόχαστες πράξεις.

αλαφρύς, -ιά, -ύ, βλ. αλαφρόγνουμους.

αλαφρώματα, τα οικοσκευή (μικρό καραβάνι) που στέλ­νουμε στα χειμαδιά ή στο ξεκαλοκαιριό λίγες μέρες πρωτύτερα απ’ το ξεκίνημα του τσελιγκάτου, για να ξαλαφρώσουμε και έτσι να μπορέσουμε να μεταφέρουμε ολόκληρη την οικοσκευή μας [1, 112].

αλέγρους, -η, -ου εύθυμος, πρόσχαρος [17, 326].

αλείξουρους, -η, -ου λαίμαργος, αχόρ­ταγος [12α, 57].

αλείφου επαλείφω, χρίω.

αλέστα είμι είμαι σε εγρήγορση.

αλευρουσάκι, του σακί για το αλεύρι.

αλήθειου, του αλήθεια.

αλησμουνιώμι ξεχνιέμαι, πέφτω στη λησμονιά.

αλησμουσύνη, η λησμονιά: π­αρη­γου­ριά ’χει ου θάνατους κι αλησμουσύνη ν-ου χάρους κι ου ζουντανός ν-ου χουρισμός παρηγουριά δεν έχει.

αλί (επίρρ.) αλίμονο. Δυστυχία μου!

αλιά, βλ. αλί.

αλιβρώνου ρίχνω αλεύρι.

αλίξουρους, -η, -ου [25β, 57], βλ. αλείξουρους.

αλισβιρίσι, του δοσοληψία, συναλλαγή.

αλίφασκους, ου το φυτό σάλβια η τρίλοβος, χόρτο που βγαίνει το φθινόπωρο και μοσχοβολάει [2].

αλκουτάου [12α, 57], βλ.αλκουτίζου.

αλκουτίζου αναχαιτίζω, απωθώ, απομακρύνω, παρεμποδίζω: αλ’κότσαν τ’ς σ’χαριάτις μι τα τ’φέκια.

αλλ’μανάου 1. καταταλαιπωρώ, δέρνω κάποιον αλύπητα και τον τσαλαπατώ [12β, 109]. 2. αλλμανάει του σκ’λί ο σκύλος ρίχνει κάποιον στο έδαφος, τον δαγκώνει και τον γρατσουνάει σε πολλές μεριές.

αλλ’μανίζου, βλ. αλλ’μανάου.

άλλ’μμα, του υλικό για επάλειψη: η γύφτσα ήβρι άλλ’μμα κι άλ’ψι κι τουν κώλου τ’ς.

αλλάδιρφα, τα ετεροθαλή αδέρφια.

άλλαμα, του άλλαγμα.

αλλαξιά, η καθαρή ενδυμασία που φοράω, όταν αλλάζω ρούχα.

αλλόκουτους, -η, -ου παράξενος, ιδιότροπος.

αλουγόμ’γα είνι (μτφ.) είναι ενοχλητικός, κολλητήρι.

αλλούθι (επίρρ.) από άλλο μέρος, από άλλο πρόσωπο ή από άλλη πηγή: βήκι ν-Αντώνης σταϊ βουνά μι τουν Καραϊαννάκη κι αλλούθι παίρουν πρόβατα κι αλλούθι παίρουν λύτρα [4, 7ο έτος, 7].

αλλουκαλύτιρους, -η, -ου αυτός που αγαπάμε περισσότερο από τους άλλους, αυτός που είναι ο καλύτερος από όλους τους άλλους [22, 79].

αλλουκουντά (επίρρ.) τελικά, στο τέλος.

αλλουτισνός, -ή, -ό πολύ παλιός, παλιάς εποχής.

αλμουρίζει του σκ’λί γρινιάζει και βγάζει ήχους που δείχνουν ότι είναι άρρωστο [25β, 58].

αλμπασία, η αναταραχή, φασαρία: τι αλμπασία ήταν αυτήν απόψι στου κουνάκι τ’ Μητράκου! Δε μ’ άφ’καν να πλαϊάσου ούηδι ώρα!

αλμπέτι (επίρρ.) τελικά, στο τέλος, επιτέλους: αλμπέτι, τα κατάφιρα να διαβού του πουτάμι.

αλόγατα, τα άλογα.

αλόιστους, -η, -ου αυτός που δε βάζει φροντίδες στο κεφάλι του, αυτός που είναι «πέρα βρέχει» ή όξω καρδιά: αλόιστους άνθρουπους, δε θα γιράσει πουτές.

αλουγίσια,η αυτή που προέρχεται από το άλογο.

αλουγόκουμπους, ου ειδικός τρόπος με τον οποίο πεδουκλώνω τα άλογα.

αλουγότσιουλου, του τσιόλι (βλ. λ.) για να προστατεύει τα άλογα και τα σαμάρια τους απ’ την κακοκαιρία.

άλουγου τ’ Θιού πολύ μικρό ζωάκι που μοιάζει κάπως με ακρίδα.

αλουγουβέλιντσα, η μια μικρή βελέντσα που στολίζει το άλογο του τσέλιγκα.

αλουγουκάλ’βα, η καλύβι για το άλογο του τσέλιγκα.

αλουγουλίβαδου, του λιβάδι στο οποίο βοσκάνε τα άλογα.

αλουγουσύρτ’ς, ου αυτός που κλέβει άλογα.

αλουγόψουρα, η ασθένεια των αλόγων [27, 382].

αλουή, η 1.πικρό υγρό που βγαίνει από το φυτό αλόη. 2. πικρό.

αλουνάρ’ς, ου αλωνιστής, αυτός που αλωνίζει.

Αλουνάρ’ς, ου ο μήνας Ιούλιος: ν-ιγώ ’μι του τριαντάφυλλου στουν κόσμου ξαϊκουσμένου. Τουν Αλουνάρη χάνουμι, του Μάη μήνα βγαίνου στης κουρασιάς του μάγουλου, στης έμουρφης τ’ αχείλι.

αλουνίζου 1. περιφέρομαι, κινούμαι συνέχεια σε ένα συγκεκριμένο μέρος: δραγάτες καβάλα σ’ άλογα και με γκράδες στον ώμο ν’ αλωνίζουν τον τόπο σιουρώντας με σιουρίστρες [20, 111]. 2. κακομεταχειρίζομαι: έπιασι τουν κλέφτη κι τουν αλών’σι. 3. προκαλώ ζημία: απόψι μ’ τ’ αλών’σι (τα πρόβατα) του ζλάπι.

αλουνιστής, ου αυτός που αλωνίζει: κι αυτόν τουν πρώτου αλουνιστή άντρα θελά τουν πάρου [24, 51].

αλτζές, ου μελαχρινοκόκκινος [27, 351].

αλτζέτ’κου άλουγου, βλ. αλτζές.

αλύσια, τα κοσμήματα που βάνω στη στήθος και μοιάζουν με αλυσίδες, αλυσιδωτά κοσμήματα [7α, 49], ασημένια περιδέραια [27, 374]: ν-ιδώ που πάμι, κόρη μου, κουρίτσια δε διαβαίνουν, γιατί βρουντούν τ’ αλύσια τους κι λάμπουν τα μαλλιά τους [3α, 176].

αλύχτ’μα, του γάβγισμα σκύλου.

αμάδα, η πλάκα, πέτρα με την οποία παίζεται το παιχνίδι «τα φίτσια» [12α, 58].

αμάζουτους, -η, -ου αμάζευτος.

αμάκα (επίρρ.) δωρεάν [27, 382].

αμαλαϊά, η 1. λιβάδι που δε βοσκήθηκε κι έχει απαλό χορτάρι [26, 28]. 2.(μτφ.) βόλεμα.

αμάλια, η δίχτυ με το οποίο πιάνω τα πουλάρια για να τα σαμαρώσω.

αμάλλιαγους, -η, -ου (μτφ.) χωρίς πείρα.

αμαντάν’γου, του, βλ. αγιένουτα.

αμάραθους, ου χόρτο.

αμαρκάλ’γα, τα πρόβατα που δε μαρκαλίστηκαν, βλ. μαρκαλιώvτι.

αμαρτεύουμι αμαρτάνω.

αμαρτία, η (μτφ.) 1. ατυχία, αναποδιά. 2. ταλαιπωρία: ουρέ, αμαρτία σήμιρα! Δεν μπόρισα να κάμου νια σουστή δ’λειά.

αμασκάλη, η 1 μασχάλη. 2 -ες εξάρτημα του αργαλειού (ξύλα γυριστά στα οποία στηρίζονται τα αντιά) [22, 111].

αματσιάλ’γους, -η, -ου αμάσητος.

αμάχη, η καβγάς, φασαρία: έπιασαν αμάχη οι τζιουμπαναραίοι ’ια τα σύνουρα.

αμαχιάρ’ς, ου καβγατζής, εριστικός: του Λάπα δεν τουν κάλισι, γιατί ήταν αμαχιάρης, γιατί σκουτώνει τους γαμπρούς κι παίρει τις νυφάδις [3α, 42].

αμούντι, γίν’κι αμούντι χάθηκε, εξαφανίστηκε: αμούντι ου τζιουμπάνους, έφκι κι έχει να ματαγυρίσει.

αμπ’δάει τ’ άλουγου ζευγαρώνει με τη φοράδα.

αμπ’δάου πηδάω.

αμπ’δηχτός, ου χορός με πηδήματα, τσάμικος [25α, 198].

αμπ’διά, η αχλαδιά.

αμπήδ’μα, του πήδημα.

αμπήδμα τσ’ τρεις αγώνισμα, άλμα εις τριπλούν.

αμπιστιμένους, -η, -ου έμπιστος, αυτός που τον εμπιστευόμαστε πολύ: ψιλή φουνούλα απόρησι, ψιλή κι αμπιστιμένη [15α, 89].



άμπλας, ου μικρή πηγή νερού που στερεύει το καλοκαίρι: Χαραλαή περήφανη, Δροσούνι παινεμένο, πόχουν τις βρύσες στα ζερβά τους άμπλους μες στο ρέμα [23α, τ. 4ο, 30].

αμπόδ’μα, του αδυναμία του γαμπρού να ολοκληρώσει τη σεξουαλική επαφή με τη νύφη [20, 199].

άμπουγμα, του η ενέργεια του αμπώχνου.

αμπουδάου εμποδίζω, εναντιώνομαι.

αμπουλιάζου (μτφ.) παντρεύω.

αμπουξιά, η σπρώξιμο.

αμπουράνι, του λαχανόρυζο με αγριόχορτα.

αμπουριά, η είσοδος (πόρτα) από το μαντρί [26, 61].

αμπουριάζου απλώνομαι παντού, κατακλύζω.

αμπούριασμα, του η ενέργεια του αμπουριάζου.

αμπώχνου σπρώχνω, σκουντώ.

αμψιόκας, ου ανιψιός (χαϊδευτικά).

αμψιός, -ά ανιψιός, ανιψιά.

αν’κάου νικάω: κι πιάστηκαν στουν πόλιμου τρεις τέσσιρις μιρούλις. Κι ανίκησαν τα τούρκικα κι πήραν τα ρουμαίικα [21β, 53].

αν’χάκι, του το φυτό μελλίλωτος ο φαρμακευτικός. Το χρησιμοποιούμε ως αρωματικό και εντομοαπωθητικό [2].

αναβάλλου αναφέρω, θυμάμαι κάποιον.

αναβιλάζου φωνάζω δυνατά από πόνο ή από φόβο [12α, 59].

αναγαλλιάζου ευφραίνομαι.

αναγιλάου κοροϊδεύω, χλευάζω: όποιου χουρτάρι αναγιλάς, γιένιτι στην αυλή σου.

αναγκάζου παροτρύνω: κλέφτις πάν’ να κλέψουνι, τσιούπρα τους κατάλαβι, τα σκυλιά ν-ανάγκαζι.

αναγκαστά (επίρρ.) βιαστικά.

αναγκώνα, η αγκώνας [27, 381].

αναγλιατσιάζου ανακατεύω άσχημα, λασπώνω.

αναγνουμιά, η αμυαλοσύνη, ανοησία: ιταίρι που ’ χα κι έχασα απ’ την αναγνουμιά μου [15α, 70].

αναγούλις, οι (μτφ.) 1. παραξενιές. 2. κουταμάρες, αηδίες.

αναδεύου 1. ανακατώνω. 2. -ουμι κινούμαι ήρεμα, ανασαλεύω, κινούμαι μόλις που διακρίνομαι [12α, 59].

αναδιχτός, -ή βαφτισιμιός, βαφτισιμιά.

αναδουσιά, η άσχημη μυρωδιά.

αναδριμώνου ανατριχιάζω, ανασκιρτώ: μουλουγάου τα πάθια τ’ς κι αναδριμώνου [25β, 60].

ανάκαρα, η 1. παλληκαριά, περηφάνια [25β, 60]. 2. σωματική δύναμη [17, 326]. 3. ανθεκτικότητα, κουράγιο: δεν έχου ανάκαρα να πάου απού ιδώια ους ικεία [4, έτος 8ο, 21].

ανάκατα (επίρρ.) ανακατωμένα [12α, 59]

ανακατώνουμι (μτφ.) έχω κοινωνικές συναναστροφές.

ανακατώστρα είνι (μτφ.) είναι κουτσομπόλα.

Ανακρατώ

ανάλ’στους, -η, -ου αυτός που έχει να λουστεί πολλές μέρες.

αναλαβαίνου 1. αναλαμβάνω. 2. απόκτώ τις δυνάμεις μου μετά από κάποια αρρώστια.

ανάλατα, τα (μτφ.) ανοησίες.

ανάλατις, οι είδος αγκαθιού.

ανάλατους, -η, -ου (μτφ.) άχαρος, δεν έχει νοστιμιά επάνω του.

αναλέτι (πιθ.) κατάρα: απ’ του πουλύ τ’ ανάθιμα κι απ’ του βαρύ αναλέτι, η Κώστας αναστήθηκε πίσου απ’ τ’ Άι- Δήμα [3β, τ. 31, 8].

αναλιγώνου (πιθ.) διαλύω κάτι που είναι στερεό με τη μέθοδο της τήξης: σαν το κερί τη μάλαξα, σα ράφτης το βελόνι, σα χρυσικός το μάλαμα να την αναλιγώσει.

αναλλαγιά, η η μη αλλαγή ρούχων.

ανάλλαγους, -η, -ου αυτός που δεν άλλαξε φορεσιά.

ανάλμα, μ’ το ’βγαλι ανάλμα μου το ’βγαλε «ξίδι», δεν μπόρεσα να χαρώ ένα γεγονός, γιατί έγινε κάτι που με στενοχώρησε: πήγα φ’λιά στ’ μάνα μ’ κι δεν έκλεισα μάτι ούλου του βράδυ απ’ του κλάμα τ’ πιδιού. Μ’ το ’βγαλι ανάλμα.

αναμέρ’σμα, του η ενέργεια του αναμιράου.

ανάμι, του καλό ή κακό όνομα (φήμη): η κοπέλα τ’ Μήτρου πήρι ανάμι.

ανάμιρα (επίρρ.) παράμερα, σε ερημικό μέρος.

αναμιράου παραμερίζω, κάνω στην άκρη, αφήνω τόπο να περάσει κάποιος: αναμέρα να πιράσουν τα πρότα.

ανάμιρους, -η, -ου απόμερος, ερημικός, απομονωμένος.

αναμπαίζου κοροϊδεύω.

αναμπέξαλλους, -η, -ου απρόσεκτος, παράξενος, στραβόξυλο, απρόβλεπτος στη συμπεριφορά του [12β, 110].

ανάντιους, -α, -ου αντίθετος, αυτός που έχει διαφορετική άποψη, αντίπαλος.

ανάπαλου, του [22, 104], βλ. δρούγα.

αναπαμός, ου ξεκούραση, ανάπαυση.

ανάπαψη, η ανάπαυση.

αναπάψουμα, του ψυχολειτουργιά [26, 314].

αναπιάνου ανακατώνω το ζυμάρι με αλεύρι για να φτιάξω το ψωμί και κυρίως τα ψωμιά για το γάμο: κόρη ξανθή τ’ ανάπιανι μι μάνα, μι πατέρα[3α, 136].

ανάπιασμα, του η ενέργεια του αναπιάνου.

ανάπλιγα, τα ξέπλεγα μαλλιά.

αναπουδιά, η εμπόδιο, ατυχία.

αναπουδιασμένους, -η, -ου ιδιότροπος.

ανάπουτους, -η, -ου ανάποδος.

ανάργαστα, τα δέρματα που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία.

αναργυρώνου

ανάρια (επίρρ.) αραιά-αραιά: ν-ανάρια- ανάρια τα ’ριχναν ν-οι κλέφτις τα ντουφέκια.

ανάρμιγους, -η, -ου ανάρμεχτος: στους κάμπους βόσκουν μαναχά, ανάρμιγα κι ακούριφτα δίχους κάναν αφέντη [4, έτος 23ο, 18].

ανασκ’λώνου 1. ρίχνω κάποιον ύπτια. 2. -ουμι πέφτω ύπτια: ανασκ’λώθ’κι του βράδυ η παλιουπράτ’να στου γρέκι κι ψόφ’σι.

ανασκυρίζου νοικοκυρεύω το εσωτερικό του κονακιού.

ανατριχιάδα, η ανατρίχιασμα [27, 383].

αναφαγιά, η λειψή διατροφή, ανεπαρκής διατροφή: του φαΐ φέρνει φαρδύ κι η αναφαϊά κουμάρα [19, τόμος 1ος, 338].

αναφακάς, ου καλή τύχη.

αναφέρου 1. μνημονεύω: τι τ’ς αναφέρ’ς αφνούς. 2. ονομάζω.

ανάφτου ανάβω.

αναχαράζουν τα κουπάδια ανακατώνονται, κινούνται [26, 115].

ανάχλια (επίρρ.) χλιαρά, σιγά-σιγά, με μαλακό τρόπο.

ανάχλιους, -α, -ου χλιαρός: ν-ανά­χλι­ου-ανάχλιου του νιρό κι αφράτου του προυζύμι [3α, 136].

ανέγνουμους, -η, -ου ανόητος, άμυαλος.

ανέσουστους, -η, -ου όχι σωστός, μισοτελειωμένος. ανέσουστου καταστροφή χωρίς τέλος.

ανηβάσταγους, -η, -ου ανυπόμονος [25β, 62].

ανήλιαγους, -η, -ου 1. ανήλιαστος, αυτός που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο για να ξηρανθεί ή για να στεγνώσει. 2 σκιερός, αυτός που δεν τον βλέπει ο ήλιος: ν-ανάθιμα τα Γιάννινα πόχουν στινά σουκάκια κι παραθύρια ανήλιαγα κι μέσα μαύρα μάτια [7α, 40].

ανήλιου, του μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος, ζερβό.

ανημπόρια, η αρρώστια [16, 94].

ανημπουρεύου αδιαθετώ, αρρωσταίνω: ανημπόριψι του πιδί κι του πήγαμαν στου γιατρό.

ανήμπουρους, -η, -ου 1. αδιάθετος, άρ­ρωστος. 2. αδύναμος, αυτός που έχει ανάγκη από βοήθεια και συμπαράσταση, άτομο με ειδικές ανάγκες.

ανήξιρους, -η, -ου 1. απληροφόρητος. 2. άπειρος: μην του μαλώνεις του πιδί κι μην του παραπαίρεις, τ’ είνι μικρό κι ανήξιρου.

άνθια, τα άνθη.

ανθού ανθίζω.

άνθρακας, ου ασθένεια των ζώων ή των ανθρώπων (αχαμνό, νταλάκι).

ανιβαδιάζου στις δημοπρασίες ανεβάζω την προσφορά: -ιατί μας παίρ’ς τα χειμαδιά, τι μας ανιβαδιάζεις; τ’ έχου κι ’ γω κι άλλα φλουριά κι θα τ’ ανιβαδιάσου [21β, 224].

ανιβάδιασμα, του η ενέργεια του ανιβαδιάζου.

ανιβάτ’σμα, του η ενέργεια του ανιβατίζου.

ανιβατής, ου κόκκαλο για να βάζω τα ποδήματα [25α, 203].

ανιβατίζου ρίχνω το προζύμι στο αλεύρι για να φτιάξω το ψωμί: σήκου, Μηλίτσα μ’, ζύμουσι, σήκου ν’ ανιβατίσεις, κι ακόμα τούτη τη βραδιά που είμαστι ν-αντάμα [24, 15].

ανιβατό, του ψωμί που είναι φτιαγμένο με προζύμι [26, 313].

ανίδια, η άσχετη, γυναίκα που δεν έχει ιδέα από πολλά πράγματα.

ανιμόκουνια, η αιώρα, πρόχειρη τεχνητή κούνια [22, 85].

ανιμουβούνια, τα βουνά που τα «δέρνουν» οι βοριάδες: ν-ισείς βουνά, ψηλάι βουνά, βουνά κι ανιμουβούνια μην πέρας ν-ου Μαντάς απ’ αυτού μι καναδυό συντρόφους [7α, 27].

ανιμουπύρουμα, η ψύξη στο πρόσωπο [17, 328].

ανιχουρταϊά, η απληστία.

ανιώνιους, -α, -ου παντοτινά αιώνιος, ακατάλυτος [17, 326].

ανουϊασμένου, του σπίτι με ανώγια, πολυώροφο: μι γέλασι νια χαραυγή κι ένα λαμπρό φιγγάρι, κι έφκιασα του σπιτάκι μου ψηλό κι ανουϊασμένου[15α, 111].

άνουμους, -η, -ου παράνομος.

αντάμα (επίρρ.) μαζί.

αντάμουμα, του η ενέργεια του ανταμώνου.

άνταμους, -η, -ου 1. σημαδεμένος, κα­κόσχημος [25β, 63]. 2. (μτφ.) αυτός που δεν έχει κομψή συμπεριφορά.

αντάμουση, η συνάντηση.

ανταμώνου συναντώ.

αντάρα, η 1. ομίχλη. 2. (μτφ.) καβγάς, φασαρία [27, 383].

ανταριάζου μου «θολώνει» το μυαλό και κάνω πράξεις ανόητες και επιθετικές: κι εκεί, απ’ λες Γιωργή μ’, ανταριάζω κι ιγώ, την μπερδικλώνω, την κουτρουβαλάω στο μιντέρι.. κι να! και τούτηνη, να! και κείνη! Να!..να!.. [16, 97].

ανταριάζουν τα β’νά γεμίζουν από ομίχλες κυρίως το Φθινόπωρο.

αντάριασμα, του η ενέργεια του ανταριάζου.

ανταριασμένους, -η, -ου 1. (μτφ.) άνθρωπος με «θολωμένο» μυαλό που κάνει σκέψεις και πράξεις ανόητες και επιθετικές [25β, 63]. 2. (μτφ.) κατσούφης, μουτρωμένος.

ανταρτιά, η αντάρτες, πλήθος ανταρτών.

ανταρτουσύνη, η αναταραχή, πόλεμος, ανταρτοπόλεμος.

αντέτι, του έθιμο, συνήθεια: ν-ιμείς αντέτι το ’χουμι να τρώει ν-η νύφη ψάρια [24, 29].

άντζα, η γάμπα.

αντήλιου, του [12α, 60], βλ. ανήλιου.

αντί, του εξάρτημα του αργαλειού (μακρύ και στρόγγυλο ξύλο πάνω στο οποίο τυλίγεται το στημόνι και το υφασμένο διασίδι).

αντιάζου αμφιβάλλω, δεν είμαι σίγουρος [17, 327]: αντιάζου, ήταν σκουτάδι κι δεν του είιδα καλά.

αντικιάζου 1. σκοπεύω, επισημαίνω κάτι [17, 327]. 2. κοιτάζω απέναντι εκεί [25β, 64]. αντικιαστά κινούμαι κατευθύνομαι από την αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με κάποιον άλλον, κατευθύνομαι αντικριστά [12β, 111].

αντίκλαρου, του: ν-ιγώ ’μαν τ’ αντίκλαρου στουν Λαρσινόν τουν κάμπου κι κάθουνταν στουν ίσκιου μου κι Τούρκοι κι Ρουμαίοι., βλ. αντίκλαρους.

αντίκλαρους, ου1. μοναχικό δέντρο που δεσπόζει στην περιοχή που φυτρώνει [21α, τ. 164, 10]. 2. (μτφ.)

αντίκρια (επίρρ.) απέναντι: ν-αντίκρια, αντίκρια διάβινα, κόρη μ’, στου μαχαλά σου, κι άικουσα που σι μάλουναν ν-η μάνα σου κι η θεια σου [15α, 237].

αντικρίνουμι απαντώ, απαντώ για κάποιον άλλον: - Κώστα μ’, αν είσι ανύπαντρους, αν είσι παντριμένους. Κι ου γρίβας αντικρίθηκι προυτού να πει ν-ου Κώστας [4, έτος 22ο, 26].

αντιλουιά, η απόκριση, ανταπάντηση: δώδικα χρόνους έκαμι μέσα στη Φραγκιά, ν-ούηδι γράμμα μου στέλνει ν-ούηδι αντιλουϊά [24, 35].

αντιλουϊόμι αντιλέγω, ανταπαντώ: στου δρόμου που την πάηναν, στου δρόμου που πααίνουν γυρίζει ν-η Νίτσα κι τους λέει κι τους αντιλουϊότι.

αντίμαχους, -η, -ου αντίπαλος, αυτός που με εχθρεύεται:κι συ, βρε Μάρτη, αντίμαχε, βρε Μάρτη, αφορισμένε [20,­ 32].

αντίπιρα (επίρρ.) στο απέναντι μέρος.

αντιπρουψές (επίρρ.) παραπροψές, (τρία βράδια πριν).

αντίστρα, η ράβδος με την οποία στρίβω το πίσω αντί, αλλά κρατάω και το διασίδι τεντωμένο [27, 371].

αντίχαρη, η ανταπόδοση ευεργεσίας: η χάρη θέλει αντίχαρη κι πάλι χάρη μένει.

αντίχριστους, -η, -ου 1. άπιστος. 2 (μτφ.) καταραμένος, δύστροπος.

αντράδιρφα, τα κουνιάδια.

αντράδιρφους, -έρφη κουνιάδος, κου­νιάδα: ποια έχει ν-άντρα στην ξινιτιά κι αντράδιρφου στα ξιένα, πες της να μην τουν καρτιρεί, να μην τουν πιριμένει [21β, 337].

αντράλα, η ζαλάδα, ίλιγγος [27, 383].

αντραλίζουμι ζαλίζομαι, έχω ίλιγγο.

αντραλιόμι έχω ίλιγγο, ζαλίζομαι [27, 383].

αντρειώνουμι γίνομαι γενναίος.

αντρέπουμι ντρέπομαι.

αντριάς, ου αντρειωμένος: σύρι, ν-αντριά μου, στου καλό στους άλλους ν-αντρειουμένους [21β, 332].

Αντριάς, ου ο Δεκέμβριος.

αντρίκια (τ’) τρόπος με τον οποίο καβαλικεύει ο άντρας (το ένα πόδι από τη μια μεριά του αλόγου και το άλλο από την άλλη) [22, 65].

αντρουγινιά, η σόι του άντρα: να τιμάς την πιθιρά σου κι ούλη την αντρουγινιά σου [3α, 159].

αντρουπή, η ντροπή.

αντρούτσους, ου άντρας δυνατός: ξικίνησι η λιφτουκαρυά μ’ ούλα τα λιφτουκάρια, ξικίνησι κι ου αντρούτσους μου μ’ ούλα τα παλληκάρια [21β, 308].

άνυδρους τόπους τόπος στον οποίο δε βρέχει, που έχει ξηρασία: στουν Αλμυρό ξεχείμασα στον άνυδρο τουν τόπου, τα πρόβατα τα χάσαμε, τα γίδια κινδυνεύουν [20, 33].

ανυπουδησιά, η (μτφ.) κακομοιριά, φτώχεια.

ανύφαντα, τα αυτά που δεν τα έχω υφάνει.

άξ’βους να σ’ γενει κατάρα για γυναίκα: φάι κι άξ’βους να σ’ γένει. Θέλει να πει μάλλον ότι αυτό που θα φας να σου « κάτσει στο στομάχι» ή να σου γίνει φαρμάκι.

αξ’βώνου τρώω με κακή διάθεση [20, 339].

αξαίνου ψηλώνω, μεγαλώνω: αξαίνει του γουμαράκι, μ’κραίνει του σαμαράκι.

αξιάδα, η 1. παλληκαριά. 2 ικανότητα.

αξιάζου αξίξω [17, 327].

αξιότιρους, -η, -ου δυνατότερος.

αξιώνου καθιστώ κάποιον άξιον: πιδιά μ’, να τουν αξιώσουμι τούτουν του νοικουκύρη [7α, 61].

αξούργους, ου αξύριστος [16, 69].

αουπάν (επίρρ.) από επάνω.

απ’ τα τώρα από τώρα.

απ’θαμή, η 1. πιθαμή. 2. μονάδα που μετράω το μήκος (όσο είναι το μήκος της πιθαμής): νια π’θαμή ου παπάς, δυο τα γένια τ’.

απ’θούλια βάλτα τοποθετησέ τα εδώ κάτω, πολύ κοντά.

απ’θώνου αποθέτω, βάζω κάτι καταγής. -ουμι κάθομαι κάτω.

απ’κάζου μαντεύω, φαντάζομαι, υποθέτω, καταλαβαίνω: δυο πιδιά κλιφτόιπουλα πάν’ να κλέψουν πρόβατα στα βουργαρουκόπαδα. Τα σκυλιά τους ’πείκασαν κι Βουργάροι τ’ς έπιασαν [24, 4].

άπ’κους, -η, -ου άσχημος, κακοφκιαγμένος [25β, 67]: άπ’κου είνι ικειό του πιδί; λιβέντ’ς είνι.

απ’στόμ’σμα, του η ενέργεια του απ’στουμάου.

απ’στουμάου 1 .αναποδογυρίζω, γυρίζω απίστομα, (βλ. λ.): απ’στόμα του καρδάρι. 2. -ιώμι (μτφ.) κοιμάμαι.

απ’στουμίζου [25β, 71], βλ. απ’στου­μάου.

απ’στουμώνου [25β, 71], βλ. απ’στου­­­­­μάου.

απαγάδιασι μαλάκωσε, ηρέμησε:απαγάδιασι του κρύου.

απαγάλια σιγά-σιγά, ήρεμα, αργά, χωρίς θόρυβο [12α, 61].

απαγκιάζου προφυλάσσομαι από τον αέρα, πηγαίνω και κάθομαι σε απάνεμο μέρος [26, 30].

απαγκιρό, του απάνεμο μέρος.

απάκι, του νεφραμιά των ζώων.

απαλό, του ψίχα από ψωμί [27, 375].

απάν’ (επίρρ.) επάνω.

απαντάου συναντώ: πο ’χει δυο μέρις να τουν ιδεί, τρεις να τουν απαντήσει [21β, 194]. απαντάου τα σκ’λιά τα εμποδίζω να επιτεθούν: απάντα τα σκ’λιά να μη φάν’ του ντραγάτη. απαντάου του λ’βάδι δεν αφήνω τα ζώα να το βοσκήσουν [26, 41].

απαντουχή, η 1. προσδοκία. 2. παρηγοριά.

απαρατάου εγκαταλείπω, αφήνω.

απάρμιγμα, του τελείωμα από το άρμεγμα.

απαύτου από αυτού, από αυτό το μέρος.

απέ (επίρρ.) κατόπι, ύστερα: απέ πάει κι ου Μήτρους στου καλύβι [24β, 66].

απέδου από εδώ.

απεικιαστά, τα αινίγματα, γρίφοι [20, 40].

απειρουλόητους, -η, -ου ατημέλητος, απεριποίητος.

απέκει από εκεί, από εκείνο το σημείο: φεύγα απέκει να πιράσουν τα πρότα [25β, 66].

απέκεια 1. από εκεί: κι συ στιφάνι πρόστυχου να πας απέκεια που’ ρθις [3α, 28] 2. από εκεί και πέρα: απέκεια πααίνει μαναχό τ’ στου μαντρί [25β, 66].

απήγανους, ου θάμνος που χρησιμοποιείται για εξορκισμούς.

απεύτου από αυτό το σημείο.

απθώτρα, η 1. μέρος που αποθέτω κάτι. 2.(μτφ.) πρόσωπο εμπιστοσύνης.

απιδούκλουτους, -η, -ου (για ζώα) αυτός που δεν είναι περδικλωμένος.

απίστουμα (επίρρ.) μπρούμυτα: δεν πρέπει ιγώ να χαίρουμι μούηδι να καμαρώνου, μόν’ πρέπει να’ μι σ’ ιρημιά, σ’ ιένα βαθύ λαγκάδι, να κείτουμι τ’ απίστουμα [21β, 243].

απλάδα, η χαλκωματένιο πολύ ρηχό πιάτο, σχεδόν επίπεδο, που το χρησιμοποιούμε και για κέρασμα [4, έτος 18ο, 9].

απλάδι, του κεντητό στρωσίδι που το βάνουμε στο άλογο του γαμπρού.

άπληρους -η, -ου [12β, 112] 1. καχεκτικός, αδύνατος 2. νήπιο 3. νεογνό του πτηνού. 4. νεογέννητο αρνί που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του.

απλουκιέρα, η γίδα που έχει τα κέρατά της απλωμένα.

απλουσιά, η το διάστημα του στημονιού ανάμεσα στο μπροσταντί και στο ξυλόχτενο που το έχουμε υφάνει [22, 112].

απλουτό, του είδος διασιδιού.

απλουτός, ου χορός στα τρία [20, 188]

απουβουλή είνι 1. είναι μισή μερίδα. 2. είναι περιττό.

απόβραδου, του προχωρημένη εσπέρα.

απόβρουχου, του καιρός μετά από βροχή που έχει συνήθως υγρασία.

απόγιουμα, του απόγευμα.

Απόγιουρτα

απόγουνου, του απάνεμο μέρος [26, 258].

απόγραμμα, του επιγραφή έξω από το γράμμα, σύσταση: ν-απόξου λέεει τ’ απόγραμμα κι μέσα λέει του γράμμα [7α, 33].

απόδαυλου, του μισοκαμένο κομμάτι ξύλου που έμεινε μετά από το σβήσιμο της φωτιάς, και που το θάβω μέσα στη στάχτη για να το βρω αναμμένο μετά από κάποιες ώρες, για να ξανανάψω φωτιά [12β, 113].

απόδητους, -η, -ου ξυπόλυτος [25α, 208].

απόι, του απογευματινό ελαφρό φύσημα του αέρα [12β, 113].

απόιμινους, -η, -ου υπομονετικός: Ους πότι αχ, ους πότι βαχ, ους πότι κασαβέτι, ους πότι να ’ μι απόιμινους κι ους πότι καπιτάνους [15α, 52].

απόκλαρα, τα μικρά κλαδιά που μένουν μετά από το κλάρισμα ενός μεγάλου κλωναριού από δέντρο [26, 160].

απόκουμμα, του η ενέργεια του απόκόβου [26, 68].

απόκουντα, τα επόμενα, αυτά που ακολούθησαν: έχει κι απόκουντα η σύβαση τ’ς Μαριγώς [25β, 68].

απόκουντους, -η, -ου λίγο κοντός.

απόκρυφα (επίρρ.) κρυφά-κρυφά, μυστικά, χωρίς να μας καταλάβουν: σύρτι, πδιά μ’, ν-απόκρυφα σ’ αυτόν του ζυγουριάρη κι πάρτι καναδυό σφαχτά να φάν’ τα παλληκάρια.

απόλ’σι ου κιρός καλυτέρευσε, άνοιξε. απόλ’σι η ικκλησιά σχόλασε. απόλ’σι του κουρμί ξεκουράστηκε, χαλάρωσε.

απόλαμπρα (επίρρ.) μετά το Πάσχα.

απόνας, -νιά, -όνα από ένας: ν-ικεί ’ν-απόνας μαναχός, έρ’μους κι ρημαγμένους [21β, 357].

απόπατους, ου αποχωρητήριο [25α, 97]. απόπατους είνι είναι βωμολόχος, εκφράζεται άσχημα.

απόρ’ξι ου τόπους έβγαλε λίγο χορτάρι μετά από βροχή και ύστερα από μεγάλη ξηρασία.

απόρρ’μα, του 1. έμβρυο που απόβάλλει το ζώο. 2. (μτφ.) μικροκαμωμένος άνθρωπος, μισή μερίδα.

απόσκαρα (επίρρ.) μετά το σκάρο κατά το ξημέρωμα.

απόσκια, τα σκιερά μέρη: γείραν τ’ απόσκια γείρανι, Λουλούδου μ’, στην αυλή σου κι συ, Λουλούδου μ’, νύχτουσις στου μύλου μην πααίνεις [3α, 113].

απόσουσμα, του πολύ κοντός και αδύνατος άνθρωπος, ανθρωπάκος.

απού (επίρρ.) όπου: είιδα του τέκνου από ’κλιγι κι πιάσ’κι η καρδιά μ’ [25β, 67].

απου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει την έννοια της αποπεράτωσης της ενέργειας που εκφράζει το δεύτερο συνθετικό: απουβράζου, απου­ζ’μώνου, απουπλένου, απουφκιά­νου, απουχαρτώνου, απούπι κτλ.

απουβραδίς (επίρρ.) από την προηγούμενη εσπέρα: όποιους βουλιότι απουβραδίς, στη στάχτη ξημιρώνει [4, έτος 24ο, 56].

απουγάλια (επίρρ.) σιγά, πιο σιγά.

απουγιένουμι καταλήγω κάπου: ν-ισύ ,ν-αϊτέ μ’, που μέθυσις, πάλι θα ξιμυθύσεις, ν-ιγώ, ν-αϊτέ μ’, που γιέρασα, ν-ιγώ τι θ’ απουγιένου.

απουγουνιάζου κάθομαι σε απόγωνο, (βλ. λ) [27, 383].

απουδιαλιούδια, τα αυτά που απομένουν μετά από τη διαλογή και είναι κατώτερης ποιότητας ή άχρηστα: τα μήλα και τα σύκα ήταν αποδιαλεούδια, από κείνα που δίνουν στα πράματα [20, 41].

απουδιώχνου απομακρύνω.

απουδότ’ς, ου βοηθητικός τσομπάνος (μισοτσομπάνος) που βοηθάει και όπου αλλού χρειάζεται [20, 27].

απουδουτ’λίκια, τα χρήματα με τα οποία το τσελιγκάτο πληρώνει τον αποδότη, (βλ. λ.)

απουδώθι από εδώ, από ετούτη τη μεριά, από τη μεριά που βρίσκομαι.

απούθι από πού: πουλί μ’, ν-απούθι ν-έρχισι, κι απούθι κατιβαίνεις, μην έρχισι απού τ’ Άγραφα κι απού του Καρπινήσι; [21β, 112].

απουκάμνου έχω καταπονηθεί, έχω απαυδήσει.

απουκείθι (επίρρ.) 1. από την πίσω μεριά: στην απουκείθι τη μιριά δυο ’δέρφια σκουτουμένα [3α, 24]. 2. έπειτα.

απουκόβου 1. απογαλακτίζω. 2. απαγορεύω, εμποδίζω: αν θέλ’ς να φύβγ’ς απ’ του τσιλιγκάτου, ιγώ δι σ’ απουκόβου.

απουκόντριους, ου βλ. απουκουντουριασμένους.

απουκουντά (επίρρ.) 1. από πίσω, στη συνέχεια: μπρουστά ου λύκους κι απουκουντά τα σκ’λιά. 2. από την πίσω μεριά.

απουκουντουριασμένους, -η, -ου α­ποβλακωμένος, απογοητευμένος, πολύ προβληματισμένος, μοναχικός, κλεισμένος στο σπίτι του.

απουκουτιά, η παράτολμη ενέργεια.

απουκρεύου κάνω αποκριά.

απουκρίνουμι 1. απαντώ. 2. απολογούμαι.

απουκώλουμα, του το πίσω μέρος από το κονάκι [26, 185].

απουλ’σιά, η ορισμένο μέρος του λιβαδιού που λευτερώνεται για βοσκή μιας μέρας [12α, 63].

απουλ’τή, η είδος βελέντσας.

απουλ’τό, του υφαντό χωρίς σχέδια, ελεύθερο [25β, 70].

απουλαμπή, η λιακάδα, ζέστη ανάμεσα σε βροχή [25β, 69].

απουλάου 1. αφήνω.2. -ώμι σπεύδω: μπήκαν τα πρότα στ’ απαντ’μένου κι απουλιώτι ου Γιώρ’ς να τα προυκάνει να μη φάν’ του παστρικό.

απουλαυές, οι ωφέλειες, κέρδη.

απουλίβαδου, του λιβάδι (απολυσιά) που έχει βοσκηθεί [20, 30].

απουλουιόμι δίνω απολογία.

απουλτός, ου 1. ελεύθερος, λυτός [25α, 192]. 2. χορός στα τρία [20, 188].

απουλυταριά, η εργαλείο του αργαλειού που στηρίζει το πισινό αντί για να μην ξεσέρνει το στημόνι [22, 112].

απουμόνου [12α, 64], βλ. απουμώνου.

απούμουμα, του η ενέργεια του απουμώνου.

απουμουμάρα, η δυσφορία ή ασφυξία που νιώθω από την πολλή ζέστη.

απουμουρώνουμι αποβλακώνομαι, εφησυχάζω.

απουμώνου 1. προκαλώ ασφυξία σε κάποιον: η πρατίνα απούμουσι τ’ αρνί. 2. –ουμι παθαίνω ασφυξία.

απουμώρια, η εφησυχασμός, αποβλάκωση.

άπουνους, -η, -ου αυτός που δεν είναι πονετικός.

απουνύχια, τα αποκόμματα των νυχιών.

απουπέρα (επίρρ.) απέναντι.

απουπιρούλια (επίρρ.) απ’ την από πέρα μεριά, όχι όμως μακριά.

απουρρίχνου (για ζώα) αποβάλλω. απουρ΄μένη γίδα είνι (μτφ.) είναι χαλασμένη στην όψη.

απουσκιώνου κάνω ίσκιο, κάνω σκιά, ισκιώνω: κι ικεί κλαρί δεν έβρισκι για ν’ απουσκιώσει ν-η κόρη, βγάνει του γιλικάκι του, φκιάνει ίσκιου για την κόρη [3α, 96].

απουσταμάρα, η μεγάλη κούραση.

απουστένου κουράζομαι.

απουσώνου αποτελειώνω.

απουτώρα (τ’) (επίρρ.) πρωτύτερα, πριν από λίγο [16, 30].

απουχτάου (για γυναίκες) γεννάω: φέρ’τι του σαμάρι· απουχτάει η Γιαννάκινα.

απόφουνους, ου βόγκος ή φωνή του νεκρού: όπως βεβαίωναν κι ότι στο τάδε μέρος όπου οι Τούρκοι ή οι ληστές σκότωναν κάποιον, ακούγεται «απόφωνος» [22, 80].

άπραγους, -η, -ου απείραχτος.

άπριπα (επίρρ.) δεν πρέπουν.

απύτιαου, του καχεκτικό ζώο, αυτό που μεγάλωσε χωρίς να τραφεί με πρωτόγαλο (πυτιά).

αράδα, η σειρά. σ’ άλλη αράδα (η γυναίκα) είναι έγκυος: είνι πάλι σ’ άλλη αράδα η Ζώιου. πιδί τ’ς αράδα παιδί της παντρειάς.

αράδι, του σειρά.

αραδιάζου 1. εξιστορώ, διηγούμαι με τη σειρά κάτι. 2. –ουμι μπαίνω στη σειρά. αραδιάζου του γάλα το αδειάζω από το ένα αγγειό στο άλλο, και κυρίως όταν είναι ζεστό, για να μην κοπεί.

αράδιασμα, του η ενέργεια του αραδίζου.

αραδίζου διαβαίνω μέσα από ξένο κτήμα για να πάω στο δικό μου, περνάω.

αράζου εμφανίζομαι, ξεμυτίζω: ν-α­ράξαν, Μάρου μ’, τρία σύγνιφα, τα τρία ν-αράδα, αράδα, Μαρία μου [3α, 110].

αραήλιασα ζαλίστηκα από τον ήλιο.

αράθ’μους, -η, -ου οξύθυμος, ευέξαπτος: Κώστα μ’, του τι’ σι αράθυμους, τι έχεις κι μαλώνεις;

άραμα, του η ενέργεια του αράζου.

αρανός, ου ουρανός.

αράπ’ς, -ου μαύρο αρσενικό μουλάρι ή μαύρο αρσενικό σκυλί, μαύρο θηλυκό μουλάρι.

αραπουβάκρα, η προβατίνα που έχει σχεδόν μαύρο σκούρο το πρόσωπο, το λαιμό, τα πόδια και τα αφτιά [23α, τ. 3, 34].

αραπουσίτι, του καλαμποκίσιο αλεύρι.

αρατίσου χάσου απ’ τα μάτια μου.

άραχνους, -η, -ου δυστυχισμένος, έρημος, άθλιος: πως είνι μαύρη κι άραχνη, μαύρη σαν του κουράκι [3α, 95].

αρβάλα (επίρρ.) στη σειρά, το ένα μετά το άλλο, συνέχεια, σβάρνα: πήρι ου Κίτσιους αρβάλα τα καλύβια [25β, 72].

αρβάλι, του 1. χερούλι από αγγειό, χειρολαβή, (βλ λ.). 2. το ίδιο το αγγειό. 3. (μτφ.) άδικο κουτσομπολιό: αντάμουσι ου Κουσταντής τ’ Μαρία στ’ βρύση κι τ’ς έβγαλαν αρβάλι.

αρβανίτ’ς, ου βορειοδυτικός άνεμος [27, 383].

αργάζου 1. κατεργάζομαι το δέρμα. 2. σκληραίνω το δέρμα.

αργαλειός τ’ς γούρνα αυθεντικός σαρακατσιάνικος αργαλειός.

αργαλίσια, τα αυτά που υφαίνονται στον αργαλειό.

άργανου, του πρήξιμο.

αργαστήρι, του εργαστήριο.

αργγιλές, ου ομάδα από νεαρά και ασαμάρωτα άλογα [19, τόμος 1ος, 266].

αργγιλίτ’κου, του, βλ. αργγιλές.

άργητα, τα ώρες αργίας, σχόλης, ελεύθερος χρόνος.

αργητό, του αυτό που αργεί.

αργουξυπνάου ξυπνάω κάποιον σιγά σιγά, αργά-αργά: παίρνου κι ’γω ρουιδόσταμου κι την αργουξυπνάου, για να της που του χλιβιρό του μαύρου του μαντάτου [21β, 139].

αργουπλέκου πλέκω αργά.

αργουστόλ’ς, ου 1. αυτός που στολίζεται αργά, επειδή προσέχει πολύ την εμφάνισή του [20, 43]. 2. (μτφ.) αυτός που είναι αργός στη δουλειά του και δεν αποδίδει πολύ.

αργόχιρα, τα χέρια που κινούνται αργά και απρόθυμα: μι τι πουδάρια να σταθού, μι τη καρδιά να κρίνου, μι τι χιράκια αργόχιρα ν’ αλλάξου τα στιφάνια [15α, 68].

αργυρός, -ή, -ό ασημένιος: κι νύφη που ’ταν γνουστική κι καλουμαθημένη ν-απλώνει του χιράκι της στην αργυρή της τσέπη.

αρδέλιμα, του η ενέργεια του αρδιλεύου.

αρδιλεύου εξολοθρεύω, εξοντώνω: αμπήδ’σι απόψι του ζ’λάπι στου γρέκι κι μ’ τ’ αρδέλιψι τα πρότα.

αρέ προσφώνηση της Σαρακατσιάνας προς τον άντρα της που σπάνια τον προσφωνεί με το όνομά του.

αρέθου αρέσω [20, 340).

αρέου αρέσω [27, 383].

αρζάφτι, του τμήμα του κρανίου που βρίσκεται στη βάση από το αφτί: στ’ αρζάφτι τουν έχουμι (το θάνατο).

αριά, η φυτό [26, 37].

αριβανή, η 1. ριβάνι (βλ. λ.), τρέξιμο απ’ το ρεβανλίτικο άλογο. 2 (πιθ.) καμαρωτή κορμοστασιά: βαρκέστηκα, μπιζέρισα στα έρημα τα ξιένα. Κι η αριβανή μου χάλασι κι η φούντα απ’ το σπαθί μου.

αρίδα, η 1. κνήμη [12α, 64]. 2. (μτφ.) κοντούλης άνθρωπος: α, μουρέ αρίδα, ποιος σι λουγαριάζει ισένα!

αριεύου αραιώνω.

αριουπλέκου πλέκω αραιά.

αριουπλιμένου, του αραιοπλεγμένο.

αριπούμπλικα, η αναρχία [27, 383].

αρισιά, η γούστο, προτίμηση: να βρει ψηλή, να βρει λιγνή, να βρει της αρισιάς του.

αρκάτα, τα πουλάρια που ακόμα δεν τα καβαλίκεψαν, ελεύθερα, άπιαστα [25β, 73]

αρκούδια, τα αρκούδες.

αρκουδουπούρναρου, του είδος από πουρνάρι.

αρκουδουτόμαρου είνι (μτφ.) είναι χοντράνθρωπος.

αρμαθιά, η πλήθος από όμοια πράγματα που είναι περασμένα σε σκοινί, σε σύρμα κτλ. νια αρμαθιά πιδιά (μτφ.) πολλά παιδιά.

αρμαθιάζου 1. φτιάχνω αρμαθιά, (βλ. λ.). 2 -ουμι μπαίνω στη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο ή δίπλα από τον άλλο: ν-ισείς, παλληκαράκια μου, ν-αρμαθιαστείτι στου χουρό.

αρμακάς, ου σωρός από πέτρες [12α, 64].

αρμάτα, η 1. στολισμός (γιορτινή φορεσιά, κοσμήματα, κουδούνια). 2. οπλισμός.

άρματα, τα 1. όπλα. 2. κοσμήματα [22, 182].

αρμάτουμα, του η ενέργεια του αρματώνου.

αρματώνου 1. στολίζω 2. φοράω στα γιδοπρόβατα τα κουδούνια και τα κυπριά [17, 143]: του Ευαγγελισμού αρματώνουμε τα πρότα. 3. οπλίζω. 4 -ουμι στολίζομαι, οπλίζομαι.

αρματώστρα, η κοπέλα που στολίζεται: μουρ’, στουλίστρα μου κι αρματώστρα μου, του ποιος σι στόλιζι κι σ’ αρμάτουνι ; [3α, 145].

αρμέου αρμέγω.

αρμιή, η άρμεγμα.

άρμιμα, του η ενέργεια του αρμέου.

αρμιρουλίθι, του, βλ. στρουγκουλίθι [26, 80].

αρμιχτάδις, οι βοσκοί που αρμέγουν τα πρόβατα στη στρούγκα.

αρμιχτουλίθι, του, βλ. στρουγκουλίθι.

αρμύρα, η υγρό μέσα στο οποίο συντηρείται το τυρί.

αρμυρουκ’λούρα, η πολύ μικρή αρμυρή κουλούρα που τρώνε τα κορίτσια την Καθαροδευτέρα [17, 303].

αρνάδα, η θηλυκό αρνί.

αρναδουχρουνιά, η χρονιά που οι προβατίνες γεννούν πολλά θηλυκά αρνιά και λίγα αρσενικά.

αρνάρ’ς, ου αυτός που βόσκει τα αποκομμένα αρνιά [26, 25].

αρνάρι, του, βλ. ρνάρι.

αρναρίζου [12β, 115] 1. κόβω, χαράζω βαθιά ένα αντικείμενο σιδερένιο με το αρνάρι. 2. επιμένω πιεστικά, «γίνομαι κουνούπι» σε κάποιον για να επιτύχω μια ενέργειά του.

αρνητής, ου αυτός που απαρνιέται τον έρωτα, την πίστη κτλ.: ν-ισείς, βουνά μου, πράσινα, βουνά μου, χιουνισμένα μην είιδαταν τουν αρνητή, τουν ψεύτη της αϊγάπης.

αρνόπρατα, τα κοπάδι με αρνιά και πρόβατα.

αρνου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό έχει απόλυτη σχέση με το πρώτο κι ανήκει σ’ αυτό: αρνουκόπαδου, αρνουκούδ’να, αρνουκούρους, αρνουλίβαδου, αρνουμάντρι, αρνουτόμαρου, αρνόκ’ρα (αρνόμαλλα), αρνουπόκι (αρνόμαλλο κουρεμένο), αρνουτσιούλι (μαντράκι).

αρνουζύγουρα, τα κοπάδι με αρνιά και ζυγούρια.

αρπαγάδις, οι κλέφτες.

αρπάκι, του θάμνος, είδος βελανιδιάς τα κλαδιά του οποίου είναι κατάλληλα για να φράξουμε μαντριά [12β, 116].

αρπακουλλιώμι αρπάζομαι από κάπου την τελευταία στιγμή: έτσι μόλις χώθηκε ο ψαρής κάτω απ’ τη γκορτσιά, δε χάνω καιρό, αρπακολλιώμαι με τα χέρια απόνα κλωνάρι [20, 72].

άρπαξι του ψουμί ήταν δυνατή η φωτιά και σκούραινε η επιφάνειά του.

αρραβωνιαστικό μαντίλι, βλ. συβουμάντ’λα.

αρριβουνίσια, τα αρραβώνες.

αρριβώνα, η βέρα: κι ’κει που τα γκιζέραγα κι ’κει που τα γυρνούσα, μο ’πισι η αρριβώνα μου κι η φούντα απ’ του σπαθί μου [3α, 90].

αρρόιαστους, ου αυτός που δεν είναι ρογιασμένος, βλ.ρουιάζουμι.

αρρούπουτους, -η, -ου αχόρταγος, παμ­φάγος.

αρρουστιά, η αρρώστια: τι να της κάμου της καρδιάς που ’νι παραπουνιάρα, φουρές μι ρίχνει σ’ αρρουστιά, φουρές για να πιθάνου.

αρρουστού αρρωσταίνω.

αρταίνουμι τρώω κάτι που δεν είναι νηστήσιμο: σήμιρα είνι Τιτράδη κι δεν αρταίνουμι.

αρτιρίζει φτάνει και περισσεύει, περισσεύει, ξεχειλίζει [25β, 74]: θα μ’ αρτιρίσεις την ταή τριάντα πέντι χούφτις, θα μ’ αρτιρίσεις του κρασί σαράντα πέντι κούπις [24, 26].

αρτσιβούτσι, του είδος από μανιτάρι που μοιάζει με σφουγγάρι.

αρτυμή, η 1. τυρί: αργότιρα το καλοκαίρι πο ’βαναν τα τυριά, τις αρτυμές όπως έλεγαν [4, έτος 13ο, 30]. 2. φαγητό που αρταίνει, το να τρώμε φαγητό που αρταίνει [12β, 116].

αρφανός, -ή, -ό ορφανός.

αρχ’νάου αρχίζω.

αρχάνει (ν’) να μαλακώσει.

αρχεύου αρχίζω.

αρχνή, η αρχή, ξεκίνημα.

αρχουντικός, -ή, -ό πλούσιος: καλώς του γάμου πο ’ρχιτι, καλώς τους συμπιθέρους. Κι ου γάμους ν-είν’ αρχουντικός.

αρχουντουδυχατέρα, η πλουσιοκόριτσο.

αρχουντουϊπούλα, η πλουσιοκόριτσο.

αρχουντουμαθημένους, -η, -ου αυτός που έχει συνηθίσει να ζει με αρχοντικούς τρόπους, καλομαθημένος.

αρχουντουνιός, ου πλουσιόπαιδο.

ασαμάρουτα, τα αλογομούλαρα που είναι χωρίς σαμάρι.

άσαρκους, -η, -ου λιπόσαρκος, αδύνατος.

ασήμαδους, -η, -ου 1. αυτός που δεν έχει σημάδι (σημείο γνώρου). 2. αυτός που έχει καιρό να δώσει σημεία ζωής: ασήμαδου ιδώ κι δυο χρόνια του πιδί τ’ς Κώστινα.

ασήμια, τα κοσμήματα [22, 182], βλ. και αλύσια.

ασημο- ή ασημου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό είναι αργυρό ή επάργυρο ή κάτι πολύ σημαντικό και αγαπημένο: ασημουδαχτυλάκι, ασημουκιέρατου, ασημουδαχτυλίδι, αση- μουκουδουνάτα, ασημουχανακάτα, ασημουκούμπια, ασημουμαχιράκι,ασημόικουπα, ασημουσουιά (σουγιάς με ασημένια αλυσίδα που κρε­μάνε οι νιόνυφες στο ζωνάρι), ασημουζώναρου (κόσμημα της νύ­φης).

ασημώνου 1. επαργυρώνω. 2. (μτφ.) δωρίζω αργυρένιο νόμισμα για καλή τύχη.

ασιγούριφτους, -η, -ου αυτός που δεν ησυχάζει, που κινείται συνέχεια, ανήσυχος.

ασκαλιά, η σκαλοπάτι: Αντρούτσους πάει κι έκατσι σι νια ασκαλιά στη βρύση [15α, 31].

ασκαντιρός, -ή, -ό σιχαμερός, άσχημος.

ασκασιά, η σιχασιά, σιχαμάρα, αηδία που νιώθει κάποιος για κάτι: ιμένα μι βαρυφόρτουσις την άσκημη γυναίκα, την άσκημη, τη γαλανή, την ασκασιά του κόσμου [15α, 99].

ασκέπαγου, του καλύβι ή μαντρί που είναι ανοιχτό από μπροστά.

ασκητήδις, οι ασκητές.

ασκιαίνουμι σιχαίνομαι, αηδιάζω.

ασκιέρι, του άτακτο σώμα στρατού.

ασκόλαστους, -η, -ου μισοτελειωμένος.

ασλάνι, του παλληκάρι.

άσμιγους, -η, -ου αντικοινωνικός, ακοινώνητος.

ασόιαστους, -η, -ου βλ. άσουγους.

άσουγους, -η, -ου άσχημος.

άσουτους, -η, -ου απεριόριστος, άφθονος, απέραντος.

ασπάλαθους, ου θάμνος με χοντρά αγκάθια.

άσπρα, τα τούρκικα νομίσματα.

ασπριδιρός, -ή, -ό άσπρος στην εμφάνιση, στο πρόσωπο.

ασπρόβουλου, του είδος από φυλαχτό.

ασπρόκουλους,ου είδος πουλιού με άσπρα πούπουλα στην ουρά.

ασπρόρουχα, τα άσπρα, χαρούμενα, γιορτινά ρούχα.

ασπρουκανούτα μαλλιά γκρίζα ανοιχτά.

ασπρουνόρα, -κου λάγια (μαύρη) προβατίνα που έχει άσπρη την άκρη από την ουρά της. Μαύρο αρσενικό πρόβατο που έχει άσπρη την άκρη από την ουρά του [26, 32].

ασπρουπάρια, τα είδος πουλιών.

ασπρουσυγνέφιασι ου ουρανός ο ουρανός είναι γεμάτος με άσπρα σύννεφα και σε λίγο θα βρέξει: ν- ασπρουσυγνιέφιασι ου ουρανός, τώρα ξιουρίζιτι ου γαμπρός.

ασπρουφουρού φοράω άσπρα ρούχα, ρούχα γιορτινά, ρούχα χαρούμενα: να πάει να πει της μάνα μου, της δόλιας αδιρφής μου, να μην αλλάξουν τη Λαμπρή, να μην ασπρουφουρέσουν [3α, 2065].

ασπρόχουμα, του αργιλώδες χώμα που το χρώμα του είναι προς το άσπρο.

ασπρόχρυσα ρούχα όμορφα, χαρούμενα [15α, 159].

ασταύρουτους, -η, -ου αυτός που μιλάει πολύ και χωρίς να σταματάει.

αστένια, η ασθένεια: ν-ανάθιμα την αρρουστιά κι την κακιάν αστένια, που μόλυψι τρία χουριά, τρία κιφαλουχώρια.

αστέρου, η φοράδα με άσπρο μπάλωμα στο πρόσωπο.

αστήθι, του μπροστινό μέρος από το κονάκι.

αστιράτου άλογο που έχει άσπρο μπάλωμα στο πρόσωπο.

αστουχάου 1.ξεχνάω, λησμονώ. 2.-ώμι λησμονιέμαι.

αστράγκ’στου τυρί δεν του έχουμε αφαιρέσει το υγρό, το τυρόγαλο.

αστραπόβουλους, ου κεραυνός, αστραπή που πέφτει.

αστραπουβουλάει αστράφτει και πέφτουν κεραυνοί.

αστραπουκαμένους, -η, -ου 1. αυτός που τον έκαψε ο κεραυνός. 2. (μτφ.) κακός, ανεπιθύμητος, παλιάνθρωπος [25β, 76].

αστρί, του αστέρι.

αστρίτ’ς, ου είδος φιδιού με στίγματα πάνω στο σώμα του με σχήμα σαν τα αστέρια: έγιν’ αστρίτης τ’ άλουγου, σαπίτης γίν’κι σέλα [21β, 33].

αστρουβουλή, η καλικάντζαρος [25α, 195].

αστρουπιλέκις, οι κεραυνοί.

αστρουφιγγιά, η ξαστεριά χωρίς φεγγάρι.

ασφάκα, η ο θάμνος φλομίς η θαμνώδης [2].

ασφακουκιέφαλου, του άνθος από την ασφάκα.

ασφάλαγγας, ου [25β, 76], βλ. σφάλαγγας.

άταλα, τα ισχνά ζώα, αδύνατα, κακορίζικα.

ατάλκα, τα, βλ. άταλα [20, 31].

ατάραγους, -η, -ου βαρύς κι ασήκωτος: ν-Ουμέρ Βρυώνης ν-έρχιτι μι δικουχτώ χιλιάδις, φέρνει κανόνια ατάραγα, μπουλούκια καβαλάρ’δις [21β, 58].

άτια, τα άλογα: δυο άτια σ’ έναν ταβλά δεν κάνουν [19, τόμος 1ος, 33].

ατλαζάκι, του αντρικό πόσι, (βλ. λ.) [12β, 164].

ατόφια ρόκα, η μονοκόμματη, μονόξυλη ρόκα [26, 364].

ατόφιους, -α, -ου αγνός, γνήσιος.

ατσίτγου, του, βλ. αμαλαϊά [26, 28].

άτχα, η χαμάρα, λιποψυχία.

αυλάκι, του αυλάκι γύρω από το κονάκι ή από την τέντα (τσιατούρα) για προστασία από τα νερά της βροχής.

αυλίτ’ς, ου αυτός που ανήκει στην υπηρεσία του βασιλιά [15α, 183].

αυνούς (αντων.) αυτούς:άφτ’ς αυνούς.

αυτήνη αυτή: ν-όσου ζυγώνου στου χουριό, τόσου καλά μόρχιτι για νια κουπέλα π’ αϊγαπού κι αυτήνη δεν του ξέρει [21β, 269].

αυτίνα (αντων.) αυτός, αυτός εκεί: δε στου’ πα, Κώστα μ’, νια βουλά, δε στου ’πα τρεις κι πέντι στου Μέγα Λόγγου μη διαβείς, καβούλι να μη βάλεις, θα σι βαρέσει ν-η συντρουφιά αυτίνα ν-ου Στριφτάρης.

αυτίνους αυτός, αυτός εκεί.

αυτοίν (αντων.) αυτοί: είνι καλός κόσμους αυτοίν οι κινούργιοι σμίχτις;

αυτότητα, η ταυτότητα.

αυτού (επίρρ.) εκεί: κάτσι αυτού που ’σι κι έρχουμι κι ’γω.

αυτούια (επίρρ.) εκεί ακριβώς.

αυτούνους (αντων.) [25α, 162], βλ. αυτίνους.

αφ’μένα, τα οικοσκευή που δεν μας είναι απολύτως αναγκαία και την αφήνω το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε φίλους μας.

αφ’σκιά, η ασχήμια.

αφαλέγκους, ου, βλ. αφαλέους.

αφαλέους, ου τυφλοπόντικας [25β, 77]

αφαλός λ’βαδιού, ου το μέρος εκείνο του λιβαδιού που είναι πλούσιο σε βοσκή και βρίσκεται μάλλον στο κέντρο του λιβαδιού.

αφαλουκόβου κόβω τον ομφάλιο λώρο.

άφανους, -η, -ου άφαντος.

αφαντιασμένους, -η, -ου φαντασμένος.

αφέντ’ς, ου κουνιάδος: ου αφέντ’ς μ’ ου Βρουπίδ’ς είνι μουλαΐμ’ς άνθρουπους.

αφηρημένους, -η, -ου (μτφ.) αυτός που έχει χάσει τα λογικά του.

αφηρούμι (μτφ.) χάνω τα λογικά μου: γέρασι ου μαύρους κι αφηρέθ’κι ντιπ!

αφιντάκους, ου ο μικρότερος απ’ τους κουνιάδους της νύφης.

αφίρι, του δροσερό.

αφόντας αφ’ ότου, από μια στιγμή και μετά [12α, 68].

αφόρμ’σι η πληγή ερεθίστηκε και επιδεινώθηκε η κατάστασή της.

αφούντζια (επίρρ.) τρόπος μεταφοράς κάποιου και κυρίως μικρού παιδιού (το σώμα του είναι πάνω στο σβέρκο μου, τα πόδια του κρέμονται μπροστά μου κι εγώ το πιάνω από τα χέρια του) [12β, 117].

αφουρμή, η κατηγορία, συκοφαντία: μου ρίξαν νια κακιά αφουρμή, πως φίλησα κουρίτσι [3α, 196].

άφουρου σαπούνι σαπούνι πολύ καλής ποιότητας ή και σαπούνι που δεν έχει χρησιμοποιηθεί: ποιος έχει ν-άσπρου βασιλικό κι άφουρου σαπούνι να πλύνει ν-ου νιος τα ρούχα του κι τα μιταξουτά του [21β, 32].

αφράτους, -η, -ου αυτός που έχει τη λευκότητα και την απαλότητα του αφρού.

αφριάζου αφρίζω.

άφριασμα, του η ενέργεια του αφριάζου.

αφρύδια, τα φρύδια.

αφρύς, ου ευρύχωρος, ανοιχτός τοπος.

αφτί ρόκας πλάτωμα της ρόκας.

αφύσ’κα μο’ρχιτι δε νιώθω καλά, αισθάνομαι κάποια αδιαθεσία.

αφύσ’κους, -η, -ου άσχημος, ασχημάνθρωπος.

αχάλαγου τυρί είδος από μαλακό τυρί (φέτα): δεν πρέπει αχάλαγου τυρί σι σκ’λίσιου τουμάρι [19, τόμος 1ος, 341].

αχαμνά, τα γεννητικά όργανα του άντρα [12β, 118].

αχαμναίνου αδυνατίζω [26, 28].

αχαμνή, η (μτφ.) το αρσενικό γεννητικό όργανο.

αχαμνό, του αρρώστια (άνθρακας) [17, 309].

αχαμνός, -ή, -ό 1. αδύνατος. 2. κακός: καράβι μπαρμπαρέζικου κατ’ τη Φραγκιά πααίνει, σέρνει καλούς, σέρνει αχαμνούς, σέρνει κι αλυσουμένους[3α, 27]. 3. –ά (επίρρ.) κακά, άσχημα. αχαμνά κάνου κάνω αταξίες, δεν κάθομαι ήσυχα. αχαμνά μο ’ρχιτι νιώθω αδύναμα, έχω μια ξελιγωμάρα και έχω ανάγκη από τροφή: βάλι λίγου ψουμί να φάμι, γιατί μο ’ρχιτι αχαμνά

αχαμνουσύνη, η αδυναμία.

αχαμνούτσ’κους, -ούλα, -ούτσ’κου λί­­γο αδύνατος.

αχανιάτ’κα, τα χρήματα που πληρώνει ο τσέλιγκας στα χάνια για τον ίδιο αλλά και για το μπινέκι του και στο τέλος τα βάνει στον κοινό λογαριασμό [7β, 126].

αχάου ηχώ

άχαρους, -η, -ου άκομψος.

αχμάκ’ς, ου κακορίζικος.

αχνίζου βγάζω αχνό, (βλ. λ.).

αχνός, ου 1. ατμός. 2. χλομός στην όψη άνθρωπος.

αχνουβουλάου 1. αχνίζω διαρκώς. 2. (μτφ.) μυρίζω άσχημα, βρομάω.

αχός, ου βουητό, αντίλαλος, ήχος [13, 11].

αχραδουτός, ου είδος τρουβά.

αχρόνιαγους, -η, -ου αχρόνιστος.

αψήλου (τ’) ψηλά, σε ύψος: να ’μουν πουλί να πέταγα να πήγινα τ’ αψήλου, ν’ αγνάντιβα τα Γιάννινα κι τη Θισσαλουνίκη [21β, 85].

αψηλός, -ή, -ό ψηλός: του κυπαρίσσι τα’ αψηλό που ‘νι στην Άιου-Μαύρα.

άψηφους, -η, -ου απονήρευτος, αθώος [25β, 78].

άψυουμα, του η ενέργεια του αψυώνου.

αψύς, ου ευέξαπτος, οξύθυμος.

αψυώνου θυμώνω, γίνομαι οξύθυμος [12β, 118].


β’ζαχτάρι, του αρνί ή κατσίκι που είναι μικρό και βυζαίνει ακόμα από τη μάνα του, βυζανιάρικο.

β’ζόπιασμα, του η ενέργεια του β’ζουπιάνου.

β’ζουπιάνου πιάνω τη θηλή από το μαστάρι της προβατίνας και βοηθάω το νεογέννητο αρνί να βυζάξει.

β’λάρι, του ύφασμα που προέρχεται από το υφασμένο διασίδι [4, έτος 7ο, 40].

β’νί, του βουνό.

βαβά, η [12α, 69], βλ. βάβου.

βάβου, η γιαγιά, γριά.

Βαγγιέλιου, του Ευαγγέλιο.

βαδέκλα, η περπατημένη γυναίκα, πρόστυχη, ανήθικη.

βαένι, του μεγάλο βαρέλι [27, 385].

βάζου 1. βουΐζω, κάνω μεγάλο θόρυβο: κι ακούου τα πεύκα που βουγκάν’ κι τις ουξιές που βάζουν. 2. φωνάζω δυνατά, σκούζω: την τραβάου στην καλύβα, σκούζει, βάζει σαν τη γίδα [3α, 196].

βαζούρα, η φασαρία, θόρυβος.

βαϊάφτ’κου, του σημάδι στο αφτί των προβάτων (κόβω στη ρίζα το αφτί στο μπροστινό μέρος και το αφτί γέρνει προς τα κάτω) [17, 168].

βαΐζου 1. γέρνω προς τη μια μεριά: βάισι τ’ άλουγου κι θα τα γκριμίσει. 2. λυγίζω [12α, 69]. βαϊσμένους, -η, -ου (μτφ.) του έφυγε το μυαλό.

βάισμα, του η ενέργεια του βαΐζου.

βάκρα, -ου προβατίνα με μαύρο μούτρο και μαύρα πόδια. Αρσενικό πρόβατο με μαύρο μούτρο και μαύρα πόδια [26, 32].

βακρουκάλλισια, η προβατίνα που έχει περισσότερα από την κάλλεσια και λιγότερα από τη βάκρα μαύρα στίγματα στο πρόσωπο, στα αφτιά και στα πόδια [23α, τ. 3., 34].

βαλαντουτό σύγνιφου «θυμωμένο» σύννεφο, σύννεφο που θα φέρει μεγάλη κακοκαιρία: τρία σύγνιφα βαλαντουτά, τα τρία βαλαντουμένα. Το ’να ρίχνει ψιλή βρουχή, τ’ άλλου βαρύ χαλάζι [15α, 163].

βαλαντώνου κακοκαρδίζω, στενοχωρώ κάποιον.

βαλέρα, η [15α, 209], βλ. βαρέλα.

βαλμαραίοι, οι, βλ. βαλμάς.

βαλμαριό, του αλογομούλαρα της στάνης [26, 25].

βαλμάς, ου 1. αύτός που βοσκάει τα αλογομούλαρα [26, 25]. 2. (μτφ.) αθώος, αυτός που δεν είναι και πολύ έξυπνος, «χοντροκομμένος» [17, 153]:όχι γαμπρό μαναχά δεν τουν κάνου, αλλά ούδι ’ια βαλμά τουν παίρου.

βαλμοί, οι (πιθ.) θόρυβοι, κρότοι, γδούποι: ν-ιψές που πιρνουδιάβινα ν-απού του ξηρουλάκι κι άικουσα βρόντους κι βαλμούς κι ταραχή μιγάλη.

βαλμούσα, η (πιθ.) γυναίκα του βαλμά ή γυναίκα που είναι άξια να φυλάει μόνον τα άλογα, ανάξια γυναίκα: γίν’καν ν-οι μπάντρις ν’κουκυρές κι οι ν’κουκυρές βαλμούσις.

βαλτουνιέρια, τα νερά από τους βάλτους.

βάνου μιτάνοια κάνω μετάνοια μπροστά σε εικόνα: κι του σταυρό τους κάνουν, απού μίνια μιτάνοια βάνουν [21β, 264].

βάνου στα πουδάρια καταδιώκω [27, 385]: πήγαν του βράδυ να κλέψουν, τ’ς κατάλαβαν τα σκ’λιά κι τ’ς έβαλαν στα πουδάρια.

βάντα, η 1. νήμα μαζεμένο σε κύκλους, μπούκλα, κούκλα με νήμα, τσικλί. 2. κλαδάκι από δέντρο. 3. σταφύλι.

βαντακαλιά, η, βλ.βάντα.

βαντιέρα, η δίσκος για κέρασμα.

βαραίνει η γνώμη (μτφ.) σκέπτομαι με λογική, με σωφροσύνη.

βαρβαρίτσα, η κρεατοελιά [17, 309].

βαρβαριτσουχόρτι, του βότανο με το οποίο γιατρεύω τη βαρβαρίτσα.

βαρβάτου, του αρσενικό ζώο που είναι ικανό για αναπαραγωγή.

βαργουμάου δυσφορώ, παραπονούμαι, το φέρω βαρέως [12β, 118].

βάρδα (επίρρ.), βλ. ντόλι.

βάρδια [1, 125], βλ. ντόλι.

βαρεί ου νους πηγαίνει ο νους σε κάτι, σκέφτομαι κάτι.

βαρέλα, η μικρό ξύλινο βαρελάκι με το οποίο μεταφέρουν οι γυναίκες το νερό φορτωμένες στην πλάτη [13, 120].

βαριακούου ακούω άλλο αντί άλλου, δεν ακούω καλά: πέρδικα βαριάικουσι, μπήκι μέσα κι άλλαξι, στου χουρό κατέβηκι [19, τόμος 1ος, 363].

βαριανταριασμένις ράχις βουνοκορφές που σκεπάζονται από πυκνές ομίχλες: πέρα σι κείνου τουϊ βουνό του βαριανταριασμένου, πο ’χει ανταρούλα στην κουρφή κι καταχνιά στουν κάμπου [15α, 40].

βαριαστινάζου αναστενάζω με καημό, με πόνο.

βαριλουκρέβατου, του θέση στην οποία αποθέτω τη βαρέλα, (βλ. λ.). [26, 262].

βαριλουτριχιά, η τριχιά με την οποία φορτώνονται οι γυναίκες τη βαρέλα, (βλ. λ.).

βάριμα, του χτύπημα, πληγή, τραύμα.

βαριόμοιρους, -η, -ου αυτός που έχει κακή μοίρα, κακότυχος.

βαριουκοιμάμι κοιμάμαι με βαρύ ύπνο: για σήκου απάνου λυγιρή κι μι βαριουκοιμάσι.

βαριουκούδ’να, τα μεγάλα σε βάρος κουδούνια [26, 119].

βαριουσκανιάζου καταστενοχωρώ: στη βρύση θε να κατιβού κάτου στην Αϊα-Μαύρα, θε νά ’βρου την αϊγάπη μου, να τη βαριουσκανιάσου [3α, 25].

βαριουσκάνιασμα, του η ενέργεια του βαρισκανιάζου.

βάρισι λύκους λύκος πλησίασε στο κοπάδι, τα σκυλιά τον έχουν επισημάνει και το κοπάδι κινδυνεύει.

βάρισι ου τόπους (μτφ.) έβγαλε χορτάρι.

βαριτάδις, οι αυτοί που κεντάνε (ερεθίζουν) τις προβατίνες να περάσουν στη στρούγκα για άρμεγμα.

βαριτάρους, ου [4, έτος 13ο, 27], βλ. βαριτάδις.

βαρκαδόρους, ου βαρκάρης.

βαρκιέστηκα βαρέθηκα: βαρκιέστηκα, μπιζέρισα στα έρημα τα ξένα [21β, 30].

βαρκό, του μέρος που είναι επίπεδο και κρατάει νερά και βαλτώνει [26, 36].

βαρκώνου πηγαίνω το κοπάδι στο βαρκό (βλ. λ.) για βοσκή.

βαρού 1. χτυπώ. 2. σκοτώνω: μαύρα χαμπέρια ν-ήφιρα, πικρά φαρμακουμένα, τουν Παύλου τουν βαρέσανι [3α, 33]. 3. ληστεύω: οι Ριτζαίοι βάρισαν ’ν τράπιζα σ’ν Πέτρα. 4. (μτφ.) στενοχωρώ: -τι έχεις, Δημάκη μ’, κι βουγκάς κι βαριαναστινάζεις; Μήιδα του χώμα σι βαρεί, μήιδα ν-η άσπρη πλάκα ; [ 3α, 178]. βαρού τα πρότα κεντάω τις προβατίνες να περάσουν στη στρούγκα, για να τις αρμέξουν οι αρμεχτάδες. βαρού τζαμάραπαίζω τζαμάρα: βάρηγι, Γιάννου μ’, βάρηγι, βάρηγι τη τζαμάρα κι αν μ’ απουστάσεις στου χουρό, γυναίκα να μι πάρεις [21β, 46]. βαρού του γάλατο αποβουτυρώνω.

βαρυξουμπλιασμένους, -η, -ου: πολυστολισμένος: μο ’πισι του μαντίλι μου, του βαρυξουμπλιασμένου [3α, 101].

βαρυπληρώνου ακριβοπληρώνω: αν είνι απού τους δούλους μου να τουν βαρυπληρώσου κι αν είν’ απού τους σκλάβους μου να τουν ξιλιφτιρώσου [18, 196];

βαρυχ’μουνιά, η χειμώνας με πολλή κακοκαιρία, δύσκολος χειμώνας.

βασ’λεύου την Πρωτοχρονιά προβαίνω σε κάποια ενέργεια, για να μου πάει καλά όλο τον χρόνο η αντίστοιχη ένέργεια. Π.χ. ρίχνω ντουφεκιές, για να μου πάει το ντουφέκι μου όλο τον χρόνο καλά [20, 49].

βασ’λόξιγκου, του ξίγκι στην κοιλιά του γουρουνιού· το χρησιμοποιώ ως θεραπευτικό μέσο.

βασ’λόσπ’του, του παλάτι.

βασιλ’κά, τα, βλ. λιμπά.

βασίλειου, του κράτος με βασιλικό πολίτευμα: πουλλά χρόνια του κέρδισις κλέφτης στα δυο βασίλεια [21β, 198].

βασιλίνα, η βασίλισσα: να πω στο Γιώργο βασιλιά, να πω της βασιλίνας [21β, 91].

βασιλόκ’λουρα, η βασιλόπιτα.

βασιλόψουμου, του βασιλόπιτα.

βασκαντηρούλις, οι υλικά που χρησιμοποιώ στα ξόρκια (κοχύλια, χάντρες, σταυρός, κτλ.).

βασταηρός, -ή, -ό αυτός που κρατιέται καλά από υγεία και είναι μεγάλος σε ηλικία: βασταηρός ου μπαρμπα-Γιώργους, κι ας είνι ουγδουντάρ’ς.

βαστάκι, του θηλειά από το κουδούνι [26, 123].

βαστακότρυπα, η τρύπα στο στεφάνι του κουδουνιού μέσα από την οποία περνάει το βαστάκι, (βλ. λ.) [26, 135].

βαστάου 1. κρατώ. 2. νηστεύω.

βαστιώμι 1. κρατιέμαι. 2. (μτφ.) έχω οικονομική ευχέρεια: έχει πουλύ βιο κι βαστιώτι καλά. 3. (μτφ.) (για γέροντες) βρίσκομαι σε καλή κατάσταση από πλευράς υγείας): βαστιώτι καλά η κακου-Ρίνα.

βαστούμινους, -η, -ου (μτφ.) πλούσιος.

βαταλαλού λέγω αερολογίες, λέγω κουβέντες χωρίς ουσία.

βατεύου (για ζώα) έρχομαι σε σεξουαλική επαφή [12α, 69].

βάτιμα, του [12α, 69] ενέργεια του βατεύου.

βάτρα, η μέρος που ανάβω τη φωτιά μέσα στο κονάκι ή τόπος που ανάβω φωτιά για να κάνω φαγητό [12α, 69], γωνιά.

βατσ’νιές, οι βάτα, βάτοι.

βαύου [12α, 69], βλ. βάβου.

βαφόρρ’ζα, η το φυτό αλκάννα η κοκκινοβαφής, ανχούσα. Με τη ρίζα από το φυτό βάφω τα μάλλινα [2].

βγαλσιμουχόρταρου, του φαρμακευτικό φυτό, μολόχα. Το χρησιμοποιώ για να σπάζω διάφορα σπυριά και να βγάζω το πύον [15β, 243].

βέλασμα, του 1. φωνή προβάτου ή γιδιού. 2 άνθρωπος που δεν έχει καμιά σοβαρότητα και λέει ανοησίες: αυτός είνι βέλασμα, τι τουν λουγαριάζεις[12α, 69].

βέρα, η δαχτυλίδι των νεόνυμφων.

βέργα, η 1. βελόνα για να πλέκω. 2. άξονας από το πίσω αντί [27, 371],

βέργισμα, του διαδικασία που ακολουθούν οι γυναίκες για να καθαρίσουν το τραγόμαλλο από τις σκόνες (χτύπημα με τριχιές) [22, 105].

βζούλα περηφάνια, λεβεντιά.

βήκι του σόι (μτφ.) χάθηκε η συγγένεια: του σόι είνι μέχρι τα τρίτα ξαδέρφια· κουντά βγαίνει.

βια (με) με βιασύνη.

βιάζου πιέζω κάποιον να κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του: πιδιά μου, μη μι βιάζιτι, θα σας του μουλουήσου [3α, 41].

βίγλα, η 1. καραούλι, σκοπιά: ν-ιγώ για κόρην έμουρφη, ν-ιγώ για μαύρα μάτια, ν-ιγώ για την αϊγάπη μου τρεις βίγλις θαλά βάλου [21β, 241]. 2. ένα ειδικό καλαμάκι για να πίνω νερό [26, 107].

βιγλίζου παρατηρώ από τη βίγλα, παραφυλάω, ξεχωρίζω από μακριά, διακρίνω, ερευνώ με το βλέμμα: ν-απόψι είιδα στουν ύπνου μου, στου υπνουείνουρό μου, είιδα δυο ’λάφια πο’ βουσκαν σ’ ιένα παλιουκαψάλι κι ου κυνηγός τα βίγλιζι ν-απού του καραούλι [4, έτος 22ο , 17].

βιδούρα, η είδος ξύλινου δοχείου που το έχω για πολλαπλή χρήση (παρασκευή γιαουρτιού, αποθήκευση γαλακτοκομικών προϊόντων, κ.ά.): τ’ αρμέξανι τα πρόβατα σι νια παλιουκαρδάρα, του πήξανι κι του τυρί σι νια παλιουβιδούρα [26, 22].

βίζ’τα, η επίσκεψη σε συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο [27, 386].

βιζές, ου είδος από τυρί.

βιζίλια, τα μεγάλες ομάδες από στρατιώτες [15α, 104].

βιζινές, ου ζυγαριά απόλυτης ακρίβειας με την οποία ζυγίζω πολύτιμους λίθους: κουντός είν’ κι ου βασιλικός τη μυρουδιά την έχει. Πουλιώτι μι του βιζινέ ιένα κλουνί του δράμι.

βιλαέτι, του τούρκικη διοικητική περιφέρεια: θέλου να τα καταραστού τα τρία βιλαϊέτια, την Πόλη κι τη Βουργαριά κι τη Βλαχιά τα τρία [3α, 168].

βιλάνι, του βελανίδι (καρπός βελανιδιάς).

βιλασμένου (βλ.) βέλασμα.

βιλαώρα, η ορεινό λιβάδι, ακαλλιέργητο μέρος μόνο για βοσκή [17, 327].

βιλέντζα, η βελέντζα.

βιλιντζάκι, του μικρό τσιολάκι που το ρίχνω στις πλάτες μου, για να με προστατεύει από τη βροχή [4, έτος 14ο, 28].

βιλίτα, η τυρόψωμο ψημένο στη χόβολη, (βλ. λ.) [4, έτος 18ο, 12].

βιλούχι, του πηγή με άφθονο νερό [22, 156].

βιο, του ζωντανή περιουσία ενός κτηνοτρόφου (πρόβατα, γίδια, άλογα): θα του χάσουμι του βιο φέτου.

βιουλιά, τα μουσικές παρέες στα πανηγύρια.

βίραγκας, ου βαθύ κοίλωμα (γούρνα) γεμάτο νερό μέσα στο ποτάμι [20, 306].

βιργιάνοι, οι (πιθ.) χαμόκλαδα: κάτου στου Σερριών τουν κάμπου κι στης Λιβαδιάς τουν ίσκιου, που ’ταν τσάλια κι βιργιάνοι.

βιργινάδα, η 1. φοράδα ασαμάρωτη. 2. (μτφ.) όμορφη κοπέλα: μην είιδιταν βαρκούλις μου, χρυσές μου βιργινάδις, μην είιδιταν τουν άντρα μου, τουν αϊγαπητικό μου [21β, 244].

βιργουκαλαμίζουμι, βλ. βιργουλυγάου: να ιδού ψηλές, να ιδού λιγνές, να ιδού την κόρη απ’αϊγαπού, πώς σειότι, πώς λυγίζιτι, πώς βιργουκαλαμίζιτι[15α, 198].

βιργουκαμαρουμένους, -η, -ου αυτός που έχει λεπτό, ψηλό σώμα και όμορφο παρουσιαστικό: ν-ούηδι η μισούλα μι πουνεί ν-ούηδι καμάρι το ’χου. Μόν’ το ’χει του λιγνό μ’ κουρμί, βιργουκαμαρουμένου [21, 323].

βιργουλουγάου κόβω τις άχρηστες βέργες από το κλήμα: βάλι γριές μισόκουπις να μι βιργουλουγήσουν. Βάλι κουρίτσια ν-ανύπαντρα να μι κουρφουλουγήσουν.

βιργουλυγάου 1. λυγίζω σαν τη βέργα: απ’ την Πόλη κατιβαίνου κι σι πιριβόλι μπαίνου. Βρίσκου νια μηλιά στη μέση που βιργουλυγάει να πέσει [3α, 85] 2. (μτφ.) κάνω όμορφες κινήσεις στο περπάτημα ή στο χορό.

βιρέμ’κου, του λειψό, ελαττωματικό.

βιρέμ’ς, ου αρρωστιάρης, καχεκτικός: Ο Χίμος, ο βερέμης έκοψε ένα κλαρί που το φύσαε τ’ αέρι και γκρίνιαζε με την καρδάρα, και το πέταξε [16, 56].

βιριμιάρ’ς, ου, βλ. βιρέμ’ς: κοιμάτι του γαρίφαλου κουντά στου βιριμιάρη. Ν-Ου βιριμιάρης πλάιασι κι η κόρη ν-αναστινάζει [23α, τ. 3, 55].

βιτ’λόγρικου, του γρέκι (βλ. λέξη) για τα βετούλια.

βιτ’λουγινν’μένη, η βετούλα που γέννησε [27, 349].

βιτ’λουκάτσ’κου, του κατσίκι που γεννήθηκε από βετούλα, (βλ. λ.) [27, 349]

βιτλιάρ’ς, ου τσομπάνος που βόσκει τα βιτούλια, (βλ. λ.) [26, 27].

βιτούλα, η θηλυκό χρονιάρικο κατσίκι [17, 283].

βιτούλι, του χρονιάρικο κατσίκι.

βιτσουνόρα, -’κου προβατίνα με λεπτή ουρά, με ουρά σαν τη βέργα, σαν τη βίτσα. Αρσενικό πρόβατο με λεπτή ουρά.

βλάβει (δεν) δεν βλάπτει.

βλαγκά, τα ρούσα πρόβατα.

βλαγκάρι, του μπρούτζινο καμπανέλι (κυπρί) που βγάζει βραχνό ήχο [26, 118].

βλαγκάρια, τα κυπριά που έχουν μολυβένιο γλωσσίδι και βγάζουν βραχνό ήχο.

βλαγκίζου βγάζω βραχνό ήχο [26, 124].

βλαγκόκυπρους, ου κύπρος που βγάζει βραχνό, κουφό ήχο.

βλαγκός, ου βραχνός.

βλάμ’ς, ου, βλ. μπράτ’μους.

βλάμ’σσα, η αδερφοποιτή.

βλασάτη, -ου μακρυμάλλα προβατίνα, αρσενικό μακρυμάλλικο πρόβατο.

βλάχ’κου, του τρόπος ζωής των Σαρακατσιαναίων, νομαδική ζωή: όταν ήρθαν στην Καρδίτσα, ένας Κολοβός κατοίκεψε στο χωριό, δηλαδή έγινε χωριάτης κι ο άλλος συνέχισε το βλάχικο [20, 217].

βλάχ’κους, -η, -ου σαρακατσιάνικος [22, 38].

βλάχ’σσις, οι Σαρακατσιάνες.

βλαχνιά, η Σαρακατσιαναίοι.

βλαχο- ή βλαχου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό ανήκει στο πρώτο: βλαχόπρατα, βλαχόστρατις, βλαχουστάνις, βλαχουκόπαδα, βλαχουμάντρι, βλαχουμπάτζια, βλαχουπαίδια, βλαχουπρόβατα, βλαχουτήγανου, βλαχόσκυλα, βλαχουσκάφιδου.

βλαχουδάσκαλοι, οι δάσκαλοι, μη Σαρακατσιαναίοι, που μαθαίνουν το καλοκαίρι στις σαρακατσιάνικες στάνες τα παιδιά γράμματα [4, έτος 16ο, 10].

βλαχουκαμπίσιοι, οι Σαρακατσιαναίοι που μένουν μόνιμα στα χειμαδιά, αλλά δεν έχουν χάσει τη σειρά τους ως Σαρακατσιαναίοι [20, 355].

βλαχούλ’δις, οι Σαρακατσιαναίοι που έχουν μικρά κοπάδια ή έχουν πολλά γίδια αντί για πρόβατα [26, 24].

βλαχούλα, η μικρή Σαρακατσιάνα: μικρή βλαχούλα ν-έπλυνι στη βρύση στα πλατάνια [21β, 221].

βλάχους, ου [25β, 81] Σαρακατσιάνος: βάστα, καημένι Έλυμπι, κι ’σεις καημένα Χάσια, βάστα τους βλάχους πο ’ρχουντι, τους Σαρακατσιαναίους[3α, 74].

βλαχουσειρά, η (πιθ.) σαρακατσιάνικη σειρά, σαρακατσιάνικη καταγωγή [20, 353].

βλιόρα, η σάρα και μάρα, συρφετός: μαζώχ’κι ούλη η βλιόρα.

βλόιρους, ου, βλ. βλουϊρό [22, 49].

βλουγάει κλαρί (μτφ.) ευδοκιμεί κλαρί: ν-αυτού κλαράκι δε βλουγάει, ν-ούηδι χλουρό χουρτάρι. Αυτού φυτρώνει νια μηλιά [21β, 253].

βλουγάου ευλογώ: Χριστός βλουγάει του κρασί, Χριστός κι του τραπέζι κι η Παναϊά ν-η Δέσποινα βλουγάει του νοικουκύρη [23, τ. 3., 21].

βλουημένους, -η, -ου ευλογημένος.

βλουϊά, η ευλογιά (αρρώστια): να ’χιτι χάρη ν-απ’ τη βλουϊά κι απ’ την κακιά ν-αρρώστια, που μ’ έκανι ν-ανήμπουρου, να κείτουμι στου στρώμα[21β, 127].

βλουϊάρ’ς, ου αυτός που πάσχει από ευλογιά.

βλουϊρό, του, βλ. σφράιστρου [26, 379].

βόμπιρας, ου 1. ανήσυχο κι έξυπνο παιδί. 2. παλιόπαιδο, ζημιάρικο, αυτό που τα ανακατώνει όλα. 3. παλιάνθρωπος: τι μο’καμις, μουρέ βόμπιρα!4.μικρόσωμο άτομο 5. –δις πληθυντικός αριθμός του βόμπιρας.

βόρσμα, του φύσημα που κάνει ο δυνατός και κρύος αέρας που έρχεται από το βοριά και συνοδεύεται συνήθως από χιόνι [12β, 120].

βουβαλουγιέλαδα, τα θηλυκά βουβάλια: σφάζουντι χίλια πρόβατα κι πιντακόσια γίδια κι τα βουβαλουγιέλαδα με δυο, μι τρεις χιλιάδις [3α, 142].

βουδώνου προφταίνω.

βούζα, η κοιλιά.

βούζια, τα ξερά φυτά (πόες), κυρίως σπερδούκλια ή μπότσκες (βλ. λ.), με τα οποία στρώνω τα μαντριά [12α, 70].

βουζιασμένους, -η, -ου αυτός που έχει σπυριά στα χείλη του.

βουζουκ’λιάρ’κα, τα ζώα με πρησμένη κοιλιά, με μεγάλη κοιλιά.

βουζουκρανιά, η είδος κρανιάς.

βούζουμα, του η ενέργεια του βουζώνου.

βουζώνου θυμώνω, μένω αμίλητος στη γωνιά: πάλι εγώ στο παράπονο, βούζωνα, έσκαγα από το κακό μου [20, 44].

βούκουλας, ου γελαδάρης: δεν ήταν άντρις στου χουριό, δεν ήταν παλληκάρια, κι αϊγάπησις του βούκουλα, τουν παλιουγιλαδάρη [15α, 64].

βούλα, η 1. σφραγίδα και σήμα που αποτυπώνεται από αυτήν. 2. λακκίσκος στα μάγουλα. 3. στίγμα. βούλα κακιά είδος κατάρας.

βουλά, η μια φορά: νια βουλά κι έναν κιρό …

Βουλγαρ’νοί βλάχοι, οι Σαρακατσιαναίοι της Βουλγαρίας: σαν του κακό που πάθανι οι Βουλγαρ’νοί ν-οι βλάχοι, πινήντα ουχτώ την άνοιξη ν-οι κούκοι δε λαλούνι [21β, 94].

Βουλγάρα, η 1. Βουλγάρα. 2. όμορφη γυναίκα, λεβεντογυναίκα: χήρα Βουλ­­γάρα κάθουνταν σι φράγκικα σαράια κι αγνάντιβι τ’ς αϊουκκλησιές κι τ’ άιου μαναστήρι. 3.διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [15β, 309].

βουλγαρουκόπαδα, τα κοπάδια των Βουλγάρων.

βουλέθηκα 1. σχεδίασα. 2. αποφάσισα: πουλλές βουλές βουλέθηκα, Μαριγώ μ’, γραμμένα σ’ μάτια, στου σπιτάκι σου να έρθου [7α, 10].

βουλή, η θέληση: ν-ήταν ν-η μέρα βρουχιρή κι η νύχτα χιουνισμένη, όντας σι βάλαν στη βουλή ν-η φάρα οι Μπασδαναίοι [21β, 42].

βούλι, του γλύκισμα που βάζω στο στόμα του μωρού, για να ξεγελιέται και να ηρεμεί (αντί για πιπίλα) [22, 145].

βούλια, η βάλτος, βαρκό.

βουλιασμένους, -η, -ου (μτφ.) τη λέξη αυτή χρησιμοποιούν οι γυναίκες και δηλώνει μάλλον τον κακό, τον ανάποδο, τον άτυχο, το ρημάδι ή την αποστροφή για ένα πράγμα, π.χ. βουλιασμένα β’νά.

βουλιαστής, ου: μπισκουτούλις, τσικουλάτις, άλλις να κριάμουντι απού δω κι άλλις απού κει κι να μη σ’ λέει ιάνας βουλιαστής πάρι ικειόια να βάλ’ς στου στόμα σ’ να σο ’ρθει καλά [4, έτος 9ο, 26], βλ. βουλιασμένους.

βούλιμα, του βούλευμα, γνωμοδότηση.

βουλιόμι θέλω, επιθυμώ, σχεδιάζω: ν-άσπρου μαντίλι, ρούσα μ’, που φουρείς, κι μι του ταρινάνι, βουλιόσι να του βάψεις [3α, 108].

βουλοί χαλάζι χαλάζι σα βόλια: στους κάμπους πέφτουνι βρουχές κι σταϊ βουνά τα χιόνια, στης Σαμαρίνας τοϊ βουνί τρία βουλοί χαλάζι [15α, 77].

βουλουδέρου τριγυρίζω σε ένα μέρος, γυροφέρνω αναζητώντας να βρω κάτι που έχασα.

βουλουκιέρι, του σφραγιδοκηρός.

βούλουμα, του πώμα.

βούλουμι προτίθεμαι, έχω σκοπό: τώρα κι ου ξιένους βούλιτι στον τόπου του να πάει.

βουλουτή, η στρωσίδι, βελέντζα.

βουλύμι, του μολύβι: βαρύς ν-ήταν κι ου πόλιμους ν-ιννιά δραμιών βουλύμι, μου πήρι τις πλατούλις μου κι πέσανι κουμμάτια [21β, 177].

βουλώνει ου διάουλος σφραγίζει: όχι τα γίδια, ’ιατί τα γίδια τάχει ου σατανάς «βουλουμένα» στα γόνατα [17, 294].

βουλώνου 1. βάζω πώμα σε κάτι, ταπώνω [27, 387]. 2. φράσσω. βουλώνου τα πρότα τα σταματάω σε ένα σημείο. βουλώνου του στόμα (μτφ.)εξαγοράζω τη σιωπή κάποιου.

βουμπίρ’κου, του, βλ. βόμπιρας.

βουμπιριασμένου βλ. βόμπιρας.

βουνιά, η κοπριά από ζώα και κυρίως αγελαδοκοπριά.

βούρβουλα, τα καρπός της βουρβουλιάς.

βουρβουλιά, η θάμνος.

Βουργαριά, η Βουλγαρία: της Πόλης τα κρασόιπουλια φουτιά να τα ’ χει κάψει, της Βουργαριάς τα πρόβατα κλαπάτσα να τα πιάσει κι της Βλαχιάς τις έμουρφις χουλέρα να τις μάσει [3α, 168].

βουργαρουκουρεύου δεν κουρεύω το ζώο γουλί αλλά ζωνάρια ζωνάρια [20, 127].

βουρδούλα, η αρρώστια των προβάτων (υδροκεφαλία) [27, 357].

βουρδουλιάζου βγάζω στο σώμα μου εξανθήματα [25β, 82].

βουρδούλιασμα, του η ενέργεια του βουρδουλιάζου.

βούρλα, η αρρώστια των ζώων, τρέλα (κύστη με υγρό μέσα στο κεφάλι του ζώου) [12α, 71].

βουρλαίνουμι ( για ζώα) αρρωσταίνω από βούρλα, (βλ. λ.).

βουρλαμάρα, η, βλ. τρέλα.

βουρλή, -ό προβατίνα που πάσχει από βούρλα, πρόβατο που πάσχει από βούρλα, (βλ. λ.).

βουρλιά, η ρίζα από βούρλο.

βούρλου, του υδροχαρές φυτό.

βούρτσα, η ψηλό ξύλινο καδί μέσα στο οποίο αποβουτυρώνω την «κουρφή», (βλ. λ.) [26, 111].

βουρτσόξ’λου, του ειδικό ξύλο με το οποίο χτυπάω το γάλα στη βούρτσα και το αποβουτυρώνω.

βουσκάου βόσκω. βουσκάου ασκότουτα βόσκω το κοπάδι με μεράκι, είμαι μάστορας τσομπάνος στο βόσκημα των προβάτων: ο μπαρμπα- Κωσταντής ήξερε να λαρώνει τα πρόβατα στη βοσκή, να τα οχτιάζει, και προπαντός το πώς να τα βοσκάει ασκότωτα, όπως έλεγαν [4, έτος 13ο, 27].

βουστ’νόπ’τα, η πίτα που γίνεται με βουστίνα, (βλ. λ.).

βουστίνα, η γαλακτοκομικό προϊόν. Βράζω το ξινόγαλο και βγαίνει η βουστίνα (κλωτσοτύρι ή ξινοτύρι) [22, 99].

βουτυρόκαδα, η καδί στο οποίο βάζω το βούτυρο [26, 111].

βραδιάζου 1. φτάνω το βράδι. 2.-ουμι νυχτώνω, διανυχτερεύω: σταφύλι μου κρουστάλλινου κι κρουσταλλιένια βρύση, πού μένεις πού βραδιάζισι, πού νιχτουξημιρώνεις; βραδιάζου τα πρότα τα βόσκω μέχρι να βραδιάσει κι ακόμα περισσότερο.

Βραζιλιάνοι, οι Σαρακατσιαναίοι που έφυγαν κυνηγημένοι από τη Σερβία. Επιτροπή για αποκατάσταση προσφύγων τους έστειλε στη Βραζιλία!!! Οι βουνίσιοι Σαρακατσιαναίοι δεν άντεξαν και επέστρεψαν. Το κράτος τούς αποκατάστησε, τελικά, σε χωριά του νομού Σερρών.

βρακανήθρα, η χορταρικό.

βρακάτη, η προβατίνα που έχει μαλλιά και κάτω από τη θηλειά του ποδαριού.

βρακί, του (μτφ.) λίπος που συγκεντρώνουν τα αρνιά κοντά στην ουρά [20, 45]: έχουν βρακί τ’ αρνιά τ’ Κουστούλα.

βρακουζώνα, η η βρακοζώνα.

βρακουθλ’ιά, η η βρακοθηλειά.

βρακουμένου, του (μτφ.) το ζώο που έχει βρακί, (βλ. λ.).

βρακώνουμι φοράω εσώρουχο: βρακώθ’κα κι μ’ είιδι ου Θιός.

βραστήρα, η ένα σκοινί που πιάνεται στην κατσιούλα από το κονάκι και μία κλιτσούλα δεμένη σε αυτό. Από την κλιτσούλα αυτή κρέμεται το κακκάβι και βράζει στη φωτιά.

βραστόγαλου, του γάλα που κρατάνε οι τσομπαναραίοι για φαγητό. Το υπόλοιπο το πήζουν τυρί.

βριζάλα, η άχυρο από βρίζα [26, 161].

βριτίκια, τα εύρετρα [23α, τ. 4ο, 23].

βριτός, -ή, -ό έχει βρεθεί: μάλιστα το ονομάζει «Γιάννη Βρεττό».Το «Βρετ­τός» γιατί βρέθηκε [4, έτος 24ο , 20].

βριχτάρια, τα βραστά φασόλια [26, 360].

βρόντα, η κουδούνι.

βρόντους, ου κουδούνι: σπάνια στις αρ­νάδες έβαναν κάτι βρόντου [20, 149].

βρουκόλακας, ου 1. στοιχειό, βρικόλακας [27, 387]. 2. (μτφ.)ανάποδος, κακός, παλιάνθρωπος: πέρασι ικειός ου βρουκόλακας ου Κίτσιους κι σκιάχ’κι τ’ άλουγου.

βρουκουλακιάζου (μτφ.) ζω πολλά χρόνια: βρουκουλάκιασι η Χρίστινα, ’ν αστόχ’σι ου χάρους.

βρουκουλιασμένου βλ. βρουκόλακας.

βρουμουκλάρι, του το φαρμακευτικό φυτό ανάργυρος ο δυσώδης, θάμνος που αναδίνει μια άσχημη μυρωδιά. Το χρησιμοποιώ για να επουλώνω τις πληγές από τσίμπημα σκορπιού [2].

βρουντάει ου τόπους τα πρότα τα πρόβατα αρρωσταίνουν, όταν τρώνε κάποιο φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες (π.χ. σκιλλοκρέμμυδο).

βρουνταλίδια, τα μικρά κουδουνάκια.

βρουντάρα, η παιδικό παιχνίδι που, όταν σπρώχνουμε το έμβολό του, βγάζει δυνατό κρότο.

βρουνταριά, η βροντή.

βρουντή, η κεραυνός.

βρουντότριχα, η 1.ασθένεια των ζώων (παρασιτική βρογχίτιδα) [27, 357]. 2. (μτφ.) άχρηστο, ενοχλητικό.

βρουχάδις, οι βροχές.

βρουχιάζου 1. παγιδεύω με βρόχια (βλ. λ.) [21β, 230]. 2. (μτφ.) στήνω ερωτική παγίδα. 3. - ουμι πιάνομαι στα βρόχια.

βρόχια, τα παγίδες για πουλιά.

βτίνα, η, βλ. φτίνα.


γ’δαμπουριά, η πόρτα (είσοδος) από το γιδομάντρι [26, 61].

γ’δάρ’κου κριάρι, του κριάρι που, όταν ήταν αρνί, είχε πιει γάλα από γίδα [26, 68].

γ’δάρ’ς, ου τσομπάνος που βόσκει τα γίδια.

γ’δαραίοι, οι, βλ. γ’δάρ’ς

γ’δο- ή γ’δου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό έχει άμεση σχέση με το πρώτο και ανήκει σ’ αυτό: γ’δό­κλιτσα, γ’δόστρουγκα, γ’δου­κόπαδου, γ’δόσταλους, γ’δουλί­βα­δου γ’δουτσιόκανου, γ’δουστιέ­φανου, γ’δόστρατα, γ’δόκουρους, γ’δουμάντρι, γ’δόγαλου, γ’δουκόπι, γ’δουτόμαρου, γ’δουμαμές (καλός γι­δοβοσκός), γ’δουκακαράντσα (γί­δινη κοπριά), γ’δότουπους.

γ’δόπρατα, τα γιδοπρόβατα.

γ’δουκουρεύτρα, η χοντρό παλούκι με διχάλα που το χρησιμοποιούμε για να κουρεύουμε τα γίδια [26, 100].

γ’δουμαμέδις, οι Σαρακατσιαναίοι. που έχουν μόνον γίδια.

γ’δουξούρια, τα έτσι υποτιμητικά αποκαλούμε τους Σαρακατσιαναίους που έχουν πολλά γίδια [1, 123]

γ’δούρα, η κοπάδι με πολλά γίδια [26, 24].

γ’μαρκό γαϊδούρι.

γ’νικίσιους, -α, -ου γυναικείος.

γ’ρουνάρ’ς, ου είναι ο παίχτης που φυλάει την τρύπα στο παιχνίδι της γ’ρούνας.

γαβρουλουιόμι γαμπρολογιέμαι.

γάβρους, ου είδος δέντρου.

γαζέτα δεν έχει (μτφ.) είναι απένταρος [27, 387].

γαϊδουρουτόμαρου είνι (μτφ.) είναι ασυγκίνητος, είναι χοντρόπετσος.

γαϊτανάτα αφρύδια φρύδια που είναι λεπτά σαν το γαΐτάνι.

γαϊτάνι, του λεπτό κορδόνι με το οποίο διακοσμώ τα ενδύματα.

γαϊτάνουμα, του διακόσμηση των ενδυμάτων με γαϊτάνι.

γαϊτανουφρυδούσα, η γυναίκα με ωραία και λεπτά φρύδια.

γαϊτανώνου διακοσμώ τα ενδύματα ή τα υφάσματα με γαϊτάνι, (βλ. λ.).

γαλαζιάζου γίνομαι στο πρόσωπο γαλάζιος από το κλάμα, το κρύο ή από δαρμό.

γαλάζιου σ’κώτι έκφραση υπερβολής για το πολύ μαύρο: γαλάζιου σ’κώτι ου γαμπρός.

γαλάζιους, -α, -ου γαλανός, κυανούς.

γαλαζούλα, η θάμνος.

γαλαζουφουρημένη, η γυναίκα που φοράει γαλάζια ρούχα.

γαλανής, ου γαλανομάτης.

γαλανός, -ή, -ό γαλανομάτης.

γαλάρα, η προβατίνα ή γίδα που την αρμέγω.

γαλαρεύου αρχίζω να αρμέγω μια προβατίνα ή μια γίδα, δηλ. την κάνω γαλάρα είτε γιατί ψόφησε το μικρό της είτε γιατί το πούλησα [20, 31].

γαλάρι, του, βλ. γαλαριό: τα πρότα μπήκαν στου μαντρί, τα γίδια στου γαλάρι [ 21β, 302].

γαλάρια θάλασσα πολύ καθαρή.

γαλαριά, η, βλ. γαλαριό.

γαλάρια, τα πρόβατα ή γίδια που αρμέγονται και δίνουν γάλα.

γαλαριάρ’ς, ου τσομπάνος που βόσκει τα γαλάρια, (βλ. λ.). Πολύπειρος και μάστορας τσομπάνος [20, 29]: να ’χα νιράκι ν-απού ζιρβό κι συντρουφιά στιρφάρη

γαλάριμα, του η ενέργεια του γαλαρεύου.

γαλαριό, του γαλαρομάντρι.

γαλαρο- ή γαλαρου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό ανήκει στο πρώτο: γαλαρόγ’δα, γαλαρόκαμπους, γαλαρόκυπρους, γαλαρουκούδ’να, γαλαρουκουπή, γαλαρουτσιόκανου, γαλαρουκόπαδου, γαλαρουτόπι, γαλαρουλίβαδου, γαλαρουχόρταρου, γαλαρόκυπρους.

γαλαρουμπλιόρα, η η τρίχρονη γεννημένη προβατίνα.

γαλατάσκι, του, βλ. γαλατσάκι.

γαλατένιους, -α, -ου αυτός που το χρώμα του δέρματός του είναι άσπρο σαν το γάλα.

γαλατόπ’τα, η πίτα που γίνεται με κύριο συστατικό το γάλα.

γαλατουδ’λειές, οι υποθέσεις που έχουν να κάνουν με την παραγωγή του γάλακτος [16, 105].

γαλατουκάλ’βα, η καλύβα στην οποία βάνω το γάλα.

γαλάτους, -η, -ου παρέχει πολύ γάλα: γαλάτα κι μαλλάτα κι τ’ αρνιά θηλ’κά.

γαλατσάκι, του 1. ασκί μέσα στο οποίο βάνω το γάλα του σπιτιού [26, 306]. 2. μικρό ασκί από επεξεργασμένο δέρμα αρνιού ή κατσικιού που σέρνει μαζί του ο τσομπάνος και είναι γεμάτο ξινό γάλα [12α, 72].

γαλατσίδα, η το φυτό πόα ευφόρβια η μυρσινίτις που έχει γαλακτώδη χυμό [2].

γαλαχτιρή, η προβατίνα ή γίδα που έχει πολύ γάλα.

γαλιάτι προχωρήστε πιο αργά, με αργό βήμα.

γαλίκι, του μικρό κοφίνι καμωμένο από φέτες ξύλου [26, 183].

γαλουδέρματου, του ασκί, τομάρι για το γάλα του σπιτιού.

γαλουκούρκουτα, η χυλός που γίνεται με βρασμένο γάλα και καλαμποκίσιο αλεύρι.

γαλουμέτρημα, του το μέτρημα της ποσότητας του γάλακτος, που βγάζουν τα πρόβατα του κάθε σμίχτη ή κάθε μέλους του τσελιγκάτου, ιδίως όταν είναι διαφορετικής ράτσας, για να γίνεται πιο σωστά ο λογαριασμός με τον υπολογισμό των εσόδων αναλογικά [12α, 72].

γαλουτύρι, του προϊόν του γάλακτος που γίνεται με ειδική επεξεργασία. Βάζουμε σε μια κάδη βρασμένο πρόβειο γάλα. Το αφήνουμε κάποιες μέρες. Το αλατίζουμε και το ανακατώνουμε συνέχεια. Αυτό σιγά-σιγά αρχίζει να γίνεται παχύρρευστο. Στη συνέχεια ρίχνουμε και άλλο γάλα και το ανακατώνουμε μέχρι να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Το καλοκαίρι φτιάχνουμε το γαλοτύρι.

γαμουκούλουρα, τα ψωμιά του γάμου.

γαμπρουβέλιντσα, η βελέντσα πάνω στην οποίαν κάθεται ο γαμπρός, όταν πηγαίνει στο κονάκι της νύφης, κι από τότε γίνεται απαραίτητο εξάρτημα της αρματωσιάς του αλόγου του.

γάνα, η αιθάλη που μαζεύεται κάτω από τα οικιακά σκεύη και τα μαυρίζει.

γανιάζου [12α, 72], βλ. γκανιάζου.

γάνους, ου χιουμοριστικό σαρακατσιάνικο παιχνίδι που ο ένας μαυρίζει το πρόσωπο του άλλου με καπνιά από τη γάστρα ή από τα καμένα κάρβουνα [25β, 84].

γάντσοι, οι μικρές φουρκούλες μπηγμένες στο κονάκι και στις οποίες κρεμάμε διάφορα πράγματα (κρεμάστρες).

γανώνου 1. κασσιτερώνω τα χαλκώματα 2. -ουμι γεμίζω γάνες, (βλ. λ.).

γαράφα, η καράφα.

γαργαλίδι, του μικρό κλειστό κουδουνάκι για κατσίκια και αρνιά.

γάργαλους, -η, -ου γάργαρος: μόν’ νια ’λαφίνα ταπεινή δεν πάει κουντά στις άλλις, κι οπού ’βρει γάργαλου νιρό, θουλώνει κι του πίνει [15α, 32].

γαργαρουκρασάτου, του (πιθ.) παράγει πολύ καλής ποιότητας κρασί: ν-αμπέλι μου πλατύφυλλου κι γαργαρουκρασάτου [18, 207].

γαργαρουλιμούσα, η κοπέλα με όμορφο λαιμό: κι νια νιραντζουμάγουλη, νια γαργαρουλιμούσα, ν-ούηδι πεινάει ν-ούηδι διψάει ν-ούηδι παντρειά χαλεύει.

γαρδαβίτσα, η (πιθ.) κρεατοελιά: μη μετράτε τ’ αστέρια του βράδυ, θα βγάλετε γαρδαβίτσες στα χέρια σας [23β, τ. 13, 4].

γαρδάλουμα, του η ενέργεια του γαρδαλώνου.

γαρδαλώνου φτιάχνω κάτι πρόχειρο και όχι σταθερό.

γάρους, ου [12α, 73], βλ. αρμύρα.

γαρούφαλα, τα γαρίφαλα: τα τριαντάφυλλα πουτίζει, τα γαρούφαλα, του Λινάκι μ’.

γάστρα, η μεταλλικό κωνικό σκεύος, σαν ένα μεγάλο καπάκι, που το τοποθετώ πάνω από το ταψί με το φαγητό για να το ψήσω.

γαστρέλους, ου ταψί χωρίς κόθρο (γύρω-γύρω) στο οποίο ψήνουμε τις κουλούρες.

γάστρους, ου [12α, 73], βλ. γάστρα [26, 280].

γάτις, οι κάτι σαν πέταλο στη σιόλα από τα παπούτσια.

γατουξιέρασμα, του (μτφ.) ασήμαντο ανθρωπάκι (αδύνατο και κοντό), «μισή μερίδα».

γατσιασμένους, -η, -ου κακομοιράκος.

γατσόμαλλα, τα χνούδια στο μέτωπο, στο λαιμό, κτλ. [27, 388]

γατσόπ’λου, του (μτφ.) αυτός που παραφούσκωσε η κοιλιά του από το πολύ φαγητό: έφαγα κ’λιάστρα κι γίν’κα γατσόπ’λου σήμιρα

γατσουμαλλιασμένους, -η, -ου αυτός που του «σηκώθηκε» η τρίχα από το κρύο.

γ’δίσιου, του γίδινο.

γειτουνεύου 1. είμαι γείτονας με κάποιον. 2. επισκέπτομαι το γείτονά μου: θα πάου να γειτουνέψου σήμιρα.

γέριμα, του η ενέργεια του γιρεύου.

γηράδις, οι παλιές πληγές, γερασμένα τραύματα [25β, 85].

γηρουκόμι, του 1. γερασμένο ή αδύνατο ζώο που έχει ανάγκη από φροντίδα [26, 42]. 2. γέροντας, αδύναμος άνθρωπος.

γηρουκουμάου περιθάλπω, φροντίζω τους γέροντες.

γης γη

γητεύου θεραπεύω με γιατροσόφια [25α, 172].

για (σύνδ.) ή: για ζούμι, για πιθαίνουμι, για σ’ άλλουν τόπου πάμι.

για ταύτου γι’ αυτό το λόγο.

γιακέτα, η μάλλινη πλεχτή ζακέτα.

γιαλός, η παραλία: πέντι μήνις γκιζιρούσα τα ψηλάι βουνά, του Λινάκι μ’, κι άλλις πέντι σιριανούσα του γιαλό-γιαλό [3α, 155].

γιάνου, να γιάνου να γίνω καλά, να θεραπευτώ.

γιαρτίμι, του βοήθεια στο συνάνθρωπο: κάμι κι κάνα γιαρτίμι για την ψ’χή σ’.

γιατάκι, του 1. τόπος για ανάπαυση, καταγύγιο, λημέρι, κατάλυμα [13, 34]. 2. φωλιά άγριων ζώων.

γιάτουια να το μπροστά σου.

γιατρειά, η θεραπεία.

γιατρέσσια, η γυναίκα που είναι γιατρός.

γιατρεύουμι θεραπεύομαι.

γιατρικό, του φάρμακο.

γιατριμός, ου θεραπεία.

γιάτρισσα, η γιατρίνα: πιρπάτα, Νίτσα μ’, γλήγουρα, Νίτσα κι γιάτρισσα [21β, 206].

γιατρουκουμάου περιθάλπω άρρωστο ή άρρωστο ζώο [20, 24].

γίδι, του γίδα.

γιδιρά, τα γίδια: πέρα ιδώ στουν Έλυμπου κι στου Γαλαρόκαμπου βόσκουν χίλια πρόβατα κι άλλα τόσα γιδιρά.

γιε μ’ έκφραση που βάνουμε ανάμεσα στις κουβέντες και ισοδυναμεί με το εσύ [12α, 75] ή με το καλέ που λένε κάποιοι άλλοι Έλληνες [25β, 86].

γιελαντζούρι, του πρώιμο ανοιξιάτικο χορτάρι.

γιεννουλίβαδου, του μέρος του λιβαδιού με παστρικό χορτάρι στο οποίο βόσκουν μόνον οι γεννημένες προβατίνες.

γιέννους, ου χρόνος κατά τον οποίο γεννάνε τα πρόβατα.

γιένουμι 1. γίνομαι. 2. γεννιέμαι: η Μαρία μας γίν’κι μι τουν πόλιμου. τι γιένιστι τι κάνετε, πώς είστε.

γιέρα, τα γεράματα.

γιέρμα του ηλιού ηλιοβασίλεμα: κι μες του γιέρμα του ηλιού, μες του βασίλιμά του, βρίσκου νια κόρη ρουϊδουνιά, ξανθιά κι μαυρουμάτα [3α, 92].

γιέρνου 1. κλίνω προς τα πλάγια. 2. (για τον ήλιο) δύω. 3. κοιμάμαι.

γιερουμπαμπαλής, ου πολύ γέρος.

γιέρουντας, ου 1. γέροντας 2. έτσι προσφωνεί η γριά Σαρακατσιάνα τον άντρα της: τι λες, γιέρουντα, να του δώκουμι του κουρίτσι; 3. -ις αρνιά που γεννιούνται καθυστερημένα [17, 159].

γιεύουμι 1. παιδεύομαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι [17, 328] 2. πικραίνομαι, δοκιμάζω ψυχικό πόνο [25β, 85].

γίκους, ου υφαντά (κυρίως βελέντσες) διπλωμένα το ένα πάνω στο άλλο που φκιάχνουν στοίβα [26, 247].

γιλάδι, του βόδι [27, 388].

γιλαδ’κό, του (βλ.) γιλάδι.

γιλαδουβουνιά είνι (μτφ.) είναι βρόμα.

γιλαδουβύζ’κα, τα πρόβατα ή γίδια που έχουν στο μαστάρι τέσσερις ρό­γες [22, 59].

γιλαδουμάσταρα, τα, βλ. γιλαδουβύζ’κα.

γιλάου 1. κοροΐδεύω: θα τουν ξικλήσουν τα κλαριά, θα τουν γιλάσουν τα πουλιά. 2. εξαπατώ.

γιλασούμινους, -η, -ου εύθυμος άνθρωπος, πρόσχαρος.

γιννουβόλ’μα, του η ενέργεια του γιννουβουλάου.

γιννουβουλάου γεννάω συνέχεια και πολλά παιδιά: γιννουβουλάει αράδα η Κατιρίνη.

γινόκαδη, η κάδη στην οποία αφήνω το γάλα που έχω για αποβουτύρωση για να ξινίσει.

γινουμένα, τα 1. υφάσματα που τα έχουμε επεξεργαστεί στα μαντά­νια, (βλ. λ.) [22, 121]. 2. ώριμα φρούτα. 3. αυτά που έγιναν, οι πράξεις μας.

γίνουνταν ωρίμαζαν [13, 37].

γιντάτους, -η, -ου γεννημένος έτσι όπως είναι. Από τη γέννα του.

γιόκας, ου γιος, χαϊδευτικά ή σκωπτικά:μάνα κι γιόκας μάλουναν για νια Βουργαρουϊπούλα [15α, 300].

γιόμ’σι του φιγγάρι είναι πανσέληνος.

γιόμα, του 1. μεσημέρι [17, 328]: 2. γεύμα, μεσημεριανό φαγητό [12α, 75]. να σ’ φκιάνου δείπνου να δειπνάς, γιόμα να γιουματίζεις. 3. μεσουράνημα:: ν-όσου να σκάσει ου αυγιρινός να πάει ν-η πούλια γιόμα κι του φιγγάρι δειλινό κι ου ήλιους μισημέρι.

γιον μόλις, όπως: γιον έκατσαν να φάν’ ψουμί, λίγου να γιουματίσουν [15α, 56].

γιουκλαμάς, ου η περιπλάνηση του κοπαδιού από τόπο σε τόπο για κάποιο χρονικό διάστημα.

γιούκους, ου, βλ. γίκους [22, 49].

γιούλη μ’ παιδί μου: στα ξιένα, γιούλη μ’, να μην πας, να κάτσεις να μι θαψεις [21β, 338].

γιουμάτα, τα έθιμο του γάμου. Τα «γιουμάτα» είναι το επισφράγισμα του γάμου. Έχουν μεγάλη γραφικότητα και πρέπει να τηρηθούν και τα σχετικά με αυτά έθιμα. Στο τραπέζι φέρνουμε το κρασί, την κουλούρα και το ψημένο σφαχτό του νουνού. Γι’ αυτό και λέγεται του νουνού του γιουμάτου. Ορίζουμε κάποιον αρχηγό (πρό­εδρο π.χ.) για να διευθύνει τα δρώ­μενα. Αυτός κάθε φορά καλεί (φωνάζει το όνομά του) κι έναν καλεσμένο. Γεμίζει τρία ποτήρια με κρασί, τα βάζει πάνω σε έναν δίσκο, και φτάνουν σ’ αυτόν που πρέπει να τα πιει. Ο καλεσμένος πίνει κάθε φορά κι ένα ποτήρι κρασί και λέει ευχές για τους νεόνυμφους, το νουνό ή την παρέα. Μετά ο πρόεδρος δίνει εντολή σε άλλον καλεσμένο να πιει το κρασί και έτσι συνεχίζεται η διαδικασία. Τελευταίοι πίνουν οι νεόνυμφοι και ο νουνός [4, έτος 7ο, 41]. Το έθιμο αυτό έχει διάφορες παραλλαγές. Μία παραλλαγή είναι να προσφέρει το κρασί στον κάθε καλεσμένο ο νουνός. Αυτός που πίνει το κρασί πέρα από τις ευχές λέει και διάφορους γλωσσοδέτες [15α, 214].

γιουματίζου γευματίζω: να σύρου του ντουφέκι σου, να σύρου τ’ άρματά σου, να σ’ φκιάνου δείπνου να δειπνάς, γιόμα να γιουματίζεις [3α, 115].

γιουμάτους, -η, -ου γεμάτος.

γιουμίδια, τα είδος από φαγητό, βραστά εντόσθια με σπανάκι και φρέσκα κρεμμυδάκια [12α, 75] ή εντόσθια καβουρδισμένα.

γιουμίζου γεμίζω: του στόμα τ’ αίμα γιόμουσι, τα χείλια του φαρμάκια [24, 10]

γιουμώνου γεμίζω.

γιουρτάδις, οι γιορτές.

γιουρτάνι, του περιδέραιο, στολίδι.

γιουρτάσι, του γιορτή, γλέντι.

γιουρτόπιασμα, του ύβρις, παλιόπαιδο, παιδί που η σύλληψή του γίνεται τις γιορτινές μέρες [25β, 86].

γιρακουμύτ’ς, -α αυτός που έχει τη μύτη κυρτή σαν του γερακιού, καμπουρομύτης, καμπουρομύτα.

γιράλαφους, ου γέρικο ελάφι: πέρα ιδώ στουν ιέλατου κι στουν κουντουιέλατου βόσκει ’νας γιράλαφους κι ούλου κλαίν’ τα μάτια του [4, έτος 12ο, 29].

γιρεύου θεραπεύομαι.

γιρουντάματα, τα γεράματα.

γιρουντουϊέλατα, τα γέρικα έλατα: ν- αντάριασαν τα διάσιλα κι ταϊ βουνά κακιώσαν κι τα γιρουντουϊέλατα τρίζουν αγριιμένα.

γιρουσύνη, η γεράματα.

γκαβός, -ή, -ό τυφλός.

γκαβουλόους, ου οφθαλμίατρος [4, έτος 8ο, 30]

γκαβράρους, ου ο πρώτος, ο βασικός, ο κουμανταδόρος από τους δυο βοσκούς-συντρόφους που φυλάνε το ίδιο κοπάδι [21α, τ. 162].

γκαβώνουμι τυφλώνομαι.

γκαγκαμάνια, τα «άβγαλτοι» ανθρωποι, ανθρωπάκια τι νουγάν’ τα θκάμας τα γκαγκαμάνια.

γκαϊδιάζου αλληθωρίζω [27, 387].

γκαΐδός, ου αυτός που πάσχει από στραβισμό, αλλήθωρος.

γκαλιαμάνα, η είδος από πουλί.

γκαλιούρ’ς, ου αλλήθωρος.

γκάλιουρας, ου αλλήθωρος: μι γκάλιουρα πλάιασις, γκάλιουρας θα ξημιρώσεις.

γκαλιουρίζου αλληθωρίζω.

γκάλμπα, -ου γίδα με κοκκινωπό χρώμα. Αρσενικό γίδι με κοκκινωπό χρώμα.

γκαμηλουψώρα, η ψώρα που δε γιατρεύεται.

γκανιάζου 1. (για μικρά παιδιά) «σκάω» από το κλάμα. 2. καίγομαι από δίψα [27, 389].

γκάντινα, τα γλοιώδης ουσία που βγαίνει στη γέννα των ζώων, αμνιακός σάκος του εμβρύου [20, 36].

γκάντσι, τουν γκάντσι (πιθ.) τον αγανάχτησε ή τον ανάγκασε ή τον έπεισε: μι τα πουλλά τουν γκάντσι κι απουφάσισι ου Κώτσιους να πάει σ’ν ικκλησιά.

γκάρα, η υδρόφιλο μεγάλο φυτό σαν κρίνος με μεγάλα και πλατιά φύλλα [20, 29].

Γκαραγκούν’δις, οι Αρβανιτόβλαχοι της Ηπείρου [17, 26].

γκαρδεύου στερεώνω το διασίδι με το γκάρδιο, (βλ. λ) [22, 109].

γκαρδιακός, ου επιστήθιος φίλος.

γκάρδιου, του βέργα που τη χρησιμοποιεί η γυναίκα που τυλίγει το διασίδι, για να το στερεώνει πάνω στο αντί [22, 109].

γκάρδιουμα, του η ενέργεια του γκαρδιώνου.

γκαρδιώνου (μτφ.) ξεπαγιάζω: γκά­ρδιουσα, πιδάκι μ’, στα κρούσταλλα κι τ’ς γυαλουπαϊές [25β, 87].

γκαρσμένους, -η, -ου ξεφωνημένος.

γκαστριά, η εγκυμοσύνη.

γκαστριάρ’ς, ου τσομπάνος που βοσκάει τα γκαστρωμένα πρόβατα [26, 26].

γκαστρόγρικου, του μαντρί για τις γκαστρωμένες προβατίνες.

γκαστρουλίβαδου, του μέρος από το λιβάδι στο οποίο βόσκουν μόνον τα γκαστρωμένα πρόβατα.

γκαστρουλουιόμι παρουσιάζω σημάδια εγκυμοσύνης ή κάνω προσπάθειες για να μείνω έγκυος [12β, 123].

γκαστρουμένα, τα έγκυες προβατίνες.

γκαστρουχουρίζου χωρίζω από το κοπάδι τις προβατίνες που θα γεννήσουν σε λίγο καιρό.

γκαστρουχώρ’σμα, του η ενέργεια του γκαστρουχουρίζου.

γκαφαλντί, του επιδόρπιο: έτρουγι τρεις τσιανάκις ξ’νόγαλου κι του γάλα γκαφαλντί [3β, τ. 32, 3].

γκβάρι, του κουβάρι: μας έμασι του κρύου γκβάρι (κρυώνουμε πολύ).

γκβαριάζου 1. κουβαριάζω, μαζεύω το νήμα σε κουβάρια. 2. –ουμι κουβαριάζομαι. γκβαριάζουντι τα πρότα (μτφ.) συνωστίζονται.

γκβάριασμα, του η ενέργεια που κάνει η γυναίκα για να μαζέψει το νήμα σε κουβάρια.

γκβέντα, η κουβέντα.

γκβέντιασμα, του η ενέργεια του γκβιντιάζου.

γκβιντιάζει η φουτιά (μτφ.) φλόγες από τη φωτιά βγάζουν τσιριξιές, ήχους [20, 403].

γκβιντιάζου 1. κουβεντιάζω. 2. στοχάζομαι: ανταμώθ’καμαν ικεί στου διάσιλου κι γκβέντιαζαμαν για ’κειά π’ πέρασαν κι για ’κειά π’ θανάρθουν. να γκβιντιαστού να ευχαριστηθώ κουβέντα: είχα χρόνια να τ΄ς ιδού κι πήγα νια βραδιά στου κουνάκι τ’ς να γβινταστούμι ους ’ν αυγή [4, έτος 8ο, 30].

γκδούνα, η μεγάλο κουδούνι που το κρεμάμε κυρίως στα γκεσέμια, (βλ. λ.).

γκδούνι, του κουδούνι. γκδούνι δίχους γλουσσίδι (μτφ.) χωρίς περιεχόμενο, κενός.

γκδουνότρυπα, η βαθύ κοίλωμα στο έδαφος [27, 403].

γκζάνια, τα μικρά παιδιά.

γκιέμι, του χαλινάρι: πιάνει της νύφης τ’ άλουγου κι του γαμπρού του γκιέμι [3α, 155].

γκιέσα, η 1. μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες ή καφέ γραμμές στο πρόσωπο. 2. μαύρη γίδα που έχει άσπριδερά τα πόδια της και το μούτρο της άσπρο. [17, 170]. 3. μαύρη γίδα με καφεκόκκινο χρώμα στην κοιλιά και στα πόδια [23α, τ. 40 , 24]. 4. γίδα που έχει άσπρες ή μαύρες γραμμές στο πρόσωπό της και το τρίχωμά της είναι άλλοτε μαύρο και άλλοτε γκρίζο [26, 33]. 5. γίδα που έχει μαύρο σώμα με καφέ λωρίδες [27, 350]. 6. όνομα μουλαριού.

γκιεσουκάντα, η γίδα που το σώμα της είναι γκρίζο και το μούτρο της είναι άσπρο [27, 350].

γκίζα, η, βλ. μτζήθρα [26, 303].

γκιζέρ’μα, του η ενέργεια του γκιζιράου.

γκιζιράου περιπλανιέμαι, τριγυρνώ, τριγυρίζω άσκοπα.

γκιζιρισμός, ου περιπλάνηση, τριγυρισμός: τα Καστανιώτικαϊ βουνά γκιζιρισμούς δεν έχουν [15α, 144].

γκιζουτόμαρου, του ασκί στο οποίο βάνω τη γκίζα, (βλ. λ.) [26, 303].

γκιζουφάηδις, οι παραγκώμι Σαρακατσιαναίων, αυτοί που τρώνε γκίζα, προϊόν κατώτερης ποιότητας.

γκιόλι, του γκιόλα, λιμνούλα.

γκιόξια, τα στήθη.

γκιουβούρι, του κιβούρι, μνήμα: κι τώρα μου ’ρθι θάνατους κι θέλου να πιθάνου κι φκιάσι του γκιουβούρι μου πλατύ, ψηλό να γιένει.

γκιουρτινάτους, -η, -ου (για ζώα) πολύχρωμος στο λαιμό: πιρδικούλα γκιουρτινάτη κι όμουρφου πουλί [21β, 316].

γκιουφύρι, του γεφύρι.

γκυρατζίδ’κα άλουγα άλογα του αγωγιάτη.

γκίρνα, η πιθαράκι.

γκισιέμι, του ευνουχισμένο κριάρι ή ευνουχισμένο τραΐ που οδηγεί το κοπάδι.

γκισιεμουκούδουνα, τα μεγάλα κουδούνια που τα βάζουμε στα γκισιέμια, (βλ .λ).

γκλάνας, ου τεμπέλης.

γκλικ, κάνου γκλικ καταπίνω [22, 93]

γκόλιους, ου φαλακρός.

γκόλφι, του φυλαχτό.

γκόρμπα, -ου μαύρη γίδα, αρσενικό μαύρο γίδι.

γκόρτσα, τα 1. μικρά άγρια απίδια: τα πιδιά τρών’ τα γκόρτσα, των πατιράδων μουδιάζουν τα δόντια. 2. (μτφ.) μικρόσωμα άτομα: α!, ρε γιαγιά, είσαι κοντούλα και θα γένουμε και μεις γκόρτσα [3β, τ. 28, 8].

γκούβρας, ου αμίλητος, άκριτος.

γκουγκουρίζει η πρατίνα γλείφει και χαίρεται το αρνί.

γκουζιόκα, η πανωφόρι γυναικείο που φτάνει εφαρμοστά μέχρι τη μεση.

γκουζιόκι, του κεντημένο αμάνικο γυναικείο πισλί με διακοσμητικά ριχτά μανίκια στην πλάτη [17, 198].

γκουλαβίνα, η νωπή προβάτινη κο-πριά.

γκουλαίμ’ς, ου μακρυλαίμης.

γκουμαχάου ανασαίνω βαριά από κούραση, αρρώστια ή πυρετό.

γκουμούλια, τα (πιθ.) μικρά καρβέλια από ψωμί ή από σκυλόψωμο: τότε έβγαλα κι εγώ απ’ τον τρουβά δυο τρανά γκουμούλια και τ΄ς έρ’ξα, ένα στον καθένα. Εκείνα τάφαγαν λιμασμένα [12β, 40].

γκουμπές, ου ασημένια πόρπη που βάνουν οι γυναίκες στη μέση τους και πάνω από το ζωνάρι.

γκουργκόλια, τα πατάτες [26, 323].

γκουρμπάνι, του 1. τάμα σε άγιο, και κυρίως ζώο, σφαχτό που θυσιάζεται [19, 311]. 2. γιορτή που συνοδεύεται με θυσία ζώου [26, 41].

γκουρμπανίσια τραγούδια τραγούδια που λέμε στα γκουρμπάνια, (βλ. λ.).

γκούρουμα, του η ενέργεια του γκουρώνου.

γκουρτσιά, η αγριοαπιδιά.

γκουρώνου πεισματικά αρνούμαι, μουλαρώνω: ικεί τ’ γκούρουσι κι δεν τ’ αλλάζεις μι τίπουτα.

γκούσγκουνας, ου αυτός που δε θέλει κόσμο, μοναχός, ερημίτης.

γκούσια, η βρογχοκήλη των προβάτων [27, 356].

γκουσιάζου (για ζώα) βγάζω γκούσια, (βλ. λ) [27, 390].

γκούτσια, η, βλ. γρούνα.

γκράδις, οι παλιά όπλα οπισθογεμή.

Γκραίκους, -α Έλληνας χωρικός, Ελληνίδα χωρική [24, 31].

γκράνας, ου ξεροκέφαλος, χωρίς πνευματική ευστροφία.

γκρέμπα, τα 1. μέρος γεμάτο βράχους. 2. γκρεμός [26β, 88].

γκριγκαρίδι, του σφαιρικό μικρό κουδουνάκι για τα κατσίκια [26, 118].

γκρικεύου γίνομαι χωριάτης. Κατοικώ σε χωριό και αφομοιώνομαι από τους κατοίκους του. Παντρεύομαι χωριάτη : τουρκιεύου κι δε γκρικεύου.

Γκρικιά, η Ελλάδα. Αυτή τη λέξη χρησιμοποιούν οι Βουλγαρινοί Σαρακατσιαναίοι. για την Ελλάδα.

γκριμάου κρημνίζω.

γκριμός, ου βάραθρο, απότομη κατωφέρεια.

γκριτζιάλα, η γκρίνια.

γκριτζιαλιάρ’κου, του βλ. γκρίτζιαλους.

γκριτζιαλεύουμι γκρινιάζω, μεμψιμοιρώ: γκριτζιαλεύισι του πιδί κι δεν κάν’ς καλά.

γκρίτζιαλους, -η, -ου γκρινιάρης, μεμ­ψίμοιρος.

γκρυμπιάζου καμπουριάζω.

γκυρατζής, ου αγωγιάτης [25β, 88].

γκώνου παραγεμίζω την κοιλιά μου με τροφές, τη διογκώνω [12β, 123].

γκώσμα, του (μτφ.) στενοχώρια, άγχος, πρόβλημα.

γλαβάνι, του πηγή, αρχή από ρέμα.

γλαρά μάτια λαμπερά, ζωηρά, χαρούμενα.

γλέντημα, του διασκέδαση, ευχαρίστηση: του κέντημα ’νι γλέντημα κι η ρόκα ’νι σιριάνι [20, 111].

γλέπου βλέπω.

γληγουράτι κάντε γρήγορα: για γληγουράτι, ουρέ πιδιά, κι στρώστι τα ψαλίδια.

γλιέπια, τα [25β, 88], βλ. λόιασμα.

γλιντιστού να γλεντιστώ, να γλεντήσω, να διασκεδάσω: ξιέβγινα να σιριανήσου, Κουσταντή, βρε Κουσταντή κι να γλιντιστού, μαρ’ Λένου μ’ κι Βασιλική [15α, 256].

γλοιτσιάζου κάνω κάτι να γλιστράει [12β, 123].

γλούπους, ου στόμιο από όπλο.

γλουσσίδι, του μικρό σιδεράκι στο εσωτερικό του κουδουνιού που προκαλεί τον ήχο.

γλυκάδια, τα αδένες κάτω από το λαιμό του ζώου [17, 328].

γλυκατζής, ου ζαχαροπλάστης [24, 43]

γλυκου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο συνθετικό μια εγκαρδιότητα, μια τρυφερότητα, μια ζεστή σχέση, μια «γλυκάδα», μια ευχαρίστηση: γλυκουγιουματίζου, γλυκουκουβιντιάζου, γλυκουλαλού, γλυκουσόια, γλυκουχαράζου, γλυκουμιλού, γλυκουτρώου, γλυκουγιλάου.

γλυκουμπλιά, η μηλιά με γλυκά μήλα.

γλύνα, η λίπα από χοιρινό.

γλώσσα τ’ γκδουνιού, βλ.γλουσσίδι [26, 120].

γνέθου μετατρέπω το μαλλί σε νήμα.

γνέμα, του νήμα, νήμα που προέρχεται από το μαλλί που γνέθουμε στη ρόκα.

γνισιό, του τόπος στον οποίο μαζεύονται οι γυναίκες για να γνέσουν κυρίως, αλλά και να κουβεντιάσουν, να χωρατέψουν ή να τραγουδήσουν.

γνοιάζουμι ενδιαφέρομαι, φροντίζω.

γνουμηρός, -ή, -ό γνωστικός, μυαλωμένος.

γνώμη, η νους, μυαλό: τόφκι η γνώμη (το ’χασε)

γνώρους, ου 1. ικανότητα που έχει ο τσομπάνος να γνωρίζει τα πρόβατά του από τα χαρακτηριστικά τους [26, 31]. 2. γνωριμία: το ’δουκα γνώρου.

γόνας, ου γόνατο. γαμούτου γόνα τ’ αντρικό βρίσιμο.

γούλη, η οπή, στόμιο. γύρ’σι μι τ’ γούλη κάτ’ (μτφ.) βρέχει πάρα πολύ: ουρέ μας πίνξι, γύρ’σι μι τ’ γούλη κάτ’.

γούλια, τα ούλα.

γουλουνίθια, τα, βλ. γουνουλίθια.

γουλουνίθρια, τα, βλ. γουλουνίθια.

γουμαρ’νά (επίρρ.) γαϊδουρινά: όποι­ους κάνει γουμαρ’νά, πουρεύει ανθρουπ’νά κι ου καλός καλό δε γλέπει [4, έτος 8ο , 32].

γουμαράγκαθα, τα γαΪδουράγκαθα.

γούμινους, ου ηγούμενος του μοναστηριού: κι’ γω του χώμα του’ θιλα να φκιάσου μαναστήρι, να βάλου μέσα καλουγριές, να βάλου καλουϊέρους, να βάλου κι ιέναν γούμινου να τους ξουμουλουγάει.

γουνέοι γονείς.

γουνήδις, οι γονείς.

γουνής, ου γονιός: τέτοιου γουνή δεν είχα δει σαν του χουρσούζη του Γιάννη Κατή [27, 320].

γουνιά, η, βλ. βάτρα [26, 279].

γουνικά, τα γονείς: σι κλαίου κι’ γώ ν-απόκρυφα, κρυφά απ’ τα γουνικά μου. Σι κλαίου ν-όταν λούζουμι.

γουνουλίθια, τα δυο ορθογώνιες λίθινες πλάκες που βάνουμε από τις δυο πλευρές του πυρουμάχου (βλ. λ.) και κάθετα προς αυτόν για να προστατεύουν τη φωτιά [12α, 77]. Τα γουνουλίθια τα λέμε και πυρομάχους [25, 279].

γούπατου, του βαθούλουμα του εδάφους.

γουργουλαλούν κουδούνια ηχούν ρυθμικά και συνέχεια.

γουργουλίδια, τα μικρά κουδουνάκια.

γουργουμαραγκιάζου κάνω κάτι να μαραθεί πριν από την ώρα του: ν’ άπλουσα να πάρου μήλα κι μαράθηκαν τα φύλλα. Μην του παίρνεις, μην τ’ αφήνεις, μην του γουργουμαραγκιάζεις [15α, 295].

γουργούρια, τα, βλ. γκριγκαρίδι.

γούρδας, ου υπερικό το εμπετρόφυλλο, ανοιξιάτικο χορτάρι που, όταν το τρώνε οι άσπρες προβατίνες, κοκκινίζει το σώμα τους [2].

γουρμάζου ωριμάζω : τότε καρτέρα να γουρμάσεις. Σε τούτηνη τη «δ’λεια» ή πας μαναχός ή δεν πας ντιπ [16, 96].

γούρμους, ου ώριμος.

γούρνα, η φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα στο έδαφος, λάκκος.

γουρνάσκι, του ασκί που γίνεται από δέρμα γουρουνιού: του γουρνάσκι κρασάσκι δε γίνιτι [3α, 207].

γουρνουμυτιάζου κατεβάζω το κεφάλι κάποιου και το βάζω μέσα σε γούρνα, τον υποτάσσω.

γουρνουμύτιασμα, του η ενέργεια του γουρνουμυτιάζου.

γράβα, η σχισμή στο βράχο.

γραβανή, η είδος από φαγητό (κουρκούτη).

γραβανός, -ή, -ό αυτός που έχει πολλά χρώματα ανακατωμένα (άσπρο και μαύρο αλλά και γκρι ή και καφέ).

γράδα, η σχισμή βράχων [17, 328], χαραμάδα [26, 362].

γράδους, ου αραιόμετρο των υγρών.

γραδώνουμι σφηνώνομαι σε μια σχισμή ή σε ένα πολύ στενό μέρος.

γραίνου ξεμπλέκω τα μπερδεμένα μαλλιά του πρόβατου κυρίως, ξαίνω τα μαλλιά [12β, 124].

γραμμένους, -η, -ου πολύ όμορφος: ν-αυτά τα μάτια σ’, Δήμου μ’, τα ’ μουρφα, τ’ αφρύδια σ’ τα γραμμένα.

γράν’δις, οι οι Σαρακατσιαναίοι κάποιους Σαρακατσιαναίους. που έχουν πολλά γίδια τους ονομάζουν περιφρονητικά γράν’δις [26, 26].

γρασιρός, -ή, -ό υγρός [26, 242].

γραφή, η γράμμα, επιστολή.

γραφτό, του μοίρα, πεπρωμένο.

γρέκι, του μέρος στο οποίο διανυκτερεύουν τα πρόβατα και είναι περιφραγμένο, μαντρί.

γρέκιασμα, του η ενέργεια του γρικιάζου.

γρεκουτόπι, του τοποθεσία που είναι κατάλληλη για γρέκι, (βλ. λ.).

γρέντζιλα, τα αγριοστάφυλα.

γρίβας, -α, άλογο με λευκόφαιο χρώμα, φοράδα με λευκόφαιο χρώμα: παίρου κι ’γώ του γρίβα μου κι πάου να τουν πουτίσου.

γριβιάζου γίνομαι σιγά-σιγά ασπρομάλλης.

γρίβιασμα, του η ενέργεια του γριβιάζου.

γριβίζου ασπρίζουν τα μαλλιά μου [27, 390]: πιδί ανύπαντρου κι γρίβ’σι.

γριβιλάκι, του, βλ. γκριγκαρίδι.

γρίβους, ου γκριζομάλλης, αυτός που του ασπρίζουν συνέχεια τα μαλλιά.

γριγκαλίδι, του, βλ. γκριγκαρίδι.

γρίζιαλους, -η, -ου [12α, 75], βλ. γκρίτζιαλους.

γρικιάζου οδηγώ το κοπάδι στο γρέκι, (βλ. λ.).

γριντζιλά λόια λόγια που λέγονται διπλωματικά [25β, 90]: ου Νικου- Γιώργους άλλα σ’ λέει, άλλα θέλει να σ’ πει κι άλλα καταλαβαίν’ς.

γριντζιλά μαλλιά κατσαρά μαλλιά.

γριντζίλα, η στριμμένο σκοινί.

γριντζιλιά, η αναρριχόμενο αγριόκλημα.

γριντιά, η δοκάρι στέγης.

γριντσιλιάζει η κλουνά στρίβεται [22, 107].

γρόθους, ου γροθιά, μπουνιά.

γρουθίζου με τη γροθιά μου ζυμώνω το ψωμί.

γρουμπούλι, του 1. όγκος στο σώμα. 2. βόλος από χώμα [25β, 91].

γρουμπουλιάζου γίνομαι γρουμπούλια, (βλ. λ.)

γρούνα, η παιδικό παιχνίδι.

γρουνούλα, η παιδικό παιχνίδι που μοιάζει πολύ με το γνωστό παιχνίδι της κολοκυθιάς [21α, τ. 151].

γρυμπός, -ή, -ό 1. καμπούρης [27, 391]. 2. αυτός που έχει αετίσια μύτη [25β, 91].

γυαλί του γρέκι (μτφ.) δεν έμεινε τίποτα, χάθηκαν όλα.

γυαλί, του καθρέφτης.

γυαλιά, τα ποτήρια.

γυαλιένια, η (μτφ.) όμορφη γυναίκα αυτή που αστράφτει σαν το γυαλί: κάθιτι η Μάρου μ’ κάθιτι, γυαλιένια, κρουσταλλιένια.

γυαλιένιους, -α, -ου γυάλινος.

γυαλίσιους, -α, -ου γυαλιστερός.

γυαλουπαϊά, η παγωνιά, με το χιόνι παγωμένο σαν γυαλί [25β, 91].

γυάργυρου, του υδράργυρος.

γύλα, η μακρύ και διχαλωτό ραβδί [25β, 91].

γυναίκειους, -α, -ου γυναικείος: κι ένας Τούρκους, παλιότουρκους, του λέει γυναίκειου κόρφου [3α, 47).

γύρ’σι η πρατίνα ξαναμαρκαλίστηκε, βλ. μαρκαλιώντι.

γύρ’σμα, του 1. (μτφ.) στέκι, τόπος φιλοξενίας: πάει να βαφτίσει ιένα πιδί, να κάμει ιέναν κουμπάρου να το ’χει ου μαύρους γύρισμα. 2. αμοιβή που παίρνει ο τσομπάνος, όταν βοσκάει περισσότερα πρόβατα από αυτά που πρέπει. [7β, 120].

γυρ’σμένα πρότα αυτά που ζευγαρώνουν για δεύτερη φορά την ίδια περίοδο [17, 157].

γυρίζου (μτφ.) μετανιώνω: κι οι βλάχοι του γυρίσανι, την κόρη δεν τη δίνουν [27, 327].

γυρίσματα του τραγουδιού λαρυγγισμοί και τσακίσματα που κάνει στη φωνή του ο τραγουδιστής για να ομορφύνει το τραγούδι.

γυρίσματα, τα [12α, 77], βλ. πιστρόφια.

γυρ’στάρι, του χειρολαβή [26, 377].

γυρουβόλιασμα, του η ενέργεια του γυρουβουλιάζου.

γυρουβουλιά τ’ βαρέλα οι νεόνυμφοι χορεύουν το χορό του Ησαΐα γύρω από ένα αυτοσχέδιο τραπέζι (βαρέλα) πάνω στο οποίο ο παπάς τελεί το μυστήριο του γάμου [22, 142].

γυρουβουλιά, η 1. κυκλική κίνηση. 2. στροφή γύρω από τον εαυτό μας, χορευτική φιγούρα. τήρα γυρουβουλιά: κοίτα ολόγυρά σου.

γυρουβουλιάζου φέρνω το κοπάδι γύρα γύρα, το κρατάω στο ίδιο σημείο: τσιούπρα ήταν τα φύλαγι κι τα γυρουβόλιαζι μ’ ικατό βλαχόσκυλα.

γυρουτρόυρα (επίρρ.) ολοτρόγυρα.

γυφτόπλου, του πολύ μελαχρινό παιδί, παιδί που είναι σαν το γυφτάκι.

γυφτουκούνια, η πρόχειρη τεχνητή κούνια, αιώρα.

γυφτουσάκ’λου, του (μτφ.) 1. φιλάργυρος. 2. αναξιοπρεπής. 3. ζήτουλας.

γυφτουτσικουριά, η (μτφ.) γυναικείο γεννητικό όργανο: κι αυτό δεν είνι λάιου αρνί μούηδι λαγός κοιμάτι, μόν’ είνι γυφτουτσικουριά που ισιώνει τα στειλιάρια


δαδί, του μικρό κομμάτι από πεύκο που έχει ρητίνη.

δαίμουνας, ου 1. πονηρό, ισχυρό και αόρατο ον. 2. (μτφ.) πονηρός, έξυπνος.

δασιά (επίρρ.) πυκνά: για ράψτι τουν δασιά-δασιά, θα γείρει ράχις κι βουνά [3α, 136].

δασκαλούδια, τα δασκαλοπαίδια [1, 99].

δασκαλουκάλ’βου, του σχολείο της στάνης(καλύβι).

δασουπιρπατού περπατάω πυκνά, γρήγορα: δασουπιρπάτα, Νόβινα, κι μη κοντανεμένεις, μη σι βαραίνουν τα φλουριά, μη σι βαραίνουν τ’ άσπρα;

δασουφυτρώνου φυτρώνω πυκνά: στουν άμμου ρύζι ν-έσπειρνα, του ’πα να μη φυτρώσει, κι αυτό πώς δασουφύτρουσι κι γίνηκι σαν του δάσους [24, 58].

δαυλί, του μακρύ κομμάτι ξύλου που καίγεται από το ένα άκρο.

δαυλιάζου κατακαίω κάτι: του δαύλιασις του ψουμί.

δαχ’λίδι, του δαχτυλίδι.

δαχλίθρα, η δαχτυλίθρα [27, 391].

δάχλου, του δάχτυλο: η γνώση δε μπαίνει ούδι μι του δάχ’λου ούδι μι του χουνί [19, τόμος 1ος, 337].

δάχ’λους, ου δάχτυλο.

δειλ’νό, του δειλινό, απόγευμα.

δειλιάζου 1. φοβάμαι, διστάζω. 2. αποκάμνω, μου ’ρχεται να κοιμηθώ: έκατσα κουντά στ’ φουτούλα να πυρουθού λίγου κι μι δείλιασι.

δείλνισι έγινε δειλινό.

δειματάρα, η προβατίνα που βυζαίνει ορφανό αρνί, που τη δένουμε για να πάρει το αρνί [25β, 91].

δείξη, η 1. διάκριση, ένδειξη. 2. εμφάνιση.

δειουποίηση, η ειδοποίηση.

δειουποιού ειδοπιοιώ.

δείχνουμι προβάλλω τον εαυτό μου, τον επιδεικνύω.

δέμα, του μικρός φράχτης έξω από το μαντρί ή μέσα στο τσομπανοκάλυβο. Εκεί βάζουν οι τσομπαναραίοι τις προβατίνες κυρίως, για να «πάρουν» τα αρνιά [20, 30].

δέντρινα ξύλα ξύλα από βελανιδιά: τριανταφυλλιένια κίνησι να πάει να κόψει ξύλα, τα ξύλα ν-ήταν δέντρινα κι η κόρη ν-ήταν μικρούλα [3α, 136]

δεντρουμουλόχα, η φυτό [27, 391].

δέντρους, ου βελανιδιά [26, 108].

δέξ’μου, του υποδοχή που κάνουμε σε κάποιον.

δέξια (επίρρ.) αίσια, επιτυχώς.

δέξιους, -α, -ου 1. δεξιός. 2. επιδέξιος, καταφερτζής [25β, 92].

δέουντα, τα 1. χαιρετίσματα: δώσι τα δέουντα. 2. συνηθισμένα, επιβεβλημένα [12α, 78], έθιμα

δερνουρούγου, η (μτφ.) γυναίκα που γυρίζει στις ξένες πόρτες, αργόσχολη, κουτσομπόλα.

δέρου 1. δέρνω. 2. (μτφ.) περιπλανιέμαι, βασανίζομαι [21β, 242].

δέση, η 1. βλ. σταυρός. 2. φράγμα σε ρέμα από το οποίο ξεκινάει αυλάκι με νερό για να ποτίζουμε τα χωράφια.

Δέσποινα, η Παναγιά.

δευτιρόιννη, η προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά και είναι στον τρίτο χρόνο ζωής.

δημουσιά, η δημόσιος δρόμος.

διάβα κοπάδια σε πορεία που περνούν από τους ενδιάμεσους σταθμούς πηγαίνοντας στο ξεκαλοκαιριό ή στα χειμαδιά [12α, 78]

διαβαίνου διαβαίνω, περνώ.

διάβαση, η ανάγνωση ψαλμών, ύμνων και ευχών: ιένας παπάς λειτούργαϊ σ’ ιένα μαναστηράκι κι απ’ την πουλλή τη διάβαση κι απού την ψαλμουδία τριμούλιαξι του χιέρι του κι χύνει τα πουτήρια [3α, 190]..

διαβάτ’σσα, η διαβάτισσα, περαστική [27, 392].

διαγουμίζου λεηλατώ, αρπάζω, λαφυραγωγώ: κάτου στ’ Αρβανιτουχώρια κι στα βλάχικα κουνάκια κλέφτις βήκαν να πατήσουν κι ό,τι βρουν να διαγουμίσουν [3α, 71).

διακουνάρ’ς, ου ζητιάνος [17, 329].

διακουνιαρουσάκ’λου (μτφ.) ζήτουλας, αναξιοπρεπής.

διαλέου διαλέγω.

διαλιμένους, -η, -ου 1. διαλεχτός, αξιόλογος, παλληκάρι: ν-ήμαστι οι δόλιοι λιγουστοί, λίγοι κι διαλιμένοι. 2. καθαρός, απαλλαγμένος από κάθε ατόπημα ή κατηγορία: ήρθι καλός κι διαλιμένους.

διαλιχτός, -ή, -ό εκλεκτός.

διαλιώνα, η, βλ. διαλιώνας: τέτοιου λιβέντη πώς να μην τουν βάλ’ς στ’ διαλιώνα!

διαλιώνας, ου μέρος στο οποίο υπάρχουν πολλά πράγματα από τα οποία γίνεται διαλογή [12α, 78].

διάμι (πιθ.) διάβολε: φεύγα απού ’δω, ουρέ διάμι.

διαόλισσα, η θηλυκό του διάβολος: στουν Ιουρδάνη πουταμό τζαμάρα μη λαλήσεις, θ’ ακούσουν ν-οι διαόλισσες, θα πάρουν τη λαλιά σου [15α, 40].

διαουλιά, η 1. πονηριά, πανουργία. 2. πονηρή πράξη, συκοφαντία: αυτό είνι διαουλιά, αλλά δεν ξέρου ποιος ’ν έκανι. 3. αταξία: του παλιόπιδου ούλου διαουλιές κάνει.

διαουλίζου στέλνω στο διάβολο κάποιον βρίζοντάς τον: φεύγα απού ’δω, θα σι διαουλίσου.

διαουλουπαρμένους, -η, -ου (μτφ.) δαιμονισμένος, δημιουργεί άσχημες καταστά­σεις.

διαουλουσπαρμένους, -η, -ου (μτφ.) ανάποδος σαν παιδί διαβόλου, άτιμη ράτσα.

διάουλους, ου 1. διάβολος, σατανάς: μ’κρός διάουλους, τρανά τσαρούχια [19, τόμος 1ος, 337]. 2. (μτφ.) έξυπνος και πονηρός άνθρωπος. 3. πειραχτήρι: ξέρ’ς τι διάουλους είνι, δε σ’ αφήνει σι χλουρό κλαρί.

διαουρτάρι, του μικρή ποσότητα από γιαούρτι (μαγιά) που τη χρησιμοποιώ για να πήξω γιαούρτι.

διαούρτη, η γιαούρτι.

διαουρτουλόους, ου ένα μικρό ασκί στο οποίο βάζω το γιαούρτι [26, 111].

διάσ’μου,του διευθέτηση του νήματος για τοποθέτηση στον αργαλειό (από κουβάρια γίνεται διασίδι).

διασέλα, η, βλ.διάσιλου.

διασίδι, του νήματα (στημόνια) που υφαίνω στον αργαλειό, για να φτιάξω υφάσματα.

διάσιλου, του αυχένας, στενό πέρασμα ανάμεσα σε δυο ράχες: μες στης σμυρνιάς του διάσιλου κοιμάτι νια τριαντάφυλλου [3α, 180].

διάστρα, η 1. μέρος στο οποίο ιδιάζω (βλ. ιδιάζου) το στημόνι. 2. κομμάτι ξύλου εφοδιασμένο με μια κοντή λαβή και τρυπημένο με πολλές τρύπες αραδιασμένες σε δυο σειρές. Το μήκος του εργαλείου είναι περίπου 40 εκ. και το φάρδος του είναι περίπου 15 εκ. [27, 370].

διαστριμμένους, -η, -ου 1. διαστρεμμένος, κακός, μοχθηρός. 2. άτυχος: κι αυτήν η διαστριμμένη τι θα κάμει τώρα πο ’χασι τουν άντρα τ’ς;

διάτα, η διαταγή, εντολή: φώναξι τους συντρόφους του, διάτις να τους αφήσει [21β, 163].

διατάζου συμβουλεύω: ν-η μάνα της της έλιγι κι η θεια της τη διατάζει.

διαταμένα, τα καθιερωμένα, πατροπαράδοτα, έθιμα, αυτά που πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε σε μια τελετή ή σε μια εκδήλωση.

διάτανους, ου διάβολος: α! στου διάτανου, είπε ο γέροντας, κάπου χάνει, είνι τρύπιο από κόψιμο στο γδάρσιμο [4, έτος 13ο, 29].

διαφέρουμι ενδιαφέρομαι.

διαφιντεύου 1.προστατεύω, υπερασπίζομαι. 2. εξουσιάζω.

διαφιντής, ου διευθυντής.

διαφουρεύου κερδίζω [27, 392].

διάφουρου, του τόκος, κέρδος, ωφέλεια, συμφέρον: έχουν τουν άντρα στου πλιβρό κι διάφουρου δεν έχουν [3α, 186].

δίβιργα παγίδες για πουλιά: ν-έστησα τα δίβιργά μου, ήρθι ν-η πέρδικα κουντά μου [24, 74], βλ. και δίβρουχα.

δίβρουχα, τα διπλά βρόχια (παγίδες για πουλιά): κι ου κυνηγός σαν τ’ άικουσι πουλύ του κακουφάνη, στένει τα βρόχια σταϊ βουνά, τα δίβρουχα στους κάμπους [21α, Ιούνιος ’78, 3].

διδ’μάρκου, του 1. δίδυμο [17, 329]. 2. ομορφοκεντησμένο γαμπριάτικο τσιό­λι.

δικάζου υποχρεώνω κάποιον να εκτελέσει εντολή: ου πρόιδρους στα γιουμάτα (έθιμο του γάμου) τουν δίκασι να πιει πέντι κούπις κρασί.

δικαπινταχρουνούσα, η δεκαπεντάχρονη: κόρη ξανθιά πιντάμουρφη, κόρη δικαπινταχρουνούσα [15α, 296].

δικατή, η (πιθ.) δεκάτη, φόρος επί τουρκοκρατίας.: μίνια τη δίνου δικατή, την άλλη του δραγάτη, την τρίτη την καλύτιρη κρατού κι μαναχός μου.

δικατιά, η δεκάτη, φόρος επί τουρκοκρατίας [3α, 88].

δικηόρους, ου δικηγόρος.

δίκια, η γυναίκα που είναι μέτρια στο ύψος, αυτή που έχει ύψος κανονικό [15α, 302].

δίκιου, του μισθός, οφειλή, ρόγα: πέστι μου τι είν’ του δίκιου σας κι ποια είν’ η πληρουμή σας; [21β, 333].

δικιούμι υποχρεούμαι, είμαι υποχρεωμένος προς τους άλλους.

δικιουτής, ου κριτής, δικαστής στα σiναφικά δικαστήρια.

δικούλι, του δικράνι, διχαλωτό ξύλο που το χρησιμοποιώ για να απομακρύνω χόρτα, κοπριά, κ.ά. [12α, 78].

δικουχτώ (αριθμ.) δεκαοχτώ: ιννιά χιλιάδις πρόβατα κι ιννιά χιλιάδις γίδια, ιννιά ’διρφάκια τα φυλάν’ τα δικουχτώ κουπάδια.

διληβουριάς, ου τρελοβοριάς: σαν τράβηξι ν-ου διληβουριάς, γιε μου, κι φέρνει νια γαλιότα…

δίμ’του, του ύφασμα που το υφαίνω με δυο νήματα στον αργαλειό (στημόνι, υφάδι) και το χρησιμοποιώ για να φτιάξω σακάκια και παντελόνια.

διματσούλα, η μικρό δέμα από θαμνους με το οποίο φτιάχνω τις πρόχειρες ποιμενικές εγκαταστάσεις [26, 50].

δίμοιρου, του, βλ. φουρκή.

δίνου κουρίτσι λογοδίνω, παντρεύω.

δίνου φουτιά βάνω φωτιά: πάου κι χτίζου τη φουλιά στης καλαμιάς τη ρίζα. Δίνουν φουτιά στην καλαμιά.

διντρουλάκι, του (μτφ.) αγαπητικός: ποιος στου ’πι, διντρουλάκι μου, δε σαϊγαπού πουλάκι μου [3α, 147].

διουκίμι, του [25β, 93], βλ. δουκίμι.

διπλά γκδούνια, τα μεγάλα και βαριά προβατοκούδουνα.

δίπλα, η 1. πτυχή του φουστανιού. 2. ξύλινο δοκάρι που το τοποθετώ οριζόντια στο στήσιμο της τέντας [12α, 79]. 3. (επίρρ.) παράπλευρα. παίρουδίπλα ταϊ βουνά, περιπλανιέμαι στα βουνά.

διπλάρ’κου δίδυμο.

διπλάρα, η προβατίνα ή γίδα που γεννάει δίδυμα.

δίπλου κουνάκι ορθογώνιο κονάκι με δίριχτη σκεπή. δίπλους τζιουμπάνους (μτφ.) αναπαυμένος, χωρίς έγνοια για το βιο του: ουρθό φιγγάρι, δίπλους τζιουμπάνους· δίπλου φιγγάρι, ουρθός τζιουμπάνους.

διπλόδιμα, του η ενέργεια του διπλουδένου.

διπλουδένου δένω το αρνί με τη μάνα του και με μια άλλη προβατίνα που της ψόφησε το αρνί, για να το βυζάνει σαν δικό της [26, 26]

διπλουκουπανιά, η χτύπημα των ρούχων που πλένω με δυο κοπάνους. Εναλλάξ χτύπημα με δυο κοπάνους [3α, 198].

διπλουκύπρια, τα κυπριά που έχουν ανάμεσα στο πρώτο κοίλωμα δεύτερο μικρό κύπρο [26, 123].

διπλουπρουσκυνού προσκυνώ δυο φορές, επειδή έχω πολύ μεγάλο σεβασμό: τουν άγγιλου φιλεύουμι κι του Χριστό κιρνάμι κι την Παρθένα Παναϊά τη διπλουπρουσκινάμι.

διπλουτσιόκανα, τα μεγάλα και βαριά τσιοκάνια (βλ. λ.) που βάζουμε στα γίδια [26, 130].

διρμάτια, τα τομάρια [26, 106].

διρματιάζου βάνω το τυρί σε τομάρια, σε ασκιά [20, 134].

διρπανάτου, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 139].

διρπάνι, του δρεπάνι.

δίστρατα (επίρρ.) τόπος με σταυρο­­δρόμι: κι ήρθι κιρός κι αρρώστησι σα­­­ράντα μίνια μέρις κι απ’ τα σαράντα κι ύστιρα δίστρατα τουν αφήσαν [21β, 174].

δίστρατου, του σταυροδρόμι.

δίφουρη, η προβατίνα που γεννάει δυο φορές τον χρόνο.

διφτέρι, του τεφτέρι, μικρό βιβλιαράκι για σημειώσεις ή λογαριασμούς: θα κάμεις νιους για να σφαγούν, γιρόντους να πλαντάξουν, θα κάμεις κι τουν τσέλιγκα να σκίσει τα διφτέρια [3α, 108].

δίχους (επίρρ.) χωρίς.

δόγα, η βαρελοσανίδα [26, 362].

δόκανου, του παγίδα.

δόλιους, -α, -ιου κακόμοιρος, ταλαίπωρος: του δόλιου του Ξηρόιμιρου Θιός να του φυλάξει.

δόντι, του (μτφ.) αρχηγός: γυρνάει ν-ου Πάνους κι τους λέει, ν-ου Πάνους που ’ταν δόντι [21β, 205].

δόντια, τα κάθετα καλαμάκια που έχουν τα χτένια στον αργαλειό [22, 111].

δόσ’μου, του δούναι, έξοδα της στάνης.

δουδουκάρια, τα δόντια τραπεζίτες: νύφη μ’, πού ’ν τα δόντια σου, κι τα δουδουκάρια σου; [24, 91].

δουκίμι, του μέσο για δοκιμή, κριτηριο: λιθάρι ν-είχα στην πόρτα μου, δουκίμι στην αυλή μου [3α, 24].

δουκιώμι θυμάμαι, καταλαβαίνω ότι μου λείπει κάτι, νομίζω: ’ν αυγή δουκήθ’κα ’ν τσιούλα ’ν κάτσινα.

δουλιφτάδις, οι εργάτες: τα τρών’ ν-οι δούλοι του σπιτιού, τα τρών’ ν-οι δουλιφτάδις [4, έτος 17ο, 13].

δούλουμα, του η ενέργεια του δουλώνου.

δουλώνου δηλώνω.

δουμός, ου 1. κάθε σειρά (στρώμα) από σάλλωμα που μπαίνει στη σκεπή από το κονάκι [17, 176]. 2. απάγκιο και θαμνώδες μέρος.

δουντάκια, τα διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 138].

δουντουσαράκια, τα δόντια, δοντάκια: νύφη μ’, πού ’ν’ τα δόντια σου, τα δουντουσαράκια σου [21β, 341].

δουξάρια, τα (μτφ.) πόδια.

δουξουλουιά, η δοξολογία.

δουσιά, η δόση.

δραγκουμάρα, η αρρώστια στα ζώα, βλ. δραγκώνουμι.

δραγκώνουμι (για ζώα) αρρωσταίνω και άλλες φορές κουτσαίνομαι, «πιά­νομαι» από τα πόδια και άλλες φορές χάνω την όρασή μου [12α, 80].

δράκισσα, η δράκαινα: ν-ου Γιάννους ιρουβόλαϊ τη νύχτα τραγουδώντας. Ξυπνάει τ’ αηδόνια απ’ τις φουλιές κι τα στοιχειά απ’ τις κούρνις. Ξυπνάει κι νια δράκισσα απ’ την αγκαλιά του δράκου [3α, 29].

δρακουντιά, η φαρμακευτικό φυτό πόα, φιδόχορτο.

δράκους, ου υπερφυσικό ον, λαογραφικό μυθικό τέρας.

δράμι τρέξε [12β, 125].

δράμι, του υποδιαίρεση της οκάς (1 οκά = 1280 γραμμ., 1 δράμι = 3,2 γραμμ., 1 οκά = 400 δράμια).

δραμιάρ’κα, τα μικρές μπαλίτσες από μολύβι που τις βάζουμε μέσα στο κούφουμα του κουδουνιού για να βγάζει ήχο [26, 125].

δρασκ’λιά, η, βλ. δρασκίλι.

δρασκίλι, του διασκελισμός [27, 392].

δρασκιλίζου με ανοιχτά τα σκέλη υπερβαίνω κάτι.

δραχτουλόους, ου σακούλι στο οποίο βάζω τα αδράχτια.

δριπανόρραχη, η καμπούρα προβατίνα.

δρούγα, η χοντρό νήμα που μαζεύεται στο αδράχτι, όταν η περιστροφή του αδραχτιού γίνεται στην παλάμη [22, 104].

δρουμιάζου κατευθύνω το κοπάδι στο να ακολουθήσει την πορεία που πρέπει, το βάζω στον δρόμο του.

δρουπίκι, του δηλητηριασμένο αίμα που μαζεύεται στο σημείο εκείνο του ζώου που έχει δεχτεί τσίμπημα από φίδι [17, 310].

δρουσάτα (επίρρ.) δροσερά: ν-ιψές που χιόνιζι ψιλά κι έβριχι δρουσάτα, κόρην ν-ου νιος αϊγάπησι ξανθιά κι μαυρουμάτα [3α, 96].

δρουσιόμι δροσίζομαι: τ’ έχουν της Γκούρας ταϊ βουνά κι στέκουν βουρκουμένα; δίχους πάχνη παχνίζουντι, δίχους δρουσιά δρουσιόντι [15α, 49].

δρουτσίλι, του μπιμπίκι [27, 393].

δυγατέρα, η θυγατέρα: του παπα-Γιώργη ν-η ανιψιά του ρήγα η δυγατέρα για ιδές καμάρι που φουρεί.

δυγόνα, η προβατίνα που γεννάει προς το τέλος της περιόδου του γέννου.

δυγόνι, του αρνί που γεννιέται προς το τέλος της περιόδου του γέννου [25β, 95].

δύναμι δύναμαι, μπορώ, έχω ικανότητα.

δυστυχία, η κακοχρονιά.

δώθι (επίρρ.) προς τα εδώ, προς τη μεριά μου: ν-ούηδι κι πέρα πέρασα, ν-ούηδι κι δώθι βήκα [21β, 120].

δώκ’ τ ’ δώσ’ του: δώκ’ τ’ τα δέουντα. 



ειδήσματα, τα [25β, 95] 1. πράγματα: ήφιρι κάτι καλά ειδήσματα απ’ του παζάρι η Γιώργινα. 2. πράγματα αξίας: Είνι είδ΄σμα η τραχ’λιά τ’ς Μαρία.3. δαχτυλίδια των αρραβώνων [17, 221].

ειδίσια, τα πρώτη συνάντηση δυο υποψήφιων νέων για να αρραβωνιαστούν.

ειδίσματα, τα [17, 221], βλ. ειδήσματα.

είνι (με άρθρο) 1. βρίσκεται στη ζωή: τουν είνι ου μπαρμπα-Νούλας ακόμα; 2. παραμένει: κι του μαντίλι χάλασι κι η ξινιτιά την είνι.

είνουρου, του όνειρο: ψες είιδα στου είνουρό μου μαύρα μάτια στου πλιβρό μου [3α, 102].

είσμπα, η στενό κοίλωμα, άνοιγμα βράχου, σχισμή βράχου που με δυσκολία μπαίνει κάτι μέσα [12α, 81]

έλα γυρισμός.

εμουρφάδα, η ομορφιά.

εμουρφιά, η ομορφιά: τρεις χάρις σο ’δωκε ου Θιός, μα την αγιά τριάδα, την εμουρφιά, τη νουστιμιά, τη ροϊδουκουκκινάδα [3α, 87].

έμουρφους, -η, -ου όμορφος.

έμπλαξα 1. έμπλεξα, βρήκα τον μπελά μου. 2. συνάντησα κάποιον, έπεσα πάνω του,

έξουτα, τα έξοδα.

εξώλης 1. εντελώς καταστραμμένος 2. διεφθαρμένος [12β, 125].

επί ταύτου γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο [25β, 95].

επί τούτου επίτηδες.

έτσια έτσι ακριβώς.

Εύα, η (μτφ.) κακιά γυναίκα, μοχθηρή.

ευτυχία, η καλοχρονιά, χορταροχρονιά [20, 27].

ευτυχού είμαι ευτυχής, πετυχαίνω κάτι.

ευχημένους, -η, -ου αυτός που πήρε την ευχή, ευλογημένος [25α, 193].

έχητα, τα βλ. έχους.

έχους, του περιουσία, βιο [26, 26]: κράτ’σα πουλλές αρνάδις ’ια έχους φέτου. 



ζ’γιάζει η νύχτα, έρχονται τα μεσάνυχτα.

ζ’γιάστρα, η μέρος που ζυγιάζω τα προϊόντα μου.

ζ’γός, ου κορυφογραμμή.

ζ’γούρα, η θηλυκό ζυγούρι, (βλ. λ.).

ζ’γούρι, του χρονιάρικο αρνί.

ζ’γουριάρ’ς, ου τσομπάνος που βοσκάει τα ζυγούρια [26, 26].

ζ’γουρου- ή ζγουρο- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι τι δεύτερο συνθετικό ανήκει στο πρώτο: ζ’γουρόσταλους, ζ’γουρουκούδ’να, ζ’γουρουκόπαδου, ζ’γουρουμήλιου­ρου, ζ’γουρουμάντρι, ζ’γουρουτόπι, ζ’γουρουλίβαδου, ζ’γουρόμαλλου.

ζ’γουρουγινν’μένη, η γεννημένη ζ(υ)­γούρα, (βλ. λ.).

ζ’λάπι, του 1. άγριο σαρκοφάγο ζώο και κυρίως λύκος: μο ’καμι ζ’μιά απόψι του ζ’λάπι. 2. (μτφ.) αντικοινωνικός άνθρωπος, άβγαλτος: αυτός είνι ζ’λάπι, δεν ξέρει απού κόσμου.. 3. (μτφ.) ηλίθιος [27, 396]

ζ’λαπουφαουμένα, τα ζώα που έφαγε το ζουλάπι.

ζ’λούμι, του ζήλια με φθόνο, ζήλια που προκαλεί ζημιά [25β, 98].

ζ’μάκι, του λίγο νερό που τρέχει στο ρέμα.

ζ’μάρι, του, βλ. μπλανό.

ζ’μαρόπ’τα, η πίτα με κύριο συστατικό το ζυμάρι.

ζ’μουπόδια, η είδος γυναικείας ποδιάς.

ζ’μώστρα, η κατεργασμένο κατσικίσιο δέρμα πάνω στο οποίο ο τσομπάνος ζυμώνει το ψωμί του [1, 115].

ζ’τάει η φουράδα θέλει να ζευγαρώσει.

ζ’φός, ου 1. κούφιος, άδειος. 2. αδύνατος, αδύναμος [25β, 99].

ζαβά τόπια κακοτοπιές.

ζαβάκας, ου κοντούτσικος.

ζαβατιάρ’κους, -η, -ου ατίθασος, ανυπότακτος [25β, 96].

ζάβατους, ου θόρυβος που προέρχεται κυρίως απ’ τα πέλματα των ζώων που τρέχουν [12β, 126].

ζαβλάρι, του παλληκάρι.

ζαβόνι, του είδος κορώνας.

ζαβός, -ή, -ό ιδιότροπος, ανάποδος, κα­κός [27, 395]

ζαβουσύνη, η (μτφ.) δυστροπία, αναποδιά [27, 395].

ζαβουτόπι, του τόπος που έχει δύσκολη πρόσβαση, κακοτοπιά, απόκρημνο μέρος.

ζαβρακιασμένους, -η, ου 1. κακόμοιρος, καταβεβλημένος, ρυτιδωμένος. 2. άτυχος [27, 395].

ζαβώνου, βλ. ξιτσανίζου.

ζαγαλίκι, του ζημιά που γίνεται με πολλή πονηριά, με μεγάλη κατεργαριά [25β, 96].

ζαγάρι, του 1. κυνηγόσκυλο. 2. (μτφ.) κατεργάρης, τιποτένιος.

ζαγκανιέρα, η (μτφ.) δίφυλλη πόρτα που πηγαίνει πέρα δώθε.

ζαγκαρδίτσι, του, βλ. τσαγκαρδέλα.

ζαϊρές, ου τροφή για τα ζώα [17, 330].

ζαΐφκους, -η, -ου αδύνατος.

ζακατουτρουβάς, ου τροβάς που έχει μέσα τα απαραίτητα για το κέντημα ή το ράψιμο.

ζακόνι, του συνήθεια, ήθη, τρόποι [27, 395]

ζαλ’κώνουμι βάζω το ζαλίκι (βλ. λ.) στις πλάτες μου.

ζαλίκι, του φορτίο (από ξύλα κυρίως) που μεταφέρεται δεμένο στην πλάτη [26, 160]: σήμιρα ήφιρα δυο ζαλίκια ξύλα.

ζαλίκουμα, του η ενέργεια του ζαλ’κώνουμι.

ζαμάνια, τα μεγάλο χρονικό διάστημα, αιώνες: χρόνια κι ζαμάνια έχου να τουν ιδού.

ζαμπάρκουδου, του μικρή αρκούδα [24, 34].

ζαμπάς, ου σημάδι.

ζαμπλάκα, η ανημπόρια.

ζαμπούν’κα, τα αδύνατα ζώα.

ζαμπούν’ς ου άρρωστος, αδιάθετος.

ζανάτι, του 1. τέχνη, δουλειά. 2. συνήθεια, χούι: καλός, χρυσός, αλλά είχι του ζανάτι να κλέβει.

ζάντζα, η ιδιοτροπία, ελάττωμα, αναποδιά: αυτό του πιδί έβγαλι πουλλές ζάντζις.

ζαντζιάρ’κου, του έχει ζάντζα, (βλ. λ.).

ζαπ ζοπ τιριζόπ παιδικό παιχνίδι [21α, τ. 156].

ζάπι (επίρρ.) το να τιθασεύεις κάποιον άνθρωπο ή κάποιο ζώο ή κάτι άλλο: πανάθιμα τη μάνα σου που σ’ έστειλι στου γάμου κι σ’ είιδαν τα ματάκια μου κι ζάπι δεν τα κάνου.

ζάπουμα, του η ενέργεια του ζαπώνου.

ζαπώνου αρπάζω, κλέβω.

ζάρα, η 1. ρυτίδα. 2. σούφρα από τα υφάσματα.

ζαραλής, ου αρρωστιάρης ή αυτός που πάσχει από χρόνιο νόσημα: απού νιος ήταν ζαραλής.

ζαργάνα, η ευτελές ύφασμα, πολύ αραιό [25β, 96].

ζαρκαδούλα, η 1. θηλυκό μικρό ζαρκάδι. 2. είδος μανιταριού.

ζαρκώνουμι ντύνομαι.

ζάρκου, του 1. γίδι που έχει αραιό και πολύ κοντό τρίχωμα, σαν να μην έχει τρίχωμα. 2. βουνό που είναι γυμνό από δέντρα.

ζαρνάρα, η βουνίσιος μικρός καταρράχτης.

ζαρώνου 1. αποχτάω ρυτίδες. 2. (μτφ.) συστέλλομαι από φόβο, κάθομαι φοβισμένος σε μια γωνιά.

ζάφτου 1. νικάω, δαμάζω, τιθασεύω [17, 330]. 2. χτυπώ [12α, 82].

ζαχαράτα, τα κουφέτα, καραμέλλες.

ζαχαρουταϊσμένη, η (μτφ.) καλομαθημένη γυναίκα: πες μ’ αϊγαπημένη μου, ζαχαρουταϊσμένη μου, πώς ήσουν, πώς κατήντησες [3α, 103].

ζαχείλας, ου άνθρωπος με σαρκώδη χείλια.

ζγαντζό, του ανακατωμένο.

ζγαρλίζου ανακατώνω, ψάχνω, σκαλίζω: μη ζγαρλίζεις τ’ μύτη.

ζγαρόνι, του είδος από μανίκι που είναι εφαρμοστό στον καρπό του χεριού, είδος από περικάρπιο.

ζγκόλουβα, τα αρρωστιάρικα ζώα που δεν μπορούν να ακολουθήσουν το κοπάδι και μένουν στη στάνη.

ζέλι είνι του ψουμί δεν ψήθηκε καλά το ψωμί και «κρατάει», δε στράγγισε καλά.

ζέρβια (επίρρ.) αριστερά.

ζεύλα, η τεντωμένο πόδι που μοιάζει με ξύλο [12β, 126].

ζέχνου βρομάω, μυρίζω άσχημα.

ζηλιμένους, -η, -ου ζηλεμένος, αξιο­ζήλευτος, εξαίρετος: ν-ιδώ σι τούτη γειτουνιά κι στη μιγάλη Χώρα κάπ’ αϊγαπού κι ’γω μια νια, νια ζηλιμένη κόρη [3α, 148].

ζηλιρός, -ή, -ό ζηλευτός.

ζημιουμένους, ου (μτφ.) απατημένος σύζυγος.

ζήου ζω [27, 396].

ζιαπουμύτα, η γυναίκα που έχει πλατιά μύτη και πατημένη προς τα μέ- σα.

ζιβγώνου ζευγαρώνω: ποιος να ’ταν ν-ου προυξινητής, να τουν πουλυχρουνίσου, που ζεύγουσι τα δυο πουλιά, ν-αϊτό κι πιριστέρα [21α, Μάρτης ’79, 3].

ζιγκί, του, βλ. σιδηρόσκαλα.

ζιντζί, του, βλ. σιδηρόσκαλα [21β, 29].

ζιόγκους, ου διόγκωση, προεξοχή ενός σημείου του κορμού του ξύλου από το οποίο ξεκινάει κάποιο κλωνάρι και είναι στο σημείο εκείνο πιο παχύς ο βλαστός, ο κορμός, σαν να είναι πρησμένος [12α, 82].

ζιουβγάρι, του ζευγάρι.

ζιουματαριά, η μέρος που πλένω τα υφάσματα στο ποτάμι.

ζιουματούρα, η 1. πρόχειρο φαγητό (ζεματιστό νερό+ψωμί+λάδι πιπέρι). 2. σούπα με όσπρια και μπομπότα [25β, 99].

ζιουπάου πιέζω, σπρώχνω.

ζιουπλιάζου συνθλίβω.

ζιρ’φός, -ή, -ό αδύνατος [26, 70].

ζιρβά, τα απόσκια, ανήλια μέρη.

ζιρβόδιξια (επίρρ.) πότε αριστερά, πότε δεξιά.

ζιρβός, (ή ζιρβύς), ζέρβια, ζιρβό (ζιρβύ) 1. αριστερός. 2. ανήλιος: κάθι κουρφούλα κι σκουπό, κάθι ζιρβό λημέρι [15α, 66].

ζιρβουγυρίζου γυρίζω προς τα αριστερά ή πηγαίνω σε ανήλιο μέρος (ζερβό): κι νια λαφίνα, μανούλα μ’, ταπεινή δεν πάει κουντά στις άλλις κι ούλου τ’ αχώρια πιρπατεί κι ούλου ζιρβουγυρίζει [15α, 249].

Ζιρβουϊπούλα, η όμορφη ξανθιά γυναίκα. (πιθ.) Σερβοπούλα, Σερβίδα: ήθιλα να ’μαν χριστιανός, να ’μαν Σαρακατσιάνους, να πιάνουμουν να χόριβα σι Ζιρβουϊπούλας χέρι [21β, 213].

ζιφουπιθιρά, η αδύναμη, αδύνατη, γερασμένη: πήραν ναι ζιφουπιθιρά μι δώδικα νυφάδις [18, 200].

ζιχάτη, η κάπα καλής ποιότητας.

ζιχνουβουλάου βρομάω πολύ.

ζ’λαπκά, τα ζουλάπια, άγρια σαρκοφάγα ζώα και λύκοι κυρίως.

ζλούμινα, η ζηλιάρα με μένος, φθονερή γυναίκα που προκαλεί ζημιά με το φθόνο της [25β, 98].

ζ’μαρουλόους, ου ξύλινο δοχείο για το ζυμάρι.

ζμέτι, του 1. ακατάλληλο, σκάρτο σφα­χτό [20, 45]. 2. πρόστιμο για πρόκληση ζημιάς [25β, 98]. 3. (μτφ.) αχαμνός, αδύνατος, μικροκαμωμένος.

ζμουρίζου πιέζω, ζουλίζω.

ζντόρ’σμα, του μάλωμα, επίπληξη: το ’δουκα ιένα ζντόρσμα κι δε ματάκρινι.

ζντός, ου σωρός, πολύ [20, 339].

ζντράβι, του ξύλο με το οποίο καθαρίζω τη στάχτη από το φούρνο.

ζντρίγαλα, τα παιδικό παιχνίδι.

ζντρίμιρoυ, του το φυτό κυκλάμινο το ελληνικό που ο βολβός του μοιάζει με αγριοκρέμμυδο και τον χρησιμοποιώ για φυλαχτό στα κονάκια [20, 48].

ζντρόχιασμα, του η ενέργεια του ζντρουχιάζου.

ζντρουχιάζου στριμώχνω, στριμώχνω σε μια γωνιά: τα σκ’λιά ζντρόχιασαν του ζ’λάπι σ’ ιένα τσιουγκάνι.

ζόσματα, τα [17, 251], βλ. μαντ’λώ­ματα.

ζουγραφιστής, ου ζωγράφος: να φέρου του ζουγραφιστή για να σι ζουγραφίσει, να φκιάσει μάτια ’λιόμαυρα κι αφρύδια γαϊτανάτα [3α, 105].

ζούδι, του [12α, 83], βλ. ζούδιου.

ζούδιου, του 1. άγριο μικρό ζώο. 2. ζωύφιο. 3. ερπετό [12α, 83] 4. (μτφ.) άξεστος άνθρωπος.

ζουκουπάου βρομάω πολύ.

ζούλιου, του ώριμο φρούτο που το πιέζεις και είναι μαλακό [12α, 83].

ζούμπηρα, τα [25β, 99] μικρόζωα, ατελή σκαθάρια που σέρνονται στη γη: πρώτα θα του σάρουνι η νοικοκυρά, θα νάκαιγε μέσα κιάφι για να φύγουν τα ζούμπερα κι ύστερα θα νάμπαιναν μέσα [20, 13].

ζουμπηρός, -ή, -ό σκυφτός, καμπουριασμένος [26, 395].

ζούμπρωξα έσπρωξα απότομα.

ζουναράτη, η γίδα που έχει στο σώμα της ένα μπάλωμα (χρώμα διαφορετικό απ’ το κυρίως χρώμα) που μοιάζει με ζωνάρι.

ζουνάρι, του 1. ζώνη. 2. (μτφ.) γενιά [26, 35]: του σόι πααίνει ιφτά ζουνάρια. 3. βράχια στη σειρά που μοιάζουν με ζωνάρι. 4. στενή λωρίδα χωραφιού [17, 330].

ζουναρούλ’δις, οι παραγκώμι Σαρακατσιαναίων.

ζουντανά, τα ζώα.

ζουντόβουλου, του (μτφ.) ανθρωπάκι.

ζουπουμύτα, η [25β, 99], βλ. ζιαπουμύτα.

ζούρα, η κατακάθι στα υγρά [22, 90].

ζουρζουλεύου ψάχνω να βρω κάτι, σκαλίζω, ανακατώνω: στη στάχτη που ζουρζούλευϊ, γιε μ’, κι βρίσκει νια βιλόνα [21β, 343].

ζουρλαίνου 1. τρελαίνω. 2. -ουμι τρελαίνομαι.

ζουρλαμάρις, οι παλαβομάρες, παράλογες και άμυαλες πράξεις: πες τους να κάτσουν φρόνιμα, μην κάνουν ζουρλαμάρις, δεν είν’ ν-ου πιρσινός κιρός να κάνουν όπους θέλουν [21β,113].

ζουρλαμάς, ου αρρώστια που πιάνει τα ζώα και έχει αιτία το βάρος.

ζουρμπάδις, οι οπλοφόροι από άτακτα στρατιωτικά σώματα που ληστεύουν, βιάζουν και αυθαιρετούν.

ζουρμπαλίκι, του αυθαιρεσία, το να πετυχαίνεις κάτι με το έτσι θέλω, με τη βία [17, 330].

ζουρνάς, ου μύτη από το γουρούνι.

ζουστάρι, του 1. αντρική και κυρίως γυναικεία ζώνη που φοράμε στη μέση και είναι από ύφασμα ή δέρμα και είναι πολύ πλατιά [22, 115]. 2. -ιαοριζόντια λούρια (βλ. λ.) με τα οποία ζώνωτο κονάκι [26, 168].

ζούφιους, -α, -ου άδειος, κούφιος, κενός από περιεχόμενο [12α, 83]: η κουκόσια ήταν ζούφια.

ζουχιά, τα είδος φυτού, αγριολάχανο.

ζυγουριαράκης, ου νεαρός ζυγουριάρης, (βλ. λ.): τις δεκαπέντε του Μαϊού, Γιώργου κι Αντώνη μου, στις είκουσι του μήνα, ζυγουριαράκης κίνησι στα πρόβατα να πάει [15α, 91].

ζύγρα, η πυκνή συστάδα από θάμνους κυρίως κοντά σε υγρά μέρη [12α, 84].

ζύι, του 1. ζύγι, ζύγισμα, αποτέλεσμα από το ζύγισμα. 2. βαρύδια που χρησιμοποιώ στο ζύγισμα [12α, 84].

ζύιασμα τ’ς νύχτας μεσάνυχτα.

ζώγα, τα ζώα.

ζώνα, η ζώνη.

ζώσματα, τα [22,135], βλ. μαντ’λώ­ματα.

ζώστρα, η 1. ζώνη με την οποία ζώνουν τη μέση τους οι Σαρακατσιαναίοι [12α, 84] 2. λουρί ή υφαντή ταινία με την οποία σφίγγω το σαμάρι πάνω στο σώμα του ζώου. 



ήγκυρου, του πρωτόγαλο της προβατίνας, κ(ο)λιάστρα [12α, 85].

ήμαν ήμουν.

ημιράδι, του τόπος που βγάζει καλό χορτάρι [17, 330].

ήπατα, τα σηκώτια [25α, 172].

ηυκή, η ευχή: μι την ηυκή μου, κόρη μου, Θιός να σι προυκόψει.

ηυκιρού ευκαιρώ.

ηυκιώμι εύχομαι [17, 330]. 



θ’κάρι, του θηκάρι, θήκη μαχαιριού ή άλλου πράγματος.

θ’κιαστή, η μέρος που τοποθετώ τις διπλωμένες βελέντσες [25β, 101].

θ’μόμι θυμάμαι.

θα να θα: θα να ’ρ’ς στου γάμου;

θαλά [25β, 100] ρήμα στο τρίτο πρόσωπο που σημαίνει θέλει, πρόκειται, τάχα θέλει: κι αν σι σκουτώσουν, μουρέ Γιώργη μου, τ’ αρφανό, του ποιος θαλά σι κλάψει.

θαλάπουμα, του η ενέργεια του θαλαπώνου.

θαλαπώνου 1. κάνω κάποιον μαύρο στο ξύλο: άμα σι πιάσου, θα σι θαλαπώσου. 2. μαυρίζω, σκοτεινιάζω, βραδιάζω: θαλάπουσι για τα καλά. Βαθύ σκοτάδι είχε πέσει τώρα στο Τρίκορφο [23α, τ.3, 43]. 3. καλύπτω, σκεπάζω π.χ. τα αναμμένα κάρβουνα με στάχτη. 4. καταχώνω.

θαμάζου θαυμάζω, απορώ, εκπλήσσομαι: κι όσοι την είιδαν θάμαζαν κι του σταυρό τους κάνουν [21β, 263].

θαμαίνουμι [25α,89], βλ. θιαμιαί­νου­μι:θαμαίνουμι, λουϊζουμι πώς είν’ τ’ ανθρώπ’ ου κώλους, δίχους σκοινί, δίχους θηλιά κι στέκει σουφρουμένους.

θαμπά (επίρρ.) μισοσκότεινα, μισοσκόταδο.

θαμπουξικίν’μα, του το κίνημα της στάνης για τα χειμαδιά ή τα βουνά πριν φέξει καλά καλά.

θαμπώνει σκοτεινιάζει.

θαμπώνου (μτφ.) ζαλίζομαι.

θαραπαύουμι απολαμβάνω κάτι, ευχαριστιέμαι πολύ από κάτι: θαραπαύ’κα ζιστούλα κι φαγάκι.

θαράπειου, του αυτό που μου προκαλεί αγαλλίαση.

θαράπουμα, του, βλ. θαράπειου.

θαραπουμένους, -η, -ου, βλ. θαραπα­μένους: στην καλύβα μ’ ν-ου καημένους κάθουμαν θαραπουμένους.

θαρριμένους, -η, -ου με θάρρος, άφοβος, γεναίος.

θάρρου μου φαίνεται, νομίζω.

θαρρού θαρρώ, νομίζω, φαντάζομαι: δεν του θαρρούσα, Έλυμπι, βρε γέρου Έλυμπι, του Μάη να σκουτειδιάσεις, του Μάη να ρίξεις τις βρουχές [7α, 75].

θάφτου θάβω.

θε θα, θέλω να: ποιος έχει γρόσια κι φλουριά, ικειόςς θε να την πάρει [3α, 107).

θειάκου, η υποκοριστικό του θεία [26, 396].

θειαφουκιέρι, του τεχνητό μέσο με το οποίο ανάβω φωτιά [26, 287].

θέρμη, η πυρετός.

θηλ’κάρια, τα μεγάλες ασημένιες διπλές καρφίτσες [27, 374].

θημουνιά, η σωρός, δεμάτια το ένα πάνω στο άλλο.

θιάμα, του θαύμα.

θιάμαγμα, του θαύμα: ποιος είιδι τέτοιου θιάμαγμα παράξινου μιγάλου, άιντι, Δρουσούλα μ’, άι, να κουβιντιάζουν ταϊ βουνά, να χλίβουντι κι οι κάμποι [21β, 169].

θιαμάζου, βλ. θαμάζου.

θιαμιαίνουμι θαυμάζω, απορώ από κάτι το θαυμάσιο αλλά και από αμηχανία: έχασα τα πρότα μ’, κι έμ’να κι θιαμαίνουμι [17, 58]. Εκπλήσσομαι από κάτι όμορφο που βλέπω: βρίσκου νια κόρη ρουϊδουνιά, ξανθιά κι μαυρουμάτα. Στέκου κι τη θιαμαίνουμι, στέκου κι τη ρουτάου [24β, 101].Μένω με το στόμα ανοιχτό από αυτό που βλέπω [12α, 85], από θαυμασμό δεν μπορώ να σκεφτώ.

θιλός, -ή, -ό θολός.

θιλώνου θολώνω.

θιουκιρατάς, ου μεγάλος κερατάς [3α, 195]..

θιουρίζουμι βρίσκομαι σε αμηχανία, δεν ξέρω τι να κάνω, σκέφτομαι τι να κάνω: χιόν’ζι άκουπα τρεις μέρις κι τρεις νύχτις κι έμ’να κι θιουρίζουμαν τι να τα κάμου τα πρότα.

θιουρίχνου 1. επικαλούμαι τη βοήθεια του Θεού για αδικία που μου έγινε. 2. –ουμι, βλ. θιουρίχνου.

θιουσκουτουμένους, -η, -ου (μτφ.) κα­­κός, σκληρός, άπονος, άδικος, καταραμένος: ουρέ, θιουσκουτουμένι πότι μου’φιρις ιμένα πέντι ντινικέδις λάδι; [7β, 124].

θιουτ’κά, τα αυτά που προέρχονται από τον Θεό.

θιρίζει του κρύου (μτφ.) κάνει πολύ κρύο

θιριόκουψι η πείνα πεινάω πάρα πολύ [21α, τ. 164, 19].

θιρμαίνουμι έχω πυρετό.

θιρμαίνουντι τα ζώγα αρρωσταίνουν, όταν εκτίθενται για πολλή ώρα στον ήλιο.

θιρμασιά, η πυρετός [12α, 85]. αυτός ούδι τ’ θιρμασιά τ’ δε δίνει.

θιρμός, ου ζεστό νερό.

θιρμουζάχαρη, η πρακτικό φάρμακο για αυτούς που θερμαίνονται, δηλ. έχουν πυρετό (ζεστό νερό +ζάχαρη).

Θιρτής, ου Θεριστής, ο μήνας Ιούνιος.

θκό μ’, θκό σ’, θκό τ’ δικό μου, δικό σου, δικό του.

θ’ληκώνουμι κουμπώνομαι.

θ’λιάζου θηλιάζω, πιάνω θηλιές το υφάδι μέσα στο στημόνι.

θ’λιαστό, του 1. θηλιαστό, πλεγμένο με το βελονάκι, θηλιά προς θηλιά 2. είδος από στρωσίδι.

θ’λυκάρι, του θηλυκάρι, κούμπωμα της ποδιάς στη μέση της γυναίκας.

θ’λύκι, του θηλύκι, θηλιά.

θουριά, η θωριά, εξωτερική εμφάνιση του ατόμου: νύφη μου, μη μαραίνισι κι χάνεις τη θουριά σου [7α, 17].

θράκα, η ανθρακιά, καμένα κάρβουνα στη γωνιά, στη βάτρα [26, 48].

θρασίμι, του ψοφίμι [17, 330].

θράσιου, του ζώο που ψόφησε προτού προλάβει ο βοσκός να το σφάξει: πήγι θράσιου του έρ’μου.

θρόνιασμα, του η ενέργεια του θρουνιάζου.

θρουίζου 1. δημιουργώ ελαφρό θόρυβο. 2. -ουμι θορυβούμαι.

θρούμπα, η ύφασμα (10-12 ουριές) μαζεμένο ρολό.

θρουνί, του θρόνος.

θρουνιάζου τοποθετώ σε θρόνο.

θρουφή, η τροφή [17, 330].

θυμητ’κό, του μνήμη.

θύμουσι πρήστηκε: πάτ’σα νια πρόκα κι μ’ θύμουσι του πουδάρι. θύμουσι ου κιρός αγρίεψε

θύρις, οι περάσματα του χτενιού στον αργαλειό (διάστημα μεταξύ δύο δοντιών στο χτένι) [22, 111].

θυρουκόβουμι είμαι απελπισμένος, τα έχω χαμένα, δεν ξέρω τι να κάνω: θυρουκόβιτι η έρμη η Πανάιου [25β, 102].

θυρουστόμι, του μια μικρή πορτούλα στο μάτι (βλ. λ.) της στρούγκας [26, 48]. 



ια, για

ιατί ,γιατί.

ίγγλα, η ζώνη με την οποία δένω σφιχτά το σαμάρι στο σώμα του ζώου, ζώστρα [3α, 195].

ιγγλουμένου, του άλογο ή μουλάρι που του έχω περάσει ίγγλες.

ιδγιάζου [24, 47], βλ. ιδιάζου.

ιδέσια, τα, βλ. ειδίσια.

ιδιάζου προετοιμάζω με ειδικό τρόπο τα νήματα από το στημόνι, για να τα πάω στον αργαλειό και να τα υφάνω.Το κάθε κουβάρι νήμα γίνεται μια κλωστή που τυλίγεται πολλές φορές στην ιδιάστρα και πολλές κλωστές μαζί φτιάχνουν το διασίσι: στους ουρανούς τα ίδιαζαν, στους κάμπους τα υφαίνουν κι στουν αφρό της θάλασσας τα πλένουν, τα λιφκιαίνουν.

ίδιασμα, του [22, 109] η ενέργεια του ιδιάζου, (βλ. λ.).

ιδιάστρα, η, βλ. διάστρα.

ίδρουσι του τυρί έβγαλε νερό πάνω στην επιφάνειά του, που σημαίνει ότι η πήξη ολοκληρώθηκε (έγινε), και είναι έτοιμο για την τσαντίλα [20, 133).

ίδρουτου, του ιδρώτας [27, 397].

ιδρώπκας, ου ιδρώτας [12β, 128].

ιδώθι προς τα εδώ [25β, 103].

ιδώια (επίρρ.) εδώ ακριβώς.

ικανώνουμι ικανοποιούμαι, γιατί έγινε το δικό μου, καθιστώ τον εαυτό μου ικανό [25β, 103].

ικειαϊά (επίρρ.) εκεί ακριβώς.

ικειόια εκείνο εκεί.

ικειός, ικείνη, ικειό (αντ.) εκείνος: ικειό του πιδί τ’ Νάνη πουλύ αλάνταβου είνι.

ιλάτι, του έλατος [27, 393].

ιλατιάς, ου πανύψηλος έλατος.

ιλιάτσι, του θεραπευτικό φάρμακο [12α, 87].

ίλιγγας, ου ζωικό παράσιτο (μικροσκοπικό έντομο).

ινάντιους, -α, -ου ενάντιος, αντίθετος, αντίπαλος.

ινάτι, του γινάτι, θυμός.

ιννιάρα, η 1. εννιάρα, παιδικό επιτραπέζιο παιιχνίδι που παίζεται με εννιά άσπρα και εννιά μαύρα χαλίκια [17, 211]. 2. κακκάβι (χύτρα) που χωράει εννιά οκάδες.

ιντουλές, οι [4, έτος 7ο, 42], βλ. γιουμάτα.

ιξόν (επίρρ.) εκτός.

ιπιλουή, η παραλογή: σουπάσιτι, λαρώσιτι, ν-αρχουντικά τραπέζια, για να σας που νια ιπιλουγή κι έναν μιγάλου λόγου [21β, 40].

ιπριόπιρσι (επίρρ.) πρόπερσι [27, 424].

ιργάτ’σσα, η εργάτρια.

ισιάδα, η (μτφ.) κοινά αποδεκτή αλήθεια, αλήθεια: ιγώ θα ’που ’ν ισιάδα, ψέματα δεν ξέρου.

ισιάζου 1. (μτφ.) συμφωνώ, τελειώνω μια πράξη: τα ίσιασαν οι συμπιθέροι. 2. τακτοποιώ, διευθετώ.

ίσιαμι δω μέχρις εδώ. ίσιαμι ικεί μέχρις εκεί. ίσιαμι τώρα μέχρι τώρα.

ισιόκουρμους, -η, -ου λυγερόκορμος, ευθυτενής.

ίσιουμα, του ισιάδι, επίπεδο και ομαλό μέρος, λάκκα.

ίσκιουμα, του δαιμονικό.

ίσκιουμα, του πρόκειται για τον άνθρακα, αρρώστια που προσβάλλει και τα ζώα αλλά και τον άνθρωπο. Αυτήν την ασθένεια οι Σαρακατσιαναίοι την αντιμετωπίζουν δεισιδαιμονικά [20, 250].

ισκιουμένους, -η, -ου βλέπει φαντάσματα.

ίσκιους, ου (μτφ.) 1. το βάρος της παρουσίας ενός ανθρώπου, η σοβαρότητα της προσωπικότητάς του: άνθρουπους μι ίσκιου ου μπαρμπα-Νάσιους, οι γκβέντις τ’ μίνια κι μίνια. 2. η «νοστιμιά» στον άνθρωπο. 3. ένα είδος σκεπαστής βεράντας μέσα στο φριτζιάτο, (βλ. λ.) [22, 54].

ισκιουτόπι, του τόπος (διάσελο) που πιστεύω ότι εκεί μπορεί κάποιος να συναντήσει δαιμονικά, αγερικά, φαντάσματα.

ισκιώνου 1. (μτφ.) δίνω αξία, εμπνέω σεβασμό: χρυσή μηλίτσα ν-είχαμαν, μάνα μου, στην αυλή μας κι ήρθαν ξένοι παντάξινοι, μάνα μ’, κι μας την πήραν. Ξίσκιουσαν του σπιτάκι μας κι ισκιώσαν του δικό τους [3α, 150].2. ομορφαίνω.

ίσκνα, η μύκητας που βγαίνει στις φλούδες των δέντρων και γίνεται φιτίλι για το τσιακμάκι [26, 107].

ιταίρι, του σύζυγος ή σύζυγος.

ίταμους, ου φυτό που μοιάζει με το έλατο.

ιτεύου γιατρεύω με γιατροσόφια [25β, 104].

ίτιμα, του γιατριά, ιατρική περιποίηση διογκωμένου μέρους του σώματος από σκύλο ή λύκο με το χύσιμο επάνω στο πληγωμένο μέρος ζεστού λαδιού [12α, 88].

ίτσια, τα χαμόκλαδα με λουλούδια: για άιστι μας, κουρίτσια, στου γιαλό, να μάσουμε τα ίτσια, τα τριαντάφυλλα [15α, 159].

ιφκιαίνουμι εύχομαι, εκφράζω τις ευχές μου στο τσούγκρισμα των ποτηριών [27, 395].

ιχλές, ου επιθυμία να καρπωθείς για τον εαυτό σου από ένα μεσιακό πράγμα (συνεταιρικό) κάτι παραπάνω από αυτό που δικαιούσαι και να έτσι να αδικήσεις τον συνέταιρό σου: καλή κι άια η συνν’φάδα μ η Αντρέινα’, όταν ήμασταν ακόμα αντάμα, αλλά είχι ιχλέ.

ιχλής, ου πρακτικός γιατρός (ορθοπεδικός) [12β, 128].

ιχούμινους, -η, -ου αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, πολύ βιο, πλούσιος [27, 395].

ιψές (επίρρ.) εχτές το βράδυ: ν-ιψές που μπήκα στου χουρό, που μπήκα να χουρέψου, μο ’πισι του μαντίλι μου κι η φούντα απ’ του σπαθί μου.

ιψουμα, του Κυριακές και επίσημες μέρες που τις έχω ταμένες να τις γιορτάζω [21α, τ. 162].


κ’λάρφανους, -η, -ου αυτός που γεννιέται μετά το θάνατο του πατέρα του [17, 332].

κ’λιάστρα, η το πρώτο γάλα μετά τη γέννα της προβατίνας που είναι πολύ παχύ και πολύ νόστιμο [26, 72].

κ’λός, -ή, -ό 1. ανάπηρος. 2. κατάκοιτος.

κ’λούρα, η κουλούρα, ψημένο ψωμί σε στρογγυλό σχήμα και μεγάλο μέγεθος.

κ’λούρι, του γυμνή περιφραγμένη έκταση.

κ’λουριάζουμι κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι.

κ’λουρουτρουβάς, ου τροβάς στον οποίο βάζω την κουλούρα για το γάμο και είναι γεμάτος κεντίδια.

κ’νάου τ’ στάνη ο τυροκόμος (μπάτζιος) αρχίζει την τυροκόμηση πάνω στο βουνό.

κ’ρουνουγάγια, τα βολβοί που τους προτιμούν οι κουρούνες.

κ’τάζουμι 1. κείτομαι καταγής: κ’τάσ΄ ικεί π’ κάθισι κι μη ταράζισι. 2. είμαι άρρωστος

κ’τάρι, του το ύστερο των ζώων μετά τη γέννηση, πλακούντας [17, 332].

κ’τούκι, του πολύ παχύς άνθρωπος, αυτός που «έκλεισε» από το πάχος: γίν΄κι κτούκι κι κάνια μέρα θα σκάσει.

κ’τσαμός, ου κουτσαμάρα.

κ’τσιούμπα, η, βλ. κτσιούμπι.

κ’τσιούμπας, ου (μτφ.) ψηλός και υπέρβαρος άνθρωπος.

κ’φά πρότα πρόβατα των οποίων τα αφτιά δεν έχουν καθόλου πτερύγιο παρά μόνον ακουστική οπή [23α, τ. 3, 39].

κ’φάρι, του το σώμα από το ζώο, το κορμί του: αυτό του κριάρι έχει κ’φάρι.

καβαλ’κιεύου ανεβαίνω καβάλα, ιππεύω.

καβαλάου καβαλικεύω: το ’να ρίχνει ψιλή βρουχή, τ’ άλλου βαρύ χαλάζι κι η Μάρου μι τη ρόκα της στου φάρου καβαλάει.

καβαλάρ’ς, ου 1. καβαλάρης, ιππέας. 2. οριζόντιο μεγάλο δοκάρι στην κορυφή της στέγης [25, 228] 3.οριζόντιο τεντόξυλο .

καβαλαραίοι, οι καβαλάρηδες.

καβαλαρία, η έφιππη συνοδεία.

καβαλαρίας τραγούδια τραγούδια που λέει το συμπεθεριακό στη στράτα, καθώς πηγαίνει έφιππο για να πάρει τη νύφη.

καβαλίκα έμπα καβάλα: του βρεις, δεν του βρεις τ’ άλουγου, καβαλίκα του κι έλα.

καβαλίνα, η αλογοκοπριά [26, 108].

καβάλις, οι αντρικό παιχνίδι [4, έτος 13ο, 30].

καβαλότουπα, η παιχνίδι για μεγάλους.

καβαλουβέλιντζα, η βελέντζα που βάζω στη σέλα από το άλογο.

καβούλι βάνου ορίζω συνάντηση: βάλτι καβούλια σίγουρα, σιαπού θ’ ανταμουθούμι [21β, 174].

καβουρμάς, ου κρέας καβουρδισμένο που συντηρείται.

καβουρντίζου ξερoψήνω, τσιγαρίζω.

καγκέλι, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη, ζικ-ζακ [26, 360].

καγκιλουφκιασμένους, -η, -ου αυτός που είναι φτιαμένος με κάγκελα: του τίνους είνι τ’ άλουγα που βόσκουν στα μπαΐρια, του τίνους είνι τα μαντριά τα καγκιλουφκιασμένα.

καγκιλουφρύδα, η (μτφ.) γυναίκα με λεπτά και καμαρωτά φρύδια.

καγκιόλια, τα μονοπάτια με στροφές.

καδάδις, οι τεχνίτες που φτιάχνουν τα καδιά, (βλ. λέξη) [26, 361].

καδένα, η αλυσίδα.

κάδη, η, βλ. καδιά, κάδη λέμε και τη βούρτσα, (βλ. λ.).,

καδί, του ξύλινο δοχείο για γάλα ή για άλλα προϊόντα.

καένας, ου κανένας.

καζαναριό, του πλυσταριό [26, 305].

καζανουσάκια, τα σακιά στα οποία βάζω τα καζάνια, μέσα στα καζάνια βάζω γυαλικά και τα μεταφέρω.

καζαντίζου αποχτώ περιουσία, κερδίζω.

καζάντιου, του κέρδος.

καζιάκα, η ξύλινο φορείο, ξυλοκρέβατο.

κάηκι η πρατίνα δεν την αρμέξαμε στην ώρα της και μπορεί να πάθει μαστίτιδα.

καήλα, η 1. κάψιμο, αίσθηση του καψίματος και πόνος που προέρχεται απ’ αυτό [12β, 128]. 2. (μτφ).στε­νοχώρια, πρόβλημα: ούλουν αυτόν τουν κιρό του ’χα καήλα.

καθάριου, του σιταρένιο ψωμί: καθάρια κ’λούρα σ’ έχου;

καθάριους, -α, -ου (μτφ.) 1. έντιμος: άπιαστους κλέφτ’ς, καθάριους ν’κουκύρ’ς. 2. αθώος, απαλλαγμένος από κατηγορία.

κάιας, ου 1. κακός, εγκληματίας. 2. ανεπιθύμητος: μην πααίνιτι κουπέλις ’ια τσιάι, θα πιράσει σήμιρα απ’ τα κουνάκια ικειός ου κάιας ου ντραγάτ’ς. 3. γουρσούζης [12α, 88]. τι μόκαμις, μουρέ κάια;

καίου ακυρώνω (τη σημασία αυτή χρησιμοποιώ πολύ στα παιχνίδια) [13, 93].

καιπέ και μετά, και ύστερα.

καΐπι εξαφανισμένος, άφαντος [17, 280]: φόρτουσι τ’ αλεύρι κι καΐπι ου Καραϊάνν’ς.

καϊπώνου κρύβω κάτι και δύσκολα το βρίσκει κάποιος, το εξαφανίζω.

κακαγειώμι 1. κακαρίζω. 2. φλυαρώ [27, 355].

κακαντρίκους, ου ανθρωπάκι.

κακαντρούλ’ς, ου ασήμαντρος άντρας, ανθρωπάκι [27, 397].

κακαράντζα, η βουνιά του προβάτου και του γιδιού που έχει στρογγυλό μικρό σχήμα.

κακαρώνου 1. μένω ακίνητος και άναυδος, «κοκαλώνω», μένω ξερός. 2. πεθαίνω από το κρύο, τα τινάζω [12α, 88].

κακή του μέρα είνι είναι παλιάνθρωπος: ούδι να σ’ κρίνει ούδι να τ’ κρίν’ς, είνι κακή του μέρα.

κάκια, η έχθρα, μνησικακία.

κάκιουμα, του η ενέργεια του κακιώνου.

κακιώνου θυμώνω, κατεβάζω τα μούτρα: Δισπούλα μ’, τι μας κάκιουσις,τι ν’ είσι κακιουμένη; Δέσπου του Λιακατά [3α, 44].

κάκκα, τα ανθρώπινα περιττώματα (στη γλώσσα των νηπίων).

κακκάβι, του χάλκινη χύτρα.

κακκαβούλι, του υποκοριστικό του κακκάβι.

κακόπλαγου, του κακοτράχαλη πλαγιά.

κακός, -ιά, -ό 1. έξυπνος, επιδέξιος [26, 398] 2. ικανός: κακός άντρας ικειός ου Γιουργατσέλ’ς, άρμιξι μαναχός τ’ τρακόσις γαλάρις! 3. άτυχος.κακιά 1. άτυχη, κακότυχη; ηκακιά η Αυδουκιά. 2. ανεπιθύμητη; Όπουτις πέραγαμαν απ’ ’κακιά τ’ Ριβινή.

κακου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το δεύτερο συνθετικό είναι κακό, δύσκολο, άσχημο, απρεπές: κακουγνουμιά, κακουγραμμένους (άτυχος), κακουκρένου, κακουτίναχτη, κακουτράχαλους, κακουχειμασμένους, κακουχρουνιά, κακουμάντζαλους (ατημέλητος), κακουπαντρεύου, κακουπουρεύου, κακουφαν’σμός (δυσαρέσκεια), κακουπαθαίνου, κακόγνουμους, κακουγνουμιά, κακότ’χους, κακουγείτουνας, κακουχείμουνου, κακουτουπίζουμι.

κάκου, η θεία: θα πάμι φ’λιά σ’ν κάκου-Ρίνα.

κακουδιάλιχτους, -η, -ου αυτός που δεν είναι ικανός, αυτός που είναι δεύτερης διαλογής: κακουδιάλιχτους ου γαμπρός.

κακουκιέφαλους, -η, -ου 1. ισχυρογνώμονας. 2. αστόχαστος.

κακουσ’μαδιά, η κακό σημάδι, κακός οιωνός, ένδειξη ότι θα πάθω κάτι κα­κό (πρόληψη).

κακουφάουτους, -η, -ου αυτός που δεν τρώει οτιδήποτε ή δεν του αρέσει το φαγητό: αχάμνυνι του πιδί, ’ιατί είνι κακουφάουτου.

κακουχούιτους, -η, -ου αυτός που έχει άσχημα χούγια, δύστροπος.

καλ’βουδάσκαλοι, οι δάσκαλοι που μαθαίνουν τα Σαρακατσιανόπουλα γράμματα στα βουνά.

καλ’βουμάντρι, του είδος από μαντρί σαν το μονό αδίπλα καλύβι [26, 67].

καλ’βουσφύρι, του σφυρί με το οποίο χτυπάω τα καρφιά που στηρίζουν τα πέταλα στις οπλές των αλόγων.

καλ’βουτόπι, του μέρος που διαλέγω και είναι κατάλληλο για να φτιάξω το κονάκι μου.

καλ’γώνου πεταλώνω τα ζώα.

καλ’μέρα σ’, βλ. καληώρα σ’.

καλ’μέρι μ’, βλ. καληώρα σ’.

καλ’μέρι, του τραγούδι (σαν μοιρολόι) του αποχαιρετισμού, τραγούδι λυπητερό του ξενιτεμού, μοιριολοτράγουδο: νύχτουσι κι βράδιασι, γιατί δεν ήρθις ακόμα -καλ’μέρα σ ’- στην ξινιτιά που βρίσκισι, του ποιος σου στρώνει του στρώμα -καλ’μέρα σ’- [17, 258].

καλ’μιράου 1. εύχομαι καλημέρα. 2. τραγουδάω (σαν να μοιρολογώ) πονεμένα για τον ξενιτεμένο. Η Σαρακατσιάνα συνηθίζει να καλ’μιράει μόνον όταν είναι μόνη της στο λόγγο, στο κονάκι ή κάπου αλλού. Το κάνει για να διώξει από πάνω της τον πόνο της νοσταλγίας για τα αγαπημένα της πρόσωπα. Κα­λ’­μιράει, όταν έρχεται σε πνευματική επικοινωνία με τον ξενιτεμένο [21β, 326].

καλάγκαθου, του καλόηθες σπυρί.

καλαμάτις, οι μεγάλα μεταξωτά καλαματιανά μαντίλια που κρεμάει η νύφη στη φορεσιά της [4, έτος 7ο, 24].

καλαμίδα, η μικρή καλαμένια φλογέρα [26, 148].

καλαμίδια, τα δυο ξύλα στα οποία τυλίγω το διασίδι αλλά και ξεμπερδεύω το διασίδι στον αργαλειό.

καλαμίζου περιτυλίγοντας το νήμα φτιάχνω μασούρια, (βλ. λ.): νια κόρη, νια Αγραφιώτισσα κι νια Αγραφιωιτουπούλα, ν-ανέμιζι, καλάμιζι κι ψιλουτραγουδούσι.

καλαμουβύζα, η προβατίνα ή γίδα με μακριές και χοντρές θηλές στο μαστάρι της [26, 32].

κάλαμους, ου καλαμιά, καλάμι.

καλανέβατους,-η, -ου. 1. αυτός που τον ανεβαίνω εύκολα. 2. (μτφ.) αυτός που είναι γεμάτος καλοσύνη: αυτός ήταν σ’κιά καλανέβατη.

καλαντάρι, του θήκη όπου βάζω το μελανοδοχείο και την πένα για το γράψιμο: κι ικείνου που χαμήλουσι κι ικειό που χαμηλώνει, κρατεί στα χέρια του χαρτί, χαρτί κι καλαντάρι [15α, 89].

καλάντρας, ου καλός σύζυγος [25β, 105]

καλάρμιχτη, η προβατίνα ή γίδα που την αρμέγω εύκολα.

καλ’γουθήκη, η σακούλι με τα σύνεργα του πεταλωτή.

καλέκι, του ένα από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζω το τσιλίκι (παιδικό παιχνίδι) αλλά και το ίδιο το παιχνίδι [13, 93].

καλή μέρα ημέρα που επιτρέπεται κάθε δραστηριότητα (π.χ. Πέμπτη).

καλή νύφη ηθική, παρθένα.

καλημιράου καλημερίζω [15α, 91].

καλησπιρίζου εύχομαι καλησπέρα: ν-ούλις οι νιες απέρασαν κι ούλις καλησπιρίζουν. Πέρασι κι η αϊγάπη μου κι δεν καλησπιρίζει [3α, 109].

καληώρα σ’ γυναικεία έκφραση-ευχή που δείχνει αγάπη, συμπάθεια, καλοσύνη, καταδεχτικότητα. Τη λένε οι γυναίκες, κυρίως όταν συναντούν αγαπημένα πρόσωπα: ήρθις, καληώρα σ’.

καλιγούσια, -κου λάια (μαύρη) προβατίνα με άσπρα πόδια ή άσπρους δακτύλιους στα πόδια. Μαύρο αρσενικό πρόβατο με άσπρα πόδια ή άσπρους δακτύλιους στα πόδια. [23α, τ.3, 36].

καλιμπαρδί, του χρώμα πολύ κοντά στο πορτοκαλί.

κάλισιους, -α, -ου [12α, 89], βλ. κάλλισιους.

κάλισμα, του προσκλητήριο του γάμου [17, 224].

καλιστάδις, οι καλεσμένοι του γάμου.

καλλιάζου συνταιριάζω τέλεια μεταξύ τους δυο ή περισσότερα πράγματα ή εξομοιώνω κάποιον με κάτι, τον κάνω εξ ίσου καλό με κάτι άλλο [12α, 89]: καρτέρι λίγου να καλλιάσου τ’ς μιριές απ’ του φόρτουμα.

κάλλιασι έτυχε.

κάλλιασμα, του η ενέργεια του καλλιάζου.

καλλίσια, τα καλύτερα ρούχα [25α, 91].

κάλλισιους, -α, -ου [25α, 131] 1. πρόβατο με άσπρο μαλλί που έχει μαύρα στίγματα κυρίως στα μάτια και στο μέτωπο και μερικές φορές στα πόδια ή στα αφτιά (το ομορφότερο πρόβατο στο κοπάδι) [23α, τ. 3, 34]. 2. όμορφος και μαυρομάτης άνθρωπος: ψ’λός, λιγνός κι κάλλισιους ου γαμπρός.

καλό μ’ φράση που λέω χαϊδευτικά για να καλοπιάσω κάποιον και κυρίως τα μικρά παιδιά [22, 76].

καλόβουλους, -η, -ου καλοπροαίρετος, καλόγνωμος.

καλόγνουμις, οι νεράιδες, υπερφυσικά όντα [22, 80].

καλόημιρις, οι νεράιδες [22, 80].

καλόιμοιρη, η καλότυχη, καλόμοιρη: καλότυχη, καλόιμοιρη του Κουσταντή ν-η μάνα.

καλός, -ή, -ό 1. ωραίος, όμορφος. 2. γερός, υγιής.

καλότ’χις, οι νεράιδες, φαντάσματα.

καλότ’χους, -η, -ου ο καλότυχος: καλότυχά ’νι ταϊ βουνά, καλουγραμμένοι ν-οι κάμποι που θάνατου δεν καρτιρούν, χάρου δεν πιριμένουν.

καλού προσκαλώ: ν-ούλοι καλούν Παρασκιβή κι ου Γιάννης του Σαββάτου.

καλου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που εκφράζει την έννοια του καλού, του ωραίου, του εύκουλου ή του προσφιλούς: καλουγειτόνοι, καλουγιννάου, καλουγραμμένους (πολύ όμορφος ή τυχερός), καλουκιρδαίνου ή καλουκιρδίζου (απολαμβάνω, χαίρομαι), καλουμοίρα (τυχερή), καλουπατέρας, καλουπιθιρά, καλουπιράου, καλουπρουβατίνα, καλουσουρίζου, καλουχειμασμένους, καλουβαστούμινους (καλοδιατηρημένος), καλουγάλαρη (πολύ γαλαχτερή), καλουγριά (καλόψυχη γριά), καλουνιά (ομορφογύναικα), καλουξιχ’μάζου, καλουκαρδίζου (ευχαριστώ, χαροποιώ), καλουνιός (ομορφοπαλλήκαρο), καλουχρουνιά, καλουέχου, καλουπουρεύου.

καλούδια, τα δώρα για τα παιδιά, γλυκίσματα, φρούτα, κτλ.

Καλουϊάν’ς, ου Ιωάννης ο Πρόδρομος.

καλουιάννια, τα λουλούδια του βουνού με σκούρο χρώμα και δυνατό άρωμα. Τα μαζεύουμε την παραμονή του Αϊ- Γιαννιού του Κλήδονα.

καλουκιρίσιους, -α, -ου καλοκαιρινός.

καλουπίχειρα (επίρρ.) εύκολα, με εύκολο τρόπο [17, 331], με καλό τρόπο, καλώς καμωμένο [12β, 130].

καλουσ’μαδιά, η καλό σημάδι, καλός οιωνός, ένδειξη ότι θα μας συμβεί κάτι καλό (πρόληψη).

καλουσκιρίζου τρώω φρούτα και λαχανικά στην εποχή τους (όταν πρωτοδοκιμάζω).

καλουφουριώμι φοράω όμορφα ρούχα, προσέχω την εξωτερική μου εμφάνιση και γι’ αυτό φοράω καλή φορεσιά: θυμώμαι μικρός πώς πάαινε κι ο πατέρας μου. Καλοφοριώταν πολύ. Το φλώρο παντελόνι του, τ’ αδιάβροχα τσαρούχια με τις τρίχινες τις φούντες, φλώρο κοντό και καινούρια πατατούκα [20, 43].

κάλτσα, η υφαντή ή πλεχτή κάλτσα που καλύπτει το γυναικείο πόδι από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο [17, 331].

καλτσάτκους, ου χορός στα τρία.

κάλτσινου, του είδος διασιδιού με το οποίο φτιάχνουμε παντελόνια ή πατατούκες.

καλτσόν’μα, του νήμα για κάλτσες.

καλτσουβέλουνου, του βελόνα με την οποίαν πλέκω τις κάλτσες.

κάλφας, ου ο δεύτερος (βοηθός) από τους δυο τσομπαναραίους-συ­ντρόφους που βόσκουν το ίδιο κοπάδι.

κάμα, του αφόρητη ζέστη, καύσωνας: ν-ιγώ του κάμα δε βαστού, ζιστό νιρό δεν πίνου.

καμακαλύτιρους, -η, -ου ο καλύτερος από όλους.

καμαρεύου (πιθ.) φτιάχνω καμάρα, αψίδα με διάφορα αντικείμενα: μες του κυρ γαμπρού την πόρτα σαν δασιά είν’ τα κυπαρίσσια, καμαρέψτι τα καμπόσα να διαβεί ου γαμπρός κι η νύφη.

καμάρι, του έπαρση, αυταρέσκεια, κόρδωμα: πιρπάτα, Νικουλάκινα, μην του κρατάς καμάρι, δε σ’ έχου ιδώ στου Λιπινιό να βγαίνεις στου σιριάνι[3α, 42].

καμαρουβιργουλυϊρή, η όμορφη, ψηλή, λιγνή και καμαρωτή κοπέλα: φιγγάρι μου λαμπρό λαμπρό, καμαρουβιργουλυγιρή, γραμματικέ μ’ κι αφέντη, κι αστέρι μου της πούλιας.

καμαρουμένους, -η, -ου καμαρωτός, χαριτωμένος, αξιοθαύμαστος: καλότυχη, καλόιμοιρη του Κωσταντίνου ν-η μάνα, του πόχει Κώσταν ν-έ­μουρ­φου, Κώστα καμαρουμένου.

καμαρώνου κορδώνομαι, ναρκισσεύομαι.

καματώνου κουράζομαι, υποκύπτω στον κάματο [25α, 206].

καμένα χαρτιά γράμματα που αναγγέλλουν δυσάρεστα γεγονότα: μου στείλανι δυο γράμματα, κάτι χαρτιά καμένα.

καμένους, -η, -ου λέξη με αρνητικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται με αποστροφή για άτομα ανεπιθύμητα, κακός,: διάφκι ικειός ου καμένους κι ου φουτουκαμένους ου δασικός κι μας λαχτάρ’σι.

καμούτις, οι καμώματα.

καμπανέλι, του, βλ. βλαγκάρι.

καμπάς, ου φόρτωμα με κλαριά ή χόρτα [26, 71].

καμπάτ’κου φόρτωμα ογκώδες [20, 97].

καμπούλι συγχώρεση, «άφεση αμαρ­τιών» σε ηθικό παράπτωμα: ακούσ΄κι η νύφη, αλλά ου Νάν’ς τ’ς το ’καμι καμπούλι.

καμπρί, του πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά.

κάνα κιρό κάποια φορά, καποτε: κάνα κιρό ήρθι ου πατέρας τ’ς στα κουνάκια [21 α, τ. 164, 18].

καναβίδια, τα μικρές τριχιές αγοραστές [22, 105].

κανάλι, του σκαμμένος κορμός από δέντρο στον οποίο τρέχει νερό και πίνουν τα ζώα [26, 94].

κάναλους, ου, βλ. κανάλι.

καναπίτσα, η το χαμόδεντρο άγνος ο αγνός, λυγαριά. Το χρησιμοποιώ πολύ, για να στρώνω τα μαντριά. [2].

καναράς, ου αυτός που αγοράζει αρνοκάτσικα, τα ξαναπουλάει αργότερα κι έχει σκοπό το κέρδος.

κάνας, καμίνια, κάνα (αντων.) κανένας: δεν είνι κάνας χριστιανός κι λαδουβαφτισμένους, να πάει πέρα στουν τόπου μας κι στην παλιά πατρίδα;

κάνγκουρου, του άσπρο πρόβατο με καφέ κηλίδες [27, 347].

κάνει επιτρέπεται: δεν κάνει να μην κρένουν τ’ αδέρφια.

κάνι τουλάχιστον: ας έφυγαν τα πρότα κάνι.

κάνι σιαπέρα πήγαινε προς τα πέρα [27, 399].

κανίσκι, του σφάγιο που πάμε δώρο στο γάμο: κι ου Λάπας πάει ν-ακά­λιστους, τ’ αλάφι πάει κανίσκι.

κάνουνας, ου θρησκευτικό επιτίμιο [17, 296].

κανούτα, -ου γίδα με γκρίζο-σταχτί τρίχωμα, με υπόλευκο τρίχωμα. Αρσενικό γίδι με γκρίζο-σταχτί τρίχωμα.

καντάρι, του, βλ. στατέρι.

κάντιου, του καθαρό, αναλειωμένο βούτυρο.

καντίπουτας τίποτα τελείως [16, 56].

καόνι, του πεπόνι.

καπ’λιά, η κουβέρτα (μάλλινο ορθογώνιο υφαντό με πολύχρωμα κεντίδια) με την οποία στολίζω τα άλογα και τη βάζω στα καπούλια του ζώου.

κάπα, η 1. χοντρός μάλλινος επενδύτης των τσομπαναραίων. 2. γυναικείο γιλέκο με μανίκια από δίμτο, (βλ. λ.) [17, 201]. 3. προστατευτικό τρίχωμα στη ράχη των ζώων μετά το κούρεμα (σαμαράκι): άφκις κάπα στα βιτούλια;

καπάκι, του κάλυμμα σκεύους.

καπακώνου σκεπάζω, καλύπτω.

καπαριάζου 1. εξασφαλίζω κάποια αγορά με προκαταβολή. 2 -ουμι (μτφ.) δίνω το λόγο μου, δίνω υπόσχεση γάμου, λογοδίνομαι: μην αρριβουνιάστηκις, μήνα καπαριάστηκις [21β, 273];

καπαρώνου, βλ. καπαριάζου.

καπέτι, του υγρό που απομένει μετά το βγάλσιμο της μυζήθρας [25β, 107].

καπίστρι, του χαλινάρι.

καπιτάλι, του χρήμα.

καπιταναρέικους, -η, -ου αυτός που ανήκει στον καπετάνιο, του καπετάνιου: ιέβγα ψηλά στου Λαχανά, Κιλκίς κι Δουϊράνη να φας κουρμιά λιβέντικα κι καπιταναρέικα.

καπιτανάτου, του αξίωμα ή δικαιοδοσία του καπετάνιου: ν-ου Κόρακας κι ου Σταυραϊτός, τα δυο καπιτανάτα [21β, 188].

καπιτανόιπουλου, -ούλα παλληκάρι από γενιά καπεταναραίων, κορίτσι από γενιά καπεταναραίων: κίνησαν τα Τσιαμόιπουλα κι τα καπιτανόιπουλα, να πάν’ στουν πέρα μαχαλά, που ν’ τα κουρίτσια τα καλά [21β, 269].

καπιτάνους, -ισσα καπετάνιος, καπετάνισσα.

καπιτάνους, ου είδος φαγητού.

καπλατίζου τα θέλω όλα δικά μου: ου Γιαννούλ’ς στου ξικαλουκιριό ήθιλι να καπλατίσει ούλα τα β’νά.

κάπνα, η καπνός, αιθάλη.

καπνισμένους, -η, -ου (μτφ.) αδιάθετος.

καπνόγκιεσα, η μαύρη (γκόρμπα) γίδα με καφέ γραμμές στο πρόσωπο.

καπότα, η, βλ. καπότου.

καπότου, του στενή κάπα των τσομπαναραίων [17, 331].

καπούλια, τα τα νώτα από τα μεγάλα τετράποδα ζώα, μέρος πάνω από την ουρά [17, 330].

καπουλιάζου βάζω τα χέρια μου με ειδικό τρόπο πάνω στη ράχη του ζώου, για να δω αν είναι παχύ [20, 44].

απούλιασμα, του η ενέργεια του καπουλιάζου.

καπουραφτάδις, οι ράφτες, μη Σαρακατσιάνοι, που ράβουν τις κάπες.

καπουσκούτι, του χοντρό ύφασμα από γίδινο μαλλί για κάπες.

κάπουτις κάποτε.

κάπουτου, του είδος από ύφασμα με το οποίο φτιάχνω πουκάμισα ή φουστανέλλες.

καπουτρέν’ς, ου σιδηροδρομικός υπάλληλος.

καπρί, του γυναίκα ξεδιάντροπη και δυναμική [12α, 90].

καπριτσιαδόρους, ου καπριτσιόζος, παράξενος, ιδιότροπος [27, 399].

καπρούλια, τα δοκάρια στη στέγη που είναι κάθετα στον καβαλάρη.

καρά το ίδιο ακριβώς.

καραβάνι, του πομπή που την αποτελούν ζώα φορτωμένα την οικοσκευή της στάνης και άνθρωποι της στάνης που τα συνοδεύουν, Σαρακατσιαναίοι σε πορεία: τα καραβάνια κίνησαν των Σαρακατσιαναίων, να φύβγουνι για τα χ’μαδιά να πάν’ να ξιχειμάσουν.

καράβι τ’ κόκουτα τμήμα από τον μπροστινό σκελετό (το σημείο εκείνο που μοιάζει με λεκάνη) του κόκορα που το ξετάζουν, δηλ. το κοιτάζουν και προσπαθούν να δουν τα μελλούμενα [1, 133].

καραβιδιάζου δένω πολύ σφιχτά κάτι.

καραβίδιασμα, του η ενέργεια του καραβιδιάζου.

καραγυάλι, του χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα όπου όλα είναι παγωμένα.

καραγυαλιάς, ου βόρειος κρύος άνεμος, βαρδάρης.

καρακόλι, του ομάδα από γέροντες και παιδιά που αναχωρεί γρηγορότερα απ’ το καραβάνι, επειδή δεν μπορεί να συγχρονιστεί με το υπόλοιπο καραβάνι∙ το σια μπρουστά.

καράκουμα, του η ενέργεια του καρακώνου.

καρακώνου σγίγγω γερά κάτι.

καραμάν’κα, τα, βλ. καραμάνα.

καραμάνα, η προβατίνα με κάτασπρο μαλλί που έχει στο πρόσωπο συγκεκριμένα μαύρα τμήματα ένα ή δυο στην κάθε πλευρά και μερικές φορές στα πόδια και στα αφτιά [23α, τ. 3, 35].

καραματιάζου στοχεύω κάτι επίμονα, το ’χω βάλει στο μάτι: καραματιάζου τα κουρόμπλα.

καραμάτιασμα, του η ενέργεια του καραματιάζου.

καραμαυριάς, ου κατάμαυρος.

καραμηλουτή, η κουβέρτα που την υφαίνω με μάλλινο υφάδι και στημόνι βαμβακερό και έχει ρομβοειδή σχέδια [22, 113], ποικίλα χρώματα και σχέδια [13, 73].

καραμπάσια, -κου πρόβατο που το χρώμα του προσώπου του και των ποδιών του είναι σκούρο καστανό. Το μαλλί του εξωτερικά φαίνεται άσπρο και εσωτερκά σκούρο [23α, τ. 3, 36].

καραμπατάκ’ς, ου ψεύτης, λωποδύτης.

καραμπατάκι, του είδος πάπιας.

καραουλάου βλ. καραουλίζου.

καραούλι, του θέση από την οποία μπορείς να ελέγχεις μια περιοχή, παρατηρητήριο: ποιος έχει ν-αράδα σήμιρα να βγει στου καραούλι.

καραουλίζου φρουρώ, ελέγχω [16, 146].

καράς, -σου μαύρο άλογο, μαύρη φοράδα

καράτ’κου, του, βλ. καράς.

καρατζουσούβλι, του βελόνι για να ράβω παπούτσια.

κάργας, ου ψευτοπαλληκαράς.

καρδάματα, τα υδροχαρές χορταρικό.

καρδάρι, του ξύλινο ή τενεκεδένιο δοχείο στο οποίο αρμέγω τα πρόβατα ή τα γίδια. ρίχνει μι του καρδάρι (μτφ.) βρέχει καταρρακτωδώς.

καρδούλα, η κόσμημα στη γυναικεία φορεσιά που έχει σχήμα καρδιάς.

καρέλι, του 1. το καρούλι. 2. εξάρτημα του αργαλειού (τροχαλία πάνω στην οποία περνούν οι κλωστές που φέρνουν το στημόνι) [27, 371].

καρκαλέτσι, του κοκκύτης.

καρκαλιότι η κότα κακαρίζει και θέλει να γεννήσει.

καρκαμπούνου, η παμπόνηρη γυναί­κα.

καρκάνιασι, βλ. κάρκανου γίν’κι.

κάρκανου γίν’κι κατακάηκε (π.χ. το ψωμί).

καρκάντζαλους, -η, -ου καλικάντζαρος, σατανάς, διάβολος.

κάρκαρα, τα γέλια.

καρκαρίζουμι, βλ. καρκαριώμι.

καρκαρίζουν τα ζώγα άρρωστα ζώα πεθαίνουν και πριν πεθάνουν τρέμουν [25β, 108].

καρκαριώμι γελάω επιδεικτικά, δυνατά [25α, 167].

καρκατζαλαίοι, οι, βλ. παγανά [19 48].

καρκατσάβαλα (επίρρ.), βλ. αφούντζια.

κάρκουμα, του η ενέργεια του καρκώνου.

καρκώνουμι πνίγομαι, επειδή μου απόφράχτηκε ο φάρυγγας, δεν μπο­ρώ να καταπιώ [27, 399].

καρλάφτ’κα, τα γίδια που έχουν μεγάλα αφτιά και γυρισμένα προς τα κάτω [23α, τ. 4ο, 25].

καρμάλι γίν’κι κατακάηκε (π.χ. το ψωμί).

καρνήθρα, η αναμμένα κάρβουνα.

κάρνου, του κάρβουνο.

καρντιλάνους, ου λάρυγγας.

καρούμπις, οι χαρούπια.

καρπέτα, η διακοσμητικό στρώμα.

καρσί (επίρρ.) απέναντι, αντικριστά [21β, 241].

καρσινός, -ή, -ό αντικριστός: Βουλγάρα, Βουλγάρα, μικρή Βουλγαρουπούλα, να πιρπατούμι αντάμα, που έχουμι τις πόρτις καρσινές κι τις αυλές αντάμα [15α, 175].

κάρτα, η φωτογραφία [27, 399].

καρτάλι, του είδος αετού.

καρτιριμός, ου υπομονή, διάθεση στο να περιμένεις, η μη βιασύνη.

καρτιρού περιμένω, προσδοκώ: τι καρτιρείς, βρε φλάμπουρα, κι δεν κινάς να φύβγεις [3α, 147]. –ώμι δεν ανυπομονώ, δε βιάζομαι.

κάρτου, του τέταρτο της ώρας [27, 399].

καρυά, η καρυδιά.

κάρυνους, -η, -ου αυτός που γίνεται από ξύλο καρυδιάς: ν-έχου καράβι κάρυνου, κατάρτι πυξαρένιου.

καρφίτσα, η 1. κόσμημα στα μαλλιά της γυναίκας. 2. διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [15β, 310].

καρφουβέλουνου, του ασημένια καρφίτσα.

καρφουμάρα, η (μτφ.) τσιγκουνιά.

καρφουμένους, -η, -ου (μτφ.) τσιγκούνης, σπαγκοραμμένος [25β, 109].

κασαβέτι, του στενοχώρια: ους πότι αχ, ους πότι βαχ κι ους πότι κασαβέτι [21β, 118].

κασανό, του μαύρο κοκκινωπό χρώμα [27, 353].

κασιόπ’τα, η αλευρόπιτα με τυρί και βούτυρο χωρίς φύλλα [26, 325].

κασιρία, η μέρος (καλύβι) που βάζω τα κασέρια.

κασκαβάλι, του είδος από τυρί [21α, τ. 162].

κασκαΐ να γένει (μτφ.) να μη μείνει τίποτα, να χαθούν όλα: κασκαΐ να γιένουν ούλα, δε μι νοιάζει ’ια τίπουτας.

κασκαρίκα, η φάρσα, πάθημα.

κασσάρα, η μεταλλικό πλατύστομο και με χειρολαβή εργαλείο με το οποίο κόβω ξύλα [12α, 91].

καστανόλουγγους, ου λόγγος με καστανιές.

καστιγάρου τιμωρώ.

καστραβέτσι, του αγγούρι.

κάτ’ (πρόθ.) προς: κι πήγαν του χ’μώ­να κάτ’ του χ’μαδιό κι γένν’σαν κι έκαμαν ούλα αρνάδις.

κατ’ιμένα προς εμένα [25α, 150].

κατ’κιό, του κατοικία, καλύβι για κατοικία.

κατάβαθα (επίρρ.) 1. εντελώς στο βάθος. 2. (μτφ.) τα μύχια της ψυχής.

καταβόθρα, η υπόγεια φυσική διάβαση από την οποία πολλές φορές περνούν νερά.

καταβόλιασμα, του η ενέργεια του καταβουλιάζου.

καταβουλιάζου 1. καταπλακώνω, κακομεταχειρίζομαι κάποιον. 2. μένω άπραγος: καταβόλιασι ικεί που ’σι.

καταδέχουμι είμαι καταδεχτικός, αποδέχομαι.

καταΐ (επίρρ.) καταγής.

κατάκαλα (επίρρ.). είμι κατάκαλα χαί­ρω άκρας υγείας: κι όταν γύρισα κατάκαλα στα κονάκια, η μάνα μου πάλι δεν άλλαξε γνώμη για τους γιατρούς [19, 256].

κατακάλλισιους, -α, -ου αυτός που εί­ναι πολύ κάλλεσιος, (βλ. λ.).

κατάκαμπα (επίρρ.) καταμεσής στον κάμπο.

κατακαμπής (επίρρ.) κατά τον κάμπο.

κατακιέφαλους, ου, βλ. κατακιφαλιά.

κατακιφαλιά, η σφαλιάρα, χαστούκι.

κατακουκκινίζου βάφω ή κάνω κάτι πολύ κόκκινο: ποιος τουν φκιάνει, ποιος τουν ράβει κι τουν κατακουκκινίζει, μήλα, ρόιδα τουν γιουμίζει [3α, 139].

κατάκουρφα (επίρρ.) ακριβώς πάνω στην κορυφή.

κατάλακκα (επίρρ.) καταμεσής στη λάκκα.

καταλαχού (επίρρ.) κατά σύμπτωση, τυχαία [12β, 131], πάνω στην ώρα, εκείνη τη στιγμή..

καταμάρμαρα β’νά πολύ πετρωτά βουνά.

κατάνακρα (επίρρ.) στην άκρη τελείως.

καταντένου καταντώ, γίνομαι [27, 400]: κατάντησαν τα πρόβατα να τα πατάν’ τα γίδια [4, έτος 24ο, 56].

κατάντια, η προκοπή.

καταντιά, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο ή μια οικογένεια από πλευράς υποδομών, οικονομικής πλευράς, κτλ.: θέλου να σύρου λιβιντιά κι καταντιά δεν έχου· μου λείπει η σέλα απ’ του βρακί, τα δυο τα μπουτζινάρια.

κατάντικρυ (επίρρ.) απέναντι ακριβώς [25α, 54].

καταντιό, του, βλ. καταντιά.

καταούλα (επίρρ.) καταγής.

καταπ’σιά, η γουλιά [25β, 110].

κατάπαμα, του ομφάλιος λώρος [25β, 109]

καταπατού βολιδοσκοπώ, «αγοράζω», «ψαρεύω»: πήγι να τ’ς καταπατήσει, ’ια να ιδει αν του δίνουν του κουρίτσι.

κατάπατου, του ομφάλιος λώρος, αφαλός.

κατάπατους, ου, βλ. κατάπατου.

καταπιόνας, ου φάρυγγας.

κατάρθει, είχα κατάρθει είχα καταβληθεί κυρίως από ασθένεια [20, 77], είχα ξεπέσει οικονομικά.

καταρουτάου ρωτάω με λεπτομέρειες: κι έκατσα κι τη ρώτησα κι την καταρουτάου [21β, 233].

κατάρραχα (επίρρ.) ακριβώς επάνω στη ράχη.

κατασάουρα (επίρρ.) καταγής, πάνω στο χώμα, πάνω στο σαρωμένο έδαφος [25β, 110].

κατάσαρκα (επίρρ.) πάνω στη σάρκα [3α, 195].

κατασάρκι, του μάλλινη φανέλα.

κατασιαίνουμι στήνω κάπου το καλύβι μου, εγκατασταίνομαι.

καταφρουνιμένα, τα πένθιμα, αυτά που μας προκαλούν λύπη: βγάλ’ τα αυτά τα λιρουμένα κι τα καταφρουνιμένα.

καταχειριάζου [12β, 131], βλ. καταχειρίζου.

καταχειρίζου χτυπώ με το χέρι μου, χαστουκίζω [25α, 69].

καταχνιά, η ομιχλώδης ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα που δεν είναι διαυγής.

καταχουνιάζου εξαφανίζω κάτι κρύβοντάς το, το τοποθετώ πολύ βαθιά.

κατέχου γνωρίζω, ξέρω.

κατζίρντισι (του) (πιθ.) (μτφ.) «του ’φυγε» το μυαλό.

κατηγόριου, του κατηγορία.

κατιβάζου αβγό (μτφ.) παρουσιάζω κήλη, αρρωσταίνω από κήλη.

κατιβασιά, η φούσκωμα ποταμού ύστερα από νεροποντή [25β, 111].

κατιπούθι κατά πού [25β, 111].

κάτνους (αντων.) κάποιου.

κατοίκι, του βρασμένο γάλα που το βάζω σε τομάρι και το έχω για το σπίτι [25β, 111].

κατοίκιψι κατοίκησε [19, 198].

κάτους (επίρρ.) καθώς: κάτους πήγα στου χ’μαδιό, ούλα στραβά μ’ πααίνουν.

κατρήθρα, η ουροδόχος κύστη.

κατριγάρ’ς, ου κατεργάρης [27, 400].

Κάτρου

κατσ’κάδα, η θηλυκό κατσίκι [26, 73].

κατσ’κάρ’ς, ου τσομπάνος που βόσκει τα κατσίκια [26, 27].

κατσ’κάρνια, τα κοπάδι με αρνοκάτσικα [26, 29].

κατσ’κουτόμαρου, του δέρμα από το σφαγμένο κατσίκι [26, 106].

κατσ’λιουμύτ’ς, ου 1.αυτός που έχει τη μύτη γυρισμένη προς τα πάνω.2.(μτφ.)ψω­ροφαντασμένος.

κάτσα, η καθησιά, χορευτική φιγούρα, βαθύ κάθισμα του χορευτή.

κατσαγάν’κη, η γρουσούζα, ζαβή προβατίνα [26, 84].

κατσάκ’ς, ου κλέφτης.

κατσαρέλα, η πέος αγοριού.

κατσαρή, η, βλ. κατσαρέλα.

κατσαρός, -ή, -ό κατσαρομάλλης.

κατσιαμάκι, του χυλός (καλαμποκίσιο αλεύρι+αλάτι+πιπέρι+λάδι)[26, 321].

κατσιαμέρια, τα είδος από σκουλαρίκια που πιάνονται από τα μαλλιά δίπλα στα αφτιά με ασημένιες αλυσίδες, με φλουράκια χρυσά ή ασημένια και πολύτιμες πέτρες [15β, 201].

κατσιαμπούρα, η ζωικό παράσιτο.

κατσιαρμάδις, οι πρώιμα αρνιά.

κατσιέλια, τα τρεις (συνήθως) στριμμένες μαζί κλωστές με τις οποίες ράβω το γύρω-γύρω των ενδυμάτων.

κατσίκι, του νεογέννητο της γίδας.

κατσικουπ’τιά, η κατσικίσια πυτιά.

κατσικουτσιόκανα, τα μικρά τσιοκάνια (βλ. λ.) για τα κατσίκια.

κάτσινα, τα πρόβατα που έχουν άσπρο μαλλί και σκούρο πορτοκαλί χρώμα στο πρόσωπο, στα πόδια και στα αφτιά [23α, τ. 3, 35].

κατσινουκάλισια, η προβατίνα που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά της κάτσινας και της κάλλισιας.

κατσιό, του καθησιό.

κατσιός, ου αυτός που έχει σγουρά μαλλιά.

κατσιούλα τουν έχει (μτφ.) είναι έτοιμος για τσακωμό: τουν έχει κατσιούλα σήμιρα ου πατέρα σ’.

κατσιούλα, η 1. κορυφή (αχυρένιο κωνικό κάλυμμα που κλείνει το κονάκι από πάνω) από το κονάκι [27, 366]. 2. κουκούλα.

κατσιουλόλουρα, τα λούρ(ι)α (βλ. λ.) που χρησιμοποιώ για να φτιάξω την κατσιούλα από το κονάκι [26, 199].

κατχεύου [20, 340], βλ. κατχιαίνου.

κατχιαίνου αδυνατίζω, χάνω βάρος: πουλύ κάτχινι του πιδί κι πρέπει να του πάμι στου γιατρό..

καυκαλήθρις, οι αγριολάχανα.

καυκί, του, βλ. καυκιά: ιτούτου του καυκί δεν του πιάνει πουτές βρουχή.

καυκιά, η 1. ξύλινο βαθύ πιάτο. 2. ξύλινο σκεύος φύλαξης και μεταφοράς υγρού, τυριού, γαλοτυριού, κτλ. από το βοσκό. 3. (μτφ.) τόπος που έχει το σχήμα της καυκιάς.

καύτρα, η η άκρη του τσιγάρου που καίγεται.

καύτρις, οι σπυριά που βγαίνουν στα χείλη από τον πυρετό.

καφένιους, -α, -ου καφετής.

καψάλα, η καμένη βουνοπλαγιά, καμένο μέρος: γλέπου δυο ’λάφια πο ’βουσκαν σι νια παλιουκαψάλα [3α, 40] .

καψαλήθρα, η γεμάτη νερό φούσκα που βγαίνει στο καμένο δέρμα [12β, 132].

καψάλι, του, βλ. καψάλα.

καψαλιά, η, βλ. καψάλα.

καψαλιάρ’ς, -α καημένος, καημένη.

καψαλίζου τα μάτια (μτφ.) ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα από θυμό, εκνευρισμό ή για διάφορους άλλους λόγους.καψαλίζου τα ξύλα καίω τη φλούδα από τα χλωρά ξύλα, για να τα καταστήσω ευλύγιστα [13, 52].καψαλίζου του κριάσι καίω τις τρίχες που υπάρχουν επάνω του, το αποψιλώνω από τις τρίχες.καψαλίζουμι καίγονται οι τρίχες από το σώμα μου.

καψαλός, -ή, -ό (πιθ.) αυτός που έχει στο τρίχωμά του πολλά χρώματα ανακατωμένα.

καψαρός, -ή, -ό καημένος.

καψου- το χρησιμοποιούμε ως πρώτο συνθετικό σε ονόματα ή ρήματα για να μετριάσουμε ή να προσδώσουμε σε αυτό τη σημασία της φτώχειας ή της συμπόνοιας, π.χ. καψουμάνα, καψουπατέρας.

καψουμούν’δις, οι έτσι αποκαλούν οι Σαρακατσιαναίοι τους βουνίσιους κτηνοτρόφους χωριάτες.

καψώνου νιώθω υπερβολική ζέστη.

κείθι (επίρρ.) από εκεί, από εκείνη τη μεριά.

κείτουμι 1. είμαι κατάκοιτος. 2. ευρίσκομαι νεκρός: στου Γράμμου ταϊ ψηλάι βουνά, τα κουρφανταριασμένα, ν-ικεί, μανούλα μ’, κείτουμι σι νια μικρή διασέλα [3α, 34]. 3. (για τόπους) βρίσκομαι, έχω θέση .

Κέρδητα

κέστι, του τύπος, σουλούπι, περίγραμμα [25β, 113]: πουλύν τόπου γκιζέρησα Βλαχιά κι Βουκουρέστι, κόρη ξανθή δεν εύρηκα στου κέστι να μ’ αρέσει[3α, 85].

κηπάρια, τα χώρος που καταλαμβάνει ο κήπος [13, 12].

κήπια, τα μικροί κήποι γύρω από τα κονάκια [22, 186].

κιαμέτι, του μεγάλη βροχοθύελλα, κατακλυσμός.

κιαπέ, βλ. καιπέ: κιαπέ θα γιένου καλουγριά, να πάρου καλουιέρους [21β, 21]..

κιαρατάς, ου κερατάς.

κιβούρι, του μνήμα.

κιδρίσιους, -α, -ου κέδρινος.

κιδρόξ’λα, τα ξύλα από τον κέδρο.

κιεδρουμπόμπουλα, τα καρπός από το κέδρο.

κιέδρους, ου δέντρο κέδρος.

κιέρατου 1. (μτφ.) πονηρός κι έξυπνος άνθρωπος. 2. (μτφ.) ακτίνα του ήλιου: άνοιξη καιρός πούθελα να πλαΐάσω, ώσπου να βγάλει ο ήλιος κέρατα[20, 97].

κιέρμα, του κομμάτι κρέας από ψόφιο ζώο, από ζώο που το έφαγε ο λύκος: στου διάσιλου ηύρα του κέρμα απ’ τ’ λάια απ’ δουκήθ’κα ιψές.

κιλιμόχτινου, του ειδικό χτένι που το βάζω στον αργαλειό, όταν υφαίνω κιλίμια.

κιλιπούρι, του ξένο ζώο σε κοπάδι.

κιμέρι, του 1. ζώνη υφάσματος από την οποία πιάνεται η γυναικεία φούστα. 2. πορτοφόλι της ζώνης.

κιντάου τα πρότα με βέργα ερεθίζω τα πρόβατα να προχωρήσουν και να περάσουν από τη στρούγκα για να τα αρμέξουμε.

κιντίζου κεντάω [27, 372].

κιντόκουλα, τα παιδικό παιχνίδι.

κιντυνεύου κινδυνεύω: τα πρόβατα τα χάσαμι, τα γίδια κιντυνεύουν, κι τα πιδιά μάς έφυγαν ν-αρματουλοί κι κλέφτις [21β, 219].

κίντυνους, ου κίνδυνος.

κιο αφού, ενώ, αλλά, μα: κιο βρέχει, πού θα πάμι;

κιόλα κιόλας.

κιόσσια, τα παιδικό παιχνίδι που παίζεται με τέσσερα ξυλάκια, με χαλίκια (πούλια) και με μια πλάκα [17, 211].

κιουσσαριά, η πέτρα πάνω στην οποία είναι χαραγμένες οι στήλες του παιχνιδιού (τα κιόσσια) στις οποίες βάζω τα χαλίκια (πούλια).

κιουσσιλεύου αρχίζω να κουνάω τα πούλια μου, όταν ένα από τα τέσσερα ξυλάκια με τα οποία παίζεται το παιχνίδι τα κιόσσια πέσει με την ίσια πλευρά προς τα πάνω.

κιουστέκια, τα δυο τριχιές με τις οποίες δένω τα πόδια του αλόγου για να μάθει ριβάνι, (βλ. λ.) [26, 38].

κιουστικιάζου 1.βάζω του αλόγου κιουστέκια. 2.-ουμι (μτφ.) είμαι εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση.

κιουτεύου 1. φοβάμαι, απογοητεύομαι. 2. -ουμι φοβάμαι.

κιότιμα, του η ενέργεια του κιουτεύου.

κιουτής, -τ’σσα φοβητσιάρης, -άρα.

κιπτσές, ου ρηχή τρυπητή κουτάλα.

κιραζώσμα, του κόκκινο πύον [27, 400].

κιραλ’φή, η πρακτικό φάρμακο (κερί και λάδι), γιατροσόφι

κιράου κερνάω.

κιράσματα, τα χρήματα που δίνουν στη νύφη (τα ρίχνουν σε τροβά) οι καλεσμένοι στο γάμο, όταν την αποχαιρετούν με το τελείωμα του γάμου.

κιρατίλας, ου (πιθ.) υποκοριστικό του κερατάς [27, 401].

κιρατίνα, η θηλυκό του κερατάς.

κιρδέσει κερδίσει: να ’ξιρα ποιος θα τα χαρεί κι ποιος θα τα κιρδέσει [3α, 63].

κιριστές, ου διάφορα υλικά, υλικά που χρειάζονται για να στήσουμε το κατοικιό μας, π.χ. ξύλα.

κιρλυγγίτσι, του αγγούρι [25β, 114].

κιρούσ’κου, του πρώιμο φθινοπωρινό χορτάρι.

κιρουφουρία, η αφθονία καρπών και χορταριού.

κισλάς, ου χειμερινό βοσκοτόπι.

κίτιρνους, -η, -ου κίτρινος.

κίτρινις, ου άνθη κολοκυθιάς [13, 25]

κιφαλάρι, του ξύλινο ημικύκλιο στο πάνω μέρος της σαρμανίτσας, (βλ. λ.) [26, 361].

κιφαλαριά, η πονοκέφαλος.

κιφάλι, του 1. κάθε κομμάτι από το φουστάνι. Το κάθε φουστάνι γίνεται από δέκα περίπου κεφάλια [27, 374]. 2. 29 ή 25-30 αδερφωμένες ιδιασμένες κλωστές. Ένας αριθμός από κεφάλια αποτελεί το διασίδι. π. χ. 8, 10 ή περισσότερα. κιφάλι κάνουν τα πρώτα ξεκινούν.

κιφαλιάτ’κου, του φόρος που πληρώνει κάθε Σαρακατσιάνος για κάθε κεφάλι ζώο [26, 10].

κιφαλόβρυσου, του κύρια πηγή, κεφαλάρι: ποιος του είπι κιφαλόβρυσου, ποιος του είπι κρύα βρύση, ποιος του είπι της αϊγάπης μου κι θέλει να μ’ αφήκει.

κιφαλουξιούραφου, του είδος ξυραφιού.

κιφαλουτάνι κεφαλομάντιλο.

κιχαϊάς, ου τσέλιγκας [3α, 195].

κιχαϊλίκι, του 1. αξίωμα του κεχαϊά. 2. βλ. κιχαϊλίτ’κου: μου ’παν γιένουντι πρόβατα καλά, ζυγούρια σαν κριάρια κι είνι τα έξουτα ’λαφριά, του κιχαϊλίκι λίγου [21β, 222].

κιχαϊλίτ’κου, του χρήματα που παίρνει ο τσέλιγκας για τις υπηρεσίες που προσφέρει στο τσελιγκάτο, αμοιβή του τσέλιγκα.

κιχαΐνα, η γυναίκα του τσέλιγκα: ας μη λένι κιχαΐνα, κι ας πιθαίνου απ’ την πείνα [19, τόμος 1ος, 338].

κιχαϊουπαίδι, του τσελιγκόπουλο: να πάρου δίπλα ταϊ βουνά, δίπλα τα κουρφουβούνια, να πιάσου δώδικα πιδιά ν-ούλα κιχαϊιουπαίδια [21β, 178].

κλ(ε)ίτσα, η εργαλείο (ξύλινη ράβδος) στα χέρια του βοσκού που προορίζεται κυρίως για το πιάσιμο των ζώων. Κλίτσα κυρίως λέμε το μικρό καμπυλωτό εργαλείο που είναι σφηνωμένο πάνω στο κλιτσόξυλο, τη χειρολαβή [25β, 115], [12β, 133] έμ’νι μι ’ν κλίτσα στα χέρια (μτφ.) έχασε το βιος του: ικείνη ν’ καμένη τ’ χρουνιά χιόν’σι πουλύ. Τα πρότα είχαν ξιπαγιάσει απ’ του κρύου κι οι τζιουμπαναραίοι έμ’ναν μι ’ν κλίτσα στα χέρια. πήρι ’ν κλίτσα (μτφ.) έγινε κτηνοτρόφος. παράτ’σι ’ν κλίτσα (μτφ.) δεν ασχολείται με την κτηνοτροφία. νια κλίτσα γράμματα(μτφ.) λίγα γράμματα· τα στοιχειώδη. –ις γράμματα· οι γραμμές με τις οποίες φτιάχνουμε τα σύμβολα των γραμμάτων [3β, 12].

κλ(ε)ιτσιά, η χτύπημα με την κλίτσα.

κλ(ε)ιτσόξ’λου, του ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται, στερεώνεται η κλ(ε)ίτσα.

κλ(ε)ιτσούλις, οι μικρές κλιτσούλες (γάντσοι) που τις μπήγουμε στο έδαφος, αφού πρώτα τις περάσουμε μέσα από τις θηλειές της τέντας, και με αυτές τεζάρουμε και σταθεροποιούμε την τέντα (τσιατούρα) κατά τη διάρκεια των μετακινήσεων [26, 45].

κλαδιφτήρι, του κοφτερό εργαλείο για ξύλα.

κλάδους, ου κλαδευτήρι.

κλανιάρ’ς, ου (μτφ.) φοβητσιάρης.

κλάπα, η σιδερένιο έλασμα που μπαίνει στο στεφάνι του κουδουνιού για να στερεωθεί το κουδούνι [26, 138].

κλαπάν’σμα, του η ενέργεια του κλαπανίζου.

κλαπανίζει του σκ’λί ρήμα στο τρίτο πρόσωπο που ονοματίζει τον τρόπο που το σκυλί τρώει το γάλα [25β, 114].

κλαπάτσα, η, βλ. αβδέλλιασμα.

κλάρα, η κλαδί.

κλαριά, τα δέντρα.

κλάρ’σμα, του η ενέργεια του κλαρίζου.

κλαρίζου, βλ. κλαρουκουπού.

κλαρίσιοι, οι Σαρακατσιαναίοι που έχουν τη στάνη τους μέσα στα κλαριά, στα λόγγα.

κλαρουκουπού κόβω τα κλαδιά από το δέντρο, κλαρίζω το δέντρο για να φάνε τα ζώα.

κλαρούλα, η διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 139].

κλάρουμα, του η ενέργεια του κλαρώνου.

κλάρους, ου κλάρισμα δεντρου.

κλαρουτό, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη.

κλαρώνου πλέκω με κλαριά το σκελετό του καλυβιού. κλάρουσι του κου­πάδι στρώθηκε στη βοσκή και τρώει κλαρί [23α, τ.4ο, 23].

κλειδί, του, βλ. ψίδι [26, 126].

Κλειδί, χαιρ.42,4

κλειδουμανταλώνου κλειδώνω και μανταλώνω, ασφαλίζω.

κλειδουνιά, η κλειδαριά.

κλειδουπίνακου, του μικρό ξύλινο σκεύος για φαγητό με καπάκι ασφάλειας που κλείνει σχεδόν αεροστεγώς και υδατοστεγώς [12α, 92].

κλείδουση, η άρθρωση, σύνδεση μελών του σώματος.

κλειδουτή ρόκα ρόκα που αποτελείται από δυο κομμάτια και συνταιριάζεται [26, 364].

κλειδώματα, τα κόσμημα (πόρπη) στη γυναικεία φορεσιά: ν-έβαλι τα κλειδώματα κουδούνια στα πρατά της, βάνει κι τα σκ’λαρίκια της χανάκις στα σκυλιά της [15α, 278].

κλείσμα, του φράχτης ή το γύρω-γύρω της στρούγκας.

κλεισούρα, η πυκνό δάσος.

κλειτσουτό, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη.

κλέφτ’ς, ου 1. κλέφτης 2. παιδικό παιχνίδι [17, 211].

Κλέφτις

Κλήδουνα, τα γιορτή αφιερωμένη στη γέννηση του Προδρόμου: βρυσούλα μ’, του κρύου σ’ νιρό, δώσ’ μας νιρό, δώσ’ μας τη δρουσιά, να βρέξουμι τα Κλήδουνα, τ’ Αϊ-Γιαννιού τα καλου­ιάννια [15α, 296].

κληματσίδα, η αναρριχόμενο φυτό που μοιάζει με αγριόκλημα.

κλήτσα, η [25β, 115], βλ. κλ(ε)ίτσα.

κλίκια, τα ανάγλυφες παραστάσεις (σχέδια) από ζυμάρι που φκιάχνουν οι γυναίκες πάνω στις κουλούρες.

κλικόπ’τα, η είδος πίτας.

κλείου κλείνω.

κλιτσ’νάρια, τα μακριά πόδια.

κλιφτάκια, τα 1. κλεφτόπουλα: ν-όσα κλιφτάκια είστι πάνου σταϊ βουνά, ν-ούλα να προυσκυνάτι τουν Αλή-Πασιά [15α, 184]. 2. κλιφτάκια, ταπαιδικό παιχνίδι.

κλιφτουβασίλειου, του έτσι λέμε το ελληνικό κράτος απαξιωτικά: τι καρτερείς, μωρέ, απ’ του κλιφτουβασίλειου, αφού κλέφτις το ’φκιασαν [20, 226].

κλιφτουλήμιρα, τα κλέφτικα λημέρια: φίλοι μου, χιριτάτι μου Τζουμέρκα, Βαλτουχώρια κι ούλα τα κλιφτουλήμιρα ους πέρα τα Ζαγόρια.

κλιφτουπαίδια, τα κλεφτόπουλα [24, 13].

κλόσια, τα κρόσια από τα υφαντά.

κλουβώνου βάζω σε κλουβί: να κάνου γυάλινου κλουβί να σι κλουβώσου μέσα, να σι ταΐζου ζάχαρη, να σι ταΐζου μόσκου.

κλουνά, η κλωστή.

κλουνάρας, ου αυτός που πιάνεται από το κλωνάρι και χορεύει μόνος του.

κλουνί, του 1. μικρό κλωνάρι, βλαστός από φυτό που είναι πόα: έκουψα κάνα δυο κλουνιά τσιάι 2. κλωστή [22, 106] κλουνί αλάτι σπυρί αλατιού.

κλουπακάει κινείται κάτι υγρό σε σκεύος ή σε δοχείο κλειστό.

κλουρώνου 1. κουλουριάζω, περικυκλώνω. 2. -ουμι κουλουριάζομαι: κλουριάσ’κα μι ’ν κάπα κι τίναξα ιέναν ύπνου!

κλουστάρια, τα στριμμένα μαλλιά.

κλουτσιάρ’κου, του ζώο που κλοτσάει.

κλουτσουτύρι, του ξινοτύρι που παράγεται από το ξινόγαλο, αφού πρώτα αφαιρέσουμε το βούτυρο [12α, 93].

κλώθου [12β, 134] 1. γυρίζω γύρω, κινούμαι κυκλικά. 2. στρίβω το αδράχτι για να μετατρέψω το μαλλί σε νήμα.

κλώνη, τα κλωνάρια.

κμάνι, του ασθένεια στα ζώα (πληγιάζουν ανάμεσα στα νύχια).

κόβιτι του γάλα γίνεται μυζήθρα και τυρόγαλο.

κόβιτι του ζώγου ξεκόβεται, ξεχωρίζει από το κοπάδι.

κόβου σφάζω: βρέθ’κι Αντώνης μεθυσμένους, πάει κι την έκουψι. κόβου κριάσι νιώθω οξύ πόνο πάνω στην οσφυική χώρα. κόβου μέρα ορίζω ποια μέρα θα κάνω κάτι. π.χ. γάμο. κόβου τόπου χωρίζω κάποιο μέρος. κόβου του γάλα σταματάω να πηγαίνω το γάλα στο μπάτζιο (τυροκόμο). κόβου χιόνι ανοίγω δρόμο μέσα στο χιόνι για να πάω κάπου. κόβουντι τα στ’μόνια (μτφ.) δεν έχω κουράγιο, δεν έχω όρεξη για ζωή, γεράζω. κόβουντι τα πρότα αποκόπτονται απ’ το κοπάδι.

κόθρια, τα κυκλικά μεταλλικά αντικείμενα για το κεφαλοτύρι.

κόθρους, ου το γύρω-γύρω από τη γωνιά, τη βάτρα που είναι υπερυψωμένο (σαν τοιχάκι) καθώς και ο γύρος της πίτας και του ψημένου ψωμιού.

κοιλάρα, η καλύβι αποθήκη [25β, 117].

κοινουνιά, η θεία κοινωνία.

κόκαλα, τα έθιμο στο σφάξιμο του γουρουνιού.

κοκκ’νουβουλάου είμαι κατακόκκινος: κοκκ’νουβουλάει ου κάμπους απ’ τ’ς παπαρούνις.

κοκκ’νουμάτα, -κου προβατίνα που έχει άσπρο μαλλί και έχει κόκκινα στίγματα ή κόκκινες τρίχες γύρω από τα μάτια. Αρσενικό πρόβατο που έχει άσπρο μαλλί και έχει κόκκινα στίγματα ή κόκκινες τρίχες γύρω από τα μάτια [23α, τ. 3, 35].

κόκκα, η 1. εγκοπή, σκαλόκωμμα [20, 15]. 2. βλ. μπρουστουκλείδ’κου [26, 34].

κόκκινη, -ου γίδα με κόκκινο τρίχωμα (σκούρο). Αρσενικό γίδι με κόκκινο τρίχωμα (σκούρο) [23α, τ. 4ο, 25].

κόκουτας, ου κόκορας: απ’ τουν κόκουτα κουμπάρα κι απ’ τη γίδα συμπιθέρα [19, τόμος 1ος, 342].

κόκουτους, ου κόκορας.

κόλλα, η 1. πρωτόγαλα της προβατίνας που είναι πολύ παχύ. 2. θεραπευτικό πρωτόγονο έμπλαστρο: πούντιασα κι απόψι μόρ’ξι η μάνα μ’ κόλλα.

κόν’σμα, του εικόνισμα.

κον’σμουμάντ’λου, του μαντίλι που βάνουμε στο εικόνισμα.

κον’σμουτρουβάς, ου τροβάς μέσα στον οποίο βάνουμε το εικόνισμα κατά τις μετακινήσεις μας.

κόνα, η εικόνα.

κόντις, οι αβγά της ψείρας: καείτι ψείρις, κόντις, κι έρχουντι τα κόκκινα [4, έτος 24ο , 56].

κόντιψαν τα πρότα λιγόστεψαν: πούλ’σαμαν τ’ς παλιές κι κόντιψαν τα πρότα.

κόπανους, ου ειδικό ξύλινο εργαλείο με το οποίο χτυπάω δυνατά τα υφαντά, όταν τα πλένω.

κόπρια, τα σκουπίδια που ρίχνονται στην «κοπριά», δηλ. στον τόπο των απορριμμάτων [12β, 134].

κόπτσα, η μικρή πόρπη, θηλύκωμα.

κόρδα, η 1. πρόχειρο και προσωρινό μαντρί που φτιάχνεται με δεματσούλες ή λιάσες [12α, 95]. 2. δεμάτι λυγαριάς που χρησιμοποιώ για να φτιάξω τα μαντριά [27, 403].

κορηφίλμα, του το φίλημα του κοριτσιού.

κόρτσα, η στρώμα (πέτσα) από λέρα πάνω στο δέρμα ή στο ρούχο: ήμαν στιρφάρ’ς κι είχα δυο μήνις να ρίξου νιρό απάνου μ’. Είχα πιάσει δυο δάχ’λα κόρτσα.

κόρφια, τα: δε θέλου ιγώ τα μήλα σου, ν-ούηδι αυτά τα κίτρα σου, μόν’ θέλου αυτά τα κόρφια σου τα μουσχουμυρισμένα [24, 53], βλ. κόρφους.

κόρφουμα, του φυσικό κοίλωμα.

κόρφους, ου στήθος και καλύτερα περιοχή ανάμεσα στο στήθος και τη μασχάλη που αποτελεί απόκρυφο μέρος του σώματος [12β, 136].

κόσα, η είδος χτενίσματος (πλέξιμο των μαλλιών), κοτσίδα.

κοτ με τη λέξη αυτή φωνάζω το σκύλο και έρχεται κοντά μου.

κότσι, του αστράγαλος.

κότσια, τα παιχνίδι όμοιο με το σημερινό ζάρι.

κότσιαλου, του φρύγανο [12β, 137].

κουβαρδάς, ου χουβαρδάς.

κουβάτα, η μονόξυλο πυξαρένιο καυκί [26, 356].

κούδα, η ομάδα, ομάδα που συνήθως μας είναι αντιπαθητική: νια κούδα κλέφτις έρχουντι πιζοί, καβαλαραίοι [15α, 104].

κουδέλα, η 1. στροφή του δρόμου, ελιγμός, ανακύρτωση [27, 401]. 2. διακοσμητικό θέμα στην τέχνη (κυματιστό και μαιανδρικό) [26, 336].

κουδιλιαστά (επίρρ.) μαιανδρικά, ζικ –ζακ.

κουθρίσιου, του είδος από τυρί [26, 87].

κουκαρέλα, η κροκάλα.

κουκιάζου συμπληρώνω με δικά μου λόγια κάτι που είναι μισοτελειωμένο έτσι, ώστε να υπάρχει συνοχή και ομοιογένεια στο κείμενο, ολοκληρώνω κάτι.

κουκκαλάρι, του, βλ. ανιβατής.

κουκκαλόχουρτου, του βοτάνι.

κούκκους, ου στολίδι στο λαιμό του προβάτου μετά το κούρεμά του∙ έχει σχήμα ολοστρόγγυλο.

κουκλιμέντα, τα κομπλιμέντα [27, 402].

κούκλους, ου κάλυμμα για το πρόσωπο της νύφης που μοιάζει με πέπλο.

κουκλώνου βάνω στη νύφη τον κούκλο (πέπλο).

κουκόσια, η καρύδι. κουκόσια κουκκαλιάρα ή κουκόσια κούφια (μτφ.) χωρίς περιεχόμενο.

κουκότ’φλους, -η, -ου αυτός που δε βλέπει καλά [7β, 139], μισόστραβος.

κουκουβάις, οι (μτφ.) άτυχες, δυστυχισμένες. Άλλες τέτοιες λέξεις είναι: κρούνες, κίσσες κτλ.

κουκουμαυλόχουρτου, του φυτό [27, 379].

κουκουμπέλις, οι μικρά μανιτά­­­ρια· εξωτερικά έχουν χρώμα άσπρο και εσωτερικά τριανταφυλλί. Παρουσιάζονται πιο πολύ το φθινόπωρο και μετά από βροχή.

κουκουμπλούλα, κάθουμι κουκουμπλούλα κάθομαι οκλαδόν ή μισογονατισμένος [22, 138].

κουκουνιάζου κάθομαι στα γόνατα, κωλοκάθομαι.

κουκουράου του πιδί το ταχταρίζω, το παίζω στα χέρια μου, το πετάω ψηλά και το ξαναπιάνω [20, 317].

κουκουρέτσα, η άγρια φυστικιά.

κουκουρέτσι, του μαλλί τυλιγμένο με σειρήτια που μπαίνει στο χτένισμα του κεφαλιού της γυναίκας ψηλά στο μέτωπο.

κουκουρούντσους, ου σωρός.

κουκουσούλα, η φυτό με βολβό.

κουκουστάκια, τα καρπός της οξιάς.

κουκουστάφ’λου, του χορταρικό.

κούλ’κου άλουγου σταχτί άλογο.

κούλα, η φοράδα ή μούλα με καφέ χρώμα [27, 352].

κουλάζουμι αμαρτάνω, αυτοτιμωρούμια [17, 332].

κουλάνι, του εξάρτημα του σαμαριού που πιάνεται στην ουρά.

κουλατανιάρα, -κου προβατίνα που κουτσαίνει από τα πίσω πόδια και πηγαίνει σβάρνα. Αρσενικό πρόβατο που κουτσαίνει από τα πίσω πόδια και πηγαίνει σβάρνα.

κουλιάντζα, η ασθένεια στα ζώα (δυσεντερία) [27, 356].

κουλιασάκι, του είδος από κουρκούτι.

κουλιμπριά, η πολύ δυνατή βροχή.

κουλκουτάου καλοπιάνω.

κουλλ’τσίδα, η φυτό που τα σπέρματά του έχουν κολλητικά άγκιστρα.

κουλλάν’ τα πρότα βόσκουν [13, 61].

κουλλάστρα, η, βλ. κλιάστρα.

κουλλιατζιάρ’ς, ου (πιθ.) αυτός που πάσχει από κολλιάτζα (δυσεντερία) [20, 286].

κουλλιέτσια, τα κουλούρια, μικρά ψωμάκια.

κουλόκ’ρου, του μαλλιά από το κουλουκούρεμα, βλ. κουλουκ’ρίζου.

κουλόπανα, τα ταινίες από ύφασμα με τις οποίες περιτυλίγουμε τα βρέφη.

κουλουβός, -ή, -ό 1. ακρωτηριασμένος, ελλιπής, ζώο που έχει κοντή ουρά. 2 -οί Μακεδόνες Σαρακατσιαναίοι. Τους λέμε έτσι, γιατί φοράνε κοντή φουστανέλλα μέχρι το γόνατο.

κουλουκ’ρίζου κουρεύω τα πρόβατα στο στήθος, στην κοιλιά, στην ουρά και στο μέρος που είναι γύρω από αυτήν. Το κούρεμα αυτό γίνεται στην αρχή της άνοιξης [26, 97].

κουλουκαθιά, η κίνηση στο χορό με ημοκάθισμα.

κουλουκούριμα, του η ενέργεια του κουλουκ’ρίζου.

κουλουμάλλιαρους, ου βλ. μαλλιαρόκουλους.

κουλουμπρίνα, η τεμπέλα γυναίκα.

κουλουρουφάου ρουφάου με τον πισινό μου: ου κόκουτας κουλουρόφ’σι του νιρό απ’ του πουτάμι κι διάφκι πέρα.

κουλουσβιρδόν’ς, ου (μτφ.) πολύ έξυπνος και καταφερτζής: ξέρ’ς τι κουλουσβιρδόν’ς είνι; [17, 260].

κουλουτέντα, η ασθένεια των προβάτων που προσβάλλει τα νεφρά [27, 356].

κουλουτούμπσι έκανε κωλοτούμπα.

κουλουφουτιά, η πυγολαμπίδα.

κουλυρή, η πίτα που τα φύλλα τα τυλίγουμε κυλινδρικά (ρολό) και τα βάνουμε στο ταψί.

κουλυρίδα, η κάθε τι που τυλίγεται γύρω γύρω από κάτι άλλο, π.χ. η οχιά που τυλίγεται γύρω από το δέντρο [25β, 121].

κουλυρόπ’τα, η, βλ. κουλυρή.

κουμαντάρης, ου αρχηγός, κουμανταδόρος: τ’ έχου αδέρφι’ αρματολούς, πρωτουξαδέρφια κλέφτις, ν-έχου πατέρα δήμαρχου κι μπάρμπα κουμαντάρη [24, 76].

κουμανταρίζου κάνω κουμάντο, κατευθύνω [27, 404].

κουμαντάρους, ου αρχηγός [27, 404].

κουμάνχα, τα σάρκα που έχουν τα πρόβατα ανάμεσα στα νύχια τους [25β, 121].

κουμαχιόντι τα πρότα (πιθ.) υποφέρουν από τη ζέστη.

Κουμίτις, οι Κομιτατζήδες: Κουμίτις πά­­ησαν νια βραδιά στα βλάχικα καλύβια κι οι βλάχοι τους προυδώκανι στουν Κώστα του Γαρέφη [21β, 81].

κουμπί, του μήλο του Αδάμ [27, 404].

κουμπιάζου τεμάχιο τροφής μου εμποδίζει τη δίοδό της, πνίγομαι, μπουκώνω: βάρι μι λίγου σ ’ν πλάτη, ’ιατί κόμπιασα.

κουμπόδιασμα, του σχεδιασμός του κονακιού (χάραγμα των ορίων) [25β, 121].

κουμπουδάφτ’κου, του σημάδι στα πρόβατα στο δεξί αφτί παρακάτω από την κορυφή που μοιάζει με κόμπο.

κουμπουδιάζου φτιάχνω κόμπους, φτιάχνω κόμπους τις κλωστές από το στημόνι και αρχίζω να το υφαίνω.

κουμπουδιασμένους, -η, -ου τσιγκούνης.

κουμπουθλιά, η γυναικεία πόρπη.

κουμπουλόι, του (μτφ.) αδύνατο ζώο, άπαχο, κοκκαλιάρικο: τις αρνάδες τις κοιτάνε και στην ουρά, να μην είναι «κομπολόι», δηλαδή κόκκαλα χωρίς κρέας [20, 45].

κουμπουράδις, οι αυτοί που κρατούν πιστόλια, αστυνομικοί.

κουμπουραχιά, η τμήμα της σπονδυλικής στήλης κατά μήκος της ράχης [12α, 94].

κουμπούρι, του πιστόλι.

κούμπουσι ου κούκους [22, 97], βλ. τσάκ’σι ου κούκους.

κουμπώνου απατώ, ξεγελώ [12β, 138].

κουνάκι, του 1. σπίτι του Σαρακατσιάνου. 2. μέρος που ξεφορτώνω κατά τις μετακινήσεις μου [17, 141]: ’ν άν’ξη η στράτα ’ια τα β’νά ήταν δέκακουνάκια. 3. νοικοκυριό, συγύριο [13, 66]. 4. οικογένεια: άιντι, πιδί μ’, να παντριφτείς, να φκιάσεις κουνάκι [20, 18]. 5. -ια σαρακατσιάνικος οικισμός: ταχιά, θα πάμι στα κουνάκια για ν’ αλλάξουμι.

κουνακιάρς, -α, -κου αυτός που ζει στο κονάκι, που η ζωή του κινείται γύρω από αυτό.

κουνεύου σταθμεύω κάπου, φτιάχνω κονάκι [17, 332].

κουνούκλα, η φυτό πόα και με χρώμα μοβ που το αγαπούν πολύ τα πρόβατα.

κουντά (επίρρ.) μετά, ύστερα: πήγαμαν πρώτα στα Γιάννινα κι κουντά σ’ν Πρέβιζα.

κουντακιανός, -ή, -ό κοντούλης, μι­κρόσωμος.

κουντακιανούλα, η κοντούλα.

κουνταρέλα καραβάνι με φορτωμένα ζώα που πηγαίνουν το ένα κοντά, πίσω στο άλλο.

κουνταριλιάζουμι πηγαίνω κονταρέλα , δηλ. ο ένας πίσω από τον άλλον.

κουντεύου 1. πλησιάζω. 2. κονταίνω.

κουντνιέλα, η παρέα των τελευταίων, τελευταία πρόβατα από το κοπάδι, ουρά από το κοπάδι [22, 81].

κουντο- ή κουντου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο συνθετικό την έννοια του κοντού: κουντουβούνια, κουντόκλιτσα, κουντουξιά, κουντουρούπακα, κουντουτσίπις (λαχανικό), κουντουτσούραπου (κάλυμμα στο γυναικείο πόδι ανάμεσα στην πατούνα και την κάλτσα που φτάνει στον αστράγαλο) κουντουιέλατους, κουντουφτάνου, κουντουραχούλις, κουντουστούπι, κουντόκαπα και κουντουκάπι (καικομμάτι στη φορεσιά), κουντόκουρμους.

κουντό, του πουκάμισο της αντρικής φορεσιάς που είναι κοντό και φτάνει μέχρι τη μέση και δεν έχει γιακάδες [22, 163]. τουν παίρου στου κουντό ακολουθώ κάποιον καταπόδι [16, 29]

κουντούρις, οι παπούτσια [19, τόμος 3ος, 214].

κουντουρίσιου, του συμβούλιο που κάνουν οι Σαρακατσιαναίοι πάνω στα βουνά, για να μοιράσουν τα λιβάδια.

κουντράου (για ζώα) χτυπάω με τα κέρατα [27, 402].

κουντραστάρου μαλώνω [27, 402].

κουντράτα, τα συμβόλαια.

κουντύλι, του κομμάτι σχιστόλιθου που χρησιμοποιείται ως μολύβι.

κουντυλουγραμμένους, -η, -ου φτιαγ­μένος με το μολύβι, (μτφ.) πολύ όμορφος: μόν’ θέλου τα ματάκια σου τα κουντυλουγραμμένα [3α, 95].

κούπα τα ’χου τα μάτια (μτφ.) στραβώνομαι, δε βλέπω και ξεγελιέμαι, «την πατάω»: τα’ χι κούπα τα μάτια στα ειδίσια.

κούπα, η 1. ποτήρι, κύπελλο [23α, τ. 3, 55]. 2. διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 339]. 3. τμήμα από το γόνατο.

κουπάδι, του σύνολο από ζώα.

κουπαδιάζου χωρίζω τα πρόβατα σε κοπάδια, γαλαροκόπαδα, στερφοκόπαδα, κ. ά. [21α, τ. 162].

κουπάδιασμα, του η ενέργεια του κουπαδιάζου.

κουπάνα, η σκαφίδι.

κουπανάει η πρατίνα είναι άρρωστη και πάλλεται η κοιλιά της.

κουπανιάρ’κου, του άρρωστο πρόβατο που φουσκώνει και ξεφουσκώνει η κοιλιά του.

κουπανιάρ’ς, -α, –κου άρρωστος.

κουπανίζου χτυπάω τα ρούχα που πλένω με τον κόπανο.

κουπανόκαδη, η, βλ. βούρτσα.

κουπέλλα, η κορίτσι.

κουπή, η κοπάδι: κι παίρουν την Τουρκιά μπρουστά, σαν τις κουπές τα γίδια [21β, 165].

κουπιάζου κάνω τον κόπο: κουπιάστ’ απάνου, βρε πιδιά, να φάμι κι να πιούμι [10α, 57].

κουπιαστό, του είδος από διασίδι, (βλ. λ.).

κουπίδι, του αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο για να σκαλίζω ξυλόγλυπτα ή να τρυπάω κάτι [26, 358].

κουπούλις, οι, βλ. κουπουτά.

κούπουμα, του καπάκι από σκεύη.

κουπουστάρι, του καπάκι από πάφλα (βλ. λ.) ή από χάλκινο μαγειρικό σκεύος [22, 48].

κουπουτά, τα διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 437].

κουπουτούτ’σ’κου, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 439].

κουπριά (μτφ.) βρομερός, άχρηστος, άξιος για πέταγμα, για περιφρόνηση.

κουπρίζου 1.(για ζώα) αποβάλλω τα περιττώματα μέσα από τη φυσική οδό. 2. αφοδεύω.

κούπσι το ’βαλε στα πόδια, έφυγε τρέχοντας: τσακώθ΄κι μι τ’ς χουριάτις ου Κώστας ου Λιγαίικους κι κούπσι ’ια να γλιτώσει.

κουπτσιά, η 1. αρμαθιά: κάηκι της Τήνας ν-η κουπτσιά, Τασούλας του φουστάνι [24, 9] 2. πόρπη.

κουπώνει η καρδιά (μτφ.) στενοχωριέμαι, ψυχοπλακώνομαι.

κουπώνου 1. βάνω το καπάκι πάνω στα σκεύη, τα κλείνω, τα καλύπτω. 2. βλ. γκουρώνου.

κουρ’κουζώητους, -η, -ου αυτός που ζει τα χρόνια του κόρακα (πολλλά χρόνια), ιδιαίτερα μακρόβιος, αιωνόβιος.

κουρ’φ’νός, -ή, -ό αυτός που βρίσκεται στην κορυφή.

κουρ’φανταριασμένα β’νά βουνά με αντάρα στις κορυφές ιδιαίτερα το Φθινόπωρο που αρχίζουν οι βροχές.

κουρ’φή, η 1. κορυφή. 2. γινωμένο για βάρεμα (αποβουτύρωση) γάλα [17, 332]. 3. αφρόγαλο [26, 72].

κουρ’φουβούνια, τα βουνοκορφές.

κουρακιάζου του τραγούδι κλώθω, σέρνω και κρατάω πολλή ώρα το τραγούδι: μιθαύριου στου γκουρμπάνι θα του κουρακιάσουμι.

κουράκιασμα, του η ενέργεια του κουρακιάζου.

κουρακιαστό τραγούδι τραγούδι που ο τραγουδιστής το κλώθει και το σέρνει πολύ.

κουρακώνου 1. ξεπαγιάζω, μελανιάζω από το πολύ κρύο [25β, 122]. 2. πεθαίνω από το πολύ κρύο: τουν έπιασι στ’ στράτα του χιόνι κι κουράκιασι.

κουράσι, του [3α, 93], βλ. κουράσιου.

κουρασιά, η, βλ. κουράσιου: στης κουρασιάς του μάγουλου, στης έμουρφης τ’ αχείλι.

κουρασινή, η κοράσιο, κορίτσι, κοριτσόπουλο: κουρασινή τραγούδησι ψηλά σ’ ιένα γκιουφύρι κι του γκιουφύρι ράισι κι του πουτάμι ιστάθη [15α, 88].

κουράσιου, του κορίτσι, κοριτσόπουλο: πουλλές νύχτις γκιζέρησα μ’ ένα μουρφου κουράσιου.

κούρβα, η ανήθικη γυναίκα, πόρνη.

κουρδαρίζουμι περηφανεύομαι χωρίς ντροπή [25β, 119].

κουρδέλια, τα δεμάτια από κλαδιά [27, 403].

κουρδουκ’λάου κατρακυλάω, πέφτω και κυλάω πολύ αστεία και απρεπώς [25β, 122]: κουρδουκύλ’σι τουν κατήφουρου σαν κουλουκύθι.

κουρδουκύλ’σμα, του η ενέργεια του κουρδουκ’λάου.

κουρδουκύλα, η κατρακύλισμα.

κουρδουμπλός, -ή, -ό κοντός και παχύς άνθρωπος, αστεία παχύς που φαίνεται σαν στρογγυλός [25β, 123].

κουρδουμπούλι, του 1. βόλος 2. (μτφ.) παχουλός άνθρωπος [22, 79]: τρώει, τρώει κι γίν’κι κουρδουμπούλι. 3. (μτφ.) κουτσομπολιό, συκοφαντίες [25β, 123].

κουρέλα, η μικρό μαχαίρι [26, 105].

κουρημάδδα, η [25β,123], βλ. κουριμάδα.

κουριμάδα, η (μτφ.) κακομοίρα, αξιολύπητη, καημένη, παραπεταμένη, κουρεμένη σε ένδειξη πένθους [12α, 97].

κουριμαδιά, η [24, 90], βλ. κουριμάδα.

κουριντίνα καραντίνα, περιορισμός στο κονάκι, παραμονή για πολλή ώρα σε ένα μέρος: μ’ έπιασι νια θέρμη κι είμι τώρα τρεις μέρις κουριντίνα. τι μόκατσις κουριντίνα στου κιφάλι μ’ ;

κουριόζους, ου πονηρός [27, 403].

κουρίτα, η μακρόστενη ξύλινη ή σιδερένια κατασκευή για να βάζω τροφή στα ζώα ή για να περνάει νερό, σχηματίζοντας μορφή βρύσης [13, 30].

κουριφτάδις, οι αυτοί που κουρεύουν τα ζώα [26, 99].

κουριφτής, ου αυτός που κουρεύει τα πρόβατα.

κουρκουβέτσι ένα ανακατωμένο πρά­­­μα: αρνόμαλλα κι κουλόκρα ανα­κα­τώ­θ’καν κι γίν’καν κουρκουβέτσι [25β, 123].

κουρκουσούρ’ς, -α κουτσομπόλης, κουτσομπόλα [27, 404].

κουρκούτι, του αλεύρι βρασμένο σε πολτώδη κατάσταση ή αλεύρι με γάλα βρασμένο κατάλληλο για να τρέφονται τα βρέφη.

κουρμί, του αμάνικο μαύρο μάλλινο υφαντό (γιλέκο) από αρνίσιο μαλλί με κεντητό μπούστο στη γυναικεία φορεσιά.

κούρμπασης, απ’ τουν κιρό τ’ κούρ­μπαση από πολύ παλιά.

κουρμπέτ’ς, ου εργένης, μοναχός.

κούρνια, η φωλιά.

κουρνιάζου φωλιάζω.

κουρνιαχτίζου 1.σηκώνω σκόνη, σκονίζω 2. -ουμι σκονίζομαι: Μάρου μ’, μη κουρνιαχτίζισι κι μη σι καίει ν-ου ήλιους.

κουρνιαχτός, ου σκόνη.

κουρνόζους, ου πονηρός, κατεργάρης [27, 404].

κουρόμπλου, του κορόμηλο: ξικά­μπ’σι κόκκινου κουρόμπλου.

κουρουμπλιά, η κορομηλιά.

κουρουνάδις, οι αξιωματικοί: ποιοι είν’ αυτοί απόρχουντι, σαν να ’νι κουρουνάδις [21β, 92].

κούρους, ου κούρεμα των γιδοπροβάτων.

κουρουφύλακας, ου χωροφύλακας.

κουρουψάλ’δου, του ψαλίδι για το κούρεμα των ζώων [26, 97].

κουρσεύου λεηλατώ, λαφυραγωγώ: ν-ούλοι έκλιβαν κι κούρσευαν κριάρια μι κουδούνια κι ’γω ’κλιβα κι κούρσευα ’κλησιές κι μαναστήρια [21β, 24].

κουρσιούμι του κάτι που είναι ασήκωτο από το βάρος, βλήμα: πικρό, Τασιά μ’, του λάβουμα, φαρμάκι του κουρσιούμι [15α, 33].

κουρφανταριασμένου β’νό βουνό που η ομίχλη έχει κατακλύσει την κορυφή του [3α, 43]

κουρφύγγι, του βούτυρο από το πρωτόγαλα της προβατίνας που πολλές φορές το ρίχνουμε πρόχειρα πάνω σε φύλλα και το βάνουμε στη φωτιά [25β, 119].

κουσ’μαρόπ’τα, η πίτα που γίνεται με κουσμάρι, (βλ. λ.).

κουσάνα, η κοτσίδα [12β, 136].

κουσί (επίρρ.) ταχέως, γρήγορα [27, 403]: φεύγα κουσί να προυκάν’ς.

κουσιά, η μεταλλικό εργαλείο με το οποίο κόβω κυρίως χόρτα.

κούσιαλου, του αδύνατος άνθρωπος, γέροντας κατά κανόνα, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του [12α, 98].

κουσιαρίζου γίνομαι είκοσι χρονών ή ο μήνας έχει είκοσι: ν-ου Μάρτης δεν ’κουσιάρισι κι Απρίλης δεν ιμπήκι.

κουσκ’νάου κοσκινίζω: ν’ κουκυρά π’ δεν το ’χει να ζ’μώσει ούλη τ’ μέρα κουσκ’νάει [4, έτος 24ο, 56].

κουσκινίδια, τα κεράσματα, χρήματα που ρίχνουμε στο κόσκινο, όταν αναπιάνουμε (βλ. λ.) τα προζύμια [15α, 209].

κουσκούνι, του, βλ. κουλάνι.

κουσμάρι, του πρόχειρο φαγητό (ξυνισμένο φρέσκο ανάλατο τυρί+α­­λεύ­ρι) [26, 322].

κουσμούρα, η πλήθος κόσμου.

κουσσιεύου τρέχω [12β, 137].

κουσσού κόβω [12β, 136].

κουστέκια, τα αλυσίδες χρυσές ή μπρούτζινες που κρεμάνε στα στήθια τους άντρες και γυναίκες [17, 197].

κούτ’πας, ου το πίσω μέρος του κεφαλιού, μέρος του ινιακού οστού [12α, 99].

κουτ’ρού (επίρρ.) κουτουρού, χωρίς λογαριασμό, απερίσκεπτα.

κουτάρα, η περιφραγμένο χώρισμα μέσα στο μαντρί, συνήθως τετράγωνο ή τρίγωνο, για να αρμέγω κάποια γαλάρια [25β, 124].

κουτάρι, του, βλ. μπιτούλι.

κουτιάζου 1. γίνομαι μωρός, ανόητος, κουτός. 2. γεράζω και αρχίζει να με εγκαταλείπει η μνήμη μου. 3. κωφαίνομαι [27, 404].

κούτιασμα, του η ενέργεια του κουτιάζου.

κούτλας, ου μικρό δοχείο που χωράει 1, 2, 3 ή 4 οκάδες και το χρησιμοποιώ ως μέτρο χωρητικότητας.

κουτλουπίνακου, του, βλ. κουβάτα.

κουτουπούλια, τα κοτόπουλα.

κούτουρους, -η, -ου κουτσός, κολοβός.

κούτρα, η μέτωπο ή κεφάλι.

κουτρίδια, τα βλ. μπουρμπουλόι.

κουτρουβάλα κατρακύλισμα, τούμπα.

κουτρούζας, ου «χοντροκέφαλος», αγύριστο κεφάλι.

κουτρουλή, η σκεύος χωρίς χερούλι.

κουτρουλός, -ή, -ό ο φαλακρός [12α, 99].

κουτρουμαλλιάζου ορμώ σε κάποιον, τον αρπάζω από τα μαλλιά και τον κακοποιώ: έπιασι ου Μήτρους τουν κλέφτη κι τουν κουτρουμάλλιασι [25β, 125].

κουτρουμάλλιασμα, του η ενέργεια του κουτρουμαλλιάζου.

κουτρουμπέλι, του αυτός που πάχυνε και στρογγύλεψε, παχουλός: κουτρουμπέλια τ’ς Βγένας τα πιδιά.

κούτσ’κους, -η, -ου 1. μικρός σε ηλικία [26, 42]. 2. μικροκαμωμένος.

κουτσάκι, του ξύλινο άγκιστρο (σαν γάντσος) στο σαμάρι στο οποίο προσδένουμε το σκοινί που δένει το φόρτωμα.

κουτσακιάζου 1. δένω την τριχιά στο κουτσάκι, όταν φορτώνω το ζώο. 2. (μτφ.) φτιάχνω ιστοριούλες ή τραγούδια, ιδίως, όταν θέλω να ειρωνευτώ ή να σατιρίσω ένα γεγονός: κοντά απ’ ’ν κλιψιά τ’ς κουτσάκιασαν κι τραγούδι.

κουτσάκιασμα, του η ενέργεια του κουτσακιάζου.

κουτσαμπ’δάου (πιθ.) πηδάω με το ένα πόδι κουτσό, δηλ.πηδάω με ένα πόδι και το άλλο είναι στον αέρα [20, 339].

κουτσιαλίτ’κου, του ζώο που έχει κόκκαλο και χοντρό δέσιμο, γερό ζώο [20, 139].

κουτσιαλώνου κρυώνω πολύ, παγώνω, ξυλιάζω στα άκρα μου [12β, 137].

κουτσιάφτ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη από το αφτί κάθετα) [17, 168].

κούτσιμα, του κουτσαμάρα.

κουτσιουμπλιάζου κονταίνω ένα αντικείμενο, κόβω ένα τμήμα του, τη «μύτη» του κυρίως [12β, 139].

κουτσούμπλιασμα, του η ενέργεια του κουτσουμπλιάζου.

κουτσιουμπλός, -ή, -ό αυτός που έχει κοντά άκρα αλλά και κοντή τη μύτη του.

κουτσιουμύτα, η γυναίκα με κοντή μύτη.

κουτσιώνου πεθαίνω [27, 403].

κουτσιώρου, η 1. αβάφτιστο κοριτσάκι. 2. άγουρο κορίτσι.

κουτσόλ’κους, ου κουτσός λύκος.

κουτσουδούλια, τα μικροδουλειές.

κουτσουκιέρα, η γίδα με σπασμένο κέρατο.

κουτσουκιέφαλους,-η, -ου αυτός που του έκοψαν το κεφάλι.

κουτσουκιφαλιασμένους, -η, -ου αυτός που τον αποκεφάλισαν.

κουτσουνόρ’κους, -η, -ου αυτός που έχει κοντή ουρά: μπαίνει ου λύκους μι νουρά κι βγαίνει κουτσουνόρ’κους [4, έτος 9ο, 25].

κουτσουνόρα, η προβατίνα με κοντή ουρά.

κουτσουνόρις, οι έτσι λέμε χαϊδευτικά τα πρόβατα: οι κουτσουνόρις να ’νι καλά κι διν ιέχου καϊέναν ανάγκη.

κούφαλους, ου μεγάλη κουφάλα σε δέντρο.

κουφουξλιά, η το φυτό σαμπούκος ο μέλας, δέντρο με κούφιο και ελαφρύ ξύλο [2].

κουφτέρου, η (μτφ.) πολυλογού, αυτή που κόβει η γλώσσα της [25β, 126]: κουφτέρου η νύφη, του στόμς τ’ς ντιπ δε λαρώνει.

κουψουκιέφαλους, -η, -ου «έξυπνος» με ειρωνική σημασία.

κουψουχρουνιά στη διάρκεια της χρονιάς, προτού να τελειώσει η χρονιά.

κόφα, η ξύλινο μικρό δοχείο για ποτά και ιδίως για κρασί [26, 42].

κόψ’μου τ’ διασιδιού η ολοκλήρωσή του [13, 103].

κράζου φωνάζω, καλώ κάποιον με τη φωνή μου να ρθει κοντά μου: ν-ιφτά πασιάδις πέρασαν στα βλάχικα κουνάκια, κράζουν του γερου-Θόδου­ρου, τουν Πάνου τουν Καψάλη [21β, 205].

κραμπουκούκι του πρόχειρο φαγητό (ζυμάρι ανεβατό, νερωτό με κρεμμύδι και κόκκινο πιπέρι που το ψήνουμε στο ταψί [20, 41].

κρανένια κλ(ε)ίτσα κλ(ε)ίτσα με κρανίσιο κλ(ε)ιτσόξυλο [12α, 100].

κρανιά, η δέντρο.

κράνια, τα καρπός της κρανιάς.

κρανουϊέλατου, του δέντρο [26, 355].

κρασάσκι, του, βλ. κρασουδέρματου.

κρασουδέρματου, του ασκί για το κρασί.

κρασουπότ’ρου, του ποτήρι για κρασί.

κρασουπουλού πουλώ κρασί.

κρασουπούλους, ου οινοπώλης: ν-ιδώ είν’ κι ου κρασουπούλους κι τουν αλλάζουμι.

κρατ’μάρα, η αυτοσυγκράτηση, συστολή στη συμπεριφορά, ταπεινότητα: οι κουπέλις πρέπει να ’χουν κρατ΄μάρα στου χουρό.

κρατάου 1. βαστάω. 2. (μτφ.) νηστεύω.κράτ’σι η πρατίνα συνέλαβε, είναι έγκυος.κράτ’σι ου καιρός σταμάτησε η κακοκαιρία.κρατάει του ψουμί δεν είναι καλά ψημένο.

κρατζιαμπάκα, η βέργα, που έχει σχήμα κλίτσας, με την οποία πιάνω τα κλαδιά από τα δέντρα και τα χαμηλώνω.

κρατιρός σταυρός συνεχόμενος αλυσιδωτός, και κυρίως στην ποδιά.

κρατούν οι κλέφτις λημεριάζουν.

κρατσαβαλώνου σκαρφαλώνω.

κρέμαση, η μικρός καταρράχτης.

κρένου 1. μιλάω, φωνάζω: ν-Αγγέλου μ’, κρένει ν-η μάνα σου, δεν ξέρου τι σε θέλει [3α, 105]. 2. διαμαρτύρομαι [12α, 100]: σι μάλουνι τόση ώρα κι ισύ ντιπ δεν έκρινις, ντιπ! 3. απαντώ: τώρα, κρίνι κι’ συ.

κρησάρα, η λεπτή σίτα για κοσκίνισμα.

κρητικό, του είδος από σχέδιο [20, 158).

κριαράδις, οι αυτοί που βόσκουν τα κριάρια [26, 26].

κριαρουκούδ’να, τα κουδούνια που βάζω στα γκισέμια, (βλ. λ.) [26, 125].

κριάσι, του κρέας.

κριασόπ’τα, η πίτα με κρέας.

κριατούρια, τα κρεατικά, κρέατα: έπιναν κι έτρωγαν πολύ, «κριατούρια» πολλά [20, 186].

κριβάτα, η πρόχειρο κρεβάτι για ύπνο ή για να τοποθετώ πράγματα: όταν στάλ’ζαν τα πρότα, ιγώ είχα νια κριβάτα απάν’ σ’ ιέναν ιέλατου κι φούσκουνα ύπνου.

κριβαταριά, η βεργόπλεχτο ράφι πάνω στο οποίο τοποθετώ διάφορα πράγματα του νοικοκυριού μας [26, 299].

κριβάτι, του 1. πάγκος για να τοποθετώ πράγματα. 2. (μτφ.) μήτρα των ζώων: η μπούτσκα έβγαλι του κριβάτι κι ψόφ΄σι.

κριβατουκόν’σμα, του μικρό ράφι που βάνουμε το εικόνισμα [26, 306].

κριγκαρίδι, του, βλ. γκριγκαρίδι.

κριμαντάλα, η ξύλο με παρακλάδια για να κρεμάω πράγματα, καλόγηρος [26, 112].

κριμανταλάς, ου [22, 60], βλ. κριμα ντάλα

κριμαντζιάλα, η, βλ. κριμαντάλα.

κριμαντζλιόμι κρέμομαι.

κρίματα, τα αξιόποινες πράξεις, εγκλήματα.

κριμέζι, του ερυθρή χρωστική ουσία.

κριπιτούρα, η μεγάλα βράχια πάνω από τα οποία μπορούν να διαβούν μια χαράδρα ή στενό άνοιγμα [27, 405].

κρίση, η ομιλία, κουβέντα.

κρισούμινους, -η, -ου αυτός που σου μιλάει με ευχαρίστηση, λογικός και γλυκόλογος άνθρωπος.

κριτζαμπαλιάζουμι πιάνομαι από το κριτζιαμπάλι (βλ. λ.), πιάνομαι από κάπου και κρατιέμαι από αυτό.

κριτζιαμπάλι, του, βλ. κριμανταλάς.

κριτσιαλίδα, η 1. χόνδρος που βρίσκεται ανάμεσα στα κόκκαλα. 2. τραγανάδι από το αφτί [26, 42].

κριτσιανάου 1.τρώω κάτι τραγανό, τρώω τραγανιστά. 2. τρίζω.

κριτσιάν’σμα, του η ενέργεια του κριτσιανάου.

κριτσιανήθρα, η τραγανό φαγώσιμο.

κριτσιάνι, του αρρώστια στα ζώα με πυρετό.

κριτσιανίδα, η [12β, 140], βλ. κριτσια­­νήθρα.

κριτσιανίζου, βλ. κριτσιανάου.

κρούβαλου, του υπέργηρος άνθρωπος.

κρουμπουλάχανου, του στρόγγυλο άσπρο λάχανο.

κρούνα, η (μτφ.) άμοιρη, δυστυχισμένη γυναίκα.

κρούου 1. εγγίζω. 2. χτυπάω: ρίχνου μήλου κι την κρούου δεν ταράζιτι, ρίχνου μάλαμα κι ασήμι χαμουγέλασι [24, 52]. Όσου κρούει ου νους (μτφ.) θυμάμαι αμυδρά.

κρούπα, η σπυρί.

κρούστ’ς, ου πελεκημένο ξύλο με το οποίο χτυπάω το υφάδι στον αργαλειό [26, 362].

κρούσταλλα, τα πάγοι: Γινάρης μι τα κρούσταλλα, Φλιβάρης μι τα χιόνια [21β, 219].

κρουστάλλι, του είδος κρυστάλλινου ποτηριού: ν-η μια κιράει μι του κρασί κι η άλλη μι του κρουστάλλι κι η τρίτη ν-η μικρότιρη κιράει μι του πουτήρι[15α, 80].

κρουσταλλιάζου παγώνω: να’ ταν ν- ου Μάης Χινόπουρους κι ου Θιριστής χειμώνας, να κρουσταλλιάσει ν-η θάλασσα μην πλέξουν τα καράβια[15α,139].

κρουσταλλιένιους, -α, -ου 1. κρυστάλλινος. 2. (μτφ.) αυτός που έχει την ομορφιά του κρύσταλλου: τέτοια νύφη κρουσταλλιένια πο ’χει τα μαλλιά στουλίδια σαν του ήλιου τις αχτίνις.

κρουσταλλουπαγουμένους, -η, -ου αυτός που οι πάγοι του γίνονταιι κρύσταλλα: σταϊ βουνά τα χιουνισμένα, τα κρουσταλλουπαγουμένα [3α, 191].

κρουστιαίνου υφαίνω πυκνά το διασίδι [3α, 196]: να σι μάθου ιγώ να υφαίνεις, τα διασίδια να κρουσταίνεις [3α, 196].

κρουστός, -ή, -ό πυκνός.

κρουστότιρους, -η, -ου πυκνότερος.

κρούτα, η προβατίνα με κέρατα [27, 348].

κρυαδιρός, -ή, -ό κρύος, ψυχρός.

κρυαμάδις, οι (μτφ.) κρυάδες, κουβέντες ειρωνικές, πικρόχολες [16, 152].

κρυόβρυση, η βρύση με κρύο νερό.

κρυότη δροσερός καιρός, καιρός προς το κρύο: έχει κρυότη σήμιρα.

κρυότιρους, -η, -ου πιο κρύος.

κρυπώνου 1. κρύβω. 2.- ουμι κρύβομαι.

κρύπουμα, του η ενέργεια του κρυπώνου.

κρυφή γκβέντα μυστικό.κρυφή φτέρη φυτό που φυτρώνει σε βραχώδη μέρη. Το χρησιμοποιώ για να θεραπεύσω το άσθμα [15β, 237].

κρυφουκλανιάρ’ς, ου (μτφ.) φοβητσιάρης.

κρυφουκουβιντιάζου σιγοκουβεντιάζω, κουβεντιάζω με τέτοιο τρόπο ώστε να μη με ακούν οι άλλοι, κουβεντιάζω κάτι πολύ σημαντικό.

κτούπ’σμα, του η ενέργεια του κτουπίζου.

κτούπι, του το μαλλί από το κτού­π’σμα, βλ. κτουπίζου.

κτουπίζου κουρεύω τα πρόβατα στο λαιμό το καλοκαίρι.

κτσάδ’κους, ου είδος χορού.

κτσιούμπα, η [12α, 96], βλ. κτσιούμπι.

κτσιούμπι, του 1. κομμένο κομμάτι από ρίζα δέντρου που το έχω ξεριζώσει και είναι κατάλληλο για φωτιά [12α, 96]. 2. (μτφ.) κουτός.

κυβέρνιου, του (πιθ.) 1. διαχείριση, κουμαντάρισμα, καθοδήγηση. 2. τιθάσευση: κι ισύ πουτάμι ζουριανό κι ισύ κυβέρνιου θέλεις [4, έτος 24ο , 56].

κυβιρνιώμι κάνω κουμάντο στον εαυτό μου, τα βγάζω πέρα μετά από κάτι κακό που μου έχει συμβεί: κι τ’ αρφανά πουρεύουντι κι οι χήρις κυβιρνιόντι, τα μάτια που δε φαίνουντι γλήγουρα λησμουνιόντι [3α, 177].

κύπειρη, η φυτό.

κυπράδις, οι τεχνίτες που φτιάχνουν τα κυπριά [26, 120].

κύπρια, τα κυπριά, χάλκινα αντικείμενα (μορφή κουδουνιού) που κρέμονται από το στεφάνι στο λαιμό των γιδιών [12α, 101].

κυπρουκούδ’να, τα κυπριά και κουδούνια [26, 89].

κύπρους, ου, βλ. κύπρια.

κυρά, η 1.κουνιάδα: μιλένιους άνθρουπους η κυρά μ’ η Μητρούλα.2. συννυφάδα. 3.

Κυρά, χαιρ.42, Βαγγελής

κυράτσα, η κυρά, αρχόντισσα.

κυρατσουιπούλα, η, βλ. κυράτσα.

κυρατσουνύφη, η κυράτσα (βλ. λ.) νύφη: δεν αϊκούς, κυρατσουνύφη, τι σου λέν’ τ’ άια ’Βαγγέλια; [15α, 281].

κύργιοι μ’ προσφώνηση που δείχνει μάλλον εκτίμηση και σεβασμό: κύργιοι μ’, του ποιος τουν κάνει τούτουν τουν νιον του γάμου μι τ’ άνθια, μι του ρόιδου, μι του μαργαριτάρι [3α, 139].

κυρή γαμπρού στου κυρ γαμπρού, στου άξιου γαμπρού, στου γαμπρού που του πρέπει σεβασμός και εκτίμηση: στου κυρή γαμπρού την πόρτα σαν δασιά είν’ τα κυπαρίσσια [21β, 312].

κύρης κύριος, αφέντης: χάρισμα πουλύ γυρεύου ν-απ’ τουν κύρη πιθιρό μου [21 β, 313].

Κυριακάδις, οι Κυριακές: του κένταγι η μανούλα μου γιουρτές κι Κυριακάδις.

κυρούλα, η μικρότερη κουνιάδα.

κώλια, τα ο πισινός.

κωλουπλυμένους, -η, -ου (μτφ.) αστός.


λ(ε)ιανά, τα [12α, 105], βλ. λ(ε)ια­νώματα.

λ(ε)ιανιεύου κάνω κάτι λεπτό ή γίνομαι λεπτός.

λ(ε)ιανίζου 1. κατατεμαχίζω, κάνω κομμάτια. 2. (μτφ.) σκοτώνω: μου πήραν του ζυγούρι μου, του όμορφου γκισιέμι, κι ’γώ τουν Τούρκου λιάνισα κι πάου μι τους κλέφτις [15α, 92].

λ(ε)ιανόλουρα, τα λιανά λούρια, (βλ. λ.).

λ(ε)ιανόπιδα, τα, βλ. λ(ε)ια­νου­παί­δια.

λ(ε)ιανός, -ή, -ό 1. λεπτός [12β, 143] . 2. (μτφ.) μικρός σε ηλικία.

λ(ε)ιανουβρέχει ψιχαλίζει.

λ(ε)ιανουκόρ’τσα, τα κοριτσάκια.

λ(ε)ιανουκούδ’να, τα είδος από κουδούνια.

λ(ε)ιανουλίθαρα, τα μικρά λιθάρια, πετρούλες, πετραδάκια.

λ(ε)ιανουντούφικα, τα αραιοί πυροβολισμοί [21β, 86].

λ(ε)ιανουπαίδια, τα μικρά σε ηλικία παιδιά, μικράκια.

λ(ε)ιανουσιουράου σφυρίζω σιγά.

λ(ε)ιανουφύρα, η μικρή φύρα, λίγη απώλεια.

λ(ε)ιανουχάλ’κα, τα χαλικάκια.

λ(ε)ιανουψιχαλίζει ψιλοβρέχει.

λ(ε)ιάνσ’μα, του τέμάχισμα, κομμάτιασμα.

λ(ε)ιανώματα, τα κέρματα, ψιλά χρήματα [25β, 134].

λ’γιά, η λυγαριά.

λ’θάρι, του 1. λιθάρι: πουλλά καλά στην έρημου κι ξύλα κι λιθάρια [4, έτος 24ο , 56]. 2. αγώνισμα της λιθοβολίας [17, 212].

λ’θαρόστρουγκα, η πέτρινη στρούγκα [26, 81].

λ’κουδέρουν τα σκλιά κυνηγούν με γαβγίσματα το λύκο.

λ’μάζου με διακατέχει μεγάλη πείνα: δεν έφαγα ’ν αυγή κι ους του βράδυ λίμαξα.

λ’μάκια, τα ευλύγιστα μικρά κλαδιά ή μικροί κορμοί [26, 217].

λ’τάρι, του μικρή τριχιά: του πώς μι πάει ν-η Αρβανιτιά μι τους χουρουφυλάκους, μι τα λυτάρια στου λιμό, τα σίδιρα στα χέρια [3α, 61].

λ’ταρώνου δένω με το λ’τάρι (βλ. λ.)

λ’ψός, -η, -ο 1. λειψός, ελλιπής [17, 281]. 2. κουτός.

λαβαίνου 1. παραλαμβάνω. 2. φτάνω, πιάνω, βρίσκω: άμα σι λάβου, να ιδείς τι θα πάθ’ς.

λαβή, η αφορμή.

λαβουματιά, η πληγή, τραύμα.

λαβούρα, η ψυχική διέγερση που συνοδεύεται από φόβο ή ταραχή: λαβούρα σι πιάνει, άμα νυχτουπιρπατάς στα λόγγα.

λαβώνου 1. τραυματίζω. 2. -ουμι τραυματίζομαι. 3. (μτφ.) διακατέχομαι από ερωτικό πάθος: μι λάβουσι νια λυγιρή, νιας χήρας δυχατέρα.

λάγανου, του χόνδρος που σχηματίζεται στο υπερώο των ζώων (αλόγων, μουλαριών) κοντά στα επάνω δόντια και τα εμποδίζει να φάνε [12β, 141].

λαγάρ’σμα, του η ενέργεια του λαγαρίζου.

λαγάρα, η 1. τιμιότητα, ειλικρίνεια. 2. καθαρό μαλλί, πολύ καλό μαλλί [26, 97].

λαγαρά, τα ευαίσθητα σημεία στην κοιλιά ή στα πλευρά των ζώων και των ανθρώπων.

λαγαρίζου 1. κάνω κάτι διαυγές. 2. εκκαθαρίζω.

λαγαρός, -ή, -ό καθαρός, διαυγής.

λαγαφτάκια, τα λάχανα του βουνού.

λαγγάδι, του στενή και μικρή κοιλάδα, ρεματιά, φαράγγι.

λαγγεύου [12β, 141] 1. πηδάω, σκιρτώ. 2. ζηλεύω, λιμπίζομαι 3. λιγώνομαι από έρωτα.

λαγγιόλια, τα 1. κομμάτια από ύφασμα κομμένα σε τριγωνικό σχήμα που σχηματίζουν τις πιέτες στη φούστα ή στη φουστανέλλα. 2. (μτφ.) κουτσομπολιά [25β, 130].

λαγκαδίκια, τα (πιθ.) μικρά λαγκάδια: κατέβασαν τα ρέματα κι ούλα τα λαγκαδίκια, φέρουν κιφάλια των κλιφτών, κουρμιά δίχους κιφάλια [15α, 49].

λαγκιουλάτου, του ρούχο με λαγκιόλα, (βλ. λ.).

λαγόγυρους, ου είδος νυφίτσας, λαγουδέρα.

λαγουνικό, του κυνηγόσκυλο: μαύρου κι του λαγωνικό που πάεινι κουντά του.

λαδάκουνου, του λίθινο ακόνι στο οποίο ρίχνουμε λίγο λάδι και τροχίζουμε μαχαίρια, ψαλίδια, κτλ. [12β, 142].

λαδιά, η βουνίσιο χορτάρι.

λαδίκα, η δοχείο για το λάδι [20, 259].

λαδιρό, του σακούλι για το λάδι.

λαδώνου 1. ρίχνω λάδι. 2. (μτφ.) βαφτίζω.

λαζαρίνα, η σπαθί: πέτα του, Δίπλα μ’ του γυαλί, πάρι τη λαζαρίνα, πουλλή μαυρίλα ν-έρχιτι, μαύρη σαν καλιακούδα [15α, 54].

λάζιανη, η παραμονή της στάνης για λίγες μέρες στα χαμηλώματα των βουνών, προτού να βγει στα ψηλώματα, για να ανασυνταχτεί.

λαζουδέρου [12α, 103], βλ. λαντζουδέρου.

λαζουρίσιου, του διασίδι για γυναικείο καλοκαιρινό ντύσιμο.

λαθεύου κάνω λάθος.

λαθούρι, του το φυτό λάθυρος ο ήμερος και ο καρπός του, φάβα.

λάια, -ου μαύρη προβατίνα, μαύρο αρσενικό πρόβατο. Τα λάια πρόβατα είναι τα καλύτερα και τα πιο ανθεκτικά πρόβατα [25β, 130].

λαϊάζου ησυχάζω, σταματώ να κινούμαι, κοιμάμαι: μόλις φτάσουν τα πρότα στου γρέκι κι λαϊάσουν έλα στου καλύβι [12α, 103].

λαϊάρ’ς, ου τσομπάνος που βόσκει τα λάια (μαύρα) πρόβατα.

λαΐνα, η στάμνα.

λαΐνι, του στάμνα.

λακάου εξαφανίζομαι τρέχοντας.

λάκημα, του η ενέργεια του λακάου.

λακιά, η λάκκος, ρέμα: γιόμισαν οι λακιές κουρμιά κι ταϊ βουνά κιφάλια [21β, 90].

λακίζου, βλ. λακάου.

λάκκα, η επίπεδο μέρος με χορτάρι, χερσοχώραφο, ξέφωτο ανάμεσα σε δέντρα. άφ’κι τα πιδιά στ’ λάκκα (μτφ.) τα άφησε ορφανά, απροστάτευτα: χάθ’κι ου ου Μητρούλας κι άφ΄κι τα πιδιά στ’ λάκκα.

λακκιρό, του επίπεδο, το ίσιο μέρος.

λακνιά, η αγέλη με άλογα [26, 9] νια λακνιά πιδιά (μτφ.) πολλά παιδιά [22, 145]: νια λακνιά πιδιά έχει η Γαρέφου.

λακνιάρ’κα, τα άλογα που ανήκουν στη λακνιά, (βλ. λ.).

λαλάς, ου θείος, [12α, 103]: η λαλάς μ’ η Κώτας μάς αϊγάπαϊ πουλύ.

λαλιά, η 1. λόγος, ομιλία. 2. κελάδημα στα πουλιά.

λαλού 1. μιλώ, γλυκομιλώ: λάλα, πιδάκι μ’, μι τ’ άλλα τα πιδιά κι μη φ’λάισι [25β, 131]. 2. φωνάζω, φωνάζω και οδηγώ τα πρόβατα [12α, 104].

λαλούν κουδούνια ηχούν.

λαλούν πουλιά κελαηδούν.

λαμαρίνα, η γαλαροκούδουνο με μεσαίο μέγεθος.

λάμια, η μυθολογική τερατόμορφη γυναίκα: σι μουνουδέντρι στάλισι, σι λεύκα κάνει γιόμα κι στουν αφρό της θάλασσας τζαμάρα πάει να παίξει κι βήκι η λάμια ζουντανή στα ’λόχρυσα ντυμένη [21β,46].

λάμμουμα, του πολλή άμμος που αφήνει στην κοίτη του ποταμού μια κατεβασιά [25β, 132].

λαμπάδα, η 1. φλόγα από τη φωτιά. 2. μεγάλη ζέστα, λάβρα. 3. (μτφ.) ισιόκορμος, ευθυτενής άνθρωπος.

λαμπαδιάζου 1. καίγομαι με μεγάλες φλόγες. 2. (μτφ.) ( για ανθρώπους) ζεσταίνομαι υπερβολικά.

λαμπάζου τρομάζω [12β, 142].

λάμπει ου ήλιους ακτινοβολεί.

λαμπίζου λαμποκοπώ: δαχτυλίδι λάμπισι κι η καρδιά μου ράισι [21β, 273].

λαμπουγιάλι, του γυαλί για τη λάμπα.

Λαμπρή, η Πασχαλιά.

λαμπριάτ’κου αρνί αρνί που σφάζουμε τη Λαμπρή. Το αρνί αυτό είναι το καλύτερο που θα βυζαίνει μέχρι το Πάσχα [17, 296].

λαμπρουκουδουνάτα, τα πρόβατα που έχουν στο λαιμό τους λαμπρά (όμορφα, αξίας) κουδούνια.

λαμπρουκούδουνου, του είδος κουδουνιού [26, 121].

λανάρ’σμα, του η ενέργεια του λαναρίζου.

λανάρι, του εργαλείο για το λανάρισμα , βλ.λαναρίζου.

λαναρίζου ξαίνω τα μαλλιά με το λαναρι για να γίνουν πιο απαλά.

λαναρίστρα, η γυναίκα που λαναρίζει (βλ. λ.) τα μαλλιά.

λαντζόνι, του γεροδεμένο και μακρύσωμο ζώο.

λαντζουδέρου περιφέρομαι ψάχνοντας ή επιδιώκοντας να βρω κάτι, περπατάω προς όλες τις κατευθύνσεις, κυρίως όταν αισθάνομαι ταραγμένος [27, 406].

λαπασσάρ’σι ου κιρός 1. καταλάγιασε, ηρέμησε: λαπασσάρ’σι ου κιρός, σύρτι να φέριτι νιρό. 2. λαπασσάρ’σι τ’ βάτρα άδειασέ την, καθαρισέ την [25β, 132]. 3. λαπασσάρ’σι η δ’λειά: ξεκαθάρισε.

λαπάτα, η πλατύ μεταλλικό σκεύος για να αδειάζουμε τη στάχτη ή να μεταφέρνουμε κάρβουνα, μικρό φτυάρι.

λάπατου, του το φυτό ρούμεξ ο τραχύς. Με τις ρίζες του βάφουμε τα μάλλινα ρούχα γαλάζια [2].

λαπάφτα, -κου γίδα με μεγάλα και κατεβασμένα, πεσμένα αφτιά. Αρσενικό γίδι με μεγάλα και κατεβασμένα αφτιά.

λαπουδύτ’ς, ου ο λωποδύτης.

λαπτούκα, η χορταράκι.

λαρώνου ησυχάζω, ηρεμώ, σταματώ, καταπραΰνω: λαρώστι να πλαϊάσουμι, λάρουσι ου πόνους. λαρώνουν τα πρότα ηρεμούν, στρώνονται στη βοσκή.

λασπουνιέρια, τα νερά μαζί με λάσπες.

λασσάρ’σι, βλ. λαπασσάρ’σι.

λατανάει τ’ αρνί ρουφάει και τις τελευταίες σταγόνες από το γάλα ξετινάζοντας το μαστάρι. Το ίδιο ρήμα χρησιμοποιούμε και για το μωρό που βυζαίνει.

λατουκλώναρα, τα τα ελατοκλώναρα: πέσαν τα ’λατουκλώναρα ν-απ’ τα πουλλά τα χιόνια κι ’μεις, πιδιά μ’, θα φύβγουμι, θα γιένουμι μπουλούκια.

λατουρέτσινου, του ελατίσιο ρετσίνι. [20, 38].

λατσούδια, τα ελατόκλαρα [26, 80].

λαύρα, η μεγάλη ζέστα.

λαφιάς, ου ελαφιάς(είδος φιδιού).

λαχαίνου 1. συναντώ 2. λαχαίνει συμβαίνει κατά τύχη.

λαχανόπ’τα, η πίτα με λάχανα.

λάχει όπου λάχει, όπως λάχει, όπου τύχει, όπως τύχει: κι αν λάχει κι μιθύσου ιγώ, στρώσι να κοιμηθούμι [21β, 253].

λαχνίζου ρίχνω λαχνό, κάνω κλήρωση: βρίσκουν ιένα πηγάδι, ξιρουπήγαδου, λαχνίζουν, ξιλαχνίζουν, ρίχνουν σι λαχνό. Ν-Ούλου του Κώστα πέφτει του μικρότιρου [15α, 82].

λαχούρι, του μαύρο μαντίλι για το αντρικό κεφάλι.

λαψάνα, η το φυτό πόα σινάπι το αρουραίο.

λέγκα, η ένα από τα δυο ξύλα με τα οποία παίζουμε το τσιλίκι [19, τόμος 3ος, 197].

λέει ου πιστικός τραγουδεί.

λειανόματα, τα [12α, 105], βλ. λεια- νώματα.

λειτουργιά, η πρόσφορο.

λειψουχρουνιά, η χρονιά με ελλείμματα, κακή χρονιά.

λέλι μ’ αλίμονό μου: πέρα ιδώ, λέλι μ’, στουν ιέλατου κι στουν κουντουιέλατου [21β, 213].

λέν’ πουλιά κελαηδούν.

λημέρι καταφύγιο των κλεφταρματωλών.

λημιριάζου μένω στο λημέρι.

λιαγκρίζου μόλις διακρίνω.

λιαγκρίζουν τα μάτια λαμπυρίζουν, φαίνεται μέσα στην κόρη ένα μικρό φωτάκι [12β, 143].

λιάζανη, η [26β, 134], βλ. λάζιανη.

λιάζου 1. εκθέτω στον ήλιο. 2 -ουμι απολαμβάνω τον ήλιο.

λιάκατα, τα εντόσθια, έντερα και τα νήματα που γνέθονται στη ρόκα-ηλακάτη [12α, 106].

λιανουκουπίζου τεμαχίζω. κι του σπαθί μου ξέσυρα κι τουν λιανουκουπίζου [24, 27].

λιάρα, -ου ασπρόμαυρη γίδα, παρδαλή. Ασπρόμαυρο αρσενικό γίδι.

λιάσα, η φορητό πρόχειρο στέγαστρο (αχυρένια πλάκα) που το χρησιμοποιούμε για να φκιάχνουμε γρέκια, (βλ. λ.).

λιάτιρου, του φτωχό, αδύνατο, αυτό που βρίσκεται στην έσχατη ένδεια [20, 35].

λιατσιάζου στραπατσάρω, ποδοπατώ κάτι.

λιβαδιάτ’κου, του ενοίκιο για τα λιβάδια [26, 11].

λιβαδίζου (πιθ.) παίρνω το χρώμα από το λιβάδι, πρασινίζω: τα λιβάδια λιβαδίζουν, τα ματάκια μου δακρύζουν [10α, 119].

λιβακώνουμι ζεσταίνομαι πολύ, με πνίγει ο πολύ ζεστός αέρας [25α, 163].

λιβέντ’ς, -’σσα λεβέντης, ωραίος, λεβέντισσα: λιβέντισσα ’σι, μάτια μου, λιβέντικα χουρεύεις [24, 46].

λιβέντρα, η λεβέντισσα, λεβεντογυναίκα.

λιβέτι, του καζάνι [26, 305].

λιβιθουχόρταρου, του το φαρμακευτικό φυτό φυτό Αρτεμισία η κοινή. Το χρησιμοποιούμε για τις λεβίθες (σκουλήκια στα έντερα) [2].

λιβίθρα, η παράσιτο του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου [12β, 144].

λιγγιέρι, του χάλκινο ή μπρούτζινο πλατύ αβαθές αγγειό, πιάτο, λεκάνη.

λιγγιρίζου αδειάζω από ένα σκεύος σε άλλο.

λίγδα, η 1. λίπος. 2. (μτφ.) η λέρα.

λιγδιάζου (μτφ.) λερώνομαι πολύ, μαζεύω πολύ λέρα.

λιγδιρός, -ή, -ό λιπαρός.

λιγκιέρια, τα μπρούτζινα πιάτα [4, έτος 18ο, 9].

λιγκιρουκρέβατου, του κρεβάτι (ράφι) στο οποίο βάνουμε τα λιγκέρια.

λιγκόξ’λου, του ένα από τα δυο ξύλα με τα οποία παίζουμε το τσιλίκι [19, τόμος 3ος, 197].

λιγόημιρους, -η, -ου λιγόζωος, μελλοθάνατος: λιγόημιρους ου παππούλ’ς, σώθ’κι του σκ’νί τ’ [25β, 135].

λιγουστός, -ή, -ό λίγος.

λιγώνου πνίγομαι κατά την αναπνοή μου και δεν μπορώ να αναπνεύσω [12β, 144].

λιένη, η, βλ. λιένι.

λιένι, του λεκάνη [4, έτος 18ο, 9].

λιέσι, του 1. ψοφίμι: μπας κι διψάς αίματα, μπας κι πεινάς για λέσια; [21β, 78] 2. (μτφ.) ζώο που είναι πολύ αδύνατο: λιέσια τα πρότα τ’ Κουσταντούλα.

λιέσιου, του βλ. λιέσι.

λιθουβουλού πετροβολώ: μαζεύουν πέτρις στις πουδιές, λιθάρια στα μαντίλα. Λιθουβουλούν τη θάλασσα, λιθουβουλούν του κύμα [21β, 28].

λιλιά, τα παιννίδια πλουμιστά γυάλινα ή μεταλλικά [12α, 105].

λιλίτσια, τα 1. βλ. λιλιά. 2. κομμάτια από σπασμένα πιάτα, μπουκάλια ή τενεκεδάκια.

λίμα, η η κατάσταση μεγάλης πείνας [12α, 106].

λιμαριά, η είδος τραχηλιάς (άσπρο πανί που κουμπώνει με κόπτσες πίσω από το λαιμό και φτάνει μπροστά ως τη μέση) [4, έτος 7ο, 23].

λιμιντάρου αφθονώ [27, 407].

λιμόνα, η σταυρός στο μνήμα: ν-ούλοι έδιναν τους φάρους τους σι νιραντζιάς κλουνάρι κι ’γω ’δισα του φάρου μου ν-απού κόρης λιμόνα [21α, 24].

λιμούρα, η μεγάλη πείνα: κι συ βρε Χατζηπέτρου δεν το ’πραξις καλά, π’ απόλυσις τ’ ασκιέρι λιμούρα στα χουριά [3α, 32].

λίμπα, η βαθουλό πιάτο.

λιμπά, τα όρχεις.

λιμπαίσι, του μικρό παιδί.

λιμπιπιά, τα στραγάλια.

λιόκρι, του σταυρουδάκι κοκκάλινο [26, 319].

λιόμαυρα μάτια μαύρα μάτια σαν τον καρπό της ελιάς: να φκιάσει μάτια λιόμαυρα κι αφρύδια γαϊτανάτα.

λιούρτας, ου αυτός που τα θέλει όλα δικά του.

λιούφα, η φράντσα.

λίπα, η λίγδα, λιωμένο λίπος από γουρούνι που το φυλάμε σε δοχείο και το χρησιμοποιούμε στη μαγειρική [12α, 106].

λιπιπιά, τα, βλ. λιμπιπιά.

λιπτά, τα χρήματα.

λιρά, τα πένθιμα ρούχα, μαύρα: να σι ρουτήσου, Χάιδου μου, γιατί φουράς λιρά; - τ’ έχου άντρα στην ξινιτιά τώρα δώδικα χρόνους [24, 32].

λιρή, η λερωμένη, ακάθαρτη φορεσιά.

λιρουφουρού (μτφ.) πενθώ: βλάχα μ’, του ποιον λιρουφουράς κι τα φουράς τα μαύρα; [24, 31].

λισβάρι, του τόπος με σποραδική βλάστηση και χωματώδης.

λισβός, -ή, -ό λεπτός, αδύνατος, μειωμένος στο σώμα, ελαττωμένος [12α, 106]: λισβούλα η Πανάιου τ’ς Βασίλινας.

λισιά, η [12α, 106], βλ. λυσιά.

λίτρα, η κύπελλο για νερό.

λιφαντινή νύφη νύφη ψηλή και αδύνατη: ψηλή, λιγνή μου νύφη κι λιφαντινή, προυσκύνα αγάλια-αγάλια κι μη βιάζισι [15α,265].

λιφκιαίνου πλένω πολύ καλά τα ρούχα, τα κάνω άσπρα.

λιφκουκουπανάου πλένω τα ρούχα και τα χτυπάω με τον κόπανο για να καθαρίσουν, να γίνουν άσπρα: κι στουν αφρό της θάλασσας τα λιφκουκουπανάει [3α, 96].

λιφτουκαρυά, η φουντουκιά.

λιφτουκάρια, τα φουντούκια.

λιχνιστής, ου αυτός που λιχνίζει, δηλ. με τη βοήθεια του αέρα καθαρίζει τα σιτηρά ή τα όσπρια από άγανα, φλούδια, κτλ.

λιχνός, ου λαίμαργος, ανυπόμονος: κι ’γω ου λιχνός τα μάζευα, στου μαντιλάκι τα ’βανα κι στην αϊγάπη τα ’στιλνα [24, 54].

λόγγους, ου δάσος με θάμνους.

λόια, τα λόγια.

λόιασμα, του η πρώτη συνάντηση δυο νέων για να δώσουν υπόσχεση για αρραβώνα, λογοδόσιμο [25β, 137].

λόιδου, του 1. μικρή φουντούλα (τουφούλα) μαλλί, φουντούλα που αφήνουμε στα πρόβατα, όταν τα κουρεύουμε. 2. μικρή τούφα μαλλιών του κεφαλιού που πετάγεται μροστά, ξεχωρίζει από τα άλλα και καλύπτει μέρος του μετώπου [12β, 145].

λόρθους, -η, -ου 1. ολόρθος 2. (μτφ.) αγέρωχος, υπερήφανος, πιστός στις αξίες μου: τόσα κι τόσα πέρασαμαν μι ’ν Τουρκιά, αλλά έμ’ναμαν ΄λόρθοι.

λουβή, η (πιθ.) η λεία από κλεψιά ή ληστεία: ν-είχα καβούλι σήμιρα, ν- είχα καβούλι βράδυ, για να μοιράσου τη λουβή που ’χαμι καζαντήσει [15α, 87].

λουβί, του σκελίδα από σκόρδο [12α, 107].

λουβιά, η βρόμα, ατιμία, μαγαρισιά.

λουβιάζου 1. καταβρομάω. 2. μολύνω, ατιμάζω: μας λόβιασι του σόι η παλιουκόπιλα.

λουβουδιά, η άγριο λαχανικό.

λουγαριαστής, ου λογιστής της στανης, αυτός που ξέρει λίγα γράμματα και κάνει τους λογαριασμούς [7β, 120].

λουγγιάς, ου λόγγος ή πυκνός λόγγος.

λουγγίσιοι, οι οι Σαρακατσιαναίοι. που ξεκαλοκαιριάζουν στα λόγγα [17, 102].

λούγκα, η (πιθ.) άρθρωση στο πάνω μέρος του μηριαίου οστού. πουνάει η λούγκα παρουσιάζεται γρουμπούλι (όγκος) στην άρθρωση (ανάμεσα στα σκέλια)· πρόκειται μάλλον για νευροκαβαλίκεμα.

λουγυρίζου γυρίζω όλον τον τόπο, περιπλανιέμαι [15α, 58].

λουθνάρι, του σπυρί που πυορραγεί, καλόγερος.

λουιάζου βάνω με το νου, υπολογίζω: ν-έριξα τα ματάκια μου σι ριζιμιό λιθάρι κι λόιασα νια πέρδικα, νια πλουμιστή τρυγόνα [15α, 42].

λουιάζουμι, βλ. λουίζουμι: θαμαίνουνταν, λουιάζουνταν, σιαπού να πάν’ να μείνουν.

λουϊαστός, -ή, -ό (πιθ.) στολισμένος: μο ‘δουκι η μάνα μ’ σακούλι λουϊαστό μι χάντρις κι κιντίδια [3β, 12].

λουίζουμι λογίζομαι, σκέφτομαι.

λουιών λουιών κάθε είδους.

λουλακί, του βαθύ γαλάζιο χρώμα.

λουλάκι, του βαφή χρώματος βαθιού γαλάζιου,

λούλουδα, τα λουλούδια.

λουλουδεί λουλουδιάζει: του κλήμα πο ’χεις στην αυλή, όντας ανθεί κι λουλουδεί.

λουλουδιάζουν τα κλαριά ανθίζουν.

λούμπα, η ένας πόντος στο παιχνίδι.

λούρα, η χοντρή και μακριά βέργα.

λούρα, τα, βλ. λούρια [26, 173].

λουρθώνου ( για πράγματα) είμαι όλος όρθιος, είμαι ευθυτενής, είμαι κάθετος προς το έδαφος: ’λόρθιασαν τα σπαράγγια.

λούρια, τα χοντρές, μακριές και ίσιες βέργες που τις χρησιμοποιούμε για να στήσουμε το κονάκι [17, 174].

λουρίδα, η 1. κομμάτι στενό από ύφασμα. 2. στενό και μακρύ τμήμα επιφάνειας. 3. δερμάτινη ζώνη [12α, 107].

λουρουδέματα, βλ. κατσιουλόλουρα.

λουρουδένου βάνω λούρια (βλ. λ.) γύρω από το σάλλωμα του κονακιού και το σιγουρεύω καλύτερα [26, 203].

λούρους, ου, βλ. λούρια.

λουρώνου γίνομαι σαν το λουρί, σκληραίνω: λούρουσι του κριάσι.

λούτσα, η κοίλωμα στο έδαφος γεμάτο νερό φυσικό ή τεχνητό από το οποίο πίνουν τα ζώα νερό.

λουϋρίζου ολογυρίζω, γυρίζω συνέχεια όλον τον τόπο, περιπλανιέμαι: ιένας γέρου γιέρουντας κι ούιδι τόσου γιέρουντας, τιτρακόσια δυο χρουνών, φάρου καβαλίκιβι, ταϊ βουνά ’λουγύριζι.

λουϋρισμός, ου η περιπλάνηση: τα Καστανιώτικαϊ βουνά ’λουϋρισμούς δεν έχουν [21β, 182].

λούφα, η νίκη στα πεντόβολα.

λτσιάρι, του μέρος στο οποίο πετάμε τα αποφάγια και το τρόγαλο (βλ. λ.) και πηγαίνουν τα σκυλιά και τα τρώνε [25β, 138].

λυγγιάζου παθαίνω λόξυγγα.

λυγιόμι λυγίζω, λυγίζω τη μέση μου: λυγίστηκι ν-η τριανταφυλλιά κι πέσαν τα τριαντάφυλλα [21β, 235].

λυγιρός, -ή, -ό (μτφ.) ψηλόλιγνος ανθρωπος.

λυκουνιά, η λύκοι, πολλοί λύκοι: μείναν τα πρότα μαναχά κι τα ’φαγαν ν-οι λύκοι, ν-η λυκουνιά τα πρόβατα κι τα πουλιά τουν κόσμου [ 4, έτος 18ο, 4].

λυκουπουριές, οι περάσματα του λύκου [25β, 139].

λυκουρδιές, οι ίχνη από λύκο [26, 55].

λυκουτσιάκαλα, τα τσακάλια που μοιάζουν με λύκους [26, 54].

λυκουχαβιά, η σαγόνια του λύκου ξεραμένα, ασπρισμένα και δεμένα με μια τρίχρωμη τριχιά. Για να μην αρρωσταίνουν τα μικρά παιδιά τα περνάμε τρεις φορές μέσα από τη λυκοχαβιά [22, 81].

λυσιά, η πόρτα από το κοινάκι (ξύλινο πλέγμα), πορτόφυλλο [25β, 139].

λύσσα, η 1. μανία, ορμή. 2. ασθένεια στα σκυλιά 3. πολύ αρμυρό φαγητό: το’ καμις λύσσα σήμιρα, φάτου μαναχής σ’.

λύχνους, ου λυχνάρι.

λώβα, η 1. βρόμα, μαγάρα [17, 333]. 2. βρομογυναίκα, ξεδιάντροπη, ξετσίπωτη.


μ’μπουρλιάζουν, έχω πολλά υλικά αγαθά και μου περισσεύουν: μ’ μπούρλιαξαν ιμένα κι θα δώκου κι τ’ς Βασίλους.

μ’σάδι, του το μισό.

μ’σαφ’ρλίκια, τα τα έξοδα για τη φιλοξενία των μουσαφιραίων [26, 10].

μ’σιακός, -ή, -ό αυτός που ανήκει εξ ίσου σε δύο ή περισσότερα άτομα: τα’ χουμι μ’σιακά τα πρότα.

μ’σιανός, -ή, -ό ο μεσαίος.

μ’σίτσα, η αβγό που φτύνει η μύγα στο κρέας.

μ’σόγλουσσους, -η, -ου δίγλωσσος Έλ­­­ληνας που μιλάει και ένα λατινόφωνο ιδίωμα, Βλάχος [12α, 111].

μ’σόκιρους, -η, -ου μεσήλικος: αυτός είνι μ’σόκιρους, γιε μ’, τι γαμπρός να γιένει!

μ’σότριβους, -η 1. μεσήλικος, μεσήλικος: πήρι κι αυτός νια μ’σότριβη, αφού δεν τουν έπιρνι καμίνια άλλη. 2. -ου μισοτριμμένο κι όχι καινούριο ρούχο, ρούχο τριμμένο από την πολλή χρήση.

μ’σουκαδιάρ’κους, -η, -ου αυτός που ζυγίζει μισή οκά.

μ’σουρόι, του μισή ρόγα, (βλ. λ.).

μ’σουστρατίς (επίρρ.) στο μέσο του δρόμου ή της πορείας.

μ’σουφέγγαρου, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη.

μ’σουχρουνίς (επίρρ.) στο μέσο της χρονιάς.

μ’σουχρουνίς στα μέσα της χρονιάς.

μ’τάρια, τα εξαρτήματα του αργαλειού που μετακινούνε τα νήματα του στημονιού.

μ’ταρόξ’λου, του ξύλο που φέρει τα μ’τάρια, (βλ. λ.) [27, 371].

μ’τώνου περνάω το διασίδι (εμπλέκω το στημόνι) στα μιτάρια για να το υφάνω.

μα κι μπας και, μήπως και: μα κι είσι ν-απού τα κλάματα, μα κι είσι ν-απ’ τα λιουπύρια [10α, 96];

μαγαρ’σιά, η 1. περιττώματα από ανθρώπους, ακαθαρσίες. 2. (μτφ.) ανήθικη ενέργεια, ηθική μόλυνση.

μαγάρα, η 1. ακαθαρσία, βρόμα. 2. αρρώστια που κολλάει.

μαγαρίζου 1. λερώνω 2. (μτφ.) μιαίνω, μολύνω. μαγαρίς’κι του πιδί χέστηκε.

μαγαρουσύνη, η 1. ατσαλιά. 2. ανηθικότητα, ηθική ακαθαρσία.

μάγγανα γκρίνια, φασαρία.

μαγγανιάρ’ς, ου διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [15β, 308].

μαγειρτζής, ου μάγειρας [24, 43].

μάγκα, η παρέα, ομάδα συγκεντρωμένων ανθρώπων [27, 407].

μαγκούφ’ς, -α, -κου 1. έρημος. 2. αχαΐρευτος: ν-ισείς ρημάδια Τρίκαλα, μαγκούφα Καλαμπάκα, δε θε να ’ρθει κάνας κιρός, να ’ρθει να σας πατήσου[21β, 188].

μαγκούφια, τα , βλ. μαγκούφ’ς.

μαγκουφιασμένους, -η, -ου: μωρ’ έρημη, μωρ’ σκουτεινή, μωρή μαγκουφιασμένη, ν-ιδώ ήταν κλέφτις νια βουλά, ν-ιδώ ήταν χαραμήδις [24, 30], βλ.μαφκούφ’ς.

μαγκ’φιά, η η ερημιά, η σκοτεινιά.

μαγνάδι, του πέπλο της νύφης: ν-άνοιξα την παραπόλη κι έβγαλα χρυσό μαγνάδι. Φόρα, νύφη μ’, του μαγνάδι ν-είνι χάρισμα δικό σου [15α, 264].

μαδάου 1. ξεπουπουλιάζω τα πουλιά. 2. με τα δόντια μου τραβάω κάτι π. χ. το κρέας από το κόκκαλο για να το φάω. 3. παθαίνω τριχόπτωση:μάδ’σι του σκ’λί.

μάδι (σύνδ.) ούτε.

μαδιώμι 1. πέφτει το τρίχωμά μου. 2. ξεσκίζω τις σάρκες μου, θρηνώ: τι σκούζεις μαυρουκόρακα, τι σκούζεις, τι μαδιώσι; Μήιδα διψάς για αίματα, μήνα πεινάς για λιέσια [15α, 30] ;

μαέριμα, του μαγείρεμα.

μαζμαλάκια, τα προσανάμματα, μικρά ξυλαράκια για προσάναμμα.

μαζματάς, ου πρακτικό από τη μάζωξη του τσέλιγκα και των γερόντων [25β, 139].

μάζουξη, η συγκέντρωση, σύναξη ανθρώπων.

μαζώνου τ’ς πλάτις (μτφ.) βρίσκομαι σε αμηχανία, είμαι απροετοίμαστος να αντιμετωπίσω μια κατάσταση: αφού δεν έχει παράδις, μαζώνει τ’ς πλάτις τώρα.

μαζώνουμι 1. μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι , συμμαζεύομαι.2. (μτφ.) ντρέπομαι, φοβάμαι: μαζώχ’κι σι νια άκρη κι του βούλουσι.

μαθητούδια, τα μαθητές [3α,145].

μαϊά, η τυρόγαλο που απομένει από το κεφαλοτύρι.

μαϊλίκια, τα ενέργειες, διεργασίες που κάνω για να μαγέψω κάποιον.

μαΐσιου μαλλί, βλ. σούμμα.

μαΐστρα, η μάγισσα [27, 408].

μακιδόνις, οι μονοκόμματες και αμάνικες γυναικείες φορεσιές.

μακιλλεύουμι τραυματίζομαι σε πολλά μέρη του σώματός μου ή τραυματίζομαι βαριά.

μάκινα, η μηχανή [27, 408].

μάκου, η γιαγιά.

μακρόκουρμη, η προβατίνα ή γίδα με μακρύ κορμί.

μακρουπρόσουπους, -η, -ου αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο.

μάκρους, του μήκος.

μακρουσκ’νού μακροσκοινώ, δένω το ζώο με μακρύ σκοινί για να βόσκει το έδαφος που του επιτρέπει το μήκος του σκοινιού [12α, 108].

μαλαγάνα, η αυτός που πετυχαίνει το σκοπό του με κολακείες και πονηριές.

μαλαγάρους, -α κόλακας, γυναίκα κόλακας [27, 408].

μάλαμα, του χρυσός, χρυσάφι.

μαλαματένιους, -α, -ου αυτός που γίνεται από χρυσό.

μαλαματίζου επιχρυσώνω, κοσμώ με μάλαμα [15α, 29].

μάλαξα έκανα κάτι μαλακό με τα χέρια μου, με το ζύμωμα, με το τρίψιμο: σαν το κερί τη μάλαξα, σαν ράφτης το βελόνι, σαν χρυσικός του μάλαμα να την αναλιγώσι [23α, τ. 3, 55].

Μαλιάρα

μαλλάκι, του μαλλί αγοραστό εξαιρετικής ποιότητας με το οποίο φτιάχνουμε επίσημες φορεσιές.

μαλλάς, ου έμπορος μαλλιών.

μαλλάτη, -ου 1. πρόβατίνα με μακριά και πολλά μαλλιά. Αρσενικό πρόβατο με πολλά και μακριά μαλλιά. [26, 32].

μαλλιαγρίζου φτιάχνω κάτι χωρίς μεράκι, χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, το κακοφτιάχνω, ανακατεύω κάτι άτσαλα.

μαλλιαρουκουλιά, η αγριοτριανταφυλλιά.

μαλλιαρόκουλου, του καρπός από αγριοτριανταφυλλιά [12α, 109].

μαλλιαρόκουλους, ου (μτφ.) δυσκολία μεγάλη: θα ιδείς του μαλλιαρόκουλου κάνια μέρα!

μαλλιαρουστήθ’ς, ου δασύτριχος στο στήθος [24, 27].

μαλλιάτσιασι η πίτα έχει περισσότερο λάδι από αυτό που πρέπει και δεν έχει στραγγίσει καλά.

μαλλιότου, του [12α, 109], βλ. μαλλιώτα.

μαλλίσιους, -α, -ου ο μάλλινος.

μαλλιώτα, η πανωφόρι με κουκούλα που γίνεται από μαλλί προβάτου (στημόνι-υφάδι και μαντανισμένο), μακρύ σχεδόν κάτω από τα γόνατα, ζεστό αλλά όχι αδιάβροχο [22, 122].

μαλλιώτου, του [25α, 93], βλ. μαλλιώτα.

μαλουσιάρα, η αυτή που μαλώνει συνέχεια.

μαλτζιάνα, η γίδα που βόσκει μαζί με τα πρόβατα και την αρμέγουν οι τσομπαναραίοι για να τρώνε το γάλα της.

μαμαλίγκα, η είδος φαγητού (κουρκούτη ή πίτα) [26, 321].

μάμους, ου γυναικολόγος.

μαν’κουκάπι, του μανίκι από την κάπα [26, 287].

μαν’κώνου ράβω τα μανίκια στην κάπα ή σε άλλο χοντρό ρούχο [26, 358].

μάνα μ’ προσφώνηση που δείχνει τρυφερότητα, εγκαρδιότητα: έλα δω, μάνα μ’.

μάνα, η 1. μάνα 2. πεθερά [13, 101]: θα σι φουνάζου πιθιρά, θα σι φουνάζου μάνα 3. το πιο μεγάλο (κεντρικό) από τα κομμάτια με τα οποία γίνεται ένα ρούχο. 4. -δις μάνες: του ήμιρου τ’ αρνί β’ζάνει απού δυο μανάδις.

μανάρι, του 1. κονακιάρικο αρνί, χαϊδεμένο 2. (μτφ.) χαϊδεμένο παιδί.

μαναρίζου περιποιούμαι κάποιον με ιδιαίτερη φροντίδα.

μαναφούκια, τα ρουφιανές, κουτσομπολιά.

μαναχά (επίρρ.) μόνον.

μαναχός, -ή, -ό μοναχός, μόνος.

μαναχουδυγατέρα, η μοναχοκόριτσο [20, 339]

μαναχούλα, η ολομόναχη.

μαναχουσύνη, η μοναξιά.

μαναχούτσ’κους, -η, -ου ολομόναχος [7α, 22].

μανγκαφάς, ου μίξα των γιδιών [27, 357].

μανέλα, η μεγάλη ταλαιπωρία.

μανία, η πείσμα, επιμονή.

μανιώνου κακιώνω, θυμώνω, οργίζομαι [25β, 140].

μανουπούλα, η απελέκητη σανίδα [26, 237].

μανούρι, του κεφαλοτύρι [26, 87].

μανουρουκάλ’βου, του καλύβι στο οποίο βάνουμε το μανούρι, (βλ. λ.) [26, 87].

μανουσάτους, -η, -ου (πιθ.) αυτός που προέρχεται από το μανουσάκι (λουλούδι) ή αυτός που μοιάζει με το μανουσάκι: κι πέσανι τα δόντια μου τα πυκνουφυτιμένα, κι έπισι του μουστάκι μου κι η φούντα η μανουσάτη.

μαντ’λώνου δωρίζω. Η νύφη δωρίζει στους καλεσμένους στο γάμο ή στους αρραβώνες διάφορα δώρα όπως: τροβάδες, ποδιές, προσκέφαλα, κ.ά. [12α, 109]

μανταβέλ’δις, οι μικρονομάδες Σαρακατσιαναίοι που ασχολούνται πιο πολύ με την αιγοτροφία και τους θεωρούν παρακατιανούς και κοινωνικά κατώτερους οι βέροι Σαρακατσιαναίοι.

μανταλοΐδι, του μέσο για ξεμάτιασμα ή μάγια.

μανταν’κά, τα χρήματα που πληρώνουμε στον ιδιοκτήτη του μαντανιού ως αμοιβή για τα ρούχα που μας έπλυνε.

μαντάνι, του ειδική μηχανή που επεξεργάζεται τα μάλλινα υφάσματα με τη βοήθεια τεχνητού καταρράχτη και με ειδικό ξύλινο μηχάνημα [22, 43]

μαντανίζου πηγαίνω τα μάλλινα υφάσματα στο μαντάνι για να σφίξουν τα υφάδια τους και τα στημόνια τους.

μανταντζής, ου ιδιοκτήτης του μαντανιού, (βλ. λ.) [22, 117].

μαντάτα, τα 1. νέα. 2. θλιβερές ειδήσεις.

μάντζα, η ανακατωμένα πράγματα π.χ. χόρτα με χώματα.

μαντζιάρ’κα, τα (πιθ.) είδος από χρήματα: ν-ικεί ν-απάνου στου μαντρί ν-ήρθ’ ου Καραϊαννάκης κι χάλιψι χαράτσουμα ν-ιννιά χιλιάδις γρόσια κι δικουχτά μαντζιάρικα να φκιάσουν τ ’ άρματά τους [15α, 91].

μαντίλουμα, του η ενέργεια του μαντ’λώνου.

μαντρί, του περιφραγμένος χώρος στον οποίο κοιμούνται το βράδυ τα γιδοπρόβατα.

μαντρουστάσι, του τόπος στον οποίον έχουμε εγκαταστήσει τα μαντριά μας [12α, 109]

μαξουλεύουμι παράγω μαξούλι, (βλ. λ.) [20, 108].

μαξούλι, του προϊόν, εισόδημα [26, 19].: καλουγένν’σαν τα πρατάκια μας φέτου κι θα νάχουμι καλό μαξούλι.

μαξουλιάρ’κα, τα ζώα από το οποία παίρνω προϊόντα και εισόδημα.

μαξούλιμα, του εκείνη η περίοδος κυρίως κατά την οποία συγκεντρώνουμε τα προϊόντα μας (π.χ. τυροκομούμε).

μαξούμι, του 1. κακομοίρικο. 2. μικρό παιδί: τα ’χει ακόμα μαξούμια τα πιδιά η Αλέξινα.

μάρα, η καημός, στενοχώρια: το ’χου μάρα απ’ δεν παντρεύ’κι αυτίνου του πιιδί.

μαραγκά λόια λόγια προσεγμένα, διπλωματικά.

μαραγκιάζου μαραίνομαι, ξηραίνομαι.

μαράζι, του 1. μαρασμός, στενοχώρια. 2. μαραζιάρης: σήκου μαράζι πλάιασι, σήκου μαράζι ακούμπα [3α, 186].

μαραζιάρ’ς, ου αρρωστιάρης ή αυτός που πάσχει από χρόνιο νόσημα (π.χ. φυματίωση): κοιμάτι νιος, κοιμάτι νια, κοιμάτι νιο φιγγάρι, κοιμάτι ’να τριαντάφυλλου σιμά στου μαραζιάρη [3α, 186].

μαραζώνου 1. παθαίνω μαρασμό, μαραίνομαι. 2. -ουμι παθαίνω μαρασμό.

μάραθους, ου φυτό πόα.

μαράκι, του, βλ. μάρα.

μαρακλής, -τ’σσα μερακλής, μερακλίτισσα [27, 410].

μαργαρήθρανου, του (πιθ.) λαχανικό.

μαργαριταρένιους, -α, -ου αυτός που γίνεται από μαργαριτάρι και άρα είναι πολύτιμος.

μαργαριτάρι, του πολύτιμος λίθος.

μαργιόλους, ου 1. κακός. 2. πονηρός [27, 409].

μάργουμα, του κρύωμα.

μαργουσιάρ’κους, -η, -ο λιπόσαρκος και γι’ αυτό το λόγο ευαίσθητος στο κρύο, αυτός που κρυώνει εύκολα [22, 61]: τα γίδια είνι ζώγα μαργουσιάρ’κα.

μαργουσιάρ’ς, ου, βλ. μαργουσιάρ­’κους.

μαργώνου κρυώνω.

μαριόλ’κου, του ερωτύλος νέος.

μαρκαλιώντι τα ζώγα ζευγαρώνουν.

μαρκάλους, ου 1. ζευγάρωμα του κριαριού με την προβατίνα [26, 73]. 2. εποχή του ζευγαρώματος.

μαρκιώντι τα ζώγα αναμασάνε την τροφή τους, μηρυκάζουν: κι νια λαφίνα ταπεινή δε βόσκει δε μαρκιώτι [18, 206].

μάρκους, ου μουλάρι με γκρίζο σκούρο χρώμα [27, 352].

μαρμαγκώνου παθαίνω τρακ, μαρμαρώνω.

μαρμάρα, η προβατίνα που μένει στέρφη πολλά χρόνια [26, 32].

μάρμαρα, τα βράχια, βράχια γκριζόασπρα από γυαλιστερή πέτρα.

μαρμαρένιους, -α, -ου μαρμάρινος.

μαρμαρίτσα, η, βλ. μαρμάρα.

μαρμαρόμαντρου, του (πιθ.) μαντρί που ο τοίχος του είναι χτισμένος με μεγάλες πέτρες.

μαρμαρουβούνι, του βουνό με πολλά πετρωτά μέρη: θέλου ν-ανέβου σεϊ βουνό, σ’ ιένα μαρμαρουβούνι, να πιλικήσου μάρμαρου κι κόκκινου λιθάρι[3α, 178].

μαρμαρουχτισμένους, -η, -ου χτισμένος με μάρμαρο: βάνου, φκιάνου του σπίτι μου του μαρμαρουχτισμένου [21β, 352]

μαρτεύουμι αμαρτάνω [15α, 159].

μαρτζιλάτα, τα ζώα που έχουν σκουλαρίκια (σαρκώδεις και επιμήκεις προεξοχές) στο λαιμό [23α, τ. 3, 36].

μαρτίσια, η είδος βελέντσας.

μαρτυριά, η μαρτυρία, ομολογία: ν-έχιτι γεια ψηλάι βουνά κι δρουσιρές βρυσούλις κι ’σεις Τζιουμέρκα κι Άγραφα, παλληκαριών λημέρια. Ν-Ισάς ν-αφήνου μαρτυριά, ν-ισάς να μουλουγάτι.

μάσ’μου, του μάζεμα.

μασέλις, οι εγκοπές που έχει το ξυλόχτενο και μέσα τους μπαίνει το χτένι, (πανουμάσιλου κι κατουμάσιλου) [22, 111].

μάσια, η σιδερένια βέργα με πλατύ έλασμα στην άκρη που τη χρησιμοποιούμε για να μαζεύουμε τη στάχτη από τη γωνιά [26, 287].

μασκάλη, η εξάρτημα του αργαλειού (γυριστά ξύλα) που πάνω του στηρίζονται τα αντιά.

μασκαλήθρα, η τριχιά που περνάει από τη μασχάλη των ζώων και τη συνδέουμε με το σαμάρι.

μασκαλίτσα, η [12α, 110], βλ. μασκαλήθρα.

μασκαρ’λίκι, του γελειοποίηση, καταγέλαστη πράξη.

μασλατάου λέω μασλάτια, (βλ. λ.).

μασλάτας, μασλάτου πολυλογάς, πολυλογού.

μασλάτια, τα κουβέντες χωρίς ιδιαίτερο περιεχόμενο, κουβέντες για να περνάει η ώρα.

μασούρι, του νήμα (υφάδι) που το περιτυλίγουμε στο σαϊτόξυλο και το εμπλέκουμε με το στημόνι.

μάσσου μαζεύω τα πρόβατα με ήρεμο τρόπο [25β, 142].

μασταράς, ου αρρώστια στα ζώα, μαστίτιδα [26, 77].

μαστάρι, του μαστός από ζώα [26, 72].

μαστέλου, του ξύλινο δοχείο για υγρά [26, 84].

μαστραπάς, ου γυάλινο δοχείο για νερό ή για κρασί: βάλι κρασί στου μαστραπά κι βγάλ’ του στουν αϊέρα κι αν δεν του πιου την Κυριακή, του πίνου τη Δευτέρα [3α, 142].

μαστρόφλας, ου ανεμοστρόβιλος [12α, 110].

μάτα (επίρρ.) ξανά, πάλι.

ματαπράς, ου πλανόδιος έμπορος [27, 409].

μάτι, του μπροστινή δίοδος από τη στρούγκα, έξοδος [26, 80].

μάτια προσφώνηση που δείχνει τρυφερότητα και εγκαρδιότητα: ήρθις, μάτια. Έλα δω, μάτια.

ματιά, η παχύ έντερο από το γουρούνι.

ματουτσίνουρα, τα βλεφαρίδες: πο ’χει τα ματουτσίνουρα σαν κρόσια ν-απού μαντίλι.

ματσιαλάου μασάω παρατεταμένα την τροφή μου.

ματσούκι, του το κλιτσόξυλο.

ματώνου σφάζω [25α, 194].

μαυλάου καλώ τα ζώα να ’ρθουν κοντά μου ή να με ακολουθήσουν φωνάζοντας ή σφυρίζοντας συνθηματικά, τα παρασέρνω, τα ξεγελάω [12α, 111]: μαύλα τα σκ’λιά, ουρέ, θα μι φάν’.

μαυραδάκια, τα καρπός θάμνου.

μαυρειδιρός, -ή, -ό μελαχρινός, μαύρος στην όψη, στο πρόσωπο, μελαψός: τ’ ακούς μαυρειδιρούλα μου κι συ μιλαχρινούλα μου τα, τι λένι για τ’ ιμένανι πως αϊγαπού ισένανι;

μαυρουκάν’τα, -ου γίδα που έχει στο τρίχωμά του ανάμεικτες σταχτιές και μαύρες τρίχες. Αρσενικό γίδι που έχει στο τρίχωμά του ανάμεικτες σταχτιές και μαύρες τρίχες [23α, τ. 4ο, 24]

μαυρουκιέφαλου, του πρόβατο που έχει άσπρο τρίχωμα στο κορμί και μαύρο στο κεφάλι [26, 117].

μαυρουκιτρινιάρ’ς, -α, -κου αυτός που έχει στην όψη του μαύρο και κίτρινο χρώμα, αυτός που δεν έχει ωραίο χρώμα στην όψη του∙ λέξη με αρνητικό περιεχόμενο: του δε μου λες μουρ’ πιθιρά, του δε μου λες μουρ’ μάνα, του τίνους είνι ’κειός, ν-ου μαυτουκιτρινιάρης [21β, 35].

μαυρουλουγάου γίνομαι κατάμαυρος: μέρα Σάββατου μαυρουλόγαγαν τα σοκάκια τ’ Αλμυρού απ’ τις σκούφιες τις σαρακατσιαναίικες, τόσοι πολλοί ήταν [20, 43].

μαυρουμάτα, -’κου πρoβατίνα με άσπρο μαλλί που έχει μαύρες κηλίδες ή στρογγυλά μαύρα στίγματα γύρω από τα μάτια. Αρσενικό πρόβατο με άσπρο μαλλί που έχει μαύρες κηλίδες ή στρογγυλά μαύρα στίγματα γύρω από τα μάτια [23α, τ. 3, 35].

μαυρουμιλανιασμένους, -η, -ου αυτός που η όψη του είναι μαύρη και μελανιασμένη. Τέτοια όψη περίπου παίρνει π.χ. το πρόσωπό του μικρού παιδιού, όταν του κόβεται η αναπνοή από το κλάμα ή το πρόσωπό μας, όταν είμαστε πολύ κρυωμένοι: Χρίστου μ’, γιατί ’σι κίτιρνους, μαυρουμιλανιασμένους, μη σι μαραίνουν ν-οι ξανθιές κι αυτές ν-οι μαυρουμάτις; [21β, 221].

μαυρουμύτα, η 1. πένα, μολύβι.: ουρέ, θα του δεις μεθαύριο που θα λουγαριαστούμι, θα παίξει η μαυρουμύτα [7β, 122] 2. (μτφ.) γραφειοκρατία.

μαύρους, -η, -ου (μτφ.) δυστυχής, φτωχός, αυτός που είναι να τον λυπάσαι: ν-οι μαύροι τι θα γένουμι φέτου του καλουκαίρι που βήκι ου Αντώνης σταϊ βουνά μι τουν Καραϊάννάκη κι πάισαν κι λημέριασαν στου Γαλανού τη στάνη [21β,104].

μαχ’μένους, -η, -ου μαλωμένος, τσακωμένος: κάλλιου αλάργα κι αγαπημένοι, πέρι κουντά κι μαχημένοι.

μαχαλιότισσα, η αυτή που ζει στο μαχαλά, στη γειτονιά, στη συνοικία: κάποια Γαλαξειδιώτισσα κι απάνου μαχαλιότισσα δέρνει τη θυγατέρα της κρυφά ν-απ’ τουν πατέρα της [3α, 90].

μάχησις μάλωσες, μ’ έβαλες στο μάτι, με διέβαλες: τι σου’ φτιξα, βρε μπάρμπα μου, κι μάχησις μι μένα; Μήιδα τη γίδα σου ’φαγα, μήιδα την προυβατίνα [15α, 82].

μαχμούζι, του σπιρούνι [27, 360].

μέλιγους, ου υδροχαρές φυτό που το χρησιμοποιούμε για να βάφουμε ανεξίτηλα το μαύρο χρώμα [2].

μέρασμα, του φαγητό και σιτάρι (κόλυβα) που μοιράζουμε στα κονάκια το ψυχοσάββατο ή στα μνημόσυνα.

μέργια, τα μέρη: στα γουριώτικα τα μέργια έκαμα δυο καλουκιαίρια.

μέρτζα, η πλέξιμο με το τσιγκελάκι ,που είναι σα δαντέλα, πάνω στο πουκάμισο ή σε άλλο ρούχο.

μέσα, τα συκωταριά ζώου.

μέση, η είδος πάλης [4, έτος 16ο, 28].

μέτρους, ου μέτρημα.

μέχουμι μου αρέσει, το τραβάει η όρεξή μου.

μη μήπως (επίρρ.): μη θέλ’ς τίπουτα;

μηδά μήπως, αμ πως!

μηλιγγίτ’ς, ου μηνιγγίτιδα.

Μηλιό, του Βουλγαρία: άλλοι πάν’ κατά του Μηλιό κι άλλοι στου Σαλουνίκη [20β, 89].

μηλίχλουρους μισόχλωρος ή μισοξεραμένος [12α, 111].

μηνού στέλνω μήνυμα.

μηριά, τα μηροί.

μηταγμίτ’ς, ου πανούργος, καταφερτζής, πονηρός και έξυπνος που τα πετυχαίνει όλα με την επιμονή και το θάρρος του: τα ’βγαλι πέρα ου μηταγμίτ’ς[12β, 148].

μι τ’ ιμένα με εμένα, μαζί μου.

μιανού ενός: σ’αυτό του έρ’μου Κουτσιλιό, μιανού παπά του σπίτι, ν-άλλους παπάς μι πρόδουκι στ’ Αβδή πασιά την πόρτα [21β, 70].

μιγαλουδύναμους, ου Θεός: κύριι, μιγαλουδύναμι μιγάλου του ’νουμά σου, κάνι τη νύχτα ξιστιριά κι την ημέρα αντάρα [19, τόμος 3ος, 274].

μιγαλουπιφτίζου εκκλησιάζομαι τη Μεγάλη Πέμπτη και ο παπάς ευλογεί τα πράγματα που του πηγαίνω από το κονάκι [26, 341].

μιγαλουσιάνους, ου πλούσιος αστός [16, 47].

μιγαλουτσιέλιγκας, ου τσέλιγκας που έχει πολλά κονάκια στη στάνη του [26, 9].

μιγαλουφαμπλίτ’ς, ου αυτός που έχει πολλά παιδιά στην οικογένειά του, έχει μεγάλη οικογένεια.

μιζιλίσι μάζωξη και παρέα για κουβέντα: απόψι ιέχουμι μιζιλίσι στου Γιουργαλή,

μικρουδείχνου δείχνω μικρός στην ηλικία.

μικρουκαταραμένους, -η, -ου αυτός που τον καταράστηκαν σε μικρή ηλικία: Ιγώ Τούρκους δι σκιάζουμι, χά­ρου δεν παντυχαίνου· μόν’ σκιάζουμι τη μάνα μου , μ’ έχει μικρουκαταραμένου [18, 200].

μικρουμάνα, η γυναίκα με μικρό παιδί.

μικρουπαντρεύουμι παντρεύομαι σε μικρή ηλικία.

μικρουπαντριμένους, -η, -ου αυτός που παντρεύεται σε μικρή ηλικία.

μικρουτσιέλιγκας, ου τσέλιγκας που έχει μικρή στάνη, λίγα κονάκια.

μικρουφέρου συμπεριφέρομαι σα μικρός.

μιλαδέρφι, του ετεροθαλής αδερφός [25α, 165].

μιλαδιρφός, ου, βλ. μιλαδέρφι.

μιλιάζουν γίνονται χιλιάδες: κι χίλιασαν κι μίλιασαν κι γίνηκαν τρεις χιλιάδις κι βάνει τα τσουράπια της γκιουρντάνια στα σκυλιά της [24, 31].

μιλιέτι, του φυλή, ράτσα.

μιλίνγκια, τα το εσωτερικό μέρος του κεφαλιού, κυρίως αυτό που βρίσκεται έως κάτω από τα αφτιά [27, 410].

μιλιούνια, τα πολλές χιλιάδες, εκα­τομμύρια.

μιλισσουχόρταρου, του βοτάνι.

μιλίχλουρους, -η, -ου [25β, 144] βλ. μηλίχλουρους.

μιλόκεδρους, ου δέντρο [26, 361].

μιλός, ου τούφα που φύεται παρασιτικά στον κορμό των ελατιών και είναι εκλεκτή τροφή για τα ζώα [22, 150].

μιλουχτιά, η φυτό [26, 136].

μίνγκους, ου πουλάρι [27, 351].

μιντάκι, του εγγύηση: Βιζύρη μ’, να μας λυπηθείς, να κάμεις μαχαμέτια, γιατί ’μαστι κατακαμπής, κατακαμπής στουν κάμπου, δίχους λιθάρι κι κλαρί, δίχους κάνα μιντάκι [15α, 54].

μιράντζα, η δέντρο.

μιρεύου ησυχάζω, ηρεμώ.

μιριά, η 1. τόπος, θέση: στην απουκείθι, μουρή βλάχα μου, τη μιριά κλήμα ’ταν φυτρουμένου. 2. μία από τις δυο πλευρές ενός πράγματος 3. φορτίο [17, 154]..

μιριόστι παραμερίστε: για μιριόστι τα καμπόσα, να διαβεί ου γαμπρός κι η νύφη.

μιρουμένα, τα ήμερα.

μιρουτόπι, του τόπος με καλό χορτάρι κατάλληλο για βοσκή [26, 16].

μιρσιακά, τα εντόσθια από το ζώο. Τα αποχωρισμένα [25β, 143].

μιρτζιέλια, τα σαρκώδεις επιμήκεις προεξοχές (σκουλαρίκια) που έχουν τα ζώα στο λαιμό.

μιρώνου, βλ. μιρεύου: θα κάμου ταϊ βουνά να κλαίν’, τους κάμπους να δακρύσουν, θα κάμου κι τους φίλους μου να κλαίν’, να μη ’μιρώνουν.

μισάλι, του τραπεζομάντιλο (χειροποίητο ριγέ πανί) [22, 48] , κάλυμμα για τα ψωμιά: βάλτι τραπέζια λυπηρά κι τα μισάλια μαύρα [21β, 352].

μισαριά, η άσπαρτο χωράφι ανάμεσα σε δυο σπαρμένα.

μισιάζει η νύχτα γίνεται μεσάνυχτα.

μισιακά, τα μανίκια (φρούτα) από τη νυφιάτικη στοκή.

μισκλίζου ξεσχίζω.

μιστιά, η προβατίνα που πέρασε την περίοδο της ακμής της, μισογερασμένη προβατίνα [26, 73].

μιστόπρατου, του γέρικο πρόβατο [20, 339].

μιστουπράτ’να, η [20, 339], βλ. μιστιά.

μιτ’ ισένα με εσένα, μαζί σου: ν-ακόμα ιτούτη τη βραδιά που είμι μιτ ’ισένα.

μιτιάζει ου τόπους αρχίζει να χορταριάζει [25β, 144].

μίτουμα, του η ενέργεια του μιτώνου.

μιτρηγάρια, τα καρδάρια [26, 375].

μιτρίδια, τα ποικιλόσχημα χάλκινα δοχεία για να μετράμε το γάλα.

μοιράδι, του 1. τμήμα, κομμάτι, μέρος από ένα πράγμα [20, 26]. 2. μερίδιο, μερτικό [26, 18].

μοιραίνουν οι μύρις αποφασίζουν για την τύχη του νεόγέννητου την πρώτη νύχτα της γέννησής του [17, 216].

μοίρασμα, του [12α, 112], βλ. μέρασμα.

μόκιασι του ψουμί μούχλιασε.

μόλαβους, -η, -ου [12β, 149] 1. πράος, ήρεμος, καταδεχτικός. 2. άβουλος, αδιάφορος, βαρύς στις μετακινήσεις του σα μολύβι.

μολαταύτα (επίρρ.) παρ’ όλα αυτά.

μόλου μαζί: τους παίρουνι τα πρόβατα, πρατίνις μι τ’αρνιά τους, παίρουν κι στιρφουκόπαδα μόλου μι τα κουδούνια [21β, 94].

μόλουγους, ου ιστορία, σκάνταλο

μόλτσα, η έντομο που «τρώει» τα ρούχα.

μόλυμα, του μίασμα, κηλίδα, κάθαρμα [12β, 149]: τους βάρισι του μόλυμα,ν-η μαύρη ν-η χουλέρα [21β, 27].

μόλυσμα, του [24, 8], βλ. μόλυμα.

μόλυψη, η μόλυνση.

μόρα, η 1. άγχος, δυσκολία, πολύς μόχθος, βραχνάς [25β, 145]. 2. εφιάλτης [27, 411]. 3. (πιθ.) κακό πνεύμα: λαρώστι, μωρέ βομπήρ’κα, γιατί το βράδυ, όποιος κάνει αχαμνά, θα να ’ρθει η μόρα και θα τον πατήσει [3β, τ. 28, 8].

μότριμα, η αδελφοποιτή.

μουαμπέτι, του μοχαμπέτι, διασκέδαση [27, 410].

μουδιάζουν τα πρότα ηρεμούν, κοιμούνται και μάλλον για λίγο [26, 51].

μουζαβίρ’ς, -ου κουτσομπόλης, κουτσομπόλα.

μουζαβίρια, τα κουτσομπολιά.

μουζής, ου άνθρωπος ακοινώνητος [27, 411].

μούηδι (σύνδ.) ούτε: μούηδι μανούλα ν-έχου, μούηδι ν-αδιρφή, μούηδι κι γυναίκα στα μαύρα να ντυθεί [21β, 133].

μουκαϊέτ’ς, δε γιένουμι μουκαΐέτ’ς δε γίνομαι αιτία, δεν αποφασίζω: ούλου λέου θα πάου στ’ς αδιρφάδις μ’, αλλά να ιδού πότις θα γιένου μουκαϊέτ’ς.

μουκαϊτιά απόφαση για να προβώ σε μια ενέργεια.

μουκάρου παραμερίζω τις στάχτες που καλύπτουν τη φωτιά, για να την ανάψω [27, 411].

μούλα, η το θηλυκό μουλάρι: κι ου νιος απουκοιμήθηκι στη μούλα καβαλάρης κι η μούλα παραστράτησι κι άλλη στρατούλα πήρι [21β, 27].

μουλαΐμ’κους, -η, -ου, βλ. μουλαΐμ’ς.

μουλαΐμ’ς, ου 1. ήσυχος, πράος. 2. μαλαγάνας, καλοπιασάκιας [20, 143).

μουλεύουμι μολύνομαι.

μούλκια, τα κτήματα, ιδιοκτησίες [27, 411].

μουλόημα, του διήγηση, μίλημα. γίν’κι του μουλόημα έγινε κάτι παράξενο, κάτι ασυνήθιστο, κάτι συνταραχτικό: Στου Γκάλλικου του πουτάμι γίν’κι του μουλόημα, ξικληρίσκι ουλόκληρη στάνη.

μουλουγάου εξιστορώ, διηγούμαι: ‘ια μουλόγα μας τι πόριψις στου γάμου.

μουλόχαντρα, η (πιθ.) καρπός από μολόχα που τη βάνουνε μέσα στο φυλαχτό [20, 317].

μουναχουγιός, ου μοναχοπαίδι [21β, 25].

μουναχουδυχατέρα, η μοναχοκόρη [18, 207].

μουναχουζώης, ου εργένης [16, 135].

μουναχουζώικα εργένικα: μουναχοζώικα τα γλέπω ούλα δω μέσα [16, 135].

μουνιέδα, η νόμισμα, σειρά από νομίσματα.

μουνόκλουνους, -η, -ου με ένα κλωνάρι: φουντουτό μου κυπαρίσσι κι μουνόκλουνου κλουνάρi [18, 151].

μουνόκυπρους, ου μονός κύπρος [26, 124].

μουνουβύζα, η προβατίνα ή γίδα με ένα βυζί (το άλλο καταστράφηκε).

μουνουδέντρι, του μοναχικό δεντράκι: σι μουνουδέντρι στάλισι, σι λεύκα κάνει γιόμα κι στουν αφρό της θάλασσας τζαμάρα πάει να παίξει [21β,46].

μουνουμιρίς (επίρρ.). μέσα σε μια μέρα.

μουνουχάρια, τα σκοινιά και ξύλα που τα χρησιμοποιούμε για να ευνουχίσουμε τα αρσενικά ζώα [22, 29].

μουνούχι, του ευνουχισμένο και με έναν όρχι ζώο.

μουνουχίζου ευνωχίζω το ζώο και του αφήνω έναν όρχι [12α, 112].

μουντζουτή, η είδος πίτας

μουντζουφλιά, η μούντζα.

μουντζουφλιάζου μουντζώνω.

μούντουρη, η, βλ. μούργκα.

Μουραΐτις, οι οι Σαρακατσιαναίοι της Θεσσαλίας.

μουραπάδις, οι ευτράπελες διηγήσεις, χαζοϊστορίες, ιστοριούλες, κουβέντες [25β, 146].

μουράτη, -ου κατάμαυρη προβατίνα, αρσενικό κατάμαυρο πρόβατο [26, 32].

μούργκα, η κατακάθι από το λάδι.

μούργκους, -α, -ου αυτός που το χρώ­μα του είναι σκούρο γκρίζο, σταχτόμαυρο.

μούρνου, του βυσσινί χρώμα.

μουρό, του βαθύ μαύρο χρώμα.

μουρόσα, η αγαπητικιά [27, 411].

μουρουζώντανους, -η, -ου αυτός που ξεψυχάει, αυτός που πνέει τα λοίσθια [12β, 151].

μουρσεύου γλυκαίνομαι σε κάτι.

μουρτζιά, η θάμνος με δυνατά αγκάθια.

μουρφου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που μας δείχνει ότι αυτό που δηλώνει το δεύτερο συνθετικό είναι κάτι όμορφο ή ωραίο ή το κάνω με όμορφο τρόπο, με μεράκι, με εγκαρδιότητα, με την καρδιά μου: μουρφουβιλουνιάζου, μουρφουγκβιντιάζου, μουρφουκουκκινίζου, μουρφουλαλού, μουρφουλιφκιαίνου, μουρφουλουλουδιάζου, μουρφουπλουμπουκιντισμένου, μουρφουλιβαδάκια..

μούσγκουσι βράχηκε πολύ.

μουσιάς, ου κοινόχρηστο κοινοτικό λιβάδι, μεσιακό λιβάδι.

μουσιόντρα, η καλαμποκίσια πίτα (με δαχτυλιές).

μούσκα, -ου μαύρη γίδα με λευκό γεννάκι. Αρσενικό μαύρο γίδι με λευκό γεννάκι [27, 350].

μούσκιους, ου μούσκεμα [25β, 146].

μούσκλα, τα βρύα πάνω στα δέντρα [27, 411].

μουσκλιάζου (μτφ.) σκοτεινιάζει το πρόσωπό μου, γίνομαι κατηφής, κατσούφης [27, 411].

μούσκρα, -ου γίδα με μαύρα ή λίγο γκρίζα μαλλιά και πολύ περισσότερο γκρίζο στη μούρη. Αρσενικό γίδι με μαύρα ή λίγο γκρίζα μαλλιά και πολύ παρισσότερο γκρίζο στη μούρη [23 α, τ. 4ο, 24]. Οι λέξεις μούσκα και μούσκρα πρέπει να είναι ίδιες.

μουστουπράτ’να, η, βλ.μιστιά.

μουστρέτσ’κους, -α, -κου ανήθικος [27, 412].

μουστώνου πληρούμαι, χορταίνω [12β, 150].

μούτα, η ανύπαρκτο ον (φάντασμα) που το επικαλούμαστε για να φοβίσουμε τα μικρά παιδιά: κάτσι καλά, γιατί θα νά ’ρθει η μούτα.

μούτα, τα υφαντά χωρίς σχέδια [27, 412].

μουτεύου χάνω την ομιλία μου.

μούτους, -η, -ου άλαλος.

μούτσουνα, τα μικρά παιδιά.

μούχλιψα πτώχευσα.

μόφκι απ’ του μυαλό (μτφ.) το ξέχασα

μπ’λούκι, του μπουλούκι, μικρή ομάδα από ζώα ή από ανθρώπους.

μπ’λουκιάζου 1. φτιάχνω μπουλούκια (ομάδες) από ζώα. 2. εντάσσω μεμονωμένα ζώα στο κοπάδι.

μπ’χτά (επίρρ.) ευθεία κάτω στην πλαγιά.

μπ’χτάρια, τα όρθια λούρια (βλ. λ.) από το κονάκι [26, 198].

μπά κι μήπως.

μπαγράτσι, του μικρό χάλκινο σκεύος.

μπαζιά, τα άγρια λαχανικά.

μπαζίνα, η [4, έτος18ο, 14], βλ. μαμαλίγκα.

μπάιλας, ου λιποθυμία.

μπαϊλίζου λιποθυμώ.

μπαϊράκι, του φλάμπουρας, σημαία.

μπαΐρι, του παιδικό παιχνίδι [27, 412].

μπάκα, η μεγάλη κοιλιά που προεξέχει.

μπάκαβα, τα άσπρα πρόβατα με πιτσιλάδες στο πρόσωπο (σαν γανωμένα) ή πρόβατα που όταν είναι αρνιά έχουν εξωτερικά το μαλλί κατά χωριστά τμήματα σκούρο και άσπρο [23α, τ. 3. 36].

μπάκακας, ου βάτραχος.

μπακάμια, τα ξυλάκια του εμπορίου που δίνουν το κόκκινο χρώμα [22, 113].

μπακανιάρ’κου, του αδύνατο και με μεγάλη κοιλιά ζώο.

μπακάτι, του μικρό κοπάδι από πρό- βατα [17, 334].

μπακατιάρ’ς, ου αυτός που έχει λίγα πρόβατα.

μπακατουλόηδις, οι Σαρακατσιαναίοι που έχουν λίγα πρόβατα [17, 34].

μπάκιασαν τα πρότα χόρτασαν βοσκή και φούσκωσε η κοιλιά τους.

μπάλα, η μέτωπο.

μπαλασκόνι, του (πιθ.) θήκη για να βάζω χρήματα, πορτοφόλι.

μπαλατσαρίζου χάνω τα λογικά μου: μπαλατσάρ’σι, πήρι τα πλάια.

μπάλιους, -α, -ου ζώο με άσπρη κηλίδα στο μέτωπο και με μαύρο κεφάλι.

μπαλντούμι, του εξάρτημα του σαμαριού.

μπαλουμένα, τα πρόβατα με άσπρο μαλλί που έχουν στο σώμα τους ένα μαύρο μπάλωμα.

μπαλουτρουβάς, ου τροβάς που έχει μέσα τα σύνεργα για το μπάλωμα.

μπάλσαμους, ου φαρμακευτικό φυτό, βάλσαμο.

μπάμπαλα, τα λεπτά προσανάμματα ή ξερά χόρτα με τα οποία στρώνουμε τα μαντριά.

μπανάρια θα ρίξει θα ρίξει πολύ χιόνι, πολλά μέτρα χιόνι [20, 277].

μπανόζι γίν’κι κρύωσε πολύ, πάγωσε, μαρμάρωσε.

μπάντα απ’ του κουνάκι πλευρά από το κονάκι.

μπανταλός, -ή, -ό χαζός, ηλίθιος.

μπαντζιουτύρι, του, βλ. στουμπουτύρι.

μπαραζάνα, η μπουραζάνα, αντρικό παντελόνι.

μπαρβάρια, τα μικρόσωμα και αδύνατα ζώα.

μπάρτζα, -ου γίδα που έχει καφεκόκκινο πρόσωπο, σκούρο κοκκινωπό. Αρσενικό γίδι που έχει καφεκόκκινο πρόσωπο. [27, 350].

μπασιά, η είσοδος

μπασιούρκα, τα λάγια πρόβατα που έχουν άσπρο το κάτω μέρος του λαιμού (γκιορτινάτα) [23α, τ. 3, 37].

μπασκί, του, βλ. μπλάνα.

μπασματάς, ου αναφορά: μουχτάρηδις φκιάνουν του μπασματά στου βασιλιά να στείλουν.

μπαστές, οι είδος στρωσιδιού, μπατανίες [22, 112].

μπάστρα, η αρρώστια στα φυτά.

μπατάλ’κα, τα μεγάλα κουδούνια που χτυπάνε αργά και δυνατά [26, 119].

μπατανία, η μάλλινη κουβέρτα.

μπαταριά, η ομοβροντία από πυροβολισμούς. νια μπαταριά αρνιά (μτφ.) μια ομάδα, ένα σύνολο από αρνιά, ένα κοπαδάκι.

μπαταρίζου ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω.

μπατζιαραίοι, οι, βλ. μπάτζιους.

μπατζιαριό, του χώρος που γίνεται η τυροκόμηση [26, 210].

μπατζιό, του στάνη, τσελιγκάτο.

μπατζιός, ου τυροκομείο.

μπατζιουκάζανου, του είδος καζανιού που το χρησιμοποιεί ο τυροκόμος για να βράζει το γάλα.

μπάτζιους, ου 1. τυροκόμος. 2. είδος τυριού.

μπατιάζου βαθουλώνω: μπάτιασι του κουνάκι απ’ του πουλύ του χιόνι.

μπατλιά, η μέρος που έχει βάτους ή λίγους θάμνους: η μ’κρή η μπατλιά έχει του λαγό.

μπάτ’ς, ου τρανύτερος αδερφός.

μπάτσα, η προβατίνα χωρίς γάλα.

μπατσαλιά, η σφαλιάρα, χαστούκι: τότις, απ’ λέτι, τ’ φουσκώνει μίνια μπατσαλιά τ’ Θυμιούλη που είδι το νουρανό σφουντύλ’ [16, 59].

μπατσαλιάζου πατάω ή χτυπάω κάτι και το διαλύω.

μπατσαλίζου χαστουκίζω, σφαλιαρίζω.

μπάτσις, οι ελατόκλαρα [26, 80].

μπδούλια, τα μικρά σκουλήκια που παρουσιάζονται στα χαλασμένα τυριά.

μπδουλιάζει του τυρί αρχίζουν να παρουσιάζονται στο τυρί μπδούλια, (βλ. λ.).

μπδουλιάζου γεμίζω μπδούλια, (βλ. λ.).

μπεηουπούλα, η κόρη του μπέη.

μπέισσα, η γυναίκα του μπέη: τουν είιδι ου ήλιους κι έλαμψι κι λάμπει του παζάρι, τουν είιδι κι νια μπέισσα ν-απού ψηλό σαράι [15α, 64].

μπέλλα, -ου προβατίνα που είναι κάτασπρη. Αρσενικό πρόβατο που είναι κάτασπρο [25α, 132].

μπελλουκάλισια, τα τα πρόβατα που φέρνουν ελάχιστα μικρά μαύρα στίγματα στο πρόσωπο, ώστε να επικρατεί το άσπρο χρώμα [23α, τ. 3, 34].

μπέρτα, η επινώτιο, ένδυμα που το ρίχνουν οι γυναίκες στις πλάτες τους.

μπήγου φουνή βάζω δυνατή φωνή, φωνάζω αγριεμένα: ο παρδάλης χίμηξε καταπάνω της. Η Ρόιδω έμπηξε τη φωνή [16, 60]. μπήγου φουτιά βάζω φωτιά.

μπιζαβέντ’ς, ου 1. πονηρός. 2. ασταθής.

μπιζιρίζου 1. βαριέμαι, κουράζομαι, βασανίζομαι, είμαι καταπονημένος [27, 413]. 2. -ιώμι γίνομαι βαρετός, δεν με ανέχονται άλλο: άμα γιράσει ου άνθρουπους, μπιζιριώτι.

μπικόνις, οι ντενεκέδια στα οποία οι αρμεχτάδες ρίχνουν το γάλα από τα καρδάρια που γεμίζουν [26, 83].

μπιλιάνι, του εξάρτημα της αρματωσιάς του μπινεκιού που το βάζουμε στο στήθος του για στολίδι [26, 39].

μπιλιάς, ου μπελάς.

μπιλιντένια, τα μαξιλάρια.

μπιλιόκι, του καλυβάκι ή προφυλαγμένος χώρος για τον τζομπάνο δίπλα στο μέρος που κοιμούνται τα πρόβατα.

μπιλιουρί γίν’κα έγινα «μασκαράς», έγινα ρεζίλι: χουμπώσου, μουρή θαλαπωμένη, θα γένουμε μπιλιουρί για δυο τρύπιες δεκάρες! [3β, τ.28, 8].

μπιλίτσα, η (μτφ.) ξανθιά, ξασπρουλιάρα γυναίκα [ 22, 137].

μπιλντές, ου φράχτης πίσω από το μαντρί που κρατάει το χιόνι.

μπιλόνιασμα, του ενέργεια του μπιλουνιάζου.

μπιλουνιάζου περνάω το διασίδι (βλ. λ.) στα μιτάρια και στο χτένι του αργαλειού.

μπιλτέκ’ς, ου τραβλός.

μπιμπίλια, τα διάνοι, αρσενικές γαλοπούλες.

μπίμπις, οι μεγάλες κουδούνες που βάνουμε στα γκισέμια, (βλ. λ.) [26, 117].

μπίμπτζα, η, βλ. μπίμπις.

μπινάρια, τα δίδυμα, διπλάρικα [1, 125].

μπινιέκι, του όμορφο και δυνατό άλογο που το έχουμε για ίππευση, άλογο του τσέλιγκα, άλογο για κοινωνικές εκδηλώσεις [26, 23].

μπινιέλι, του, βλ. κουπίδι.

μπίρδακα, τα μπράγκαλα.

μπίρκανα, τα 1. ανακατεμένα πρόβατα. π.χ ζυγούρια μαζί με γαλάρια ή μαζί με στέρφα. 2. κοπάδι από μικρά αρνιά, σιουγκάρια [19, 289].

μπιρμπάτ’ς, ου απατεώνας [27, 413].

μπιρμπιζούρια, τα μικροπράγματα, ρουχαλάκια, κ.ά.

μπιρμπίλια, τα αηδόνια: αηδόνια μου, μπιρμπίλια μου να ζείτι, να λαλείτι [27, 305].

μπιρμπιλόνια, τα πρόχειρο φαγητό που γίνεται με βόλους από ζυμάρι [26, 323], βλ. και νηαρστά.

μπιρμπίλου, η όμορφη και παχουλή γυναίκα.

μπιρμπιλουμάτα, η γυναίκα με σπινθηροβόλα και παιχνιδιάρικα μάτια: απ’ την πόλη, μπιρμπιλουμάτα, κατιβαίνου κι σι πιριβόλι μπαίνου [3α, 85].

μπιρμπιλουτά μάτια σπινθηροβόλα, παιχνιδιάρικα: μαύρα ήταν κι τα μάτια σ’, μαύρα κι μπιρμπιλουτά [15α, 199].

μπιρμπιρίζουμι μπαρμπερίζομαι, κου­ρεύομαι, ξυρίζομαι: ν-οι κλέφτις μπιρμπιρίζουνταν, βρε Λύγκου, βρε Φαρμάκη, κι κόβαν τα μαλλιά τους [21β, 196].

μπιρμπιριόμι περιποιούμαι το κεφάλι μου, κουρεύομαι, ξυρίζομαι: να πάν’ οι νιες να πλένουντι κι οι νιοι να μπιρμπιριόντι [3α, 175].

μπιρούνια, τα (πιθ.) ομάδες, μπουλούκια: τ’ αντάρτικα σκουρπίσανι κι γίνανι μπιρούνια, ν-ου Μπρούφας στου Μιρίχουβου κι ου Τάκης στα Καϊλιάρια [15α, 57].

μπιρτουνάκια, τα μικρή δέσμη από μαλλιά που πέφτουν μπροστά στο μέτωπο και ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα μαλλιά του κεφαλιού, φράντσα.

μπιρχαντάρι, βλ. μπιρχάρι.

μπιρχάρι χαρούμενος κι εύθυμος άνθρωπος, ανοιχτόκαρδος: ου Βγέν’ς είνι άκριτους άνθρουπους, αλλά του πιδί τ΄είνι μπιρχάρι.

μπισαλής, ου αυτός που κρατάει το λόγο του, αυτός που του έχουμε εμπιστοσύνη.

μπιστικόιπουλα, τα βοσκόπουλα.

μπιστικός, ου βοσκός: κι ου μπιστικός τ’ αγνάντιβι ν-απού ψηλή ραχούλα.

μπιστικούδια, τα τσοπανόπουλα.

μπιστιόλα, η πιστόλι.

μπιτέλι, του η διαταγή: χαράτσι τους γυρέψανι, βασιλικό μπιτέλι [15α, 113].

μπιτίζου τελειώνω, αποπερατώνω κάτι [26, 73].

μπιτμέδια, τα πέντε (συνήθως) στριμμένες μαζί κλωστές κι από πέντε αδράχτια.

μπιτούλι, του μικρός περιφραγμένος χώρος στον οποίο βάνουμε αρνιά, κατσίκια ή νεογέννητες προβατίνες [26, 53].

μπιχιρίζουμι 1. ασχολούμαι με κάτι, επιδιορθώνω κάτι 2. (μτφ.) «περιλαβαίνω» κάποιον, του επιτίθεμαι φραστικά, του τα λέω «έξω από τα δόντια».

μπιχτσήδις, ου, βλ. φυλαχτήδις.

μπιχτσήνα, η, βλ. φυλαχτήδις.

μπλάζου συναντώ.

μπλάνα, η μεγάλο κομμάτι τυριού με συγκεκριμένο σχήμα, συνήθως τε- τραγώνου [26, 87].

μπλανό, ου είδος από ζυμαρόπιτα που γίνεται με καλαμποκίσιο αλεύρι και με λάχανα [26, 327].

μπλανόπ’τα, η πρόχειρο φαγητό (κουρκούτη με λάχανα) [26, 322].

μπλάρι, του μουλάρι: σφίγγει η μύγα του γουμάρι, πιράει του μπλάρι.

μπλατζιανούλας, ου, βλ. φλουκουτούλας.

μπλατσιάζου συναντώ κάποιον ή κάτι ξαφνικά και απροσδόκητα: μπλατσιάκα μι ’ν αρκούδα, μόλις βήκα στου διάσιλου.

μπλατσίντα, η καλαμποκίσια πίτα.

μπλατσκάρι, του χορταρικό.

μπλαχούρ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε το τραγανάδι απ’ το μπροστινό μέρος της ρίζας του αφτιού, έτσι που το επάνω μέρος πέφτει προς τα εμπρός κάτω) [26, 35].

μπλέτσι γυμνός: έβγαλι τα σκ’τιά κι, έτσι όπους ήταν μπλέτσι, αμπήδ’σι στου βίραγκα.

μπλι, του όργανο του πεπτικού συστήματος (η πυτιά μετατρέπεται σε μπλι).

μπλια, η μηλιά.

μπλιόρα, η προβατίνα που γεννάει για πρώτη φορά και είναι 2 χρονών [26, 36].

μπλιόρι, του δίχρονο πρόβατο.

μπλιτσώνου γεμίζω, πληρώ την κοιλιά μου με τροφή [12α, 115].

μπόζα, η ανθρώπινη συμπεριφορά που δείχνει σοβαρότητα ή ακαταδεξία.

μπόιας, ου 1. κακός. 2. κοντούλης.

μπόλια, η γυναικείος κεφαλόδεσμος, μαντίλι [26, 177].

μπόλιαρους, ου, βλ. μπούλιαρους.

μπόλκα, η, βλ. πόλκα: ρίχνει τη μπόλκα χαμηλά κι του τσιμπέρι δίπλα, ντέρτι το γιο του τσέλιγκα, που δίπλα της διαβαίνει [21β, 223].

μπόλκις, οι αμάνικες ζακέτες που έχουν πιέτες πίσω.

μπομπόι (επιφ.) πο! πο!

μπόνα, η κεφαλομάντιλο[18, 116].

μπόνους, ου υφαντό μαντίλι που το χρησιμοποιούμε στο φλάμπουρα.

μπότσκα, η το φυτό πόα ουργινέα η θαλάσσια με βολβό που μοιάζει με ένα μεγάλο κρεμμύδι. Τη χρησιμοποιούμε για φυλαχτό στα κονάκια. [2]

μπουγάζι, του πέρασμα ανάμεσα στα βουνά ή σε διάφορα υψώματα, στενό στο οποίο γίνεται ρεύμα αέρος.

μπουέτι κρυότη, δροσιά.

μπουζάρκα, η καπνοσακούλα από κατσικίσιο δέρμα.

μπουζουμένους, -η, -ου αυτός που κρατάει μπόζα (βλ. λ.), αυτός που έχει κατεβασμένα τα μούτρα.

μπουιάρ’ς, -α, -κου 1. κακός. 2 δύστυχος: τι να κάμει τώρα η μπουϊάρα μι το κακό π’ν ηύρι;

μπουϊασμένους, -η, -ου, βλ. μπουϊάρ’ς.

μπουκ’βάλα, η πρωτοχρονιάτικο φαγητό [26, 328].

μπούκα, η μάγουλο: δεν ήταν γριά, ήταν η μπούκα τ’ς ζαρουμένη [19, τόμος 1ος, 341]. τ’ γυάλ’σι η μπούκα (μτφ.) πάχυνε, ζει καλύτερα.

μπουκάρι, του το σύνολο από τα μαλλιά ενός προβάτου που το κουρέψαμε και τα μαλλιά αυτά τα συμμαζεύουμε και τα δένουμε με τα ίδια, δέμα με μαλλιά από ένα κουρεμένο πρόβατο [26, 99].

μπούκλα, η δοχείο για λάδι [26, 305].

μπουλέτα, η (πιθ.) τρόπος που κεντάμε ή πλέκουμε, σχέδιο.

μπούλιαρους, ου είδος από φίδι.

μπουλκάκι, του κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς.

μπουλντούμ’σα έπεσα μέσα στο νερό.

μπουλώνου, βλ. κουκλώνου.

μπουμπνίζει βροντά ο ουρανός.

μπουμπότα, η καλαμποκίσιο ψωμί.

μπουμπούνα, η δυνατή φλόγα στη φωτιά, φλόγα που ξεπετάγεται απότομα στη θράκα [20, 77]. μουρή μπουμπούνα (πιθ.) φράση που τη λέμε για κάποιον που δείχνει αστοχασιά ή αμυαλοσύνη.

μπουμπουνησταριές, οι μπουμπουνητά, βροντές.

μπούνα, η το ώριμο σύκο.

μπουνόβας, ου χοντρός [17, 91].

μπουντρούμι, του υπόγειο σκοτεινό δωμάτιο φυλακής.

μπουνώρα ( επίρρ.) πολύ πρωΐ [17, 141].

μπουρανέλ’κα, τα σκωπτικά τραγούδια.

μπουρμπότσιαλους, ου μαύρο σκαθάρι.

μπουρμπούλια, τα καρποί που πέφτουν από το δέντρο και είναι στρόγγυλοι [25β, 149].

μπουρμπούλιαξι του αίμα αναβρύζει άφθονο μέσα από πληγή.

μπουρμπουλόι, του η ενέργεια του μπουρμπουλουγάου.

μπουρμπουλουγάου μετά από το κύριο μάζεμα μαζεύω τους καρπούς που απόμειναν.

μπουρμπουλουμένη, η γυναίκα που φοράει μαντίλι που της καλύπτει το πρόσωπο.

μπουρού, δεν μπουρού είμαι αδιάθετος, είμαι άρρωστος. δεν μπόρ’γι κακά ήταν πολύ άρρωστος [27, 413]

μπουρουδόντ’ς, ου αυτός που έχει τα δόντια πεταγμένα προς τα έξω.

μπουσ’λάου αρκουδίζω, περπατάω στα τέσσερα: του κούτσ’κου αρχίν’σι κι μπουσ’λάει.

μπουτζνάρι, του ποδονάρι, μπατζάκι.

μπουτίλια, η φιάλη.

μπουτίνα, η δοχείο μέσα στο οποίο χτυπάμε το βούτυρο.

μπουτούρια, τα μαύρα παντελόνια των Σαρακατσιαναίων της Θράκης.

μπούτσκα, -κου προβατίνα που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα πόδια και το κορμί της άσπρο. Αρσενικό πρόβατο που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα πόδια και το κορμί του άσπρο [17, 170].

μπουτσκουμάρις, οι φυτό πόα που τρώμε το βλαστό του.

μπούφις, οι προβατίνες που έχουν πολλά μαλλιά στο κεφάλι και καλύ -πτουν τα μάτια και το πρόσωπο.

μπούχαβη, η ξεπεσμένη προβατίνα, προβατίνα που έχασε τη ζωντάνια της και γέρασε απότομα [25β, 149].

μπούχαβους, ου κούφιος, με όγκο χωρίς ανάλογο περιεχόμενο.

μπουχτσιάδις, οι βλ. φυλαχτήδις.

μπουχώνει τ’ αρνί βγάζει μαλλί μετά το κούρεμα [20, 66].

μπόχους, ου τετράγωνο κεφαλομάντιλο.

μπράσκα, η μικρό τετράποδο ζώο που μοιάζει με ένα μεγάλο βάτραχο.

μπράτ’μους, ου παράγαμπρος και φίλος του γαμπρού, βλάμης, σταυράδερφος [21β, 181].

μπράτζιανη, η είδος χόρτου.

μπρατιμηλίκι, του αδελφοποίηση δύο ή περισσότερων ατόμων [16, 147].

μπρατίμια, τα, βλ. μπράτ’μους.

μπρατίμισσα, η σταυραδερφή: ν-από­ψι ν-είχα νια φιλιά κι άιντι μουρή μπρατίμισσα.

μπρέτι 1. πήρι μπρέτι πήρε φόβο: πήρι μπρέτι απ’τα σκ’λιά κι δι ματαπάτ’σι στα κουνάκια. 2. κάνει μπρέτι φτάνει πια, σταμάτα, αρκετά: ούλη τ’ μέρα υφαίν’ς, κάνι μπρέτι.

μπρίζου θυμώνω, αγριεύω.

μπριού (επίρρ.) προτού: μπριού, βλάχι μ’, ’ν ταή, προυτού πέσει ου γρίβας καταή [17, 290].

μπριτζιαλίνις, οι μαστάρι που δεν έχει γάλα.

μπριτζινίσια, τα είδος χόρτου.

μπρουμάν’κα, τα μανίκια με χειρότια που τα περνάμε στο χέρι και τα δένουμε με σκοινί στο μπράτσο για να μην πέφτουν [4, έτος 7ο, 23].

μπρουσ’νός, -ή, -ό ο μπροστινός.

μπρουσταντί, του το μπροστινό αντί, αυτό στο οποίο μαζεύεται το υφασμένο διασίδι.

μπρουστάρι, του μεγάλο ξύλινο κομμάτι που σχηματίζει το μπροστινό μέρος από το σαμάρι [27, 359]

μπρουστέλα, η, βλ. μπρουσ’νέλα.

μπρουστουκλείδ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε το αφτί σε σχήμα γωνίας μπροστά προς το πρόσωπο) [26, 34].

μπρουστουκλείδα, βλ. μπρουστουκλείδιά.

μπρουστουκλειδιά, η σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη του αφτιού προς το πρόσωπο του ζώου σε μισοστρόγγυλο σχήμα) [26, 34].

μπρουστουκούλουρα, τα αλειψά (άζυμα) κουλουράκια.

μπρουστουξιουράφτ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε το κάτω μέρος από το αφτί κοντά στο πρόσωπο πλαγιαστά) [26, 34].

μπρουστούρις, οι μασημένη τροφή του ζώου που βρίσκεται στο στομάχι του.

μπρουστουστρούγκι, του, βλ. μάτι.

μπρουσώρας προσωρινά, για την ώρα: αν είν’ για μπροσώρας μένω. Κι απέ πάω στο πατρογονικό μου και κυλιέμαι …[16, 145].

μτζήθρα, η μυζήθρα· την παράγουμε από το τυρόγαλο, αφού πρώτα το βρά σουμε [26, 87].

μύθια, τα μύθοι, παλιές ιστορίες [25β, 150].

μύθους, του παλιά ιστορία, κάποιο γεγονός που έγινε τα προηγούμενα χρόνια.

μυξίδι, του καλοήθης όγκος [25β, 150].

μυριάζου γίνομαι μυριάδες, απειράριθμο πλήθος: κι απού τα πέντι στα ικατό, απ’ τα ικατό στα χίλια κι χίλιασαν κι μύριασαν κι ’γίναν τρεις χιλιάδις[15α, 278].

μυρμηγκόστρατα, η (μτφ.) μονοπάτι, δρόμος μόνο για ένα ζώο [22, 38].

μυρμηκέτι, του, βλ. μύρμιλου.

μύρμιλου, του μυριάδες, αναρίθμητο πλήθος [25β, 150].

μυρουδιάρ’κου, του τριφύλλι το αστερωτό (ψυχανθές βοσκόφυτο) [2].

μύτ’κας, ου ψηλότερη κορυφή βουνού.

μύτιασι ου τόπους άρχισε να βγάζει χορτάρι.

μύτις, οι διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 121].

μωρ’ προσφώνηση της Σαρακατσιάνας από το Σαρακατσιάνο με την έννοια εσύ [12α, 115]: μωρ’, πού μ’ έστ’λις κι κόντιψα να πνιγού!


ν’κουκύρ’ς, ου νοικοκύρης, άντρας που είναι αρχηγός του σπιτιού. Τη λέξη αυτή χρησιμοποιεί πολλές φορές η Σαρακατσιάνα., όταν θέλει να μιλήσει για τον άντρα της.

ν’φάδις, οι νύφες.

να μ’ [22, 83], βλ. νω μ’

ναμούτι δώστε μου.

νάνις, οι λαχανικό (άγρια σπανάκια) που φυτρώνει την άνοιξη στα βουνά [22, 156].

νε (σύν.) ούτε: κι ιένας τζιουμπάνους πλάιασι, πήραν τα πρόβατά του, κι όταν ξυπνάει ν-ου έρημους νε πρόβατα νε γίδια [15α, 29].

νείρουμι ονειρεύομαι, επιθυμώ, θέλω, ζητώ: ούλου κουπάδια πρότα νείρουμι.

νέσπουλα, τα (πιθ.) μούσμουλα.

νεύρου, του πέος.

νηαρστά, τα φαγητό που γίνεται με βόλους από ζυμάρι τους οποίους βράζουμε και ρίχνουμε μέσα στο νερό τυρί και βούτυρο [12α, 117].

νήλα, η 1. σωματική ταλαιπωρία. 2. συμφορά, πάθημα, καταστροφή [25α, 161].

νηραϊδάλουνου, του αλώνι όπου πιστεύουμε ότι μαζεύονται νεράιδες.

νηραϊδουσφόντ’λου, του φυλαχτό (γυαλιστερή πέτρα που μοιάζει με σφοντύλι) [22, 80].

νηράκια, τα διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 423].

νηρόκουπα, η νεροπότηρο.

νηρουγάλαζιου, του ανοιχτό γαλάζιο χρώμα.

νηρουγκάμπατσα, η ασθένεια στα ζώα.

νηρουκαντιάζου (πιθ.) «σκάω» για νερό.

νηρουμπλέτσι φαγητό που έχει πολύ νερό και πλέουν τα κομμάτια μέσα σε αυτό.

νηρουπράσινου, του λαχανί χρώμα.

νηρουσυρμή, η δυνατή ροή νερού μέσα σε ρέμα [25α, 210].

νηρουφαϊά, η κοιλότητα που σχηματίζεται στο έδαφος από τη δυνατή ροή του νερού [25β, 151].

νησιάνι, του 1. παλληκάρι, λεβέντης: ιέλα ιδώ, νησιάνι μ’. 2. θαυμάσιο, παράξενο.

νηστιμένους, -η, -ου αυτός που νηστεύει: μ’ ούιδι κουράσι φίλησα μ’ ούιδι κι παντριμένη. Παπαδουπούλα φίλησα κι ήταν κι νηστιμένη [23α, τ. 3, 55].

νητρουβιά, η νεροτριβή (εδώ υφίστανται κατεργασία τα χοντρά υφάσματα με την τριβή του νερού).

νια μία

νιάουρα, τα άγριος καρπός από βουνίσιο θάμνο που μοιάζει με το βάτο.

νιάουρις, οι, βλ. νιάουρα.

νίβουμι πλένω το πρόσωπό μου με νερό.

νικραλλαξιά, η ρούχα που φοράμε στο νεκρό, τα τελευταία ρούχα του ανθρώπου.

νιόνυφη, η νέα νύφη, καινούρια νύφη.

νιος, νια, νιο νέος.

νιουγάμπρια, τα νεόνυμφοι.

νιούτσικους, -η, -ου νεανίας, παλληκάρι.

νιώθου αντιλαμβάνομαι, εννοώ.

νιώσματα, τα αινίγματα [25β, 153].

νόμηστρου, του ενοίκιο για τη βοσκή των κοπαδιών σε λιβάδι [25β, 153].

νουβουρός, ου [12α, 123], βλ. ουβουρός.

νουγάου νοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω [16, 55]: αυτό του πιδί ντιπ δε νουγάει.

νουή, η νοημοσύνη.

νούλλα, η μηδέν.

νουματαίοι, οι, βλ. νουμάτοι.

νουματίζου ονοματίζω, δίνω όνομα.

νουμάτοι, οι άτομα.

νουμπέτι έχου προσέχω τα άλογα το βράδυ (μάλλον για να μην κάνουν αγροζημίες ή να μη φύγουν μακριά) και φυλάω σκοπιά με νούμερο, με σειρά [20, 163].

νουμπέτι, του συνολική ποσότητα γάλακτος που παίρνουμε από το κοπάδι κάθε φορά που το αρμέγουμε [7β, 124].

νούνους, -α νονός, νονά.

νουρά, η ουρά [26, 30]

νουστιμάδα, η νοστιμιά: τι να τουν κάμου, κουντούλα μ’, του Θιό που δεν κατάλαβαίνει, που σο ’δουκι την ουμουρφιά κι ούλη τη νουστιμάδα.

νουστιμαίνου 1. νοστιμίζω. 2. (μτφ.) ομορφαίνω: τώρα που μπήκα στου χουρό θα που ιένα τραγούδι, να νουστινήνει ν-ου χουρός, να μπει κι ου κόσμους ν-ούλους [21β, 236].

νουτίζου υγραίνω, υγραίνομαι.

νόχτη, η όχθη.

νόχτους, ου πεζουλάκι γύρω από την καλύβα που την προστατεύει από τα νερά της βροχής ή πεζουλάκι στο οποίο αποθέτουμε τα κρεβάτια.

ντ’λάπι, του εργαστήριο που επεξεργάζαται τα μαλλιά.

νταβαλίτ’κους, -η, -ου διεκδικούμενος.

ντάβανους, ου οίστρος του αλόγου [27, 415].

νταβάς, ου 1. αβαθές και πλατύ μαγειρικό σκεύος πιο μικρό από το ταψί. 2. φασαρία.

νταβατζής, ου προδότης: τρία πουλάκια ντιλαλούν στη μέση στου παζάρι: -Ποιος τώρα νταβατσής, τώρα νταβά να κάνει [15α, 68];

νταβίζου ζητώ, διεκδικώ: ικειό του χ’μαδιό του νταβίζουν πουλλοί.

νταβλαράς, ου μαντράχαλος.

νταβραντίζου είμαι πλήρης ζωτικότητας και σφρίγους.

νταβρί, του (μτφ.) πλήρης ζωτικότητας και σφρίγους άνθρωπος.

νταής, ου εγωιστής, ο παλληκαράς.

νταϊάκι, του στήριγμα.

νταϊαμάς, ου υπόστεγο από μαντρί.

νταϊαντάου 1.βάζω κόντρα, υποστηρίζω, στηρίζω [12α, 117]. 2. αντέχω: δε νταϊαντάου δυο πράματα∙ φτώχεια κι γιράματα.

νταίνου ντύνω.

νταλιάνι, του παλιό κοντόκανο ντουφέκι.

νταλντάου χύνομαι, ορμάω.

ντάμα, η παιδικό παιχνίδι, σκάκι των Σαρακατσιαναίων [17, 211].

νταμάρι, του 1. (για ζώα) (μτφ.) ράτσα, είδος .2. παλιό γερό σόι [22, 23].

νταμαχιάρ’ς, -α, -κου αχόρταγος.

ντάμκα, η, βλ. λάκκα.

νταμκό, του συνεταιρικό.

νταουλάς, ου (πιθ.), βλ. ίσκιουμα [20, 250].

νταουρλιό, του φασαρία, μάλωμα, ανεξήγητο μάλωμα [25β, 153].

νταουσάνια, τα δαμάσκηνα [22, 156].

νταούτ’ς, ου κακό και πονηρό πνεύμα.

νταουτζιάς, ου αρρώστια που πιάνει τα αλογομούλαρα και πρήζονται [4, έτος 21ο, 24].

νταούτι, του (πιθ.), βλ. ίσκιουμα [20, 250].

νταρβίρα, η κοντή τζαμάρα [26, 152].

ντάσι, του (μτφ.) όμορφη και δυνατή γυναίκα.

ντε (επίρρ.) άιντε, εμπρός.

ντέβρι (επίρρ.) (πιθ.) σβάρα, παγάνα: ν-οι μαύροι τι θα γιένουμι φέτου του καλουκαίρι, βήκι ν-Αντώνης σταϊ βουνά μι τουν Καραϊαννάκη κι πήραν ντέβρι ταϊ βουνά, ντέβρι τις βλαχουστάνις [4, έτος 7ο, 7].

ντέγκι, του δέμα με ρούχα ή πράγματα, μπόγος.

ντέιτιστι (επίρρ.) άιντε: ντέιτιστι, βλαχόσκυλα πιάστι ’να βλαχόιπουλου να του παντριφτού [3α, 47].

ντένου μπλέκω, βρίσκω το μπελά μου, μπερδεύομαι [12β, 152]: είνι καλά να μη ντέσεις.

ντέσ’μου, του κακό μπλέξιμο [25β, 153]: είνι κακό του ντέσ’μου.

ντηλιμπάσκα πρότα

ντηριόμι διστάζω: να της μιλήσου αντρέπουμι, να της του ειπού ντηριόμι.

ντίγκουσι γέμισε.

ντιζιάκι, του τελάρο με μια έξοδο πάνω στο οποίο στραγγίζουμε το τυρί.

ντιλάλ’ς, ου ντελάλης, κήρυκας, διαλαλητής: ιέβγα, μάνα μ’, κι χούιαξι στου πέρα καραούλι, βγάλι ντιλάλη δυνατό σ’ ούλα τα βιλαϊέτια.

ντιλαλού βγάζω ντελάλη, διαλώ, διακηρύσσω: τρία πουλάκια ντιλαλούν στη μέση στου παζάρι [15α, 68].

ντιλής, ου νταής, παλληκαράς.

ντιλμπασάνου, η αντρογυναίκα.

ντιπ (επίρρ.) τελείως. ντιπ καταντίπ ολοσδιόλου.

ντίπου (επίρρ.) τελείως, όλως διόλου: κι πέτυχι κι βάρισι του στοιχειουμένου αλάφι κι γλέπει ιέναν ξιζάρκουτου ντίπου ξιγυμνουμένου [15α,37].

ντίρα, η στενό πέρασμα, μονοπάτι.

ντιρβένι, του δερβένι, πέρασμα, δρόμος.

ντιρέκι, του 1. παλούκι, ξύλινη κολώνα [26, 198]. 2. (μτφ.) ψηλός και δυνατός άντρας.

ντιριάζου οδηγώ το κοπάδι σε ντίρα (στενό πέρασμα), κυρίως για να το μετρήσω [20, 144].

ντιρλικώνου τρώγω μέχρι σκασμού [12α, 118].

ντιρμπάτι ερημιά: ν-οι κλέφτις ν-απού τ’ Άγραφα κι οι αρματουλοί απ’ του Βάλτου πατήσανι του Λέπινου κι το ’καμαν ντιρμπάτι [3α, 41].

ντιρτιλής, ου αυτός που έχει ντέρτι, καημό, μεράκι: καλώς ν-αντα­μουθήκανι ν-ιμείς ν-οι ντιρτιλήδις, να κλάψουμι τα ντέρτια μας κι τα παράπουνά μας [21β, 174].

ντόλι πολλά πρόβατα γεννούν σε μικρό χρονικό διάστημα [20, 28]. απόψι είχαμαν ντόλι.

ντομουζντό (επίρρ.) οπωσδήποτε, με το στανιό.

ντουζίνα, η σύνολο από κουδούνια ή κυπριά [26, 128].

ντουλαμάς, ου επενδύτης [15α, 300].

ντουλμπέρα, η, βλ. ντουλμπέρου.

ντουλμπέρι, ου νέος, παλληκάρι: για την καλή μου συντρουφιά, ντουλ μπέρι-ντουλμπιράκι, θα ειπού ’να τραγουδάκι [3α, 113].

ντουλμπέρου, η νέο κι όμορφο κορίτσι, αυτό που είναι πάνω στα νιάτα του.

ντουμουσιάρα, η (μτφ.) ζωηρή γυναίκα, γυναίκα που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα ήθη.

ντουμουσιάρ’κου, του αδέσποτο ζώο που τρέχει από δω κι από κει [17, 334].

ντούμπλα, η μεγάλο φλουρί που βάνουν οι γυναίκες στο λαιμό.

ντουμπλές, ου σειρά με κουδούνια από το μικρότερο στο μεγαλύτερο.

ντουνιάς, ου ανθρωπότητα.

ντουπιανοί, οι ντόπιοι: φιβγάτι ’σεις οι ξένοι κι οι αλαργινοί, να ’ρθούμι ’μεις οι ντόπιοι κι οι ντουπιανοί [15α, 265].

ντουράου αφήνω ίχνη (πατημασιές).

ντουρής, -ιά κόκκινο άλογο, κόκκινη φοράδα.

ντουρίτ’κου, του, βλ. ντουρής.

ντουρλάπι, του απότομη λαίλαπα, καταιγίδα.

ντουρός, ου ίχνη από τις πατημασιές των ζώων: ου λύκους ’ν τρίχα άλλαξι, του ντουρό τ’ δεν αλλάζει [19, τόμος 1ος, 340].

ντούσ’κου, του είδος βελανιδιάς [26, 136].

ντούχνα, η πυκνός καπνός.

ντούχνιασι γέμισε πολύ καπνό.

ντραβαλιόμι κάνω φασαρία.

ντραγάτ’ς, ου αγροφύλακας.

ντραμπάλα, η τραμπάλα, παιδικό παιχνίδι.

ντραμπαλίζουμι 1. κουνιέμαι στην κούνια πάνω κάτω, κουνιέμαι στην τραμπάλα [12α, 118]. 2. ντραμπαλίζιτι του κιφάλι κουνιέται και πηγαίνει πέρα δώθε .

ντρίλλι, του αγοραστό πουκάμισο.

ντριστέλα, η, βλ. νητρουβιά.

ντρλαπόχιουνου, του (πιθ.)

ντρόγκνα, η ειδικός τεχνητός σάκος με τον οποίο οι γυναίκες μεταφέρουν στις πλάτες τους τα μωρά τους.

ντύμα, του πλακούντας του νεογνού [25α, 199].

ντυμασιά, η ενδυμασία.

νύφη, η έτσι ονομάζουμε για πολύ καιρό τη νιόνυφη (δεν τη φωνάζουμε με το όνομά της ή με το όνομα του άντρα της): πήγι στ’ μάνα τ’ς η νύφη.

νυχτιρεύου αγρυπνώ μαζί με άλλους ή εργάζομαι τη νύχτα: πάου στη θεια μου τη Γιαννιώ, πάου να νυχτιρέψου, να γνέσου μι τη ρόκα μου, τ’ αδράχτι να γιουμίσου [21β, 234].

νυχτόμιρα μέρες και νύχτες: Κώστας Γαρέφης πουλιμάει μ’ ιξήντα παλληκάρια. Νυχτόμιρα πιρπάτησι για δώθι να πιράσει [24, 24].

νυχτουδιαβαίνου περπατάω, διαβαίνω, γυρίζω τις νύχτες: ν-ιψές που νυχτουδιάβινα ν-απού τη γειτουνιά σου, άικουσα που σι μάλουναν ν-η μάνα σου κι η θεια σου.

νυχτουκόρακας, ου νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του το θεωρούμε κακό οιωνό, χαροπούλι.

νυχτουξημιρώνου νυχτώνω και ξημερώνω: σταφύλι μου κρουστάλινου κι κρουσταλένια μ’, βρύση, πού μένεις, πού βραδιάζισι, πού νυχτουξημιρώνεις[21β, 255]

νυχτουπιρπατάρ’ς, ου αυτός που είναι ικανός να περπατάει τις νύχτες και να διανύει μεγάλες αποστάσεις, άξιος: ποιος είνι άξιους κι αγλήγουρους κι νυχτουπερπατάρης, να πάει τα χιριτίσματα στου δόλιου του Ρινάκι, να μην αλλάξει τη Λαμπρή [7α, 29].

νυχτουσκάρι, του σκάρος τη νύχτα [26, 51].

νυχτουσκαρίζου σκαρίζω τα πρόβατα τη νύχτα [26, 54].

νχός, ου ήχος από τραγούδια ή από κουδούνια, μελωδία [26, 89].

νωμ’ δώσ’ μου: νώμ’ την γκλίτσα γιατί θα σε χαλάσω [16, 97]!

νώμους, ου ώμος


ξ’λή, η ξύλινος σκελετός από κονάκι ή από σαμάρι [17, 175].

ξ’λιά, η ξυλιά, χτύπημα με ξύλο, χτύπημα.

ξ’λόκαρφου, του ξύλινο καρφί.

ξ’λόκουτα, η μπεκάτσα [27, 417].

ξ’λουχούλιαρα, τα ξύλινα κουτάλια.

ξ’λόχτινου, του εξάρτημα του αργαλειού μέσα στο οποίο μπαίνει το χτένι.

ξ’νήθρα, η το φυτό ρούμεξ ο όξινος. Το χρησιμοποιούν οι τσομπανα­ραίοι για να τους «κόβει» τη δίψα [2].

ξ’νόγαλου, του ξινόγαλο.

ξ’νούτσ’κους, -η, -ου υπόξινος.

ξαγγλίζω 1. ξανοίγω, ξεχωρίζω, ξεμπερδεύω τα μαλλιά. 2. χτενίζω τα μαλλιά: η Γιουργούλα λούσ’κι κι ξαγγλίζει τα μαλλιά.

ξαγγλόχτινου, του αραιό χτένι με το οποίο ξαγγλίζω (βλ. λ.) τα μαλλιά [17, 334].

ξαγναντεύου εμφανίζομαι αμυδρά, αρχίζω να φαίνομαι όταν έρχομαι από μακριά, διακρίνομαι από μακριά.

ξαγναντίζου βρίσκομαι σε ξαγνάντιο ,(βλ. λ.) [20, 71].

ξαγνάντιου, του θέση από την οποία μπορώ να έχω καλή θέα.

ξάι, του πληρωμή του μυλωνά σε είδος (άλεσμα): παίρνει για ξάι τ’ άλουγου, φιλεί τα μαύρα μάτια [3α, 113].

ξαϊάζου δίνω ξάι, (βλ. λ.) [27, 416].

ξαίθρου, του ξέφωτο, φωτεινό και καθαρό μέρος [25β, 155].

ξαϊκουσμένους, -η, -ου, βλ. ξια­κουστός [3α, 40].

ξαϊκουστός, -ή, -ό [4, έτος 22ο, 25], βλ. ξιακουστός.

ξαίνου ξανοίγω και καθαρίζω τα κουρεμένα μαλλιά.

ξακριάρα, η προβατίνα που βόσκει στην άκρη από το κοπάδι και πολλές φορές κάνει ζημιές στα χωρά­φια.

ξακρίδια, τα στενόμακρα συνήθως τριγωνικά ξύλα που απομένουν από την επεξεργασία του κορμού των δέντρων [13, 23].

ξακρίζου πηγαίνω στην άκρη, πηγαίνω άκρη άκρη [17, 334].

ξάλμου, του έρημο, περιπλανώμενο [25β, 155]: χύθ’κι του γάλα. Πάει χαμένου του ξάλμου.

ξαμώνου 1. απλώνω το χέρι μου να αγγίξω ή να πιάσω κάτι: ξάμουσα μι τα νύχια μου, ξάμουσα κι του πήρα [21β, 52]. 2. επιχειρώ να κάνω κάτι, δοκιμάζω να προβώ σε κάποια ενέργεια: αν σ’ κουτάει ξάμουσι να μι βαρέσεις κι θα σ’ που ιγώ [12β, 153].

ξαναγιάνου, να ξαναγιάνου, να ξαναγίνω καλά στην υγεία μου [3α, 39].

ξαναγκρίζου υπενθυμίζω, επαναφέρω κάποιο ζήτημα [25β, 156]: του ’χα αστουχήσει, καλά έκαμις κι του ξανάγκρισις.

ξανθουμαλλούσα, η ξανθομάλλα.

ξανοιξιάζου περνάω την άνοιξή μου συνήθως σε ορεινό μέρος: ν-ακόμα τούτ’ -Λιάκου μ’- την άνοιξη, θέλου να γίνου κλέφτης, να βγου στης Γούρας ταϊ βουνά, να βγου να ξανοιξιάσου [21β, 144].

ξαπουλάου εξαπολύω: τη νύφη την ξαπόλυσι, την πόδισι τσαρούχια, της δίνει πέντι πρόβατα, της δίνει πέντι γίδια.

ξαραδιάζου βγάζω από τη σειρά: δεν τ’ς ξαραδιάζει τ’ς κουπέλις ου Πιντιλής.

ξαργού (επίρρ.) επίτηδες, εξεπίτηδες: ήρθα ξαργού για να ιδού τι δ΄λειά κάν’ς [12α, 119].

ξαρίζου καθαρίζω το μαντρί από τις κοπριές ή τις λάσπες ξύνοντάς το με ένα τσαπί.

ξαρμέου αποτελειώνω το άρμεγμα των ζώων.

ξάσ’μου, του καθάρισμα των μαλλιών για λανάρισμα [13, 103].

ξαχλυάζου περνάω ευχάριστα την ώρα μου [25β, 156].

ξέθαλους, ου, βλ. ξιθάλι.

ξενούτσικους, -η, -ου αυτός που είναι από άλλλο τόπο, από μακρινό μέρος, ξένος: νια πέρδικα ξενούτσικη, ξένη κι απ’ άλλουν τόπου.

ξέπλιγα μαλλιά αχτένιστα: καράβι πάει στου πέλαου, κι η κόρη πάει στην άκρη, μι τα μαλλιά της ξέπλιγα, τα χέρια σταυρουμένα [21β, 28].

ξέρα, η ξηρασία.

ξέρακας, ου δέντρο που ξεράθηκε όρθιο: φόντα θ’ ανθίσει ν-ου ξέρακας, να βγάλει τα βλαστάρια, τότι κι ’μεις θα σμίξουμι [21β, 357].

ξέφιξι έφεξε για τα καλά: ξιχάραξι, Βασίλου μ’, η ανατουλή κι ξέφιξι κι η δύση, πάν’ τα πουλάκια στις βουσκιές κι οι έμουρφις να πλύνουν [15α, 259].

ξέχουρα (επίρρ.) ξεχωριστά.

ξήγα του εξήγησέ το: ξήγα του, Αντώνη μ’, ξήγα του, του υπνουείνουρό μου [3α, 40].

ξηρ’κό, του αυτό που δε χρειάζεται νερό για να φυτρώσει και να αναπτυχθεί [13, 75].

ξηραντάρα, η ομίχλη που παρουσιάζεται σε καιρό ξηρασίας.

ξηραχουμάρα, η απραξία, το να κάθεσαι με τα χέρια σταυρωμένα, νωθρότητα.

ξηρή, η (μτφ.) πέος.

ξηρή κουρκούτη,.βλ. μαμαλίγκα.

ξηρουβόρι, του κρύος και ξηρός βοριάς.

ξηρουκαμπιά, η ξερός κάμπος [7α, 25].

ξηρουλάκκι, του λάκκος που δεν έχει νερό.

ξηρουτσάγγαδη, η τσαγγάδα (βλ. λ.) προβατίνα με πολύ λίγο γάλα [26, 73].

ξηρουτσιβούρα, η ξερό κρύο, αυτό που περονιάζει, παγωμένος καιρός με πάχνη το πρωί, λιακάδα και πολύ ξερό κρύο.

ξηρουτσιόκανα, τα τσιοκάνια (βλ. λ.) που βροντάνε ξερά και έχουν βαριά ζύγια.

ξηρουφάι, του η τροφή που είναι ξηρή, δηλ. δεν είναι μαγειρεμένη, το ψωμοτύρι του βοσκού.

ξηρουφέλα, η τυρί φέτα που είναι στεγνωμένο και το τρίβουμε στα φαγητά ή το ψήνουμε [22, 50].

ξηρουφέρα, η, βλ. ξηρουφέλα.

ξηρουχρουνιά, η η χρονιά με ελάχιστες βροχές: φέτου είνι νια ξηρουχρουνιά κι δύσκουλους ν-ου χρόνους, λείπει της θάλασσας νιρό, της μαύρης γης χουρτάρι [21β, 215].

ξιαγουρά, η εξαγορά: ν-ήρθαν ν-οι μάνις τουν πιδιών, ν-ήρθαν για να τα πάρουν. Φέρανι κι την ξιαγουρά χίλια τριακόσια γρόσια [4, έτος16ο, 20].

ξιαγουράζου εξαγοράζω [ 19, 182).

ξιαγουρασμός, ου η εξαγορά.

ξιακουστός, ου ξακουσμένος, σπουδαίος.

ξιαλλάζου φοράω καινούρια ρούχα και βγάνω τα παλιά.

ξιαν’ξιό, του τόπος στον οποίο μένει για λίγο η στάνη την άνοιξη (για να έχουν καλύτερη βοσκή τα κοπάδια) καθώς φεύγει από τα χειμαδιά για τα βουνά [26, 41].

ξιαπουσταίνου ξεκουράζομαι.

ξιαρμάτουτους, -η, -ου άοπλος: μαύρου χαμπέρι μας ήφιραν ν-απόψι στα κουνάκια, τουν Κατσιαντώνη πιάσανι ξιαρμάτουτου στου στρώμα [21β, 125].

ξιαρματώνου βγάζω την αρμάτα, (βλ. λ.) [26, 115].

ξιαρρουστ’κό, του γιατρικό, φάρμακο: χαλεύει του ξιαρρουστικό που δεν είνι σι κόσμου [3α, 178].

ξιαστουχάου λησμονώ, ξεχνάω.

ξιβγαίνου εξέρχομαι.

ξιβγάνου 1. ξεπροβοδίζω. 2. ξεπλένω τα ρούχα.

ξιβράκουτις, ου (μτφ.) ανήθικες γυναίκες, παρδαλές: τήρα, πιδάκι μ’, ικεί σ’ν πόλη μι σι γιλάσουν ικείνις οι ξιβράκουτις [20, 286].

ξιγάλ’σμα, του η ενέργεια του ξιγαλίζου, (βλ. λ.).

ξιγαλίζου 1. ξεφλουδίζω μάλλον ελαφρά το δέρμα μου ή κάποιο αντικείμενο. 2. τραυματίζω, γρατσουνάω την πληγή [ 24β, 157]. 3 -ουμιγδέρνομαι ελαφρά, χωρίς να χυθεί αίμα [12β, 154].

ξιγιννάου βοηθάω το ζώο να γεννήσει.

ξίγκι, του λίπος.

ξίγκλα, η σιδερένια βέργα που αποτελείται από δυο κομμάτια και τη χρησιμοποιούμε στον αργαλειό για να κρατάει το ύφασμα τεντωμένο [22, 112]

ξιγκουκιέρι, του τεχνητό μέσο με το οποίο ανάβουμε φωτιά (ύφασμα εμποτισμένο σε λιωμένο ξίγκι και στη συνέχεια τυλιγμένο σε σχήμα κεριού) [26, 288].

ξιγκουμένους, -η, -ου παχύς.

ξιγλουσσιάσ’κι του γκδούνι έπεσε το γλωσσίδι από το κουδούνι.

ξιγραδώνου ελευθερώνω τα ζώα από το γκρεμό και τα φέρνω στο κοπάδι, τα απεγκλωβίζω.

ξιγυρνάου θεραπεύομαι σιγά σιγά: ήταν μέρις στου κριβάτι, αλλά τώρα ξιγύρ’σι.

ξιδότριψα, η δροσιστικό καλοκαιριάτικο πρόχειρο φαγητό που γίνεται με νερό, ξίδι, ζάχαρη και μπουκιές από ψωμί.

ξιδουκ’μάζει ου Θιός τιμωρεί.

ξιένους, -η, -ου 1. ξένος. 2. μουσα­φί­ρης, φιλοξενούμενος.

ξιζάρκουτους, -η, -ου (μτφ.) γυμνός ή ντυμένος με τα καθημερινά [27, 416]: δεν πααίνου ιγώ ξιζάρκουτους σ΄ν ικκλησιά.

ξιζαρκώνου ξεγυμνώνω.

ξιθ’λυκώνου βγάνω το στεφάνι από το κουδούνι [26, 138].

ξιθάλι, του ειδικό ξύλο με το οποίο σηκώνω τη γάστρα ή ανακατώνω τα κάρβουνα [26, 283].

ξιθέλνου ξεθρακώνω τη φωτιά ή τη συγυρίζω για να μην καπνίζει.

ξιθλήκουτους, -η, -ου ξεκούμπωτος, χωρίς ζώνη ή με ανοιχτή τη ζώνη, αυτός που δεν έχει κουμπωμένη τη ζώνη [12α, 119].

ξικ’λιάζου ξεκοιλιάζω.

ξικαλουκιριάζου περνάω το καλοκαίρι μου.

ξικαλουκιριό, του τόπος που περνάω το καλοκαίρι με την οικογένειά μου και τα κοπάδια μου: του ξικαλουκιριό μας κάθι χρόνου ήταν στου Βέρμιου.

ξικαμπάου ξεμυτίζω, εμφανίζομαι ξαφνικά.

ξικαμώνουμι 1. εξολοθρεύομαι, εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι 2. ξεθεώνομαι στη δουλειά [25β, 158].

ξικάνου 1. εξαφανίζω, διαλύω, καταστρέφω, αχρηστεύω: άμα τουν έπιανα, θα τουν ξέκανα. 2. πουλάω: τα ξέκανι τα πρότα ου Γιαννακούλας.

ξίκι απού δω χάσου από τα μάτια μου.

ξίκι να γένει συγχωρώ κάποιον για κάτι που μου έκανε.

ξικλάου ξεσχίζω: θα τουν ξικλίσουν τα κλαριά, θα τουν γιλάσουν τα πουλιά [3α, 136].

ξικλέντσουτους, -η, -ου αυτός που δεν έχει σωστές αναλογίες στο σώμα του και είναι κυρίως πολύ ψηλός ή μακρυπόδαρος. Πολύ άσχημος μακρυπόδης [25β, 159].

ξικλουνίζου με βίαιο τρόπο αποσπώ το κλωνάρι από τον κορμό του δέντρου.

ξικόβου αποχωρίζομαι, απομακρύνομια: ν-ούηδι βουνά ξικόβουνι ν-ούηδι θιριά παλεύουν, χουρίζουν τα κλιφτόιπουλα ν-απού τουν καπιτάνιου.

ξικούκλουμα, του η ενέργεια του ξικουκλώνου.

ξικουκλώνου βγάζω τον κούκλο από τη νύφη.

ξικουλλ’τσιδιάζου βγάζω τις κολλητσίδες από κάτι, π.χ. από τα μαλλιά των προβάτων.

ξικουπή, η αποκοπή, ορισμός σταθερής τιμής [26, 19].

ξικουτιάρ’ς, ου ξεκούτης.

ξικουτιασμένους, η, ου βλ. ξικουτιάρ’ς.

ξιλαβαίνου 1. υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών μου, «πληρώνω» για αυτά που κάνω: τα ξέλαβι ούλα όσα έκαμι. 2. βρίσκω άδικα το μπελά μου [25β, 159], την «πληρώνω» εγώ για κάποιον άλλον: φεύγα αλάργα, γιατί θα τα ξιλάβ’ς ισύ.

ξιλακίζου απομακρύνω με βίαιο τρόπο το πρόβατο από το κοπάδι, το ξετοπίζω: του ζ’λάπι ξιλάκ΄σι ’ν πρατίνα κι πάει κι ακόμα πααίνει.

ξιλαμπίζου γίνομαι διαυγής: βρέχουν, χιουνίζουν ταϊ βουνά κι οι κάμποι ξιλαμπίζουν κι ου Κουσταντής δε φάνηκι, δε φάνηκι να έρθει [15α, 95].

ξιλέου αναιρώ τα λόγια μου: ν-ούλοι έλιγαν κι ξέλιγαν κι ου Κουσταντίνους λέει.

ξιλιθρουμός, ου εξολοθρεμός, εξολόθρευση, καταστροφή: ουρέ, ξιλιθρουμός! Απ’ τα τρακόσια τα μ’σά το ’μ’ναν.

ξιλουγαριάζουμι κάνω τους λογαριασμούς μου (χρωστάω - δικαιούμαι) με τον τσέλιγκα και με τους άλλους συνεταίρους στο τσελιγκάτο, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου.

ξιλουγάριασμα, του η ενέργεια του ξιλουγαριάζουμι.

ξιμισ’μιριάζου κάθομαι σε ένα μέρος για να περάσω το μεσημέρι μου.

ξιμπλιτσώνουμι ξεγυμνώνομαι: ντύσου ουρέ, τι ξιμπλιτσώθ’κις.

ξιναδιρφούλ’ς, ου ξενιτεμένος αδερφός [7α, 21].

ξινάκι, του ξενιτεμένος: ν-ισείς, πιδιά μου, φεύγιτι στουν τόπου σας να πάτι κι ιμένα που μ’ αφήνιτι-ξινάκι μου-ν-ιδώ στα μαύρα ξιένα [21β, 333].

ξινιτάρου αποξενώνομαι από κάτι, διακόπτω την επαφή, τη συνεργασία μου με κάποιον [12β, 155].

ξινιτεύου στέλνω στην ξενιτιιά: να του’ χα δώκει του φιλί, τα δυο μου μαύρα μάτια, παρά που τουν ξινίτιψα κι πάει μι τα καράβια [3α, 165].

ξινίτιμα, του αποχαιρετισμός του συγγενούς επισκέπτη, όταν απομακρύνεται από τη στάνη, με ένα ιδιόμορφο μέλος που είναι και τραγούδι και κλάμα και μοιρολόι, όλα μαζί [12α, 120].

ξινόμιρους, -η, -ου ξενομερίτης: νια πέρ­δικα ξινόμιρη κι απ’ άλλου βιλαέτι, χρυσός αϊτός την κυνηγά κι τρέχει να την πιάσει [24, 67].

ξινότιρους, -η, -ου πολύ ξένος: α­να­μι­ρά­τι ξένοι κι ξινότιροι να χιριτήσει η νύφη τουν πατέρα της [18, 148].

ξινουγιννάου γεννάω μακριά απ’ τον τόπο μου, σε άλλο μέρος.

ξινουγνέθου γνέθω για λογαριασμό άλλων με αμοιβή: κι η πιθιρά μ’ ξινόγνιθι κι ιγώ ξινουκιντούσα [3α, 147].

ξινουκρένου παραμιλώ, παραληρώ: αγγιλουκρούιτι η βάβου κι ξινουκρένει.

ξινουμάλλια, τα πρόσθετα μαλλιά πάνω στα φυσικά.

ξινσάφουτους, -η, -ου απεριόριστος.

ξινταργάνου, βλ. ξιντιργάνου.

ξιντιργάνου τελειώνω μια δουλειά, ξεμπλέκω από μια δουλειά, απελευθερώνομαι: να ξιντιργάνου απ’ του ξάσ’μου κι έρχουμι.

ξινύστια, τα άνθρωποι που με τη συμπεριφορά τους προκαλούν για τους εαυτούς τους φαιδρές συζητήσεις [12β, 155].

ξιουράφι, του ξυράφι: ξιουράφι ν-απού την Πρέβιζα κι ακόνι ν-απού την Άρτα για να ξιουρίσουν του γαμπρό [3α, 142].

ξιουραφίζουμι ξυρίζομαι.

ξιουράφτ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη του αφτιού πλαγιαστά).

ξιπαθιάζου διώχνω τις άσχημες στιγμές της ζωής ή τις δυσκολίες της με το γλέντι και την ψυχαγωγία: ικεί στου β’νί, στα κρύα τα νηρά κι στα έλατα ξιπάθιαζαμαν.

ξιπαπαδεύου με τις ενέργειές μου κάνω, προκαλώ τον παπά να παραιτηθεί από το αξίωμά του: Σαββάτου μη στουλίζισι, τουν ήλιου βασιλεύεις κι Κυριακή μην προυσκυνάς, παπά ξιπαπαδεύεις.

ξιπατουμένη, η γύρισμα σε τραγούδια: δεν είνι χιόνια σταϊ βουνά, μουρή ξιπατουμένη, δεν είν’ πανιά ’πλουμένα.

ξιπατουνιάζου επιδιορθώνω τις πατούνες, (βλ. λ.) [22, 120].

ξιπατώνουμι 1. κουράζομαι υπερβολικά,«σκοτώνομαι» στη δουλειά. 2. εξολοθρεύομαι.

ξιπιζεύου κατεβαίνω από το άλογο: ξιπέζιψι, νυφούλα μου, κι κάμι του σταυρό σου [21β, 313].

ξιπιζιτίκι, του τάξιμο που κάνει ο πεθερός στη νύφη για να κατεβεί από το άλογο.

ξιπισιάρ’κους, -η, -ου ο ξεπεσμένος.

ξιπίτηδις (επίρρ.) επίτηδες.

ξιπλαϊάζου ξυπνώ.

ξιπλαϊασμένους, -η, ου ο χαζός.

ξιπουνάου 1. δε νιώθω «πόνο», αγάπη για ένα πρόσωπο: αυτοίν δεν είνι συγγινήδις, ξιπόνισαν. 2. μου φεύγει ο «πόνος», η λαχτάρα που είχα για κάποιον ή για κάποιο πράγμα, εκπληρώνω μια επιθυμία μου: είδα τ’ μάνα μ’ κι ξιπόνισα.

ξιπρατιάζου τελειώνω με τα πρόβατα, αλλάζω επάγγελμα.

ξιπρουβατιάζου δεν ασχολούμαι άλλο με την κτηνοτροφία, αλλάζω επάγγελμα.

ξιπρουβουδάου ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω: όντα ’ρχιτι να σ’κώνιτι, κι όντα κινάει να φεύγει να του σιλλώνει τ’ άλουγου, να τουν ξιπρουβουδάει[15α, 58].

ξιρ’φός, -ή, -ό (πιθ.) αδύνατος [26, 73].

ξιραγκιανός, -ή, ό ξερακιανός, ισχνός, αδύνατος.

ξιράδια, τα ξερά ξύλα, παλιά καυσόξυλα.

ξιραμένου, του (μτφ.) ζουλάπι και κυρίως λύκος.

ξιράτια, τα δυσάρεστα, λυπητερά, συμφορές: πού ν’ ακούσεις κι τα θ’κα μ’ τα ξιράτια!

ξιριάς, ου ρέμα χωρίς νερό.

ξιρουιάζουμι τελειώνω τη θητεία μου ως μισθωτός τσομπάνος.

ξιρουφαϊά, η φτωχό γεύμα χωρίς προσφάι.

ξισ’λόιστους, -η, -ου αυτός που δε σκέφτεται τα προβλήματά του ή δεν έχει προβλήματα.

ξισ’νιρίζουμι 1. παρακινούμαι 2. παρακινούμαι εύκολα και καβγαδίζω.

ξισακιάζου βγάζω από το σακί τα ρού­χα: τ’ Διφτέρα ξισακιάζουμι τα προικιά τ’ς νύφ’ς.

ξισαμαρώνου βγάνω το σαμάρι από το ζώο.

ξισάρ’σι ου νόχτους υποχώρησε.

ξισέρνου 1. μετακινούμαι βαθμιαία, γλιστράω. 2. τραβάω γρήγορα: στα γόνατα γουνάτισι κι του σπαθί ξισέρνει [3α, 44].

ξισιάζου κάνω ακαταστασία.

ξισιδιρώνου, βλ. ξιαρματώνου.

ξισιλλώνου βγάνω από το άλογο τη σέλα.

ξισκαλώνου (μτφ.) βγαίνω ή βγάζω από τις δυσκολίες κάποιον: το ’ δουκα κάτι παράδις κι τουν ξισκάλουσα.

ξισκιλισμένους, -η, -ου αυτός που του έχει φύγει το σκιέλ’σμα, (βλ. λ.) [16, 55].

ξίσκιουτους, -η, -ου αυτός που δεν έχει ίσκιο (βλ. λ.), άχαρος [17, 334].

ξίσκιπους, -η, -ου ξεσκέπαστος.

ξισκιώνου ασχημίζω, απαξιώνω: ξισκιώσαν τα λημέρια μας, μας άδειασαν τουν τόπου [21β, 169].

ξισμιτίζου ξεδιαλέγω το κοπάδι από τα σκάρτα σφαχτά.

ξισπραδιάζου 1. ξασπρίζω, λευκαίνω. 2. ξεθωριάζω [26, 106].

ξισταλίζου βγάνω τα πρόβατα από το στάλο [26, 55].

ξιστανίζου, βλ. ξιπρουβατιάζου.

ξισταυρώνου 1. ξεθάβω μετά από χρόνια το νεκρό και συλλέγω τα οστά του. 2. -ουμι (μτφ.) ξεθεώνομαι στη δουλειά [20, 38].

ξιστιριά, η ξαστεριά.

ξιστιρώνει γίνεται αίθριος ο ουρανός.

ξιστουρνίζου κόβω τον κατήφορο τρεχάλα: ο Γκαβογιάννης κρατούσε τα γκέμια. « Σκιάζουμι, πιδί μ’, μην ξιστουρνίσ’ τουν κατήφουρου κι σι τσακίσ’» [22, 65].

ξιστρίβου 1. σκαρίζω τα πρόβατα, διαλύω το στάλο, (βλ. λ.). 2. –ουμι βγαίνει ο οφαλός μου [24β, 161].

ξιστρουΐσμένου, του μαλλί διπλολαναρισμένο με μήκος 20-30 εκ. με το οποίο φτιάχνουμε γιορτινές φορεσιές [4, τ. 4ο, 16].

ξισυρτά, τα πρόβατα που μαρκαλιώνται (ζευγαρώνουν) ένα-ένα κι όχι πολλά την ίδια μέρα.

ξισυρτός, -ή, -ό σέρνεται εύκολα.

ξιτάζου 1. ερευνώ, θέλω να μάθω, παρατηρώ: κι τη Στρουμπούλου ξέταζι, χίλια φλουριά της έταζι. 2. πιστεύω σε κάτι και είναι κακό να το παραβιάσω: η νύφη κρέας απ’ τα σφαχτά δεν επετρέπετο να φάει, γιατί το ξέταζαν οι Σαρακατσιαναίοι. «Τρώει απ’ του σόι τ’ γαμπρού» [4, έτος 7ο, 41]. Οι Σαρακατσιαναίοι ΄ν Τρίτη δεν κίναγαν για τα β’νά, του ξέταζαν. 3. θέλω να μάθω τα μελλούμενα: οι Σαρακατσιαναίοι, όταν σφάζουν το αρνί, ξιτάζουν ’ν πλάτη.

ξιτλάου ξετυλίγω.

ξιτμάου εκτιμώ, μετράω, υπολογίζω την αξία κάποιου: τ’ς ξιτίμ’σαν σαν σόι κι συμπιθέριψαν.

ξιτουπίζου απομακρύνω, διώχνω από τον τόπο του κάποιον ή κάτι.

ξιτρυπώνου φανερώνομαι.

ξιτσαν’σμένους, -η, -ου, βλ. ξιτσανίζου.

ξιτσανίζου ξεπερνάω με τη συμπεριφορά μου τα επιτρεπόμενα όρια, φέρομαι απείθαρχα [12α, 121]: η κουπέλα τ’ Γκόγκου ξιτσάν’σι.

ξιτσουλιάζου βγάνω το τσιόλι (σκέπασμα) από το σαμάρι του ζώου.

ξιφανιρώνου 1. αποκαλύπτω. 2. –ουμι εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι και μάλλον απροσδόκητα: κι στου καλό του γύρισμα στου τρίχινου γιουφύρι, στοιχειό ξιφανιρώθηκι διξιά μιριά απ’ τη στράτα [15α, 272].

ξιφαρμακώνουμι (μτφ.) ικανοποιώ μια βιολογική ή ψυχική μου ανάγκη, έστω και με τον ελάχιστο τρόπο. π.χ. έχω έντονη επιθυμία για γλυκό και τρώω μια καραμέλα ή λίγες σταφίδες: από χαρτιά, μαντίλια, ακόμα και καραμέλες κράταγε πάντα εκεί μέσα για να «ξεφαρμακώνεται» και να φιλεύει και τα μικρά παιδιά [22, 79].

ξιφασκιώνου λύνω τις φασκιές (βλ. λ). του μωρού.

ξιφόριμα, του βγάλσιμο των ρούχων, γδύσιμο.

ξιφουβίζου δε φοβάμαι πλέον, έχω διώξει το φόβο μου, έχω ξεπεράσει τον κίνδυνο: όντα κόντιψα στ’ στάνη, ξιφόβ’σα.

ξιφουρτώνει η κότα η κότα ανοίγει τα φτερά της προς τα πλάγια (πρόληψη που φανερώνει επίσκεψη στο κονάκι).

ξιφουρτώνου κατεβάζω το φόρτωμα από το ζώο.

ξιφτέρα, η έξυπνη.

ξιφτέρι, του 1. είδος από γεράκι, κιρκινέζι: χρυσός πιτρίτης θα γινού κι ιένα καλό ξιφτέρι, να πάρου την Παρασκευή, την αρριβουνιασμένη [21β, 261]. 2. (μτφ.) έξυπνος, ευφυής.

ξιφύλλι, του, βλ. ρουϊδάμι.

ξιχ’μαδιό, του τόπος που ξεχειμάζω, περνάω το χειμώνα με την οικογένειά μου και τα κοπάδια μου [26, 41].

ξιχ’μάζου πηγαίνω στα χειμαδιά μαζί με τα κοπάδια μου και περνάω το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω.

ξιχ’νουπουριάζου περνάω το φθινόπωρο.

ξιχ’νουπουριό, του αντίθετο από τη λέξη ξιαν’ξιό [26, 141].

ξιχάνου ξεχνώ.

ξιχαράζει χαράζει για τα καλά: ξιχάραξι η ανατουλή κι ιξέφιξι κι η δύση.

ξιχάσουν, να ξιχάσουν τα πιδιά να παίξουν.

ξίχιουνου, του σε χιονισμένο τοπίο μέρος που δεν έχει χιόνι.

ξιχουρισμός, ου χωρισμός: δεν κλαίν’ τα δόλια για σκλαβιά που είνι σκλαβουμένα, μόν’ κλαίν’ για τουν ξιχουρισμό, που θα τα ξιχουρίσουν.

ξιχρέουτους, -η, -ου αυτός που δε χρωστάει χρήματα σε κανέναν, αυτός που δεν έχει χρέη.

ξίψουμα (επίρρ.) χωρίς ψωμί. Ο τσομπάνος ρογιάζεται με ψωμί αλλά και ξίψουμα [12α, 121].

ξ’λένιους, -α, -ου ξύλινος.

ξιχ’μουνιάζου περνάω το χειμώνα.

ξόανου, του τιποτένιος, «κούτσουρο».

ξόβιργα, τα παγίδα για πουλιά που τη φτάχνουμε από το παρασιτικο φυτό ιξός [12α, 121].

ξόλτους, ου απόβλητος, εξόριστος, έρημος, μοναχός: ουρέ είνι ξόλτους κι πήρι τα β’να κι τα ρμάνια [25β, 163].

ξόμπλια, τα σχέδια, κεντίδια.

ξόρκια, τα εξορκισμοί.

ξουδιάζου ξοδεύω: θέλ’ να ξουδιάσου χρήματα, θέλ’ να ξουδιάσου γρόσια [3α, 105].

ξουδιάρ’ς, ου σπάταλος.

ξουθιές, οι καλά εξωτικά, νεράιδες [26, 162].

ξουμάν’κα, τα ένα είδος από επένδυση στα μανίκια της αντρικής φορεσιάς.

ξουμάντρι, του περιφραγμένος χώρος σε συνέχεια του μαντριού χωρίς σκεπή.

ξουμουλουητήρα, η μέσο που χρησιμοποιεί ο ιερέας για να εξομολογεί.

ξουμπλιάζου 1. διακοσμώ με σχέδια ένα κέντημα: ν-η μια ξουμπλιάζει τουν αϊτό κι η άλλη τουν πιτρίτη [24, 47] . 2. (μτφ.) κουτσομπολεύω.

ξουμπλιαστό, του είδος κεντήματος.

ξουπίσου (επίρρ.) από πίσω, πιο πίσω.

ξούρας, ου ξεκούτης γέροντας [12α, 74].

ξουρέξια, τα ανόρεχτες πράξεις, πράξεις που γίνονται με το στανιό.

ξουτ’κά, τα εξωτικά, φαντάσματα.

ξτούρι, του τμήμα από το κοπάδι, φτερό.

ξυθάλλι, του [25α, 66], βλ. ξιθάλι.

ξυθέλνου συγυρίζω τη φωτιά να μην καπνίζει, ανακατώνω τα κάρβουνα [25β, 164].

ξυλ’κά, τα ξύλα, κλαδιά.

ξυλουκιέρατα, τα χαρούπια.

ξυλουπίνακου, του, βλ. κλειδουπίνακου.

ξυλουσουιά, η είδος μικρού μαχαιριού της τσέπης που έχει ξύλινη χερολαβή [26, 148].

ξυλουχούλιαρα, τα ξύλινα κουτάλια (από πυξάρι ή από άλλο είδος ξύλου) [26, 449].

ξυμμουτόχ (επίρρ.) επί τούτο, επίτηδες: ταχιά, θα πάου ξυμμουτόχ στου παζάρι, για ν’ αγουράσου γκδούνια για τα πρότα.

ξυμμουτόχι 1. η συμμετοχή επί σκοπώ, επί τούτο, επίτηδες 2. η συνευθύνη σε επίθεση: το ’χι ξυμμουτόχι ου Γιάννους κι δι μου ’πι, πως ήρθαν οι αρπαγάδις [25β, 164].

ξυμπουκιέρι, του [1,115], βλ. ξιγκουκιέρι

ξυστάου κοσκινίζω το αλεύρι [25α, 155].

ξύστρα, η σύνεργο για να αναποδογυρίζουμε την κουλούρα ή τα κομμάτια από την πίτα (μονοκόμματο σίδερο που καταλήγει σε ορθογώνιο σχήμα) [26, 287].

ξυστρούλας, ου αυτός που μαζεύει ό,τι βρει [25β, 165].

ξώγραμμα, του (πιθ.) σύσταση από το γράμμα: ν-απόξου λέει του ξώγραμμα κι μέσα λέει του γράμμα.

ξώδιρμα (επίρρ.) επιδερμικά: το ’να τουν πήρι ξώδιρμα, του δεύτιρου στου χέρι [3α, 61].

ξώπιτσα (επίρρ.) επιδερμικά [17, 335].


ό,τι (επίρρ. ή χρονικός σύνδ.) μόλις: ό,τι έκατσα να φάου, μ’ έπιασι η βρουχή.

όβουλα, τα χρήματα.

όθι (επίρρ.) όπου: ξιένους ιδώ, ξιένους ικεί κι όθι να πάου ξιένους.

ομουρφουκαλλιαστά, τα ομορφοταιριασμένα.

ομουρφουφριντζουμένα ρούχα που είναι διακοσμημένα όμορφα με φρέντζες.

όμπυουτου, του πύον [22, 76].

όμπυου, του πύον.

όντα (σύνδ.) όταν: σαν τη γυναίκα την καλή όπου τιμάει τουν άντρα, οντά ’ρχιτι να σ’κώνιτι κι όντας κινάει να κλαίει [21β, 277].

όντας, βλ. όντα.

οξαπουδώ, ου (μτφ.) σατανάς, διάβολος.

οξιουτόπι, του μέρος γεμάτο με οξιές.

όρατου, του γυμνό βουνό [27, 417].

όρνια, τα αρπαχτικά πουλιά.

Όρσι, χαιρ.40

όστρια, η συννεφιασμένη ζεστή ατμόσφαιρα.

ότ’νους (αντ.) όποιου.

ότουπου λέξη συνθηματική· λέγεται μεταξύ δυο ατόμων

ουβίρα, η τρύπα (γούρνα) που έχει σκαφτεί από τα νερά ενός χειμάρρου ή ενός ποταμού, είναι γεμάτη νερό και βρίσκεται μέσα στην κοίτη του [27, 418].

ουβουρός, ου 1. ακάλυπτος περίβολος που κοιμούνται τα άλογα τη νύχτα [27, 364]. 2. (μτφ.) πολύ λασπωμένο μαντρί [20, 37]: βρέχει, βρέχει κι γίν’κι ουβουρός του ρ’μάδι.

Ουβραίοι, οι Εβραίοι.

ουγδουήντα ογδόντα.

ούδι δώ σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που είμαστε αυτή τη στιγμή [12β, 156].

ούδι κεί σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο [12β, 156].

ούηδι (σύνδ.) ούτε: ν-ούηδι η μισούλα μι πουνεί ν-ούηδι καμάρι το ’χου, μόν’ το ’χει του λιγνό μ’ κουρμί βέργα καμαρουμένου.

ούι επιφώνημα απορίας, έκπληξης, προσφώνησης, επίκλησης.

ουιδέ μήτε, ούτε.

ουϊδίζου είμαι ίδιον με κάποιον άλλον, μοιάζω πολύ με κάποιον: ουϊδίζεις τουν παππούλ’ σ’.

ουκά, η οκά, μονάδα μέτρησης βάρους (1280 γραμμ.).

ουκνός, -ή, -ό 1. βραδυκίνητος. 2. (μτφ.) βραδύνους.

-ουλ’ς παραγωγικό επίθημα που το χρησιμοποιούν τα αρσενικά ουσιαστικά για να σχηματίζουν υποκοριστικά: αδιρφούλ’ς, καμπούλ’ς, καφούλ’ς, γαμούλ’ς, τρουβούλ’ς, κ.ά.

-ούλα παραγωγικό επίθημα που το χρησιμοποιούν τα θηλυκά ουσιαστικά για να σχηματίζουν υποκοριστικά: αδιρφούλα, κουπιλούλα, πρατ’­νούλα, γ’δούλα, καλ’βούλα, κ. ά.

ουλνούς όλους

ουλόβουλους, -η, -ου ολόκληρος, από την κορφή μέχρι τον πάτο.

ουλόγυρου ολόγυρα [27, 417].

ουλόριμα (επίρρ.) όλο ρέμα-ρέμα.

ουλότιλα (επίρρ.) εντελώς, καθ’ ολοκληρίαν.

ουλουγυρίζου τριγυρίζου, γυρίζω γύρω από το ίδιο μέρος.

ουλουένα (επίρρ.) συνέχεια, διαρκώς.

ουλούθι (επίρρ.) παντού, από όλα τα μέρη, ολόγυρα: χίλιοι καλοί ουλούθι στρέουντι [4, έτος 24ο , 56].

ούλους, -η, -ου όλος: τουν χαίριτι η μανούλα του, μι γεια του μι γεια του, μι γεια του μι χαρά του, χαίριτι ου κόσμους ούλους [3α, 140].

ουλουτρόυρα (επίρρ.) ολοτρόγυρα.

ουμουλουιά, η ομολογία: στην άκρη στου μαντίλι, γράφει ν-ουμουλουιά: θέλεις, κόρη μ’, παντρέψου, θέλεις καλουγριά [21β, 331].

ουμπλές, οι ίχνη από τις οπλές των ζώων.

ουμπυάζου μαζεύω πύον.

ουμώνου ορκίζομαι: ν-ιγώ στουν ήλιου ν-όμουσα κι στου φιγγάρι ουρκίσκα.

ουντζιάκι, του φάρα, σόι, ομάδα από καλύβια.

ουντζιακλής, -τ’σσα αυτός ή αυτή που ανήκει στο ουντζιάκι, (βλ. λ.) [27, 417].

-ούρα παραγωγικό επίθημα που το χρησιμοποιούμε στα ουσιαστικά για να δημιουργήσουμε μεγεθυντικά: λιβιντούρα, κιχαϊούρα, κουπαδούρα, γ’δούρα, ξινούρα.

ουργανώνουμι οργανώνομαι, ανασυγκροτούμαι, ετοιμάζομαι: οι κλέφτις ουργανώ­νουνταν.

ουργή, η καταστροφή που στέλνει ο Θεός, κατάρα [25β, 166]: ουργή φέτου, δε θα μείνει ούηδι πουδάρι!

ουργισμένου, του καταραμένο από το Θεό. 2. (μτφ.) ζουλάπι.

ούρδα, η γαλακτοκομικό προϊόν (είδος από τυρί) που παράγεται πό το τυρόγαλο, αφού πρώτα του αφαιρέσουμε το βούτυρο [27, 377].

ουρή τη λέξη αυτή, αντί για το όνομά της, χρησιμοποιεί ο άντρας για να καλέσει τη γυναίκα του ή να την προσφωνήσει: τι λες ουρή, θα πάμι ταχιά για λούρια;

ουρθός, -ή, -ό (μτφ.) χαζός: αφήτι τουν αυτόν, είνι ουρθός.

ουρθουκιέρ’κου, του ζώο που έχει ορθά τα κέρατα.

ουρθουκιέρα, η γίδα με ορθά κέρατα, με τα κέρατα προς τα πάνω.

ουρθώνουμι (μτφ.) ευτυχώ, ακμάζω.

ουριά, η οργιά, μονάδα μέτρησης μήκους (το μήκος που έχουν οι δυο βραχίονες, όταν απλώνονται οριζόντια) και κυρίως μέτρησης του βάθους του νερού που ισοδυναμεί με 1,83 μ.

ουρίζου ορίζω, εξουσιάζω.

ουριό, του ρίγος, σύγκρυο: ρίξι μ’ νια βιλέντζα, γιατί μ’ έπιασι ουριό.

ουρισμός, ου εντολή ή διαταγή [4, έτος 7ο, 42].

ουρκιόμι ορκίζομαι.

ουρλιόμι ουρλιάζω.

ουρλό, του μελάτο αβγό [12β, 157].

ουρμήνεια, η συμβουλή, νουθεσία.

ουρμηνειά, η συμβουλή, νουθεσία: σαράντα παλληκάρια πάν’ για την κλιψιά, κάναν γιέρου δεν έχουν για την ουρμηνειά [15α, 197].

ουρμηνεύου συμβουλεύω, νουθετώ.

ουρμώνου κατευθύνω, οδηγώ: όρμουσι τ’ άλουγα τουν ανήφουρου.

ουρσούζης, -α γρουσούζης, γρουσού­ζα

ουρσουζλαμάς, ου γρουσούζης.

ουρφανουκόριτσου, του το ορφανό κορίτσι.

ούσια, τα μάτια [20, 340].

ουτλάκι, του, βλ. τλάκι [20, 163].

ουχτιάζου προκαλώ χτικιό. ουχτιάζου τα πρότα τα βόσκω στις όχθες από το λιβάδι για καλύτερη βοσκή.

ουχτρεύουμι φέρομαι εχθρικά.

ουχτρός, ου εχθρός [3α, 191].

ουχτρουπάθεια, η εχθροπάθεια.

ουψιάζει παίρνει χρώμα, παίρνει πέτσα.

όφιους, ου φίδι: βάνουν τουν όφιου άλουγου κι τουν αστρίτη σέλα κι αυτήν την παρδαλή ουχιά τη βάνουνι καπίστρι [24, 26].

όφκιρους, -η, -ου ο εύκαιρος [17, 335].

όχληση, η ενόχληση.

όχτικας, ου 1. χτικιό, φθίση. 2. (μτφ.) βάσανο: του αυζουνικό είνι όχτικας κι ουχτιάζει τα παλληκάρια κι χτίκιασι ιένας λουχαγός κι ιένας πιριλουχίας[15α, 184].

οψ’μάδι, του όψιμο [17, 335].

οψιουχαλασμένους, -η, -ου έχει την όψη του χαλασμένη, έχασε το χρώμα στο πρόσωπό του από αρρώστια ή από φόβο, κιτρίνισε το πρόσωπό του:γυρίζει πίσου αδειανός κι ό­ψιου­χαλασμένους [18, 201].

όψιτι, να όψιτι κατάρα που σημαίνει να καταδικαστεί, να δει ο Θεός το κακό που έκανε και να το βρει από αυτόν [12α, 124].


π’λακίδα, η χρονιάρα κότα [26, 43].

π’λάλ’μα, του γρήγορο τρέξιμο [12α, 131].

π’λαλ’τό, του γρήγορο τρέξιμο [12β, 162].

π’λαλ’τούρα γρήγορο τρέξιμο [12β, 162].

π’λαλή, η γρήγορο περπάτημα, τρεχάλα: του πουλύ-πουλύ να πάου νια πλαλή στου Καρπινήσι κι να γυρίσου [20, 224].

π’λαλού τρέχω, τρέχω ρήγορα [12α, 131], περιπλανιέμαι.

π’λαρ’κά, τα πουλάρια.

π’λαρίνα, η θηλυκό πουλάρι.

π’λίου πουλάω.

π’σουκιέρ’κου, του ζώο που έχει τα κέρατά του γυρισμένα προς τα πίσω.

π’στάρι, του, βλ. π’στιά.

π’στιά, η εξάρτημα του σαμαριού (μάλλινη ή δερμάτινη λουρίδα) που το κρατάει σταθερό στη θέση του [12α, 135].

π’τιά, η τυρομαγιά φυσική [26, 111].

π’τιουλόους, ου μικρό δοχείο όπου βάνουμε τις πυτιές [26, 111].

π’χός, ου σκόνη [27, 423].

πααίνου πηγαίνω.

παγάδα, η παγετώδης ψύχρα του βουνού με ηρεμία καιρού [25β, 168].

παγαδούτσ’κα (επίρρ.) (πιθ.) με «κρύ­α» καρδιά, με λόγια που δείχνουν ψυχρότητα, με λόγια που δε δείχνουν ικανοποίηση: κι η μάνα του σιγά και παγαδούτσικα μουρμούρισε:«καλός ήταν η αρφανός, ανά (αλλά) τι πήρι» [22, 138].

παγάνα, η ψάξιμο, ανίχνευση.

παγανά, τα καλικάντζαροι [26, 169].

παγανιά, η ένοπλο απόσπασμα που ψάχνει για κλέφτες ή για ληστές: για τρούχα του σπαθάκι σου κι πάρι μ’ του κιφάλι, να μην του πάρει ν-η παγανιά κι οι παλιουαρβανίτις [18, 201].

παγανός, ου καλικάντζαρος [23α, τ. 3, 12].

πάγια, τα πάγοι.

παγουκρουσταλλιασμένους, -η, -ου καταπαγωμένος, αυτός που είναι γεμάτος πάγους που θα κάνουν πολύ καιρό για να λιώσουν: πείσμουσα την έδειρα σταϊ βουνά την έστειλα, σταϊ βουνά τα χιουνισμένα, τα παγουκρουσταλλιασμένα [3α, 191].

πάει πηγαιμός: να το ’χου ν-ου μαύρους γύρισμα στου πάει κι στου έλα [3α, 48].

παζαρεύου, βλ. παζαριάζου.

παζαριάζου διαπραγματεύομαι την τιμή ενός εμπορεύματος ή τους όρους μιας συμφωνίας: ν-αφέντη μου, μη μι πουλάς κι μη μι παζαριάζεις [7α, 51].

παζαριώτις, οι άνθρωποι που πάνε στο παζάρι ή γυρίζουν απ’ αυτό [3α,192].

πάημα, του πηγαιμός: για τρεις μιρούλις πάημα, του πήρι για νια νύχτα κι πάει κι τουν ήφιρι πιζοί, καβαλαραίοι [21β, 165].

πάθια, τα παθήματα, βάσανα, αρρώστιες: μι γιέρασαν τα βάσανα της φυλακής τα πάθια.

παθός μαθός αυτός που μαθαίνει, διδάσκεται από το πάθημά του [12β, 158].

παΐδια, τα πλευρά του σώματος.

παΐδις, οι πλαϊνές σανίδες από το σαμάρι.

παίνια, η έπαινος, έπαινος στον εαυτό μου [12β, 159].

παίρου αίμα σε άρρωστο ζώο με το σουγιά τρυπάω τη φλέβα πάνω στο κεφάλι κι ανάμεσα από τα μάτια. Η αφαίμαξη αυτή πολλές φορές γιατρεύει το ζώο [17, 310].

παίρου παίρνω: χέρια μη πάρουν, τόπους δε ρ’μάζει.

παίρου στα πουδάρια, βλ. βάνου στα πουδάρια [ 3α, 31].

παίρου τραγούδι 1. αρχίζω τραγούδι [13, 111]: για πάρτι τώρα κι ιένα τραγούδι. 2. επαναλαμβάνω τους ίδιους στίχους από το τραγούδι: πάρ’τι του τώρα κι ’σεις γ’ναίκις.

παλ’κάρια, τα 1. εξαρτήματα του αργαλειού, ξύλινα ραβδιά για να στερεώνουν το χτένι. 2. [1, 119], βλ. μπ’χτάρια.

πάλα, η ξιφίδιο [27, 419].

παλαβάδα, η παλαβομάρα.

παλαβόχαζους, -η, -ου αυτός που κάνει παλαβομάρες και τον θεωρούμε χαζό [22, 154].

παλαβώνου τρελαίνω, τρελαίνομαι.

παλαίστρα, η (μτφ.) δουλειά που γίνεται με άγχος, που φέρνει ακαταστασία, φασαρία, ταραχή, που γίνεται με μάλωμα: σήμιρα είχα ούλη τ’ μέρα παλαίστρα μι τα στέρφα.

παλαμαριά, η χειρολαβή [25β, 169].

παλαμάρια, τα, βλ. ίγγλα.

παλαμίζου αλείφω με την παλάμη μου το δάπεδο από το κονάκι ή τις εσωτερικές πλευρές του με λάσπη από χώμα και αλογοκοπριά. παλαμίζου του βούτυρου το βάζω στις παλάμες μου και το στίβω για να φύγουν τα υγρά [22, 151].

παλαμουδέρου με πονούν οι πατούσες από το πολύ περπάτημα [12α, 125], τρικλίζω, βαδίζω με αστάθεια [26, 123]. –ουμι κουράζομαι υπερβολικά. παλαμουδέρουν τ’ άλουγα είναι απετάλωτα [27, 419].

παλιακός, -ή, -ό παλιός, αυτός που έρχεται από το παρελθόν.

παλιου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο β’ συνθετικό την έννοια του παλιού, του άχρηστου ή του φαύλου: παλιουζύγουρου, παλιότσιουλου, παλιουστιρφάρ’ς, παλιουκαψάλα, κ.ά.

παλιουκιρίσια (επίρρ.) του παλιού και­ρού.

παλιουκιρίσιους, -α, -ου αυτός που έχει «παλιά» μυαλά, αυτός που έχει αναχρονιστικές αντιλήψεις.

παλιουκόπρι, του μέρος που έχει παχύ χορτάρι, επειδή το έχουν τα πρόβατα μαντρί τους για αρκετό διάστημα.

πάλιουρας, ου θάμνος με αγκάθια: δεν τουν κουλλάει ν-ούηδι πάλιουρας.

παλιουρίσιους,-α, -ου προέρχεται απ’ το παλιούρι.

παλιουρκόπι, του ξύλο πάνω στο οποίο ενσφηνώνεται το κλαδευτήρι [12α, 125].

παλιουρούτι, του παλιό ρούχο, κουρελιασμένο ρούχο.

παλιουχουρίσιους, -α, -ου κάτοικος ορεινού χωριού, βουνίσιος χωριάτης.

παλουκιέρα, η γίδα που έχει τα κέρατα όρθια σαν παλούκια.

παν’γύρι, του γιορτή για να τιμήσουμε τους αγίους και συνοδεύεται από γλέντια [26, 331].

πάνα, η λίπος που σκεπάζει τα εντόσθια του ζώου κάτω από το διάφραγμα και έχει σχήμα μικρού μαντιλιού.

πανάδα, η 1. καταρράκτης των ματιών [27, 419]. 2. -ις μπαλώματα που βγάνουν οι έγκυες στο πρόσωπό τους.

πανάντι, του ξύλινος κύλινδρος που στηρίζει τα νήματα του στημονιού [4, έτος 4ο, 17].

παναούλα, η κοντή κεντητή ποδιά (πολύ όμορφη ποδιά) [25β, 170].

πανάρια, τα χοντρά εξώφυλλα από τετράδιο.

πανάφτ’κα, τα πρόβατα που έχουν πάνω από τα αφτιά τους επιμήκεις προεξοχές [23α, τ.3, 38].

πανουβράκι, του, βλ. μπουραζάνα.

πανουγόμι, του πρόσθετο και συνήθως νεκρό βάρος που βάνουμε στο φόρτωμα και γεμίζει το κενό που υπάρχει ανάμεσα στις δυο μεριές του [12α, 126]: πέντι απού ’δω, πέντι απού ’κει κι είκουσι πανουγόμι [3α, 117].

πανουπόδι, του φιγούρα (ένα ψαλιδάκι προς τα πίσω) στο χορό στα τρία.

πανουσάμαρα (επίρρ.) επάνω στο σαμάρι και ανάμεσα από τις δυο μεριές.

παντ’χαίνου 1. προσδοκώ, ελπίζω 2. περιμένω κάποιον από κάπου: ποια μάνα ν-έχει δυο πιδιά στουν πόλιμου σταλμένα, πες της να μην τα καρτιρεί, να μην τα παντυχαίνει [21β, 74].

παντάκαλους, -η, -ου πολύ καλός.

παντάξινους, -η, -ου τελείως άγνωστος: κι ήρθαν ξένοι παντάξινοι, μάνα μ’, κι μας την πήραν.

πανταχούσα, η εγκύκλιος διαταγή που αφορά πολλούς τους οποίους και υποχρεώνει να την εφαρμόσουν [12β, 159].

πάντις, οι είδος στρωσιδιού που το βάνουμε γύρω-γύρω στο κονάκι για να «κόβει» το κρύο, αλλά και να ομορφαίνει το κονάκι.

πάντοια, η ανήθικη, κάθε μια της σειράς, ανυπόληπτη [25α, 203].

παντρόξ’λα, τα ξύλα από αρσενικό δέντρο και ξύλα από θηλυκό που τα βάνουμε μαζί στη φωτιά (τα ζευγαρώνουμε).

πανώγραμμα, του σύσταση στο γράμμα.

παπαδίτσα, η χαμομήλι.

παπαδουπούλα, η παπαδοκόρη.

παπαρδέλας, ου φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς [25β, 171].

παπαρδέλις, οι ποπκόρν.

πάππα, του ψωμί (για τα μικρά παιδιά) [26, 317].

παππάρα, η ψωμί τριμμένο σε ζεστό νερό με τυρί και βούτυρο.

παππούλ’ς, ου παππούς. του κηρί τ’ παππούλ’ς βρισιά του άντρα προς τη γυναίκα του.

πάππους, ου παππούς.

πάρα (επίρρ.) πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο δυνθετικό την έννοια του πολύ: παράμουρφους (πολύ όμορφος), παραγιέρουντας (πολύ γέροντας), παρανιά, παράψηλα, παραμικρός, παραπλουμισμένους, παραπινιμένους, παραγιουμάτους, παράλυπα.

παραβάνου κάνω κάτι με περισσό ζήλο, βάνω περισσότερη προσπάθεια: κι τα σκυλιά παράβανις κι τα λαγουνικά σου [3α, 181].

παραβγαίνου συναγωνίζομαι, αναμετρούμαι.

παραβουλιάζου βόσκω το κοπάδι σε απαγορευμένο τόπο, προσέχω να μη βοσκήσουν στον απαγορευμένο τόπο και βόσκω το χορτάρι που είναι γύρω-γύρω απ’ αυτόν.

παραγγέλλου στέλνω μήνυμα: παρήγγειλα μι τα πουλιά κι μι τα χιλιδόνια.

παραγκουμιάζου βγάζω παρατσούκλια.

παραγκώμι, του το παρατσούκλι.

παραγούνι, του, βλ. βάτρα.

παραδέ προπαντός.

παραδέρου ταλαιπωρούμαι, βασανίζομα, περιπλανιέμαιι: ν-ούλουν τουν κόσμου γκιζιρού, κόρη μ’, του ντέρτι σου τραβού, γιε μ’, κι ούλα τα παραδέρου, τον καημό σ’ δεν υπουφέρου.

παραδιαλέου επιλέγω με αυστηρά κριτήρια, είμαι εκλεκτικός στις επιλογές μου: παραδιάλιγι κι αυτήν κι σαραντάρ΄σι ανύπαντρη.

παραδίνου βρίζω, βρίζω τα θεία: τι παραδίν’ς, ουρέ παλιόπιδου;

παραδίπλα ακριβώς δίπλα [25α, 150].

παράδις, οι χρήματα: μ’κρή είναι και η λίρα, αλλά κάνει πολλούς παράδις [3β, 28].

παραδουσάκ’λα, η σακούλα για τα χρήματα, πορτοφόλι.

παραδώθι πιο κοντά.

παρακάλ’βα, η, βλ. κοιλάρα.

παρακάλια, τα παρακαλετά.

παρακαλιώμι παρακαλώ, ικετεύω: θέλου να βρου κειον π’ αϊγαπού στη βρύση να γιουμίζει. Καθώς σα παρακαλιώμουνα, έτσι πήγα και την ήβρα [21 β, 21].

παρακατιανός, -ή, -ό κατώτερος.

παρακατούλια (επίρρ.) λίγο παρακάτω.

παρακείθι πιο πέρα από εκεί που είσαι [25β, 172].

παράκιρα (επίρρ.) παράκαιρα, σε ακατάλληλο χρόνο, νωρίτερα από την ώρα που έπρεπε: γιέρασα παράκιρα.

παρακιχαϊάς, ου βοηθός του κεχαγιά [21α, τ. 162]

παρακουντά (επίρρ.) 1. παραπίσω, πίσω από κάποιον άλλον. 2. μετά από λίγο, έπειτα, ύστερα: ήρθι παρακουντά κι ου Γιαννέλ’ς.

παρακούου ακούω εσφαλμένα.

παράκυπρους, ου μικρό κυπρί μέσα στο κοίλωμα από το μεγάλο κυπρί [26, 120].

παραλλάμματα, τα (πιθ.) (μτφ.) «ανθρωπάκια», προβληματικοί, χαμένοι, τιποτένιοι: Θιός έκαμι κόσμου, έκαμι κι παραλλάμματα [4, έτος 23ο, 48].

παραμάνα, η τροφός, νταντά: κι έπιασι ξιένις αδιρφές κι ξένις παραμάνις για να του πλένουν τα σκουτιά, τα έρημα τα ρούχα.

παραμάντρι, του βοηθητικό μαντρί δίπλα στο κυρίως μαντρί [12β, 159].

παραμία, η παροιμία.

παράμιρα (επίρρ.) απόκεντρα, απόμερα.

παραμιράου τραβιέμαι στην μπάντα, κάνω τόπο.

παραμπάτζια, τα το καλοκαίρι, που τα κοπάδια απομακρύνονται για βοσκή πολύ από το χώρο της στάνης, για να εξυπηρετήσουμε τις ανάγκες μας (π.χ. να συγκεντρώνουμε το γάλα), φκιάχνουμε κάποιες μικροεγκαταστάσεις (παραμπάτζια) σε ένα μέρος πιο μακριά από τη στάνη.

παραμπουρού, δεν παραμπουρού είμαι λίγο αδιάθετος: σήμιρα είμι καλά, χτες δεν παραμπόρ’γα.

παραμπρουστά (επίρρ.) λίγο πιο μπροστά.

παραξουφάν’κι μου φάνηκε παράξενο: μ’ παραξουφάν’κι που ’παν ότι δε θα βγούμι στα β΄νά φέτου.

παράουρα 1. πριν της ώρας, γρήγορα. 2. πολύ πρωί. 3. πολύ αργά, μετά τα μεσάνυχτα, σε ώρα προχωρημένης νύχτας.

παραουρίζου ξεπερνάω τα χρονικά όρια που έχω στη διάθεσή μου και αργοπορώ, νυχτώνω: σ’κουθείτι γλήγουρα, παραώρ’σαμαν.

παραπαίρου αποπαίρνω, μαλώνω: μη μι μαλώνεις, μάνα μου, κι μη μι παραπαίρεις [3α, 146].

παραπανούλια (επίρρ.) λίγο παραπάνω.

παραπέφτουν τα χαρτιά χάνονται: μι δίκασαν στη φυλακή να κάτσου τριάντα μέρις κι παραπέσαν τα χαρτιά κι έκατσα τριάντα χρόνια.

παραπιρούλια λίγο πιο πέρα.

παραπίσου πιο πίσω.

παραπόλη, η σαν πόλη (μτφ. αγορά πολλών πραγμάτων): άνοιξα την παραπόλη κι έβγαλα χρυσό ζουνάρι [15α, 264].

παραπόρτι, του, βλ. παραπουρτούλα.

παραπουρτούλα, η μια μικρή πόρτα δίπλα στην κύρια είσοδο ή μικρή πόρτα σε άλλο μέρος του σπιτιού: πίσου απού την πόρτα σου κι απ’ την παραπουρτούλα έστησα κρασουπουλιό, κρασί, ρακί να π’λήσου [15α, 149].

παραπρουψές (επίρρ.) τρία βράδια νωρίτερα.

παραραδιάζου παίρνω τη σειρά κάποιου άλλου.

παρασάνταλου, του 1. ο άνθρωπος με παραμορφώσεις στο σώμα του, δύσμορφος, αφύσικος [27, 420]: άνθρουπου του λες αυτόν; Αυτός είνι παρασάνταλου. 2. χαμένος, τιποτένιος [12α, 126]..

παρασήμαδα, τα ξένα πρόβατα στα οποία φκιάχνω δικό μου σημάδι (ψεύτικο) για να τα οικειοποιηθώ [17, 169].

παρασκαλίζου παθαίνω διάστρεμμα.

παρασόλ’σμα η ενέργεια του παρασουλίζου.

παρασουλίζου 1. ξεπερνάω τα ηθικά ορια και εκτίθεμαι [25β, 174]. 2. βγαίνω έξω από τα «νερά» μου, ταλαιπωρούμαι, μπερδεύομαι: νια βδουμάδα γάμους, παρασώλ΄σαμαν απ’ του πιουτί κι απ’ του ξινύχτι.

παρασουμιασμένους, -η, -ου 1. παραμορφωμένος. 2. υπέρβαρος, πολύ παχύς [25β, 174].

παραστιά, η [22, 166], βλ. βάτρα.

παραταριά (επίρρ.) σβάρνα, παγάνα: ου ντραγάτ’ς πήρι παραταριά τα κουνάκια κι σι κάθι κουνάκι έτρουγι κι νια λίμπα ξ’νόγαλου.

παραταχιά (επίρρ.) μεθαύριο.

παρατουρού παίρνω τους δρόμους και φεύγω σαν τρελός, τρελαίνομαι, χάμω το δρόμο μου, αλλού θέλω να πάω και αλλού βρίσκομαι [12β, 159].

παρατσουκλιάζου βγάζω παρατσούκλια.

παρατσουλίζου, βλ. παρασουλίζου [20, 340].

παρδαλαίνου γίνομαι παρδαλός, ποικολόχρωμος.

παρδαλή, η (μτφ.) πόρνη.

παρδαλός, -ή, -ό ποικιλόχρωμος: τουν χαίριτι παρδαλό κ’τάβι.

παρδαλουκόκκινη, -ου γίδα με κόκκινα και άσπρα μαλλιά κατά τόπους ακανόνιστου σχήματος. Αρσενικό γίδι με κόκκινα και άσπρα μαλλιά κατά τόπους ακανόνιστου σχήματος [23α, τ. 4ο, 25].

παρέδου (επίρρ.) πιο εδώ από εκεί που είσαι.

παρέκει πέρα σι κείνου τουϊ βουνό κι στ’ άλλου του παρέκει [24, 41], βλ. παρέκεια.

παρέκεια (επίρρ.) παραπέρα.

παρηγουριά, η πίτα που φτιάχνουμε στα κονάκια μετά από κηδεία [26, 325].

παρθινεύου, τι σι παρθινεύει τι σε νοιάζει [27, 420].

πάρθινου κουράσι παρθένα κόρη.

παριδούλια (επίρρ.) λίγο πιο εδώ.

παρμάρα, η αρρώστια στα πρόβατα (μελιταίος πυρετός, κουτσαμάρα) [17, 335].

παρμένα πρότα, τα πρόβατα που έχουν επιδημική αγαλαξία.

παρόξου (επίρρ.) παραέξω.

πάρπαλου, του χιλιοτρυπημένο.

παρπαρία, η ατυχία, αναποδιά: ουρέ, τι παρπαρία ήταν αύτήν σήμιρα, μ’ τσακίσ’καν τρεις πρατίνις!

πάρσ’μου, του λαβείν, έσοδα της στάνης.

παρσίδια, τα εισοδήματα. [17, 161].

πασαένας, ου οποιοσδήποτε, τυχαίος [25β, 175].

πασκίζου προσπαθώ,αγωνίζομαι.

πασπάλι, του μικρή ποσότητα υλικού που μόλις φτάνει να καλύψει μια επιφάνεια ελαφρά.

πασπαλίζου ρίχνω πασπάλι, (βλ. λ.).

πασπαλώνου, βλ. πασπαλίζω.

πασπατίζου [12α, 126], βλ. πασπαλίζου.

πασταλάκια, τα φασουλάκια [13, 24].

παστάλις, οι φασουλάκια [20, 241].

πάστρα, η καθαριότητα.

παστραβέλα ολωσδιόλου, τελειωμένα.

παστρικές γκβέντις (μτφ.) ξεκαθαρισμένες, ντόμπρες.

παστρικό λ’βάδι λιβάδι που δε βοσκήθηκε.

παστρικός, -ή, -ό καθαρός.

πάτ’σι ου λύκους, πάτησε ο λύκος. Οι Σαρακατσιαναίοι λένε ότι, όταν ο λύκος πατάει το ζώο, αυτό δεν έχει ζωή.

παταγουδιασμένους, -η, -ου πολύ κρύος, παγωμένος.

πατάκις, οι πατάτες.

πατακώνου βουλιάζω,πατώνω.

παταλιά (επίρρ.), βλ. παραταριά.

πατάου 1. κυριεύω [3α, 41]. 2. δεν κρατάω το λόγο μου.

πατατούκα, η μάλλινο αγέννωτο σακάκι στην αντρική φορεσιά [20, 246].

πατέλλους, ου 1. κοπάδι με αδύνατα ζώα, με άχρηστα. 2. μικρό χώρισμα (μαντράκι) μέσα στη στρούγκα ή απόξω απ’ αυτήν για να βάνουμε κάποια ζώα ξεχωριστά [20, 25].

πατήθρις, οι δυο μακριές ξύλινες πλάκες (πετάλια) στις οποίες πατούν οι υφάντρες, σταυρώνεται το διασίδι και γίνεται η ύφανση.

πατιλά, τα αδύνατα [20, 25].

πατιρίτσα, η είδος από ραβδί [26, 105].

πάτουμα, του η ενέργεια του πατώνου.

πατούνα, η 1. είδος πλεχτής κάλτσας που καλύπτει το πέλμα, τον καρπό και τα δάχτυλα του ποδιού. 2. σκύλα με άσπρο σώμα και μαύρες πατούσες ή και το αντίθετο [27, 353].

πάτους, ου πιο χαμηλό σημείο, πυθμένας: στουν πάτου βόσκουν πρόβατα κι στην κουρ’φή ζυγούρια [3α, 24].

πάτρα, η πατρίδα: πες μου ποια είν’ η πάτρα σου κι ποια πατρίδα έχεις.

πατσιά, η πατημασιά, ίχνος από το πέλμα του ποδιού.

πατσιάβαλα, το ’κανα πατσιάβαλα, το ’λιωσα, το διέλυσα με την πατούσα του ποδιού μου.

πατσιαλό, του στραβοπόδαρο ζώο.

πατσιαμούρα, η πανί για καθάρισμα.

πατώνου στρώνω με θάμνους το δάπεδο του μαντριού και τους πατάω [12α, 128].

παφίλια, τα τενεκέδες.

πάφλας, ου τενεκές, λαμαρίνα, τενεκές στον οποίο βάνουμε το γάλα [26, 59].

παχνιάζουμι παχνίζομαι, πέφτει επάνω μου πάχνη: βουνά μ’, να μη χιουνίσιτι, κάμποι μην παχνιαστείτι [3α, 44].

παχνιστής, ου μήνας που ρίχνει πάχνη, πιθανόν και ο μήνας Δεκέμβριος: πανάθιμά σι Παχνιστή, Σαρακατσιάνα μου, Γινάρη κι Φλιβάρη κι συ βρε Μάρτη παχνιστή [7α, 53].

πεισμώνου 1. πεισματώνω 2. θυμώνω.

πέλα, η πελεκούδι, κομμάτι από σχισμένο ξύλο [26, 164].

πέρα-δώθι (μτφ.) μικροπράγματα, τα μικροψώνια: πήγα στου παζάρι κι πήρα κάτι πέρα-δώθι.

πέρδικα, η διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [26, 440]. σκουρπάου σαν τα π’λιά τ΄ς πέρδικας πηγαίνω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασκορπίζομαι, χάνομαι.

πέρι (πρόθ.) παρά: πιο βολικό μου φαίνιτι τη θάλασσα ν’ αδειάσου να την πιτάξου στη στεργιά πέρι να σι ξιχάσου [16, 75].

πέτακας, ου 1. βαθύς κι απότομος γκρεμός [17, 335]. 2. γκρεμός που πετάμε τα σκουπίδια και τα ψοφίμια [25β, 178].

πέταυρα, τα λεπτές και μακριές σανίδες [26, 241].

πέτουμι πετώ.

πέτρα, τα πλαστά φύλλα για πίτες [26, 329].

πέτσα απού κριμμύδι (μτφ.) λεπτός και εύθραυστος άνθρωπος, ευαίσθητος,

Πέφτη, η Πέμπτη.

πήρι η ώρα πέρασε η ώρα: άιντι, άιντι, Ευδουκούλα μου, καθώς σι πήρι η ώρα.

πιάκους, ου 1. βλ. γάντσοι. 2. βελονοθήκη [17, 335]

πιάνει ου λύκους λαβώνει.

πιάνιτι ου γάμους αρχίζει ο γάμος.

πιάνου κουρίτσι διακορεύω.

πιάνου προυζύμια αρχίζω τα δρώμενα για να φκιάσω τα ψωμιά του γάμου [26, 318].

πιάνου του νιρό ελέγχω την πορεία που θα ακολουθήσει το νερό [13, 22].

πιάνουμι 1. τσακώνομαι, μαλώνω. 2. (μτφ.) δίνω σημασία: μην πιάνιστι απ’ αυτά τα πράματα.

πιανούμινου πιδάκι παιδί που μπορεί να αυτοεξυπηρετείται, παιδί σχολικής ηλικίας: και θυμώμαι από τώρα κοντά, που ’μαν πιανούμενο παιδά­κι και πάαινα κι ’γώ κανιά βολά…[20, 43].

πιάσμα έχει η πλάτη στο «ξέτασμα» της πλάτης σημαίνει ότι ο νοικοκύρης είναι καλά πιασμένος, δηλ. πηγαίνουν καλά τα οικονομικά του, είναι σε καλή οικονομική κατάσταση.

πιάσμα, του, βλ. βαστάκι.

πίγγουση, η δυσφορία, άγχος, στενοχώρια: ιέχου νια πίγκουση σήμιρα.

πιγνίδια, τα (πιθ.) παρέα από μουσικούς, ζυγιά: να στείλου νά ’ρθουν τα βιουλιά, να ’ρθουν κι τα πιγνίδια [21β, 277].

πιγνιδιάρα, η γυναίκα που της αρέσουν τα ερωτικά παιχνίδια: γιατί ’νι τ’ άλουγου μ’ ουκνό κι η κόρη πιγνιδιάρα [3α, 196].

πιδεύουμι ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι.

πιδί, του αγόρι [26, 4]: ου μπαρμπα- Μπούτους έχει πέντι κουπέλις κι τρία πιδιά.

πιδιακίσιους, -α, -ου παιδικός.

πιδιμάρα, η ταλαιπωρία, μεγάλη κούραση.

πιδιμός, ου, βλ. πιδιμάρα.

πιδουκλάρι, του μια μικρή τριχιά (λυτάρι) με την οποία πιδουκλώνουμε τα ζώα.

πιδουκλώνου δένω με μια μικρή τριχιά (λυτάρι) τα μπροστινά πόδια από τα ζώα για να μη φεύγουν μακριά και κυρίως τη νύχτα.

πιδουκόμηση, η κούραση για την ανατροφή του παιδιού, παιδοτροφία [25β, 169].

πιδουκουπάου γεννάω πολλά παιδιά, κουράστηκα να γεννάω παιδιά [17, 335].

πιδουλόγα, η νήμα, σύρμα ή άλλο υλικό που, όταν το μαζεύω γύρω από τα δάχτυλά μου (ενωμένα τα τέσσερα πλην του αντίχειρα), παίρνει το σχήμα της μπούκλας [19, 155].

πιδούρια, τα μικρά παιδιά [26, 134].

πιει το ποτό, το να πίνει κάποιος: δεν ήρθαμαν για φάει για πιει, Ρουιδούλα, Ρουιδούλα.

πιζεύου κατεβαίνω από το άλογο.

πιζουγιλάου παίζω και γελώ: πιζουγιλώντα ανέβινι, κλαίουντα κατιβαίνει [21β, 16].

πιζούλι, του τοιχάκι έξω από το κονάκι ή ημικυκλικό κατασκεύασμα μέσα στην καλύβα για να κάθεται κάποιος.

πιζούρα, η πεζοί, αυτοί που ταξιδεύουν με τα πόδια: να ιδείτι ασκιέρι πόρχιτι πιζούρα κι καβάλα [10α, 98].

πίκα, η 1. μνησικακία. 2. πείσμα.

πικρουγιουματίζου γευματίζω χωρίς διάθεση, με στενοχώρια, με προβληματισμούς: κι ότι έκατσα να φάου, να πιου, να πικρουγιουματίσου, γλέπου του χάρου να ’ρχιτι στου φάρου καβαλάρης [15α, 111].

πικρουκαταρούσα, η αυτή που δίνει πολύ βαριές κατάρες: ιγώ πασιά δε σκιάζουμι, πασιά δεν προυσκυνάου, μόν’ σκιάχτηκα τη μάνα μου, την πικρουκαταρούσα [15α, 75].

πικρουκυματούσα, η θάλασσα που τα κύματά της φέρνουν συμφορές στους ναυτικούς: θάλασσα, πικρουθάλασσα κι πικρουκυματούσα, θάλασσα πού είνι τα αδέρφια μας, πού είνι τα πιδιά μας; [15α, 135].

πικρούλα, η (μτφ.) δυστυχισμένη, άτυχη: τι ’ταν αυτό πό ’παθι η πικρούλα!

πικρόχουρτα, τα χόρτα με πικρή γεύση.

πιλαγώνου πλημμυρίζω: του αίμα μου πιλάγουσι σα σιγαλό πουτάμι.

πιλέκι, του τσεκούρι [25α, 56].

πιλικάνους, ου πελεκητής, αυτός που πελεκάει ξύλα για ξυλογλυπτική, αυτοδίδακτος ξυλογλύπτης: πανάθιμα του μάστουρα, τουν πρώτου πιλικάνου [10α, 120].

πιλικούδια, τα αποκόμματα από ξύλο λεπτά και μακριά.

πιλιντζίκια, τα 1. βραχιόλια [17, 336]. 2. λάστιχα που πλέκουμε για την άκρη του μανικιού της φανέλας [20, 40].

πινάκι, του, βλ. πινακίδια.

πινακίδα, η, βλ. πινακίδια.

πινακίδια, τα μικροί ξύλινοι πίνακες για γραφή: ν-απού μικρός στα γράμματα, μωρέ παπα-Γιώργη μου, μικρός στα πινακίδια [3α, 43].

πινακουτή, η χοντρή σανίδα με κοιλώματα στην οποία τοποθετούμε το ζυμωμένο ψωμί [26, 319].

πίνου τσ’γάρα καπνίζω τσιγάρα.

πίνους, ου νερό λερωμένο από τη σαριά (βρομιά) των προβάτων [26, 97].

πινταΐτ’κους, -η, -ου πεντάχρονος: φό­ντα ’μουν παλληκάρι δώδικα χρουνών κι ου φάρους μου πουλάρι πινταΐτικου [7α, 39].

πιντακιέφαλη κ’λούρα διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [15β, 310].

πιντάνευρου το φυτό πλάνταγο το λογχοειδές με πλατιά και μαλακά φύλλα και φυτρώνει κοντά στα βράχια. Το χρησιμοποιούμε για να επουλώνουμε τις πληγές [2].

πιντιρούγα, η ασθένεια στην κοιλιακή χώρα [27, 421].

πιντόβουλα, τα παιδικό παιχνίδι που το παίζουμε με πέντε βόλους.

πιότιρους, -η, -ου περισσότερος.

πιπιδιάζου διψάω πολύ, στεγνώνει η γλώσσα μου.

πιπιρώνου ρίχνω πιπέρι στο φαγητό.

πιράου 1. περνάω. 2. διάγω: κι ας πάν’ να ιδούν τα μάτια μου πώς τα πιράει η αϊγάπη μου [3α, 147].

πιραστάρι, του ένα από τα αντιά του αργαλειού, που είναι πάνω στις φούρκες του [22, 111].

πιράτ’ς, ου 1. διαβάτης 2. πορθμέας, βαρκάρης [25β, 177]: διαβάτις μου, πιράτις μου, χρυσοί μου βαρκαδόροι, μα κι είιδαταν την κόρη μου που ’νι μακριά στα ξιένα;

πιραταριά, η πέρασμα συνήθως σε ποτάμι.

πιρατιανά, τα χρήματα που πληρώνω για διόδια: κι στου καλό μας γύρισμα, στου γύρισμα της νύφης στοιχειό μας ικαρτέρισι στου τρέμινου γιουφύρι, χαλεύει τα πιρατιανά για να πιράσει η νύφη [3α, 155].

πιρατιανός, -ή, -ό μακρινός: ρουτάτι, μουρέ Νίκου μ’, τους πιρατιανούς κι τους Καρπινησιώτις [4, έτος 16ο, 20].

πιργιλάου εμπαίζω, περιγελώ, κοροϊδεύω [12α, 131].

πιρδικάβγα, τα αβγά της πέρδικας.

πιρδικάκι, του λουλούδι.

πιρδικουκάλλισια, η άσπρη προβατίνα με μαύρα στίγματα στο πρόσωπό της.

πιρίγνουρους, -η, -ου απορημένος, σαστισμένος: τα σουκάκια δε γνουρίζου κι πιρίγνουρους γυρίζου [10α, 110].

πιρίμουρφους, -η, -ου πολύ όμορφος: σπαθάκι μου πιρίμουρφου κι καλουγυαλισμένου, του ποιος θα σι χαίριτι κι θα σι καμαρώνει [15α, 93];

πιρίπια, τα περιποιήσεις

πιριπλέκου (μτφ.) αγκαλιάζω: να πιριπλέξουμι, Μάρου μ’, τα δυο πάνου στην κριβατίνα.

πιριτεύουμι αυτοεξυπηρετούμαι.

πιρόνι, του, διχάλα [26, 234].

πιρούλι, του πιρούνι.

πιρουνιάζει του κρύου είναι πολύ δυνατό και περνάει μέσα μου όπως το καρφί.

πιρπατ’σιά, η περπατησιά.

πιρπατάρα στρούγκα στρούγκα που δε φκιάχνεται σε μόνιμη θέση αλλά σε διαφορετικές θέσεις, επειδή τα κοπάδια μετακινούνται για να βρουν φρέσκες βοσκές [26, 76].

πιρπατημός, ου περπάτημα, περιπλάνηση: εχ! μωρέ! τα Καστανιώτικαϊ βουνά πιρπατημούς δεν έχουν [7α, 39]

πισ’μόημιρα, τα επίσημες μέρες, μεγάλες γιορτές.

πισ’νέλα, η τελευταία πρόβατα του κοπαδιού ή τελευταίοι άνθρωποι στο καραβάνι.

πισμανεύου μετανιώνω: κι οι βλάχοι πισμανέψανι, την τσιούπρα δεν τη δίνουν [24, 44].

πίσου μπρουστά περίπου, εκεί γύρω: πίσου μπρουστά τ’ Αϊ-Δημήτρη οι Σαρακατσιαναίοι. φεύγουν για τα χειμαδιά.

πισουκάπ’λα (επίρρ.) πίσω στα καπούλια, (βλ. λ.).

πισουκιέρα, -κου γίδα που έχει τα κέρατα γυρισμένα προς τα πίσω. [26, 33]. Αρσενικό γίδι που έχει τα κέρατα γυρισμένα προς τα πίσω.

πισουκλείδ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε μικρό κομμάτι από το αφτί στο πίσω μέρος του σε σχήμα γωνίας) [26, 34].

πισουκλείδα, η, βλ. πισουκλείδ’κου.

πισουκλειδιά, η σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη του αφτιού στο πίσω μέρος σε μισιστρόγγυλο σχήμα) [26, 34]

πισουξιουράφτ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε πλαγιαστά το πίσω μέρος από το αφτί) [26, 34].

πισουστρούγκι, του το πίσω άνοιγμα της στρούγκας, είσοδος από την οποία μπαίνουν τα πρόβατα [26, 80].

πισπιλόπ’τα, η είδος πίτας.

πισπιρίτσα, η τελετή, δρώμενα στα Καλογιάννια.

πίσσα, η (μτφ.) βαθύ σκοτάδι.

πίστη, η εμπιστοσύνη.

πιστρέφι, του ξυλοδαρμός.

πίστρουμα, του στρίφωμα.

πιστρόφια, τα επιστροφή του νιόπαντρου ζευγαριού στο κονάκι του πατέρα της νύφης λίγες μέρες μετά το γάμο [26, 342].

πιστρώνου 1. διπλώνω, γυρίζω, κονταίνω, φκιάχνω ρεβέρ στο παντελόνι, στριφώνω 2. -ουμι (μτφ.) όταν κάθομαι καταγής, μαζεύω (διπλώνω) τα πόδια μου και καλύπτω με το φουστάνι μου ευαίσθητα σημεία του σώματός μου, κάθομαι σεμνά: δεν αντρέπιστι κουπέλις πώς κάθιστι έτσι; Για πιστρουθέίτι λίγου; Καλύπτομαι, τυλίγομαι καλά-καλά: πιστρώθ΄κα μι ’ν κάπα κι ξημέρουσα.

πιταχτή, η είδος πίτας.

πιτούμινα, τα πτηνά, πουλιά.

πιτούμινους, -η, -ου (μτφ.) αυτός που είναι πολύ γρήγορος, που είναι σα να πετάει:είμ’ αγλήγουρη κι πιτούμινη [18, 148].

πιτρίτ’ς, ου πετρίτης, είδος γερακιού των βράχων: να γιένουμουν χρυσός αϊτός κι αγλήγουρους πιτρίτης.

πιτρόλαδου, του πετρέλαιο.

πιτρόπ’τα, η πίτα με φύλλα.

πιτρουβουλάου λιθοβολώ.

πιτρουβούνι, του βραχώδες και γυμνό βουνό [3α, 25).

πιτρουγέφυρα, τα πέτρινα γεφύρια: ν-ου κόσμους φκιάνουν ικκλησιές, φκιάνουν κι μαναστήρια. Φκιάνουν κι πιτρουγέφυρα για να πιρνάει ου κόσμους [15α, 105] .

πιτρουπέρδικα, η πέρδικα που ζει στα βραχώδη μέρη.

πιτρουτά, τα βραχώδη μέρη: ν-αυτού στα πλάια που κοιμάσι κι στα πιτρουτά [3α, 155].

πιτρώνει η αρρώστια (μτφ.) με καταβάλλει, με ταλαιπωρεί για πολύ καιρό: μι πέτρουσι νια γρίπη του χ’μώνα!

πιτσέτα, η, βλ. τραχ’λιά.

πιτσουκόβου κατακομματιάζω, κατασφάζω.

πιτσώνου 1. χτυπώ στο πρόσωπο κάποιον με την παλάμη. 2. επιδιορθώνω τα υποδήματα κολλώντας στο τρύπιο μέρος ένα πετσί, ένα κομμάτι δέρμα [12α, 130].

πιτχαίνου επιτυγχάνω [27, 394].

πιχνίσματα, τα (πιθ.) παιχνίδια, γρίφοι, σπαζοκεφαλιές: τραγούδια κι πιχνίσματα ν-ιγώ ’χου στου διφτέρι κι του διφτέρι μ’ στουν ουντά κι ποιος να μου το φέρει [15α, 41].

πλάδα, η τηγάνι.

πλάια, τα πλάγια, πλαγιές. πήρι τα πλάια (μτφ.) χάζεψε.

πλαϊάζου κοιμάμαι.

πλαϊανός, -ή, -ό ο διπλανός.

Πλαϊαστός

πλάκα σύνολο από τα έξοδα της στάνης: κι αρχίναγαν μι του βιο κι έκαναν τα πράματα «πλάκα», δηλ. μάζωναν κι έγραφαν το σύνολο τα πράματα που είχαν υποχρέωση να πληρώσουν τοπιάτικο, ρόγα, τζερεμέδες κι άλλες υποχρεώσεις [20, 80].

πλάκα, η επίπεδη πέτρα.

πλακανήθρα, η μεγάλη επίπεδη πέτρα που τη βρίσκουμε συνήθως στα ρέματα.

πλακιά, τα πλάκες αργυρές ή μεταλλικές που ενώνουν τις αλυσίδες που φορούν οι γυναίκες στο λαιμό τους ή στο στήθος τους: ν-ιψές την είιδα στου χουρό, χρυσά πλακιά φουρούσι [24, 29].

πλάκιασι του ζ’γούρι αδυνάτισε πολύ.

πλακιρές, οι ίσιες, επίπεδες, λείες πέτρες [26, 279].

πλάκουμα, του συνουσία [27, 422].

πλακώνου 1. καλύπτω, σκεπάζω. 2. συνουσιάζομαι.

πλανεύου 1. παραπλανώ, απατώ. 2. –ουμι παραπλανιέμαι.

πλάνους, ου αυτός που παραπλανεί, ξεγελάει, δημιουργεί ψεύτικες προσδοκίες ή ψευδαισθήσεις: ν-ου ύπνους είνι θάνατους κι του κρασί είνι πλάνους [7α, 32].

πλαντάζου σκάω από το κλάμα, σκάω από το κακό μου, στενοχωριέμαι πολύ.

π’λάρα, η θηλυκό πουλάρι.

π’λάρι, του νεογέννητο άλογο.

πλάση, η σύμπαν: φόντας ιστήθ’κι ν-ου ουρανός κι θιμιλιώθ ’κι η πλάση, τότι κι ’γω σ’αϊγάπησα [21β, 321].

πλάστ’ς, ου ξύλινη ράβδος για να πλάθουμε τα φύλλα από τις πίτες.

πλαστάρι, του έτοιμο πλασμένο για ψήσιμο ψωμί [26, 318].

πλαστήρι, του ξύλινο στρογγυλό σανίδι στο οποίο πλάθουμε τα φύλλα για τις πίτες [26, 305].

πλάστρ’ς, ου, [26, 350], βλ. πλάστ’ς.

πλαταριά, η μεγάλη πλάτη, (βλ. λ.) [16, 62].

πλάτη, η 1. ωμοπλάτη. 2. σπάλα από ζώα. 3. βλ. λιάσα.

πλάτουμα, του πλατύς και ανοιχτός χώρος.

πλατουμαντίλις, οι υδροχαρές φυτό.

πλατουνόρα, η προβατίνα με πλατιά ουρά.

πλατσ’κουτή, η μύτη που είναι πλατιά, πεπιεσμένη προς τα μέσα [12α, 132].

πλατσιανάου πλατσουρίζω, παίζω με τα νερά, τσαλαβουτάω.

πλατσκουμύτ’ς, ου αυτός που έχει πλατιά και πατημένη μύτη.

πλατώνια, τα πλατυκέρατα ελάφια: κι ακούου τ’ αρκούδια πάλευαν, πλατώνια να ρικάζουν [21β, 172].

πλατώνου, η γεροδεμένη κι άξια γυναίκα: έξι μήνις πέντι αδράχτια πότι τα ’ γνισα η πλατώνου [3α, 189].

πλέξουν, να πλέξουν τα καράβια να πλεύσουν: να κρουσταλλιάσει ν-η θάλασσα, μην πλέξουν τα καράβια, να μην πιράσει ν-η κλιφτουριά, μην πάει στουν Πειραία [21β, 141].

πλέου πλέκω.

πλέρα, η πληρωμή.

πλευριτώνου κρυώνω πολύ, αρρωσταίνω από πλευρίτη.

πλήχουρας, ου σκόνη [17, 336].

πλιμόνι, του πνευμόνι.

πλιμουνάς, ου αρρώστια στο πνευμόνι των προβάτων.

πλιμουνόχουρτου, του χόρτο που μοιάζει με φασουλιά. Το χόρτο αυτό το χρησιμοποιούμε μάλλον για θεραπεύουμε ασθένειες στο πνευμόνι των ζώων ή των ανθρώπων [15β, 243].

πλιξάνα, η 1. πλεξούδα των γυναικείων μαλλιών [25α, 153]. 2. βλ. ζύγρα.

πλιξίδια, τα πλεξούδες: φέρνει τους νιους απ’ τα μαλλιά, τις νιες απ’ τα πλιξίδια.

πλιξούδις, οι πλεξούδες, κοτσίδες.

πλιότιρους, -η, -ου περισσότερος.

πλόσκα, η, βλ. φλασκί.

πλουμισμένους, -η, -ου στολισμένος.

πλουμπί, του στολίδι [3α, 145].

πλούντρα, η ασθένεια (μάλλον αλλεργία) που προσβάλλει κάποιον που κοιμάται σε μέρος που έχει κοπριά [27, 422].

πλουταίνου γίνομαι πλούσιος [16, 151].

πλουχειριάζου ρίχνω αλεύρι στο γινωμένο ζυμάρι, το ζαναζυμώνω και του δίνω το σχήμα του ψωμιού που θέλω να φτιάξω.

πλόχειρου, του όσο χωράει η χούφτα ενός χεριού [25β, 181]: φέρι μ’, ιένα πλόχειρου αλάτι.

πλύμα, του πλύσιμο.

πλύματα, τα νερό με το οποίο πλένουμε το σκαφίδι μετά το ζύμωμα και περιέχει ένζυμα από το προζύμι. Το χρησιμοποιούμε για καλλυντικό (νίβονται οι γυναίκες στο πρόσωπο).

πλυστρουσκάφ’δου, του σκάφη που πλένουμε [26, 305].

πνιγούρα, η μέρος πολύ δασωμένο που δύσκολα μπορεί κάποιος να το διασχίσει.

ποιήνους ποιος.

πόλκα, η είδος χτενίσματος.

πόνα, η (πιθ.) που προκαλεί πόνο: τι κλαίς κουκουτάκου; μι τσίμπσι η πόνα.

πόνηρους, -η, -ου πονηρός [16, 58].

πόντικας, ου ποντικός [7α, 58].

πόντλα, πήρι τα πόντλα εξαφανίστηκε, πήρε τα μάτια του, χάθηκε και κανένας δεν ξέρει πού πήγε.

πόριμα, του διαβίωση.

πόρους, ου 1. κατεύθυνση, πορεία [25β, 181]. 2. εύκολο πέρασμα σε ποτάμι [22, 26]. τι πόρου πήρι πού πήγε, πού χάθηκε, τι δρόμο πήρε.

πόσι, του κεντημένη μεταξωτή σκούφια, που φοράνε άντρες και γυναίκες, και καλύπτει συνήθως την κορυφή και το πίσω μέρος από το κεφάλι:κόρη νιραντζουμάγουλη κι γαργαρουλαιμούσα, χαμήλουσι του πόσι σου για να κρυφτούν τα μάτια [15α, 277].

πόστα, η σειρά: είχαμαν τα ζαλίκια πόστις.

πόταμους, ου ποταμός.

πότις πότε.

πουδαράκι, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [15β, 311].

πουδαράτους, -η, -ου αυτός που προχωράει με τα πόδια.

πουδάρι, του 1. πόδι. 2. μονάδα μέτρησης μήκους [17, 174] 3. το μάζεμα του φίνου μαλλιού γύρω από τη γροθιά για να πάρει το σχήμα κουβαριού και να το βάλλουμε στη ρόκα για να το γνέσουμε [25β, 181].

πουδαριάζουμι μου πιάνονται τα πόδια μου και δεν μπορώ να περπατήσω [12α, 132].

πουδαρίσιου, του άλογο που έχει άσπρα σημάδια στα πόδια.

πουδένου 1. φοράω παπούτσια σε κάποιον ή του τα εξασφαλίζω. 2. –ουμι βάζω τα παπούτσια μου [25β, 181]: χρυσά παπούτσια ν-ήφιρα, νύφη μ’, να σι πουδέσου [21β, 298].

πουδιά, η 1. ποδιά. 2. τραχηλιά [17, 195].

πουδότ’ς, ου οδηγός [27, 422].

πουδουβουλή, η 1. κρότος που προέρχεται από το βάδισμα πολλών ανθρώπων ή ζώων. 2. (μτφ.) ντόρος, συγκλονιστικό νέο: ν-αϊκούστι νια πουδουβουλή κι ιέναν μιγάλου λόγου. Του Βασιλάκη βάρισαν, αυτόν τουν καπιτάνου [15α, 97].

πούθι, βλ. απούθι.

πουκάμ’σου, του κομμάτι της σαρακατσιάνικης φορεσιάς.

πουλ’ματάρ’κα, τα προϊόντα (μαξούλια) που πουλάνε οι Σαρακα­τσιαναί­οι στα παζάρια [19, 166].

πουλ’σιά, η πούλημα.

πούλιες,οι διακοσμητικά μεταλλικά κυ κλικά ελάσματα.

πουλίτ’ς, ου άνθρωπος από πόλη [20. 72].

Πουλίτις, οι οι Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζουν στη Θράκη και στα μέρη κοντά στην Πόλη.

πουλίτσα, η μικρό ξύλινο κρεβατάκι κολλημένο στο εσωτερικό του κονακιού για το εικόνισμα ή μικρό ντουλαπάκι μέσα σε τοίχο [12α, 133].

πουλκόμι, του χορτάρι που σέρνεται και απλώνεται πάνω στη γη [25β, 182].

πουλυαγαπημένους, -η, -ου πάρα πολύ αγαπημένος: πάου να βρου, μωρέ μ’ ν-αϊτέ μ’, πάου να βρου τους φίλους μου, τους πουλυαγαπημένους.

πουλ-ώρα πριν από λίγο.

πουλυξιτάζου εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια.

πουλυχρουνίζου εύχομαι χρόνια πολ­λά: κι σένα, φλαμπουριάρη μου, θέλ’ να σι τραγουδήσουμι, να σι πολυχρουνήσουμι [3α, 140].

πουμπώνου 1. μπουκώνω, παθαίνω ασφυξία [26, 283]. 2 -ουμι. παθαίνω ασφυξία.

πουνάει η καρδιά πονάει η κοιλιά, έχω στομαχόπονο [22, 102].

πουντ’λιάρ’ς, -α, -κου πεισματάρης.

πούντα, η δυνατό κρυολόγημα.

πουντιάζου κρυολογώ σοβαρά.

πουντίλιου, του πείσμα: το ’βαλι πουντίλιου κι πήγι κι ν’ έκλιψι ’ ν κουπέλα.

πούρα, τα μεγάλα τετράγωνα λιθάρια τα οποία στηρίζουν τις κρεβαταριές [26, 301].

πουρδουκάλια, τα πορτοκάλια: μπακάλη έλεγαμε εκειόν πώφερνε φαγώσιμα, σύκα, μήλα, πορτοκάλια (πορδοκάλια τάλεγαμε) [20, 40].

πουρδουκλάνου (μτφ.) αδιαφορώ: ιμάς μας έζουσαν τα φίδια κι αυτοίν πουρδουκλάνουν.

πουρεύου 1. ζω, διάγω, τα βγάζω πέρα: του πώς πουρεύεις, αδιρφέ, ν-ικεί μακριά στα ξένα; [21β, 330]. 2. -ουμι βιώνω τη ζωή μου, συντηρούμαι [25α, 156].

πουριά, η, βλ. αμπουριά.

πουρναρόλογγους, ου λόγγος με πουρνάρια.

πουρναρόξ’λου, του ξύλο από πουρνάρι.

πουρναρόρριζα, η ρίζα από πουρνάρι.

πουρνάρουμα, του το στρώσιμο του μαντριού με πουρνάρια.

πουρνό, του πρωινό.

πούσι, του ομιχλώδης ατμόσφαιρα.

πούσια, τα κλαδιά από πεύκο [26, 57].

πουσούλα, η πρόχειρο σημείωμα στο οποίο είναι γραμμένη μια παραγγελία για ενέργεια ή ειδοποίηση [12β, 164].

πουστάβι, του γνεσμένο μαλλί με το οποίο φκιάνουμε μια στημονιά [27, 370].

πουστάκι, του γυναικείο ρούχο σα μπλούζα.

πουστακιά, η τομάρι από το ζώο μαζί με το τρίχωμά του που το έχουμε για στρωσίδι..

πουστιάζου φτειάχνω πόστα (βλ. λέξη)

πουταμιά, η περιοχή γύρω από το ποτάμι: κι αγνάντιψι την πουταμιά κατά την κρύα βρύση, να δεις κιφάλια κλέφτικα, κουρμιά δίχους κιφάλια [27, 314].

πούτανους, ου απελευθερωμένη ή ανήθικη γυναίκα.

πουτές (επίρρ.) ποτέ: πουτές μου δεν ιμάλουσα μι Τούρκους, μι Ρουμαίους [3α, 88].

πουτηριά, η γουλιά από ποτό που υπάρχει σε ποτήρι.

πουτιστής, ου μέρος ποταμού ή πηγής στο οποίο ποτίζονται τα ζώα [12α, 133].

πουτσαράς, -ίνα 1. (μτφ.) δυνατός, γενναίος άντρας, άξια, δυνατή γυναίκα [27, 423]. 2. δυνατός στο σώμα αλλά κάνει κακή χρήση της δύναμής του, δηλ. στην ουσία αδύνατος: και κανιά βολά, άμα τόλεγε (η μάνα μου) και κανιά κουβέντα από την αγανάχτήσή της, δεν το είχε και σε τίποτα ου πουτσαράς, να την καταχεριάσει κιόλας [20, 43].

πουτσούλας, ου (μτφ.), βλ. πουτσα­ράς:πυρώσ’, πυρώσ’, πουτσούλα μου, κι τήρα γυρουβουλιά σου.

πράματα, τα 1. ζώα. 2. αλογομούλαρα [26, 24].

πραματιφτόιπουλου, του μικρός πλα­νόδιος έμπορος: μικρό πραματιφτόιπουλου, ντουλμπιράκι μ’ όμουρφου, ίξέβγινι ν-απ’ την πόλη [3α, 26].

πραμαχουγιός, -πούλα αρχοντόπουλο, -ούλα: ποιος είιδι κόρην έμουρφη στη σκάλα ν’ ανιβαίνει. Ανέβινι, κατέβινι κι για νιρό πααίνει κι βρίσκει τουν πραμαχουγιό πουτίζει τ’ άλουγό του [4, έτος 15ο, 5].

πρασ’λήθρις, οι άγρια λαχανικά.

πρασόμαλλη, -ου προβατίνα με μακρύ, ίσιο και πολύ μαλλί. Αρσενικό πρόβατο με μακρύ, ίσιο και πολύ μαλλί.

πρατά τ’ς πρόβατά της: η Βασίλινα, αφού χήριψι, πήρι τα πρατά τ’ς κι πήγι στ’ αδέρφια τ’ς.

πρατάκια, τα υποκοριστικό του πρόβατα.

πρατάρ’κα γίδια γίδια που βόσκουν μαζί με πρόβατα [23α, τ.4ο , 18].

πρατάρ’κου τραΐ γκεσέμι (βλ. λ.) τραΐ που οδηγεί τα πρόβατα [26, 118].

πρατάρ’ς, ου προβατάρης, αυτός που έχει πρόβατα.

πρατίλα, η μυρωδιά από πρόβατα, προβατίλα.

πρατίνα, η προβατίνα: η κουπέλα κι η πρατίνα σι πααίνουν στουν ουχτρό σ’ [4, έτος 24ο , 56].

πρατόγαλου, του πρόβειο γάλα [20, 339]

πρατόγρικου, του γρέκι (βλ. λ.) για πρόβατα.

πρατόκλιτσα, η κλίτσα που παίρνουμε κοντά στα πρόβατα [20, 339].

πρατόστρουγκα, η στρούγκα για τα πρόβατα τα γαλάρια, (βλ. λ.) [26, 77].

πρατότουπους, ου τόπος κατάλληλος για να βόσκουν πρόβατα [20, 338].

πρατουδ’λειά, η επαγγελματική ένασχόληση με τα πρόβατα [20, 47].

πρατουκούδ’να, τα κουδούνια για τα πρόβατα [26, 126].

πρατουκουπή, η προβατοκόπαδο [20, 338].

πρατουλίβαδου, του λιβάδι για πρόβατα [26, 62].

πρατούρι, του (πιθ.) κοπάδι από πρόβατα, μικρό κοπάδι από πρόβατα [20, 338].

πρατουστιέφανου, του στεφάνι για τα κουδούνια από τα πρόβατα [26, 136].

πρατουτόμαρου, του τομάρι από πρόβατο [20, 338].

πρατουχλίψη, η στενοχώρια, έγνοια για το κοπάδι και κυρίως το χειμώνα ,που οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες για τα κοπάδια.

πρατουψάλ’δου, του ψαλίδι με του οποίο κουρεύουμε τα πρόβατα [20, 338]

πρατόχουρτα, τα χορτάρια που τα τρώνε τα πρόβατα.

πράττου τραγματοποιώ, κάνω.

πρέκνα, η φακίδα.

πρέπει ταιριάζει, αζίζει, αρμόζει: βάνει τους κόβουν τα μαλλιά, για να τους πρέπει η φουρισιά [21β, 84].

πρέπιους, -α, -ου καθώς πρέπει, ξεχωριστός [25β, 182]: πρέπιους άντρας ου μπαρμπα-Κουστούλας.

πρέπιου, του πρέπον.

πρέπους, του πρέπον, έθιμο.

πρέσκλα, η, βλ. λιάσα.

πριβέντα, η κουλούρα ως δώρο του καλεσμένου στο γάμο.

πριουνουτό, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη.

πριπούμινους, -η, -ου πρέπων [16, 138].

πριτζιπάτα, τα (μτφ.) τσελιγκάτα [20, 79]. Χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή για δείξουμε ότι το τσελιγκάτο πηγαίνει κληρονομικά από τον πατέρα στο γιο.

πριτσαλιώντι τα γίδια ζευγαρώνουν [26, 103].

πριτσιάλους, ου 1. ζευγάρωμα του τράγου με τη γίδα. 2. χρόνος του ζευγαρώματος.

πριτσιανάν τα κλαριά τριζοβολούν.

προβατόκλιτσα, η κλίτσα που παίρνει ο τσομπάνος κοντά στα πρόβατα [26, 376].

προβατουκόπαδου, του κοπάδι με πρόβατα.

πρόβειους, -α, -ου αυτός που προέρχεται από το πρόβατο: του πρόβειου γάλα είνι πιο παχύ απ’ του γίδ’νου.

προικιάρ’κα, τα αυτά που έχουν σχέση με την προίκα [26, 34]: είχα κι κάνα ’κουσιαριά πρατίνις προικιάρ’κις.

πρόσγαλου, του γάλα που πέφτει στη μαγιά (βλ. λ.) και την εμπλουτίζει σε βούτυρο.

προσγιλάου χαμογελάω σε κάποιον.

πρόσκουλη, η μια μη πλεκτή δαντέλα για το στόλισμα των υφαντών, μπορντούρα [25β, 183].

πρότα, τα πρόβατα.

πρότου, του πρόβατο.

προυβάλλου εμφανίζομαι, παρουσιάζομια: πουλάκι μ’, πούθι πρόβαλις και πούθι να πααίνεις; [21β, 162].

προυβέντα, η (βλ. πριβέντα).

προυβουδίζου ξεπροβοδίζω.

προυγκάου 1. εκφοβίζω. 2. ξαφνιάζομαι και τρέπομαι σε φυγή.

προυγόνι, του παιδί του ή της συζύγου από προηγούμενο γάμο.

προυγουνέοι, οι πρόγονοι [27, 423].

προυζύμια, τα έθιμο του γάμου. Την Πέμπτη το βράδυ ή την Παρασκευή το μεσημέρι αναπιάνουμε τα προζύμια για να φτιάσουμε την κουλούρα του γαμπρού και τα ψωμιά του γάμου. Στα προζύμια χρειάζονται δύο αγόρια κι ένα κορίτσι που να έχουν μάνα και πατέρα. Αυτά κάνουν την αρχή. Ρίχνουν το προζύμι στο σκαφίδι, κοσκινίζουν το αλεύρι. Αλευρώνουν την πεθερά, τον πεθερό και τους άλλους γερόντους και γριές. Αυτοί που παραβρίσκονται ρίχνουν μέσα στο κόσκινο κεράσματα.

προυζυμουλόους, ου μικρό δοχείο στο οποίοι βάνουμε το προζύμι [26, 318].

προυϊμίζου γίνομαι πρώιμος.

προυκάνου προλαβαίνω [3α, 48].

προυκόβου προκόπτω, προοδεύω.

προυξιν’τής, ου προξενητής.

προυόβουλους, ου ατσάλινο μεταλλικό αντικείμενο με το οποίο ανάβω φωτιά [26, 107].

προυπάου προλαβαίνω: φεύγουν τα λάια πρόβατα, μαρή Μαριγώ, γιε μ’, στα χειμαδιά να πάνι, νύχτουσι κι δεν προυπάνι [7α, 56].

προύσα, η αναμμένα κάρβουνα [26, 317].

προυσάλευρου, του (πιθ.) λίγο αλεύρι για συμπλήρωμα: στου γύφτου για προυσάλευρου, στη γειτουνιά για αλεύρι.

προυσάναμμα, του μικρή ποσότητα ύλης (κυρίως ξύλα) που τη χρησιμοποιούμε για να μεταδώσουμε τη φωτιά [26, 289].

προυσβαβά, η προσγιαγιά.

προυσγάλ’σι ου κιρός καλυτέρευσε ή καλυτέρευσε πρόσκαιρα ή καταλάγιασε αρκετά: προυσγάλ’σι λίγου, σύρτι κι μάστι τα γίδια.

προυσγιλάου χαμογελώ.

προυσδιαβαίνου προσπερνώ.

προυσηλιακό, του προσήλιο.

προυσθ’λιάζου βυζοπιάνω, οδηγώ το νεογέννητο στη θηλή από το μαστάρι για να βυζάξει [26, 70].

προυσκ’νάει η νύφη 1. σκύβει το κεφάλι και έχει τα μάτια όλο χαμηλά από ντροπή ή σεβασμό [20, 192]. 2. νυστάζει: απόστασι η νύφη σήμιρα κι τώρα προυσκ’νάει.

προυσκαλάου προσκαλώ [26, 424]

προυσκιέφαλου, του μαξιλάρι.

προυσκιφαλάρια, τα προσκέφαλα: μάνα κι γιος κοιμότανι σ’ ιένα προυσκιφαλάρι, μάνα κρατούσι του κιρί κι ου γιος ψυχουμαχάει [24, 40].

προυσκλαίουμι κλαίγομαι σε κάποιον, παραπονιέμαι, τον παρακαλώ: πα­αίνει στη νυφούλα τ’ κι προυσκλαίουντας [15α, 159].

προυσκουλλιώμι έρχομαι απρόσκλητος σε συντροφιά

προυσλιάζουμι απολαμβάνω τον ήλιο στο προσήλιο.

προυσουπάδις, οι μάσκες από τομάρι αρνιού που βάνουν οι γέροι τις Απόκριες [25α, 197].

προυσπαθάου προσπαθώ [27, 424].

προυσταγή, η διαταγή, εντολή.

προυσφάι, του κάθε τι που το τρώμε πρόχειρα με ψωμί: να φέρει ν-η Ρίνα του ψουμί κι η Χάιδου του προυσφάι [21β, 189].

προυσφέρου παρομοιάζω, μοιάζω: σ’ είιδα ιγώ στου παζάρι κι σι προυσίφιρα στουν πατέρα σ’.

προυτόινη, η πρωτάρα, προβατίνα που γεννάει για πρώτη φορά.

προυφίλια, τα κεντήματα στο σεγκούνι.

προυχάλα, η ελαφρό ψιχάλισμα.

προυχτέ (τα) προχτές: τα προυχτέ είν’ άλλου. Πες πως δε θα ματακλέψεις κι θα τραγ’δήσου [16, 56].

πρυόβουλους, ου [12α, 134], βλ. προυόβουλους.

πρυουβουλού προσπαθώ να ανάψω φωτιά με τον πρυόβολο, [26, 107].

πρώιμα αρνιά αυτά που γεννιούνται στην αρχή του γέννου.

πρωιμουτύρια, τα πρώιμα τυριά [26, 72].

πρωτουμπάρμπας, ου αδερφός του πατέρα μας ή της μάνας μας [21β, 303].

πρωτουξάδιρφα, τα πρώτα ξαδέρφια.

πρωτουπαλλήκαρους, ου πιο γενναίος, τολμηρός και δραστήριος νέος. Στους κλέφτες υπαρχηγός.

πρώτους, ου καπετάνιος στους κλέφτες: - πιδιά μ’, ποιος είνι ν-ου πρώτους σας, θέλου να τουν γνουρίσου [15α, 97].

πρωτουτσέλιγγας, ου πιο πλούσιος, αυτός που έχει το πιο πολύ βιο, την πιο μεγάλη στάνη [26, 9].

πσουκάτ’ προς τα κάτω: κάνι πσουκάτ’.

πσουπάν’ προς τα επάνω.

πσουπέρα προς τα πέρα.

πστόβλιακας, ου αυτός που κάθεται παράμερα, μοναχικός [27, 422].

πσώκουλα (επίρρ.) πίσω πίσω.

π’τόλαχανα, τα χόρτα για πίτα.

πτιόγαλου, του [25β, 184], βλ. πτόγαλου.

πτόγαλου, του πηγμένο για τυρί γάλα που βρίσκεται σε κάποιο στάδιο της πήξης του ή έχει πήξει, αλλά δεν το βάλαμε στην τσαντίλα για να στραγγίσει.

πτουγαλόπ’τα, η πίτα που γίνεται με πτόγαλου, (βλ. λ.).

πυξαρένιους, -α, -ου αυτός που γίνεται από πυξάρι (ανθεκτικό ξύλο) [21β, 16].

πυξάρι, του θάμνος με ανθεκτικό ξύλο κατάλληλο για ξυλογλυπτική.

πύρα, η θερμότητα από τη φωτιά.

πυρόβουλα, τα πυροβόλα: τρία βαριά πυρόβουλα, τρία βαριά κανόνια, το ’να χτυπάει τουν Αη-Λιά κι τ’ άλλου τη Μουργκάνα [3α, 35].

πυρουκουλιάζου πυρώνω τα πισινά μου.

πυρουμάδα, η φέτα από ψωμί που τη ζεσταίνουμε στη φωτιά και σιγά σιγά ροδοκοκκινίζει [17, 183].

πυρουμάχους, ου όρθια πέτρα και «παλαμισμένη» με πολύ χώμα που τη βάνουνε στο επάνω μέρος της βάτρας, για να συγκρατεί τα κάρβουνα και να στηρίζει τα ξύλα που καίμε στη φωτιά [12α, 135].

πυρουστιά, η μεταλλικός τρίποδας για να ακουμπάνε τα σκεύη, όταν τα βάζουμε στη φωτιά, για να μαγειρέψουμε [26, 258].

πυρώνου 1. ζεσταίνω στη φωτιά: κόψτι κάνα δυο φέτις ψουμί για να τ’ς πυρώσουμι. 2. -ουμι ζεσταίνομαι στη φωτιά: πυρώσ’, γιατί είσι βριμένους.


ρ’ζά, τα πρόποδες από βουνό.

ρ’ζάρι, του το φυτό ρουβία η αιμοβαφής. Με τη χρωστική ουσία από τη ρίζα του βάφουμε τα μάλλινα γαλάζια [2].

ράβδα, η μεγάλη βέργα 2-3 μ. περίπου.

ραβδίζου με τη ράβδα τινάζω τους καρπούς από τα δέντρα, όταν ωριμάζουν.

ράγα, η θηλή από το μαστό.

Ραγάζι

ραγουβύζι, του το θήλαστρο (μπιμπερό) του μωρού [25β, 185].

ραδιό, του κομμάτι βράχου που κόβεται από τις κορφές των βουνών.

ρακί, του τσίπουρο.

ρακουβάριλου, του βαρέλι για ρακί.

ρακουπότ’ρου, του ποτήρι για τσίπουρο.

ρακουπώλ’ς, ου αυτός που πουλάει τσίπουρο [24, 43].

ραμαζάνα, η νταμιτζάνα.

ράφτ’σσα, η ράφτισσα, μοδίστρα [27, 424].

ραφτόιπουλου, του μαθητευόμενος ή νεαρός ράφτης: κι ιένα μικρό ραφτόιπουλου ράβει κι τραγουδάει.

ράφτου ράβω [27, 424].

ράχη, η 1. βουνοκορφή: θα γείρει ράχις κι ιβουνά. 2. λόφος.

ραχιά, η πλάτη από το άλογο [27, 354].

ρέβου αδυνατίζω, χάνω πολύ από το βάρος μου.

ρέγουμι ορέγομαι, επιθυμώ [17, 336].

ρείκι, του το φυτό ερείκη: στα ρείκια βγαίνει ιένα νιρό, του λέν’ ασημουνιέρι.

ρέμα, του 1. χείμαρρος. 2. πλυσταριό.

ρέμπιλους, -η, -ου ακατάστατος.

ρέντζικλους, -η, -ου ρέντζελος, κουρελιασμένος [27, 424].

ρέτσια, τα ελάτινα κουκουνάρια.

ρήγας, ου βασιλιάς.

ρήγλα, η τελείως γεμάτο δοχείο υγρών [25β, 186].

ρηγλώνου γεμίζω τελείως το καρδάρι [25β, 186].

ρηγόιπουλου, του βασιλόπουλο: κι αν στουν ’πι του ρηγόιπουλου, του ρήγα τ’ αρχουντόιπουλου [3α, 147].

ρηκάζου [25 β, 186], βλ. ρικάζου.

ρηκατό, του η ενέργεια του ρηκάζου.

ρηκουμανάου σφαδάζω από τον πόνο ή από το πολύ δίκιο [25β, 187].

ρήμα, η ρίξιμο, δηλ. διαίρεση που κάνουμε ανάμεσα στα έξοδα και στον αριθμό των προβάτων για να δούμε πόσα χρήματα αναλογούν στο κάθε πρόβατο, μοιρασιά.

ρημαδιακό, του έρημο, ρημάδι, ρημαγμένο [16, 157].

ρημουλιθουπάτι, του ερημικό βουνίσιο μονοπάτι γεμάτο πέτρες ή κάτι σα βουνίσιο γκαλντερίμι: πάτα του, Μίχου μ’, πάτα του του ’ρημουλιθουπάτι, ακόμα ιτούτη τη βουλά κι άλλη βουλά δεν έχει [15α, 76].

ρημουσέλι (επίρρ.) ερημιά, τελείως έρημο μέρος: βήκα απάν’ στα πλάια κι αγριεύκα. Ρημουσέλι, ούηδι π’λάκι δεν ακούς.

ρητσινουκέρι, του ύφασμα εμποτισμένο σε λιωμένο ρετσίνι και τυλιγμένο σε σχήμα κεριού.

ριβά (επίρρ.) πλαγιαστά, όχι ίσια κατά το περπάτημα.

ριβάνι, του ρυθμικό και ανάλαφρο βάδισμα του αλόγου που γίνεται με πλαγιοτροχασμό [20, 357].

ριβανλίτ’κου, του το άλογο που περπατάει ριβάνι, (βλ. λ.).

ριβένι, του μικρό ύψωμα, λοφίσκος.

ριβός, -ή, ό στραβός, κυρτός, καμπούρης [12β, 166].

ριγάλου, του φιλοδώρημα [17, 336].

ριγανέλα, η είδος από τριχιά: σαρμανίτσα μι φλουέρα κι φασκιά απού ριγανέλα [3α, 202].

ριέμι, του όμηρος (για λύτρα).

ριέμια, τα [20, 357], βλ. φυλαχτήδις.

ριζάκια, τα (μτφ.) τροφοδοσίες κλεφτών ή ληστών: σου κόψαν τα ριζάκια σου, σου κλείσαν τα ντιρβένια, πήραν τουν Καϊμακάμη σου ν-απού την Κατιρίνη [21β, 83].

ριζιμιά λιθάρια ριζωμένα, αυτά που δεν κουνιούνται από τη θέση τους [17, 336].

ρίζουμα, του, βλ. ρ’ζά.

ρικάζου βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως από πόνο (για ζώα κυρίως και περισσότερο για γίδια) [12α, 136]: κι ακούου τ’ αρκούδια πάλιβαν, πλατώνια να ρικάζουν [21β, 172].

ρικάμια, τα έτσι λένε τα μικρά Σαρακατσιανόπουλα τα μαθήματα αριθμητικής (πράξεις κ.τ.λ.), που κάνουν με το δάσκαλο στο δασκαλοκάλυβο [1, 98].

ριματικά, τα ρευματισμοί.

ριμέντια, τα ξόρκια.

ριμπέτας, ου ρεμπέτης, τεμπέλης, αχαΐρευτος.

ριντζουκούλια, τα παλιόρουχα, ρούχα ευτελούς αξίας.

ριντζουπάνια, τα παλιόπανα.

ρίξουν του βιο να χωρίσουν τα κοπάδια: πώς θα τα « ρίξουν», δηλ. πού κι από πόσα θα τοποθετήσουν, πού τα γαλάρια, πού τα στέρφα, πού τα ζυγούρια [20, 12].

ριούλια, τα γούστα: τ’ κάν’ς ούλα τα ριούλια τ’ Κουστάκη κι γι’ αυτό δε σ’ ακούει.

ριτζιά, η δέηση.

ριτσέλι, του γλύκισμα από σακχαρόπηχτα οπωρικά [15α, 76].

ριτσικότσιαλα, τα κουκουνάρια από έλατα ή πεύκα.

ριτσιλίτσα, η έντιμη γυναίκα [27, 394].

ριτσιναριά, η πρακτικό θεραπευτικό μέσο (πανί εμποτισμένο με ρετσίνι, έμπλαστρο).

ριχτουλόους, ου γητευτής [25β, 187].

ρνάρι, του [13, 53] λίμα για να τροχάμε.

ρόγα, η μισθός τσομπάνου: νω μου, κυρά μ’, τη ρόγα μου, νω μου τη δούλιψή μου [26, 9].

ρόζους, ου σημείο του κορμού του δέντρου από το οποίο ξεκινάει ένα κλαδί του με αποτέλεσμα στο σημείο εκείνο να διογκώνεται [12β, 167].

ρόιδινους, -η, -ου ροδομάγουλος: κι ιένα κουρίτσι ρόιδινου ράβει κι τραγουδάει [21β, 293].

ρόιδου, η μουλάρι εν μέρει μαύρο, εν μερει κόκκινο [27, 353].

ρόιδου, του ρόδι: μι τ’ άνθη, μι του ρόιδου, μι του μαργαριτάρι.

ροϊδουκουκκινάδα, η ροδοκόκκινο χρώμα στο πρόσωπο.

ροϊδουκουκκινάτη, η κοπέλα ροδοκόκκινη.

ροϊδουνιά, η ροδομάγουλη, όμορφη.

ροϊδόφλουδα, η φλούδα ροδιού.

ρόιμα, του εκπλήρωση τάματος.

ρόκα του πουδάρι (μτφ.) έσπασε το πόδι και είναι στο νάρθηκα.

ρόκα, η 1. ξύλινο εξάρτημα με δυο έλικες ή χωρίς έλικες με το οποίο γνέθουν οι γυναίκες. 2. καρπός από καλαμπόκι.

ρόκουλου, του είδος από έλατο [15β, 242].

ρόμπουλου, του είδος από πεύκο [26, 355].

ρουβόλι, του πιστόλι: μ’ έμαθαν μι του ρουβόλι κι φουβούντι οι βλάχοι όλοι [4, έτος 9ο, 31].

ρουβουλάου 1. κατηφορίζω ή κατηφορίζω γρήγορα από μια πλαγιά, κατεβαίνω από το βουνό με ορμή [27, 425]: πώς ρουβουλάν’ απ’ τ’ Άγραφα κουρίτσια κι νυφάδις. 2. οδηγώ τα ζώα προς μια κατεύθυνση [12α, 137], περιπλανιέμια με τα πρόβατα από τόπο σε τόπο, για να τα βοσκήσω [25β, 187.

ρούγα, η είσοδος σε κονάκι ή σε μαντρί, άνοιγμα καλύβας, είσοδος: πανάθιμα που φύτιψι του κλήμα στην αυλή σου κι σκιέπασι την πόρτα σου, τη ρούγα τ’ αργαλειού σου [21β, 245].

ρουγκαϊζουμι ρεύομαι.

ρουγκαλιάζουμι ξεσχίζομαι περνώντας μέσα από θάμνους, τρυπιέμαι από αγκάθια.

ρουγκάτσ’κου, του ζώο που ο ευνουχισμός του πετυχαίνει κατά το ήμισυ.

ρουέβου τάζω κάτι και το προσφέρω, το μοιράζω στον κόσμο.

ρουή, η λαδερό [25β, 189].

ρουιάζουμι πηγαίνω μισθωτός τσομπάνος: παραμικρός ν-ουρφάνιψα ’που μάνα, ’που πατέρα κι πήγα κι ρουϊάστηκα σι νια κυρά Βουργάρα.

ρουϊάρκα, τα αυτά που ρουν, βλ. ρούου.

ρουιδάμι, του τρυφεροί βλαστοί από πουρνάρι [26, 68].

ρουιδίζου παίρνω σιγά-σιγά το κόκκινο χρώμα.

ρουιδούλα, η ροδομάγουλη, όμορφη: δεν ήρθαμαν για φάει για πιει, ρουΐδούλα, μουρή ρουιδούλα [3α, 149].

ρουϊδουνιά, η ροδομάγουλη: βρίσκου νια κόρη ρουϊδουνιά, ξανθιά κι μαυρουμάτα [3, 92].

ρουκίσιου, του καλαμποκάλευρο [26, 313].

ρουκουλιό, του ακαταστασία.

ρουκώνουμι μπαίνω, χώνομαι.

ρουμαίικου, του ελληνικό κράτος.

Ρουμαίοι, οι Έλληνες: πουτές μου δεν ιμάλουσα μι Τούρκους, μι Ρουμαίους [3α, 88].

Ρουμιουϊπούλα, η Ελληνοπούλα.

ρούμπαλου, του 1. κουκουνάρι από έλατο 2. (μτφ.) εμπόδιο, πρόβλημα: τώρα του ’ρθι του ρούμπαλου κι δεν ξέρει τι να κάμει.

ρουμπέτα, η 1. μουσικό όργανο. 2. –ις κουβέντες, κοτσομπολιό [27, 425].

ρουμπέτας, ου πολυλογάς, κουτσομπόλης.

ρουντίνα, η ήμερος τόπος στα ριζώματα.

ρούντου, του πρόβατο που έχει κοντό, λεπτό και απαλό τρίχωμα [27, 348].

ρούου κάνω τα πρόβατα να ρέουν στον κατήφορο, στη σειρά, τα βάζω στη σειρά: ρούσ’ τα να τα μιτρήσουμι.

ρούπουσι η φτσιέλα έκλεισαν οι σχισμές της.

ρουπώνου παραχορταίνω [12α, 138], χορταίνω με ρύπους και βρομιές [25β, 189].

ρούσ’μου, του η ενέργεια του ρούου.

ρούσα, η φοράδα με μελαχρινοκόκκινο χρώμα.

ρούσα, τα μαύρα (λάια) πρόβατα με κοκκινωπά μαλλιά στην επιφάνεια [23α, τ. 3, 36].

ρουσάτη, η γυναίκα με ξανθοκόκκινα μαλλιά αλλά και περήφανη [25α, 141].

ρούσινος, -η, -ο ρωσικός: ν-έχου καράβι ρούσινου, κατάρτι πυξαρένιου [21β, 16].

ρουσουγένιους, ου ξανθογένης.

ρούσους, -α, -ου 1. ξανθός [17, 336]. 2. ξανθοκόκκινος [25β, 189].

ρουσφαΐζου τρώγω με βουλιμία, κατατρώγω [25β, 189].

ρούχινα προικιά (πιθ.) όχι μάλλινα αλλά αγοραστά κι από άλλη πρώτη ύλη.

ρουχνάου ροχαλίζω.

ρύμα, η ασθένεια στα μάτια (τα μάτια γίνονται κόκκινα και δύσκολα ανοίγουν) [27, 425].


σ’κουμαΐδα, η γλυκό με σύκα [27, 376], μάζα από σύκα.

σ’κουμάρα, η (μτφ.) εγωισμός, υπέρμετρος εγωισμός: Πουλλή σ’κουμά­ρα έχει αυτός ου κόσμους!

σ’λιάφι, βλ. σ’λιάχι.

σ’λιάχι, του δερμάτινη ζώνη με πτυχές που τη χρησιμοποιούμε για θήκη κυρίως όπλων [26, 109].

σ’λούπια, τα σουλούπια, χαρακτηριστικά του προσώπου.

σ’μάδα, η λιθάρι επίπεδο μια-δυο παλάμες που το χρησιμοποιούμε στο παιχνίδι τα «φίτσια» [12β, 169].

σ’μαδεύου κάνω σημάδι στο πρόβατο, για να το γνωρίζω.

σ’μαδεύου φτιάχνω σημάδι, σημείο γνώρου στο αφτί από τα πρόβατα.

σ’μάδι, του 1. σημάδι, σημείο γνώρου στο αφτί από τα πρόβατα. [26, 33]. 2. κάτι που σου ανήκει. π.χ. αντικείμενο, ρούχο, μαλλιά: όμως για να σου κάνουν μάγια πρέπει να σου πάρουν σημάδι [4, έτος 12ο, 26]. 3. οιωνός: τουν έκαψαν τα σ’μάδια 4. -ια δαχτυλίδια στους αρραβώνες: αφού ταίριαξι η δ’λειά, άλλαξαν κι τα σημάδια, αρριβώνιασαν κι όρ’σαν πότε να γίνει ο γάμος [7β, 141].

σ’μαδιακός, -ή, ό εξαιρετικός, σπάνιος.

σ’μαδιμένα, τα 1. προβατίνες που έχουν κατεβάσει μαστάρι, δηλ. είναι στον τελευταίο μήνα της κύησης [17, 151]. 2. πρόβατα που έχουν στο αφτί τους το «σημάδι» του καθενός.

σ’μάδιψι η πρατίνα είναι στον τελευταίο μήνα της κύησής της και έχει κατεβάσει μαστάρι.

σ’μώνου πλησιάζω, ζυγώνω.

σ’ναφ’κά δικαστήρια δικαστήρια της στάνης [5, 31] .

σ’ναφ’λής, ου αυτός με τον οποίο ανήκουμε στο ίδιο σινάφι.

σ’νάφι, του συντεχνία, σύνολο από άτομα που ασχολούνται με το ίδιο επάγγελμα ή έχουν την ίδια καταγωγή και προέλευση.

σ’νί, του μεγάλο ταψί.

σ’νόρτα, τα σύνορα, όρια.

σ’πσί, του μικρή πίπα.

σ’χαριάζουμι υποδέχομαι κάποιον με χαρά, χαίρομαι μαζί με κάποιον άλλον: τι τουν σ’χαριάζισι κι δεν τ’ δίν’ς ιένα διάουλου.

σ’χαριάτις, οι μικρή ομάδα (μονός αριθμός) από καβαλάρηδες που φτάνει τρέχοντας πρώτη στα κονάκια και αναγγέλλει το χαρούμενο γεγονός του γάμου, προπομπή από το ψίκι (συμπεθεριακό) [17, 282].

σ’χαρίκια, τα συγχαρητήρια, συγχαρητήριο φιλοδώρημα σε εκείνον που πρώτος αναγγέλλει ευχάριστη είδηση.

σ’χουράου συγχωρώ, δίνω άφεση αμαρτιών.

σ’χουριμός, ου συγχώρεση.

σ’χώριση, η αποκριάτικο έθιμο. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς οι νεότεροι παίρνουν συγχώρεση για ό,τι έχουν κάνει από τους γεροντότερους [5, 38].

Σάββα, του Σάββατο.

σαββατιαστεί (να) να έρθει το Σάββατο και να περάσει:όποιος και νάναι, το μάτι δεν πρέπει να σαββατιαστεί, γιατί τότε ο ματιασμένος δύσκολα ξεματιάζεται [4, έτος 12ο, 25].

σαγάνι, του μαγειρικό σκεύος (σαν βαθύ πιάτο).

σαϊάζου βάνω μάλλινα χοντρά υφάσματα (τσιόλια) πάνω από το σαμάρι του ζώου για να προστατέψω το ζώο αλλά και το σαμάρι από τις κακές καιρικές συνθήκες.

σαϊάκι, του χοντρό ύφασμα με το οποίο φτκιάνουμε πατατούκες κυρίως.

σαϊάς, ου σκεπή από μαντρί.

σάιασμα, του χοντρό μάλλινο ύφασμα για σκέπασμα του σαμαριού των ζώων [26, 58].

σαίια, τα [12α, 136], βλ. σέια.

σάικους, -η, -ου στερεός, σταθερός, γερός: του κουνάκι γίν’κι σάικου.

σαϊμπής, ου υπεύθυνος για την όλη τάξη του γάμου και αυτός συνήθως είναι ο πατέρας του γαμπρού.

σαΐτα, η 1. εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο διαπερνώ το υφάδι στο στημόνι. 2. είδος φιδιού που έχει την ιδιότητα να εκτινάσσεται.

σαϊτάν’ς, ου, βλ. σιαϊτάν’ς.

σαϊτιά, η το ρίξιμο (εκτόξευση) της σαϊτας.

σαϊτόγνιμα, του νήμα που έχει η σαΐτα.

σαϊτόξ’λου, του εξάρτημα από τη σαΐτα στο οποίο τυλίγεται το υφάδι.

σαϊτουπαίξ’μου, του το παίξιμο (ρίξιμο) της σαΐτας.

σαϊτούρα, η είδος φιδιού που έχει την ιδιότητα να εκτινάσσεται [17, 337].

σακ’λίσια διαούρτη το γιαούρτι αφού το πήξουμε το βάζουμε μετά σε μια σακούλα για να στραγγίσει [ 19, 70].

σακαές, οι γίδια [20, 123].

σακαΐ, του αρρώστια στα άλογα (αδενίτιδα) [27, 357].

σακαϊάρκα, τα άλογα που πάσχουν α­πό σακαΐ, (βλ. λ.).

σακάλιβρου, του αλευροσάκι.

σακαρέλα, η μικρή στενόμακρη μάλλινη σακούλα [22, 48]. Κάποιοι βάνουν μέσα τα κουταλουπίρουνα και γι‘ αυτό τη λένε και χ’λιαρουλόου.

σακατ’λίκι, του αναπηρία.

σακάτ’ς, ου ανάπηρος.

σακατεύου 1. τραυματίζω, αχρηστεύω. 2. -ουμι αχρηστεύομαι, γίνομαι ανάπηρος.

σακατλαμάς, ου σακάτης.

σακένιους τρουβάς τροβάς δεύτερης ποιότητας.

σακιάζου γεμίζω το σακί με διάφορα πράγματα ή διάφορα υλικά.

σάκιασμα, του ενέργεια του σακιάζου.

σακιόσκ’να, τα σκοινιά με τα οποία δένουμε τα σακιά.

σάκκους, ου σακάκι [25β, 190].

σακουθρόφι, του είδος από φυτό.

σακούλα, η πορτοφόλι [25β, 191].

σακουράφα, η μεγάλη και χοντρή βέργα-βελόνα για να ράβουμε χοντρά υφάσματα.

σαλαγάου με φωνές και σφυρίγματα κατευθύνω το κοπάδι [26, 53].

Σαλαγάω, υπολογίζω

σαλαγιόμι κάνω σάλαγο, θόρυβο, φασαρία.

σάλαγους, ου 1. βοή από τη ροή του ποταμού. 2. θόρυβος (γλυκός ήχος) που κάνει το κοπάδι καθώς μετακινείται στη βοσκή [25β, 191].

σαλάημα, του η ενέργεια του σαλαγάου [26, 26].

σαλαητά, τα φωνές και σφυρίγματα με τα οποία κατευθύνω το κοπάδι.

σαλαΐζου ανακατώνω τα πρόβατα και κάνω φασαρία [25β, 191].

σαλάκι, του ψαροκόκκαλο με το οποίο χτυπάμε τα φιδιασμένα ζώα.

σαλάμ’κους, -η, -ου αξιόπιστος, φερέγγυος, σωστός.

σαλαμέντρα, η σαλαμάντρα, είδος κερκοφόρου σαύρας.

σαλαμπριά, η κατεβασμένο ποτάμι: του πουτάμι είνι σαλαμπριά κι δεν πιράει μι τίπουτα.

σαλαώρας, ου πολυλογάς.

σαλέπι, του το φυτό όρχις ο τετρακέντητος και το θερμαντικό ποτό που βγαίνει από τις ρίζες του [2].

σαλιάρα, η κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς (λεπτό καλό ύφασμα με πιέτες και δαντέλες και χωρίς πλάτη) που το βάζουμε γύρω από το λαιμό [22, 182].

σαλιούρα, η ποδιά [ 19, 62].

σάλλουμα, του άχυρα ή κλαδιά με τα οποία σκεπάζουμε τον ξύλινο σκελετό από το κονάκι ή από το μαντρί [26, 64].

σαλλώνου σκεπάζω το κονάκι με σάλλωμα, (βλ. λ.).

σάλμα, του άχυρο [27, 365].

σαλουγκβιντιάζου χαζοκουβεντιάζω.

σαλός, -ή, -ό «φευγάτος» [27, 426], τρελός.

σαλταμπήδα, η γυναίκα που έχει ξεπεράσει τους ηθικούς φραγμούς.

σαλταμπήδας, ου ανήθικος άντρας [25β, 192].

σαμαράκι, του προστατευτικό τρίχωμα που αφήνουμε στη ράχη από τα μικρά ζώα, όταν τα κουρεύουμε, κάπα.

σαμαρουκρέβατου, του θέση (κρεβάτι) για το σαμάρι [26, 303].

σαμαρουσκούτι, του χοντρό μάλλινο ύφασμα που μπαίνει στο εσωτερικό του σαμαριού.

σαμαρουτριχιά, η τριχιά για το σαμάρι [26, 304].

σαμαρώνου βάνω το σαμάρι πάνω στο κορμί του ζώου,

σάματι (σύνδ.) σάμπως, σαν να [16, 83].

σάματις, βλ. σάματι.

σαμουρέλ’ς, ου φτωχός, παρακατιανός.

σαμσιούλι, του πίπα.

σαούρα, η σαβούρα.

σαπιάρ’κα, τα πρόβατα που σαπίζουν τα νύχια τους και πέφτουν.

σαπιουκοιλιά, η υποτιμητική λέξη για τον ανίκανο, τον άχρηστο άνθρωπο, εκείνον που έχει διογκωμένη κοιλιά και που του είναι άχρηστη [12β, 168].

σαπίτ’ς, ου είδος βουνίσιου φιδιού [15α, 97].

σάρα κακιά να γκρεμιστείς, να χαθείς, να πας στον αγύριστο (κατάρα): σάρα να γιένει τ’ άλουγου κι αντάρα του ντουφέκι [21β, 248].

σάρα, η απότομη πλαγιά γεμάτη πέτρες και χαλίκια και χωρίς ιδιαίτερη βλάστηση, γκρεμός.

σαραδιά, η ασθένεια των αλόγων, μίξα [27, 357].

σαράκι, του 1. σκουλήκι του ξύλου, σκόρος. 2. (μτφ.) στενοχώρια.

σαρακιάζει του ξύλου γεμίζει από σκόρο.

σαρακουστεύου νηστεύω τη σαρακοστή.

σαρανταπλη(γ)ιασμένους, -η, -ου κα­­τα­πληγωμένος, με πληγές σε όλο του το σώμα: κι ένας γρίβας, παλιόγριβας, σαρανταπλη(γ)ια­σμέ­νους, σαν έκαμι χλιμίτρισι τριών χρουνών πουλάρι [18,197].

σαρατζιά, η αγιάτρευτη πληγή.

σαριά, η λέρα που μαζεύεται στα μαλλιά από τα πρόβατα.

σαριασμένα μαλλιά μαλλιά με σαριά, (βλ. λ.).

σαρκιρά ζώγα ζώα μεγάλης σωματικής αντοχής, ζώα με σκληρή, ανθεκτική στις κακουχίες σάρκα [12β, 169].

σαρκουτρύπι, του χορτάρι σαν αγκάθι που τρυπάει το δέρμα. Πρέπει να είναι η ίδια λέξη με το τρυπουσάκι.

σαρκώνου 1.ικανοποιούμαι ψυχικά: δε μι σαρκώνει ιδώ στουν κάμπου, θέλου να βγου στα β’νά. 2. επηρεάζω: μι σάρκουσι του κρύου.

σαρμανίτσα, η ξύλινο μικρό κρεβατάκι που είναι κούνια για το μωρό [26, 298].

σάρουμα, του 1. η ενέργεια του σαρώνου. 2 το φυτό ανθυλλίς η ερμάνειος. Με τα κλαδιά του φτιάχνουμε σκούπες [2].

σαρπούνι, του ευωδιαστό χορτάρι. Έχει χρώμα γκρι και άσπρα λουλούδια. Το βράζουμε και το χρησιμοποιούμε για να θεραπεύουμε τις αμοιβάδες [15β, 238].

σαρώνου σκουπίζω το κονάκι ή την αυλή, καθαρίζω: σάρουσι, χήρα μ’, σάρουσι, στην πόρτα να πιράσου, να ιδού τη δυχατέρα σου, να την αρριβουνιάσου [3α, 107].

σαφράνι, του (μτφ.) άνθρωπος με ωχρό πρόσωπο.

σάψιαλου, του, βλ. κούσιαλου.

σβάου σβήνω [26, 48].

σβαρνάου κουπέλα (μτφ.) κλέβω, απαγάγω [19, τόμος 1ος , 286].

σβέρκια, τα σβέρκος.

σβηντζούρι κάποιος ή κάτι που περνάει αστραπιαία από μπροστά σου: σβηντζούρι ου Κουτσιαρέλ’ς να πάει να μάσει τουν αργγιλέ.

σβόιρας, ου αυτός που παίρνει στροφές το μυαλό του, έξυπνος, πολυμήχανος [25β, 194].

σβώλους, ου σφαιρικό κομμάτι τυριού μέσα στο τομάρι που δεν έγινε πολτός [12α, 140].

σγαντσουμάλλ’ς, ου αυτός που τα μαλλιά του είναι όρθια σαν τα αγκάθια του σκαντσόχοιρου.

σγαρλάου βλ. σγαρλεύου.

σγαρλεύου ανακατώνω, ψάχνω.

σγουλώνου 1. στριμώχνω. 2. στριμώχνομαι σε μια γωνιά, σφηνώνομαι.

σέβαση, η σεβασμός.

σέγκια, τα παιδικό παιχνίδι.

σέια, τα οικοσκευή, όλα τα πράγματα του νοικοκυριού [17, 140].

σέινα, τα άσπρα μαλλιά με μαύρες τρίχες [4, τ. 4ο, 16].

σειόμι κουνιέμαι, κινούμαι.

σειρά, η 1. γενιά, σόι: πάρι νύφη απού σειρά κι σκύλα απού κουπάδι. 2. τάξη, τρόπος ζωής: ικειά τα χρόνια είχαμαν κι ’μείς καλή σειρά στου βιο μας.

σειραλήδις, οι Σαρακατσιαναίοι που έχουν καλά τη σειρά τους, δηλ. έχουν πολύ βιο και κατά συνέπεια βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση και έχουν καλό όνομα.

σειργιά, η, βλ. σειρά.

σειρήτια, τα γερά, ίσια, όμορφα και μακριά ξύλα που τα χρησιμοποιούμε στα αδίπλα καλύβια [25β, 195].

σέλα, η προσαρμοσμένο κάθισμα για τον αναβάτη στη ράχη του αλόγου.

σέρπιτα, τα ερπετά.

σέρσιλου, του μυριάδες, πλήθος πολύ.

σημείου γεγονός που προκαλεί θαυμασμό ή φόβο: ουρέ, τι σημείου ήταν αυτό απόψι ! Μας πήρι τ’ς στρέχις απ’ τα μαντριά !

σημειουμένους, -η, -ου άνθρωπος που έχει κάποιο σωματικό ελάττωμα.

σηρά, η [25β, 195], βλ. σειρά.

σια δίπλα ίσια δίπλα [27, 427].

σιαδώθι ίσια δώθε.

σιάζου 1. τακτοποιώ, διευθετώ. 2 -ουμι πλένομαι, κάνω την τουαλέτα μου, περιποιούμαι.

σιάζου τα ζουντανά ταχτοποιώ, φροντίζω.

σιαΐνι, του είδος από αετό: πώς καταριότι τουν αϊτό κι του σιαΐνι αντάμα.

σιαϊτάν’ς, ου ο καταχθόνιος, ο σατανικός άνθρωπος.

σιαϊτάν’σσα, η το θηλυκό του σιαϊτάν’ς, (βλ. λ.) [27, 426].

σιακάτ’ προς τα κάτω.

σιακείθι ίσια εκείθε, προς τα εκεί [25α, 152].

σιαλβάρι, του πελεκημένο ξυλάκι με δυο εγκοπές στις άκρες του για να το δένουμε, και το βάνουμε στο στόμα του κατσικιού για να μην μπορεί να βυζαίνει, είδος χαλινού [26, 68].

σιαμπρουστά 1.προς τα μπροστά. Πορεία προς τα μπροστά. Οι γριές, οι γέροντες και τα παιδιά φεύγουν κάθε πρωί 2-3 ώρες γρηγορότερα από το καραβάνι, για να εξοικονομήσουν χρόνο και να πλησιάσουν τον τόπο που θα μείνουν για να περάσουν το βράδυ. Τη διαδικασία αυτή τη λέμε «σιαμπρουστά» [12α, 141]. 2. μελλοντικά.

σιαπάν’ προς τα πάνω.

σιαπανίσιους, -α, -ου, βλ. παλιουχου­­­­ρίσιους.

σιαπέρα προς τα πέρα.

σιάπη, η αφθώδης πυρετός.

σιαπλαή, η πιάτο [27, 426].

σιαπού προς τα πού: σιαπού να ψένουν λάια αρνιά, σιαπού παχιά κριάρια, σιαπού να κάνουν, Δήμου μ’, τη Λαμπρή [21β, 111].

σιαράφι, του αργυραμοιβείο: στου παζάρι είν’ του μιτάξι, στου σιαράφι είν’ του φλουρί.

σιάση, η διευθέτηση, συμφωνία, ειρήνευση.

σιαφά του βιλαέτι δε με νοιάζει για τιποτα, εννιά έχει ο μήνας.

σιάχους, ου προστατευτικό στέγαστρο για τη βροχή, εσοχή [26, 67], σκεπή από το μαντρί [17, 337].

σιβδαλής, ου αυτός που έχει σιβδά, (βλ. λ.) [27, 426].

σιβδαλίζουμι έχω καημό, ερωτικό πάθος [3α, 94].

σιβδαλίτ’σσα, η θηλυκό του σιβδαλής.

σιβδάς, ου 1. καημός, ερωτικός πόθος 2. μεράκι: αυτό του πιδί τα ’χει σιβδά τα πρότα.

σίβους, -α, -ου αυτός που το χρώμα του είναι μεταξύ γκρι και μπεζ.

σιγάκια, τα, βλ. βασκαντηρούλις.

σίγαλα (επίρρ.) 1. αθόρυβα, χαμηλόφωνα 2. αργά: γιατρός δεν ήταν να με ιδεί, να δέσει την πληγή μου. Μαυρουφουράνι σίγαλα, μη μάθει ν- η συντρουφιά μου [15α, 48].

σιγαλός, -ή, -ό σιγανός.

σιγκούνι, του μάλλινος επενδύτης [17, 337].

σιγουρεύου 1. ασφαλίζω κάτι. 2. κάθομαι ήσυχα.

σιγουρημένους, -η, -ου ασφαλής: στην καλύβα ν-ου καημένους κάθουμουν σιγουρημένους, φύλαγα τα κιρασάκια μην τα φάν’ τα κουριτσάκια [3α, 196].

σιδηρόσκαλα, η αναβολέας στον οποίο πατάει ο καβαλάρης για να ανεβεί στη σέλα [17, 146].

σιδηρουχόρτι, του ρούτα η βαρύοσμη, είδος χόρτου που το αφέψημα από τα φύλλα του το χρησιμοποιούμε ως παρασιτοκτόνο των εντέρων [2].

σιδηρόψαρου, του άσπρο άλογο με λίγες μαύρες τρίχες [17, 171].

σιδιρώνου, βλ. 1.αρματώνου. 2. ξυλοκοπώ.

σικλέτι, του στενοχώρια.

σικλιτίζουμι είμαι λυπημένος, στενοχωρημένος [27, 426].

σιλιασμός, ου επιληψία.

σιλώνου βάνω τη σέλα στο άλογο.

σιόπ’ς, ου αυτός που κάνει του κεφαλιού του.

σιουγκάρα, η, βλ. δυγόνα.

σιουγκάρι, του 1. βυζανιάρικο αρνί [26, 25]. 2. μικρότερο παιδί μιας οικογένειας. 3. δυγόνι, (βλ. λ.).

σιουγκράου αγγίζω κάποιον με νόημα, τον ειδοποιώ αγγίζοντάς τον [12β, 171].

σιουγκρίζου, βλ. σιουγκράου.

σιούκας, ου αυτός που δεν παίρνει από λόγο, «χοντροκέφαλος».

Σιουμάδις

σιουράου 1.σφυρίζω [7α, 33]. 2.(μτφ.) υπολογίζω, δίνω αξία: ποιος τ’ς σιουράει αυνούς.

σιουρβέτι, του άσπρο σαρίκι [27, 427].

σιουρίστρα, η σφυρίχτρα.

σιουρτό, του σφύριγμα: μι τη φλουιέρα το ’λιγι, μι του σιουρτό τού λέει [3α, 221].

σιούτα, -ου γίδα χωρίς κέρατα. Αρσενικό γίδι ή αρσενικό πρόβατο χωρίς κέρατα.

σιουφέρ’ς, ου οδηγός: που βάρισις την τράπιζα μες του Κατζά την Πέτρα, κι σκότουσις ιννιά πιδιά κι του σιουφέρη δέκα [3α, 65].

σιριανάου κάνω περίπατο, γυρίζω στους δρόμους.

σιριάνι, του περίπατος, βόλτα: ιένα Σαββάτου βράδυ, νια Κυριακή δειλ’νό ξιβήκα στου σιριάνι ν-ου μαύρους να χαρού.

σιρκός, -ό αρσενικός, αρσενικό.

σιρκουθήλ’κους, -η, -ου ερμαφρόδιτος.

σιρκουλίβαδου, του λιβάδι που βόσκουν αρσενικά αρνιά.

σιρκουμάδα, η ομάδα από αρσενικά παιδιά, πολλά αρσενικά παιδιά σε μια οικογένεια [3β, τ. 28, 8].

σιρκουχουρίζου χωρίζω τις προβατίνες που γεννούν αρσενικά αρνιά από αυτές που γεννούν θηλυκά. Τις προβατίνες με τα αρσενικά αρνιά τις βάζω σε καλύτερο λιβάδι.

σιρκουχρουνιά, η χρονιά που οι προβατίνες γεννούν αρσενικά αρνιά περισσότερα από τα θυλυκά.

σιρμαϊά, η απόθεμα.

Σιρμπιάνοι, οι Σαρ. που ζούσαν στη Σερβία. Αργότερα ήρθαν στην Ελλάδα και οι περισσότεροι από αυτούς μένουν σήμερα στο Κορδελιό της Θεσσαλονίκης.

σιρσένι, του (μτφ.) άνθρωπος που δεν ησυχάζει καθόλου, εργατικός.

σιτζίμι, του λεπτός και γερός σπάγκος[17, 156].

σκ’λεύουμι (για σκυλιά) ζευγαρώνω.

σκ’λιουψώμι, του ψωμί για τα σκυλιά που το φκιάχνουμε με πίτουρα.

σκ’λίσιους, -α, -ου αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκύλο: σι σκ’λί­σιου τουμάρι τυρί δι μπαίνει.

σκ’νί, του (μτφ.) χρόνος ζωής ενός ανθρώπου: σώθ’κι του σκ’νί τ’ς βάβους μ’.

σκ’τάλη, η σκυτάλη, βλ. τσέτλας.

σκ’τιά, τα σκουτιά, ρούχα.

σκάλα, η 1. εργαλείο με το οποίο μαζεύουμε μασούρια. 2. σιδερόσκαλα από τη σέλα, αναβολέας: φέρνει τη σέλα του στραβά, του γκιέμι του κουμμένου, φέρνει κι τουν αφέντη του στη σκάλα κριμασμένου [21β, 25]. 3. (μτφ.) γενιά, ηλικία: παλιότιρα απ’ τ’ θκη μ’ τ’ σκάλα, όπους μουλόγαγαν οι γριές, στα κατασάρκια δεν έβαναν μανίκια [4, έτος 7ο, 23].

σκαλάκι, του ποτήρι.

σκαλιά, τα οι μουσικές κλίμακες στα κουδούνια [26, 124].

σκαλόκουμμα, βλ. κόκκα.

σκάλουμα, του 1. εμπόδιο: τι σκάλουμα ήταν αυτό, σήμιρα! 2. (μτφ.) πρόβλημα.

σκαλουπατήματα, τα σκαλοπάτια: πόσα ξόδιασα για σένα να σι φέρου στην αυλή μου, στα σκαλουπατήματά μου [18, 151].

σκαλώνου σταματάω μπροστά σε ένα εμπόδιο.

σκαμματίζου πλένω τα ρούχα με δύναμη [25β, 197]. Νια βλάχα πλένει στου πουτάμι, πλένει κι σκαμματίζει κι ου Γκραίκους την αγνάντευε ’που πίσου απ’ του πλατάνι [24, 31].

σκαμνάκια, τα παιδικό παιχνίδι.

σκάνια, η στενοχώρια, στενοχώρια και αγανάχτηση μαζί.

σκανιάζου στενοχωριέμαι, στενοχωρώ.

σκάνιασμα, του, βλ. σκάνια: πάψι, κόρη μ’, του σκάνιασμα κι ιέλα στην αγκαλιά μου, να σι χουρτάσου φίλημα, να σι χουρτάσου χάιδια [3α,98].

σκαντζλήθρα, η φλούδα ή πολύ μικρό κομμάτι ξύλου που καίγεται και εκτινάσσεται [12α, 142].

σκαντζουχέρι, του σκαντσόχοιρος.

σκάπιτα, τα μέρη που βρίσκονται πίσω από την κορυφή ενός υψώματος και δεν φαίνονται.

σκαπιτάου χάνομαι πίσω από τη ράχη, δύομαι [26, 83]: σκαπέτ’σι ου ήλιους.

σκαπιτουραχιάζου χάνομαι πίσω α­πό τη ράχη· χάνομαι μέσα στα βουνά, εξαφανίζομαι: απ’ του φόβου μη μι πιάσουν σκαπιτουράχιασα [3β, 12].

σκαρίζου βγάζω το κοπάδι τη νύχτα για βοσκή ή το βγάζω από το στάλο για να βοσκήσει ή το βγάζω για βοσκή: σήκου, Μαρούλα μ’, του προυί κι σκάρισι τα γίδια.

σκαρνουτή, η ποδιά με φυτόσχημες παραστάσεις που τη φοράνε οι γυναίκες στις ανοιξιάτικες μετακινήσεις.

σκάρους, ου έξοδος του κοπαδιού για βοσκή και κυρίως μετά τα μεσάνυχτα: πιδιά, σ’κουθείτι, ήρθι ου σκάρους, ήρθι ου χάρους [26, 54].

σκάρφη γίν’κι έγινε πολύ αρμυρό, π.χ. το φαγητό.

σκάρφη, η το φυτό πόα μέλας ελέβορος που έχει και θεραπευτικές ιδιότητες.

σκάσιμου, του (μτφ.) μεγάλη στενοχώρια: πάρι μι στουν αργαλειό σου, Δημητρούλα μου, για του σκάσιμου τ’ αντρός σου [3α, 196].

σκατόλια, τα παιδικό παιχνίδι.

σκαφίδα, η ξύλινη σκάφη στην οποία ζυμώνουμε το ψωμί ή πλένουμε τα ρούχα.

σκαφίδι, του βαθουλό ξύλινο σκεύος για ζύμωμα [25β, 198].

σκέπη, η [12β, 171], βλ. πάνα.

σκηνίτις, οι αυτοί που ζουν μέσα σε σκηνές και κυρίως οι νομάδες: ιμείς νια ζουή σκηνίτις είμαστι.

σκιάδα, η καπέλλο ψάθινο που προστατεύει από τον ήλιο.

σκιάδι, του σκιάχτρο, παλιόρουχο ή άλλο πράγμα που εκφοβίζει τα άγρια ζώα.

σκιάζουμι φοβάμαι: η χιλώνα δε σκιάζιτι του χαλάζι [19, τόμος 1ος, 339].

σκιαζούρ’ς, ου φοβητσιάρης.

σκιαζούρια, τα, βλ. σκιάδι.

σκιάσματα, τα αγερικά, δαιμονικά, κακά πνεύματα.

σκιάχτρου, του (μτφ.) πολύ άσχημος άνθρωπος.

σκιδιάζου σχεδιάζω.

σκιέλ’σμα, του αγερικό, δαιμονικό.

σκίζα, η κομμάτι από ξύλο που αποσπάται ακανόνιστα από τον κορμό ενός δέντρου ή ενός χοντρού κλαδιού, πελεκούδα.

σκιζάφτ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (μια σχισμή στην άκρη από το αφτί) [26, 34].

σκιλίζουμι 1. αδιαθετώ, αρρωσταίνω και αποδίδω στο σκιέλ’σμα (βλ. λ.) την αιτία από το πρόβλημά μου. 2. παραφέρομαι επειδή έχω σκιέλ’σμα, (βλ. λ.): ουρέ, τι κάν’ς έτσι; σκιλ’­σμένους είσι;

σκιντσεύου αρπάζω χρήματα με βασανισμό [27, 428].

σκιόριμα, του 1. πολύ άσχημος ανθρωπος: τέτοιου σκιόριμα νύφη, πού ’ν πάηναν; 2. ανυπόληπτος [25β, 198].

σκιρός, -ή, -ό 1. σοβαρός, αξιόλογος [25β, 199]. 2. «νόστιμος» κι όχι απαραίτητα όμορφος: σκιρή γ’ναίκα η Γιάννινα.

σκιρτσούδα, η (πιθ.) η γυναίκα που κάνει σκέρτσα, πεταχτούλα, κολπαδόρα: βρίσκου Βουργάρα θέριζι μ’ ατσάλινου δριπάνι, σκιρτσούδα μου.

σκλαρ’κάτα, τα, βλ. μαρζιλάτα.

σκλήθρου, του το υδροχαρές δέντρο κλήθρο τη φλούδα του οποίου χρησιμοποιούμε για να βάφουμε υφάσματα [26, 355].

σκληρίζου ρίχνω κλήρο, κληρώνω, λαχνίζω [3α, 28].

σκλήρους, ου λαχνός, κλήρωση.

σκοίνους, ου αειθαλής θάμνος.

σκόπι, του ξύλο, ραβδί [26, 135].

σκόρτσα, η 1. κοριός [27, 428]. 2. χαμόκλαδο [26, 111].

σκόρτσα, τα πλεξίματα με βέργες ή άλλα κλαριά.

σκότ’νους, -η, -ου σκοτεινός.

σκούζα, η θρήνος.

σκουλαμέντρα, η αφροδίσιο νόσημα (βλενόρροια).

σκουλάου σχολάω, τελειώνω.

σκουλάτα, τα είδος από υφαντά.

σκούλη, η πίσω μέρος από ένα κοφτερό αντικείμενο [27, 428].

σκουλύμπρι, του αγκάθι που τρώμε το βλαστό του [25β, 199].

σκουμένους, -η, -ου (μτφ.) εγωιστής.

σκούντα, η αποπληξία.

σκουνταμός, ου σκουντουφλιά.

σκουντουφλάου σκοντάφτω σα να είμαι τυφλός [12α, 145].

σκουντουφλιάρ’ς, ου αυτός που σκοντάφτει συχνά.

σκουριουκούδ’να, τα σκουριασμένα κουδούνια [26, 116].

σκουρπίδι, του 1. σκορπιός [26, 344]. 2. το φυτό κέτεραχ το φαρμακευτικό που το χρησιμοποιούμε σαν φάρμακο για τις πέτρες στη χολή και στα νεφρά, γιατί είναι διουρητικό [2].

σκουρπουφτέρη, η φυτό πόα με θεραπευτικές ιδιότητες.

σκούσματα, τα δυνατές κραβγές πόνου.

σκουτάδιασι έγινε σκότος.

σκουτειδιάζει γίνεται σκοτάδι πυκνό [21β, 123].

σκουτίδα, η πυκνό σκοτάδι.

σκουτούρα, η 1. η ζαλάδα. 2. (μτφ.) πρόβλημα, έννοια.

σκουτουρέλλα, η σαύρα.

σκουτουριάζουμι ζαλίζομαι [20, 323].

σκουτουτρίτσα, η, βλ. σκουτουρέλλα.

σκούφια, η, βλ. κατσιούλα.

σκρουμπιάζου γίνομαι σκρούμπος.

σκρούμπους, ου 1. καμένος, παραψημένος [25β, 200]: γίν’κι σκρούμπους του ψουμί. 2. καμμένο μάλλινο υφαντό.

σκρουπάου σκορπίζω.

σκ’τίσια, τα μάλλινα.

σκύλα, η (μτφ.) κακιά, μοχθηρή γυναίκα: τι μο’ κανις, μωρ’ πιθιρά, τι μο ’κανις, μωρ’ σκύλα! [21β, 31].

σμαζώνου μαζεύω, συμμαζεύω, συγκεντρώνω.

σμαλμίσια, τα μακριά μαλλιά περίπου στα 20 εκ. με τα οποία φκιάχνουμε καθημερινές φορεσιές [4, τ. 4ο, 16].

σμέρτου, του καρπός της μυρτιάς.

Σμιγάδι, σαρ.2008

σμίξη, η 1. (μτφ.) αντάμωμα, αντάμωση. 2. συμβολή των ποταμών.

σμίτι, του άσπρο ψωμί.

σμίχτ’ς, ου συνέταιρος με τον τσέλιγκα, αυτός που σμίγει το κοπάδι του με το κοπάδι του τσέλιγκα [26, 1].

σμιχτάδις, οι, βλ. σμίχτ’ς.

σμιχτήδις, οι βλ. σμιχτάδις.

σμπούρα, η αρρώστια και πιθανόν ίλιγγος.

σμπουρίζου καλαμπουρίζω [20, 99].

σμυρτιά, η το φυτό μυρτιά.

σνόρα, η πονηρή γυναίκα.

σντρόκους, ου θάμνος.

σόι, του συγγένεια.

σόλιους, -α, -ου άξεστος, αγροίκος [25β, 202].

σουβάτι, του πάχυνση.

σουβουδιάζου χάνω, πουλάω, τελειώνω με κάτι.

σούδα, η 1. κατεβασμένο ρέμα που φέρνει μαζί του ξύλα και πέτρες. 2. βλ. ουβουρός.

σουδιάζου οδηγώ με τρόπο τα πρόβατα στη βοσκή.

σουϊακός, -ή, -ό, βλ. σουϊλίτ’κους.

σουϊεύου είμαι συγγενής με κάποιον.

σουϊλίτ’κους, -η, -ου σοϊλίδικος, αυτός που είναι από καλό σόι ή από καλό νταμάρι (για ζώα) [17, 160].

σουκόρφι, του 1. μάλλινη αντρική μπλούζα [21α, 162] 2. τσέπη από το μέσα μέρος του σακακιού ή του γιλέκου και περίπου κάτω από τη μασχάλη, τον κόρφο [12β, 181].

σούλι, του, βλ. τιμπλί.

σούλιους, ου ανόητος.

σούμα, η διαλεγμένο μακρύ μαλλί, το καλύτερο μαλλί [26, 97]., βλ. και φίνου.

σουμπέα, η ανησυχία, έγνοια [27, 429].

σουμπόλια, τα σκωπτικά τραγούδια που στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα [25β, 203].

σουμπουλιάζου 1. συμπληρώνω κάτι μισοτελειωμένο, το ολοκληρώνω. 2. (μτφ.) κουτσομπολεύω [25β, 203].

σούμπρα, η κουκούτσι.

σουπάνι, του εσωτερικό πανί, φόδρα.

σουργούνι, του 1. ρεζίλι. 2. εκτόπιση [17, 337].

σουϊλής, ου λεβέντης.

σουρκόφι, του [12β, 181], βλ. σουκόρφι.

σούρλα, η, βλ. κατσιούλα.

σουρταλιάρ’κα, τα [23, 150], βλ. γκισιέμι.

σουρτάρα 1. τα πρόβατα το ένα πίσω από το άλλο και τρέχοντας κατεβαίνουν από μια πλαγιά ή πηγαίνουν προς μια κατεύθυνση [26, 53]. 2. μονοπάτι που σχημάτισε το κοπάδι κατεβαίνοντας σουρτάρα [25β, 203].

σουρταριάζου βάνω το κοπάδι σε σουρτάρα, (βλ. λ.) [12β, 173].

σουρταριάρα, η προβατίνα που μπο­ρεί να οδηγήσει το κοπάδι [3β, τ. 32, 1]

σουρτουθ’λιά, η θηλιά από τριχιά που ρίχνει ο βαλμάς (βλ. λ.) για να πιάσει τα ατίθασα άλογα, λάσο [26, 39].

σουσμανιάζου το παρακάνω σε πά χος, γίνομαι υπέρβαρος [25β, 203]: σουσμάνιασι αυτός, μάτια, δεν τουν χουράν’ τα σκ’τιά.

σουσουλιάζου πληθαίνω, γίνομαι μυριάδες.

σουσούρα, η φυτό με το οποίο φκιάνουμε σκούπες.

σουσουρέγκους, ου σωρός.

σούτσι, του κουσούρι, ελάττωμα: είχι σούτσι η κουπέλα κι χάλασι η δ’λειά.

σουφαρής, ου 1. Τούρκος ιππέας: πέντι έξι τσιανταρμάδις κι ένας σουφαρής πάνι να μι κριμάσουν, δε βήκις να μι ιδείς [24, 98]. 2. αυτός που έχει «ύφος», αυστηρός.

σουφλάου έχω οξείς πόνους, πονάω σαν να με τρύπησαν με το σουβλί, με το μαχαίρι: τα πουδαράκια μου πουνούν, τα χέρια μου σουφλάνι [15α, 96].

σουφλάου μπήγω.

σουφλί, του σουβλί.

σουφλιά, η 1. οξύς πόνος. 2. (μτφ.) ραδιουργία, σκευωρία.

σουφλιρός, -ή, -ό μυτερός, οξύς.

σουφλισμένους, -η, -ου (μτφ.) έξυπνος.

σουφλουμάς, ου κομμάτι κρέατος για το σουβλί.

σουφουριάζου κάνω έρωτα.

σουφράς, ου, βλ. τάβλα.

σούφρους, ου ρούφημα του καυτού φαγητού [12α, 145].

σπαθάτους, -η, -ου λυγερόκορμος.

σπαθέλα, η το φυτό υπερικό το διάτρητο, το σπαθόχορτο, χόρτο που τα φύλλα του έχουν σχήμα σπαθιού. Το χρησιμοποιούμε για να επουλώνουμε τις πληγές [2].

σπαθί, του ράβδος που φέρει το ξυλόχτενο [27, 371], βλ. και σπάθις.

σπάθις, οι εξάρτημα του αργαλειού από το οποίο κρέμεται το ξυλόχτενο.

σπανά, τα γυμνά βουνά, βουνά χωρίς δέντρα.

σπανίσιους, -α, -ου αυτός που ζει στα σπανά, (βλ. λ.).

σπανός, ου άντρας που δε βγάζει γένεια.

σπάπια, τα 1. πράγματα, αποσκευές. 2. υποθέσεις [27, 429].

σπαράγγι, του καρπός από τη σπαραγγιά.

σπαραγγιά, η φυτό πόα που τρώμε τον καρπό του και το χρησιμοποιούμε σαν φυλαχτό στα κονάκια [26, 167].

σπαραγγούλα, η παιδικό παιχνίδι [17, 211].

σπαράου κουνάου κάτι από τη θέση του.

σπάργανα, τα 1. κομμάτια από ύφασμα με τα οποία τυλίγουμε το μωρό και τα δένουμε επάνω του με τη φασκιά [12α, 146]: ν-αρρουστημένου μ’ ηύρανι ξιαρμάτουτου στου στρώμα, ν-ουσάν μουρό στην κούνια μου, στα σπάργανα διμένου [21β, 129]. 2. ψιλή καθάρια χριστουγεννιάτικη κουλούρα που την ψήνουμε στη θράκα για να θυμίζει την κουλούρα που πήγαν οι βοσκοί στην Παναγία [17, 293].

σπαργάνι, του μωρό, νήπιο.

σπαργώνου πετρώνω, σκληραίνω.

σπαρτόμαλλη, η προβατίνα με ίσια και αραιά μακριά μαλλιά.

σπάρτου, του φυτό.

σπαταλώνου δυναμώνω.

σπέρδιλους, -η, -ου ευκίνητος, γρήγορος στη σκέψη και στην ενέργεια: σπέρδιλους ου Γιουργάκ’ς τ’ς Θανάσινας, πιάνει π’λιά στουν αέρα.

σπέρδουλους, -η, -ου [12β, 174], βλ. σπέρδιλους.

σπιρδούκλι, του το φυτό ασφόδελος [26, 87].

σπιρδουκουκάλι, του άνθος από το σπιρδούκλι.

σπιτσιέρ’ς, ου φαρμακοποιός.

σπληνάντιρου, του έδεσμα που παρασκευάζεται με το γέμισμα του χοντρού εντέρου του ζώου από κομμάτια σπλήνας [12α, 146].

σπληνουχόρταρου, του βοτάνι.

σπλώνια, τα 1. το φυτό πόα βερμπάσκο το κυματόφυλλο Φκιάχνουμε σκούπες με το ανθοφόρο στέλεχος του φυτου. Το χρησιμοποιούμε ως φάρμακο για τις αιμορροΐδες και τις εξωτερικές φλεγμονές [2]. 2. παιδικό παιχνίδι με φύλλα από σπλώνια σαν τη χειρόσφαιρα [25β, 204].

σπουδάζου (πιθ.) προσπαθώ να πείσω, επιχειρώ να αλλάξω τη γνώμη κάποιου με επιχειρήματα: μάνα κι υγιός δε θέλανι κι η Κώστας τη σπουδάζει[3β, τ.31, 8].

σπουλάκι (επίρρ.) ευτυχώς.

σπουλλάτι ευχή, με την έννοια «μακάρι να ζήσεις πολλά έτη» [12α, 147]

σπούρνη, η (βλ. σπρούχνη).

σπρούχνη, η στάχτη μαζί με αναμμένα κάρβουνα που μένει στη βάτρα μετά την ολοκλήρωση του καψίματος των ξύλων [26, 314].

στ’λιάρι, του στειλιάρι, στέλεχος στα γεωργικά εργαλεία: κι αυτό ήταν γυφτουτσικουριά που ισιώνει τα στειλιάρια [21β, 343].

στ’μόνι, του στημόνι, νήμα του αργαλειού.

στάλια, τα, βλ. στάλος: πόχουν τα στάλια τα ζιρβά, τις βρύσις μες του ρέμα [21β, 217].

στάλιακας, ου [25β, 205], βλ. κριμαντάλα.

σταλίζουν τα πρότα κάθονται το μεσημέρι στον ίσκιο και αναπαύονται [26, 55].

σταλίκι, του μακρύ και χοντρό ξύλο που το χρησιμοποιούμε για να σκεπάζουμε τα μαντριά [26, 218].

στάλους, ου χώρος στον οποίο σταλίζουν (βλ. λ.) τα πρόβατα [26, 55].

στάλπη, η [1, 105], βλ.πτόγαλου.

σταλώνου στερεώνω, στερεώνομαι.

σταματήρα, η κρίκος από ομαλή επιφάνεια, από μέταλλο ή πέτρα, και χρησιμεύει για να σταματά το αίμα που κυλά [27, 430].

σταμπήσια, τα τυπωμένα [27, 430].

στανεύου φτιάχνω στάνη [25α, 115].

στάνη, η 1. χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένο το τσελιγκάτο, σαρακατσιάνικος οικισμός που περιλαμβάνει εγκαταστάσεις, ανθρώπους και ζώα [26, 1]: είχαμαν τ’ στάνη δυο ώρις αλάργα απ’ του χουριό. 2. τσελιγκάτο: πιράει η στάνη τ’ Μαλαμούλη.

στανιώτις, οι άνθρωποι της στάνης [26, 1].

στανουμάντρι, του απλό μαντρί που στήνουμε στη στράτα, στην πορεία για τα βουνά [25β, 207].

στανουτόπι, του 1. μέρος που είναι η στάνη. 2. τόπος που ανήκει στο κάθε κοπάδι.

στασιά, η στάση, ησυχία [25α, 193].

στασιό [3β, 12], βλ. στασιά.

στατά-στατά επίρρημα που σημαίνει ότι κάποιος είναι έτοιμος, αποφασισμένος να αρχίσει τον καβγά: τουν γλέπ’ς στατά-στατά στέκιτι να μαλώσει[12β, 175].

στατέρι, του είδος ζυγαριάς.

στατιράδις, οι τεχνίτες που φκιάχνουν τα χυτά κυπριά [26, 120].

σταυραγκάθισμα, του τόπος για περισυλλογή: να φκιάσου σταυραγκάθισμα, να σταυρουθού να κάτσου, ν’ ακουρμαστού την πέρδικα.

σταυραδέρφια, τα δυο συνήθως ή και περισσότερα άτομα που θεωρούνται μεταξύ τους αδέλφια μετά από αδελφοποίηση.

σταυράδιφους, -ιρφή αδελφοποιτός, αδελφοποιτή.

σταυραϊτός, ου 1. το πτηνό αετός ο νάνος. 2. (μτφ.) γενναίος, δυνατός: άιντι, σταυραϊτέ μ’, να πάμι, νύχτουσι κι δεν προυπάμι [7α, 8].

σταυράφτ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε μικρό κομμάτι αφτιού πίσω και μπροστά και γίνεται σταυρός) [17, 168].

σταυρός, ου 1. είδος από δέσιμο. 2 διασταύρωση στα λούρια.

σταυρουβιλουνιά, η τρόπος που κεντάμε (η βελονιά πηγαίνει χιαστή).

σταυρουγειτουνιά, η (πιθ.) γειτονιά με πολλά σταυραδέρφια: καλότυχη, καλόιμοιρη ν-η σταυρουγειτουνιά μας που έχει ’ναν σταυράδιρφου κι νια σταυραδιρφούλα.

σταυρουδρόμι, του διασταύρωση δρό­μων.

σταυρουδρόμους, ου σταυρουδρόμι: κι στους σταυρουδρόμους βγαίνει κι κρασουπουλεί.

σταυρουκάθισμα, του, βλ. σταυραγκάθισμα.

σταύρουμα, του δέσιμο σε σχήμα σταυρού των ξύλων του σκελετού όλων των κατασκευών [12β, 175].

σταυρουμάνα, η μάνα του σταυράδερφου ή της σταυραδερφής [19, τόμος 3ος, 198].

σταυρουπατέρας, ου πατέρας του σταυράδερφου ή της σταυραδερφής [19, τόμος 3ος, 198].

σταυρουπουδιάζουμι κάθομαι σταυροπόδι.

σταύρουση, η η βασική εργασία για το άνοιγμα του διασιδιού (το στόμα από όπου περνάει η σαΐτα) στη φάση που το ιδιάζουμε.

σταυρουτό, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη..

σταυρουτός, ου είδος από χορό στον οποίο οι χορευτές ενώνουν τα χέρια τους και σχηματίζουν το σχήμα του σταυρού.

σταυρώνου 1. συναντώ. 2. -ουμι διασταυρώνομαι. σταυρώνου γκβέντις (μτφ.) κουβεντιάζω, συνομιλώ.

σταφνίζου 1. τακτοποιώ, σταθμίζω [12β, 175]. 2. –ουμι, βλ. σταφνίζου.

σταχτιάρ’ς, -α, -κου 1. αυτός που δε σαλεύει από τη γωνιά της φωτιάς, τεμπέλης. 2. (μτφ.) αμελής [4, έτος 10ο, 21].

σταχτόκ’λουρα, η, βλ. σταχτου­κ’­λού­­ρα.

σταχτουκ’λούρα, η κουλούρα που την ψήνουμε στη βάτρα (γωνιά) και τη σκεπάζουμε με χόβολη (καυτή στάχτη) [26, 317].

σταχτουλόους, ου χώρος στον οποίο συγκεντρώνουμε τη στάχτη ή δοχείο στο οποίο τη συγκεντρώνουμε [26, 279].

σταχτουπύρι, του χόβολη (βλ. λ.) που τη χρησιμοποιούμε ως θεραπευτικό μέσον στα κρυολογήματα, ως θερμοφόρα [4, έτος 7ο, 42].

σταχτώνου ρίχνω σε κάτι στάχτη [26, 317].

στέγνα, η ξηρασία, ξέρα

στείρα, η βελέντζα χωρίς κρόσσια.

στειρουγκανιά, η φαρμακευτικό φυτό. Τα φύλλα του είναι σα χωνί και ο καρπός του στο κάτω μέρος σαν πατάτα. Βράζουμε τον καρπό του και τον δίνουμε στα ζώα να τον πιούνε [15β, 241].

στειρουπούλα, η προβατίνα που γεννάει για δεύτερη χρονιά και είναι τριών ετών.

στειρουπούλι, του τράγος ενός έτους που δεν έχει ξεκινήσει ακόμη την αναπαραγωγή [27, 351].

στένουση, η δυσφορία στο στήθος, άσθμα.

στέρφα, τα πρόβατα που δε γεννούν [26, 28].

στέρφη, η προβατίνα ή γίδα που δε γεννάει, που δεν παράγει γάλα.

στήνου καλύβι οικοδομώ καλύβι [25β, 208].

στητός, -ή, -ό όρθιος, καμαρωτός.

στινάζου αναστενάζω, γογγύζω.

στινεύουμι 1. (μτφ.) στενοχωριέμαι: μη στινεύισι, πιδάκι μ’, κι πάθ’ς τίπουτα. 2. έχω οικονομικές δυσχέρειες: δεν πήρι παράδις απ’ τουν έμπουρα κι στινεύιτι.

στιρέβουμι στερούμαι: αν είν’ κουτός κι αντρέπιτι να κάτσει να στιρέβιτι [3α, 105).

στιρνά, τα γεράματα.

στιρνός, -ή, -ό τελευταίος.

στιρφάρ’ς, ου τσομπάνος που βόσκει τα στέρφα: κι ιένας βλάχους παλιόβλαχους κι ιένας παλιουστιρφάρης [26, 26].

στιρφεύου (μτφ.) δεν μπορώ να τεκνοποιήσω: στη βρύση βγαίνει ένα νιρό, του λέν’ ασημουνέρι, του πίνπουν ν-οι Ρουμιώτισσις, του πίνουν κι στιρφεύουν [24, 8]

στιρφεύουν τα πρότα τα γαλάρια πρόβατα χάνουν τελείως το γάλα τους.

στιρφόκυπρους, ου κυπρί που βάζουμε σε στέρφη γίδα.

στιρφου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό ανήκει στο πρώτο: στιρφόγρικου, στιρφουκόπαδου, στιρφουμάντρι, στιρφουμπλιόρα (δίχρονη στέρφη προβατίνα), στιρφουπρουβατίνα, στιρφουκάλλισια, στιρφόιδα, στιρφουπράτ’να, στιρφουτόπι, στιρφουλίβαδου, στιρφουγαλιάζου (χάνω το γάλα σιγά-σιγά), στιρφουκουπή, στιρφουβότανου.

στιρφουκρίαρου, του (μτφ.) άντρας που δεν είναι ικανός να τεκνοποιήσει.

στιφάνι, του 1. στρόγγυλο πελεκημένο ξύλο από το οποίο κρέμεται το κουδούνι από τα πρόβατα ή το κυπρί από τα γίδια [26, 120]. 2. ξύλινο πλαίσιο που στηρίζει την πόρτα (λυσιά) από το κονάκι [26, 208]. 3. κεφαλάρι της σαρμανίτσας [26, 340]. 4. ξύλινος κύκλος στην κατσιούλα του κονακιού. 5. απόκρημνο και δύσβατο μέρος.

στιφανουμάντ’λα, τα, βλ. στιφανουπάνι: φκιάνου στιφάνια ν-απού φλουριά κι τα κιριά απ’ ασήμι κι τα στιφανουμάντιλα ν-αγνό μαργαριτάρι [21β, 314].

στιφανουπάνι, του αγοραστό πανί που το χρησιμοποιούμε στη στέψη του ζευγαριού [20, 183].

στλίτ’ς, ου δυνατός πόνος στην πλάτη.

στοιβάζου του τραγόμαλλου το ετοιμάζω για επεξεργασία.

στοιβανιά, η στοίβα από πράγματα [25β, 208].

στοιχειό, του 1. αόρατο, υπερφυσικό και συνήθως κακοποιό ον. 2. (μτφ.) πολύ δυνατός άνθρωπος: στοιχειό ου Τακούλας· τρεις άντρις δεν μπου­ρούν να τουν κάμουν καλά!

στοίχειουσαν τα πρότα (μτφ.) από την καλή βοσκή πάχυναν κι είναι και πολύ γερά.

στόμα παράς (μτφ.) μικρό, ίσια με ένα νόμισμα, συμμαζεμένο κι όμορφο: να κάτι μάτια μιγάλα σα φλιτζιάνια κι ένα στόμα παράς [22, 137].

στόμα, του 1. άνοιγμα του στημονιού μέσα από το οποίο περνάει η σαΐτα με το υφάδ [22, 112] 2. βλ. πισουστρούγκι.

στουλίστρα, η γυναίκα που στολίζεται.

στουμπάου συνθλίβω [26, 117].

στουμπουλάκι, του το πόδι του αλόγου κάτω από το γόνατο.

στούμπους, ου ξύλινο, σιδερένιο ή πέτρινο εργαλείο (λιθάρι) με το οποίο συνθλίβονται άλλα αντικείμενα [12α, 149].

στουμπουτύρι, του είδος από σκληρό τυρί [16, 57].

στουμώνου τα πρότα σταματώ, γυρίζω πίσω ή κατευθύνω εκεί που θέλω το στόμα, δηλ. τη μπροσνέλα από το κοπάδι [12α, 149].

στούρνα, η μεγάλη πέτρα.

στουρνάρι, του πυρόλιθος που τον χτυπάμε με τον πρυόβολο (βλ. λ.) και ανάβουμε την ίσκα από τις σπίθες που βγάζει [12α, 149].

στραβουγιράζου γεράζω πρόωρα και έχω έκδηλα τα σημάδια της παρακμής: Θε μου, μι στραβουγιέρασις κι άδικα θα πιθάνου [4, έτος 12ο, 29].

στραβουμάρις, οι (μτφ.) κακοτυχίες, αναποδιές: δεν τουν αφήνουν οι στραβουμάρις να ιδεί άσπρη μέρα.

στραβώνου (μτφ.) δωροδοκώ κάποιον για να κάνει τα «στραβά μάτια»: στράβουσι τουν αγρουφύλακα μι δυο τσαντίλις τυρί.

στραγγάνι, του σκούφος.

στραγγίζου τα πρότα τα αρμέγω την περίοδο που έχουν λίγο γάλα.

στραγγίζου του τυρί του αφαιρώ το τυρόγαλο.

στράγγιου, του στραγγερό μέρος, αυτό που δεν κρατάει τα νερά της βροχής: ν-ουπόχει λάσπις κι νιρά τραβάει ν-ου Κουσταντούλας κι όπ’ είνι στράγγιου κι υγρό τραβάει του δαμάλι [21β,17].

στραγγιρός τόπους τόπος που στραγγίζει εύκολα και δεν κρατάει νερά.

στράγγλια, η η φυλακή: κι μ’ έριξις στη φυλακή στην έρημη τη στράγγλια [15α, 82].

στραγγουτσάντ’λα, η η τσαντίλα (βλ. λ.) για το στράγγισμα [26, 85].

στραγγουτσαντίλις, οι τσαντίλες με τις οποίες στραγγίζουμε το γάλα.

στραγγώνου [25β, 208], βλ. στρακώνου.

στρακώνου συμπιέζω

σταλικουπουδιάζου κόυράζομαι από το πολύ ορθοκάθισμα.

στράτα, η 1. δρόμος: θ’ ασπρίσουν τα μαλλάκια σου τηρώντας τις στρατούλις. 2. ταξίδι που κάνουμε για να πάμε από τα χειμαδιά στα βουνά και το αντίθετο: όταν προετοιμαζόμασταν για τη στράτα μετά τον Άη- Γιώργη έπρεπε να φορέσουμε τα καλύτερά μας ρούχα που τα λέγαμε στρατιάτικα[21α, τ. 162]. φ’λάει στράτα τ’ αλουγου (πιθ.) βαδίζει με προσοχή, με ασφάλεια για τον αναβάτη.

στρατεύουμι κατατάσσομαι στον στρατό.

στρατί, του 1. δρόμος 2. δρομάκι [21β, 231].

στρατιάτ’κα, τα ρούχα που φοράμε στη στράτα (ταξίδι) μας και πρέπει να είναι καλά [21α, τ. 162].

στρατιάτ’κους, -η, -ου αυτός που έχει σχέση με τη στράτα.

στραφταλίζου αστράφτω

στρέου τα όνειρα τα όνειρα βγαίνουν (επαληθεύονται) σύμφωνα με την ερ­­μηνεία που δίνουμε σ’ αυτά.

στρέουμι συμφωνώ, συγκατανεύω.

στρεύλα, η πειθαρχία.

στρέχα, η σκεπή από μαντρί [26, 62].

στριβάδι, του χορτάρι για βοσκή κατάλληλο από μεγάλα κυρίως ζώα.

στρίβου (μτφ.) ευνουχίζω τα αρσενικά ζώα.

στρίβουν τα χουρτάρια ξεραίνονται.

στριγγλιάτα, η γάλα βρασμένο, αλατισμένο και με τυρομαγιά.

στρίμματα, τα τέσσερις κλωστές από στημόνι που τις ανταμώνουμε και τις πλέκουμε όπως τις κόσες από τα μαλλιά.

στριμούρα, η συνωστισμός, στρίμωγμα.

στριφουγυρίσματα, τα στροβιλισμοί που κάνουν τα κύματα της θάλασσας: πάρι μι στα κύματά σου, στα στριφουγυρίσματά σου.

στριφτάρια, τα [25β, 209], βλ. τσιμπούκια.

στριφτάρους, ου αυτός που ευνουχίζει τα ζώα.

στριφτή, η, βλ. στριφτόπ’τα.

στριφτόπ’τα, η είδος από πίτα με κοχλιωτή ανάπτυξη των φύλλων από το κέντρο του ταψιού προς τα άκρα.

στριφτός, -ή, -ό (πιθ.) (μτφ.) 1. αυτός που μιλάει με υπονοούμενα ή τα λέει διφορούμενα. 2. αυτός που ειρωνεύεται. 3. αυτός που «τσεκουρώνει» με τα λόγια του.

στρίφτου στρίβω.

στριφτουκιέρα, η γίδα που έχει τα κέρατα στριφτά σαν μπούκλες.

στριχιάζου καταφεύγω σε κάποιο μέρος για προστασία από την κακοκαιρία, απαγκιάζω.

στρόγγυλις γκβέντις (μτφ.) λογικές κουβέντες.

στρόιους, ου βοτάνι.

στρούγκα, η περιφραγμένο μέρος κυκλικά στο οποίο αρμέγουμε τα πρόβατα [26, 76].

στρουγκάνι, του θάμνος.

στρουγκιάζου βάζω τα πρόβατα στη στρούγκα [26, 81].

στρουγκόλια, τα [21α, τ.162], βλ. στρουγκουλίθια

στρουγκότσιουλα, τα τσιόλια που βάνουμε πάνω στα στρουγκουλίθια για να κάθονται οι αρμεχτάδες[26, 105].

στρουγκουλίθια, τα μεγάλα λιθάρια που τα βάνουμε στο μάτι (βλ. λ.) της στρούγκας για να κάθονται οι αρμεχτάδες [26, 80].

στρουμπάρα, η αρρώστια στα πρόβατα από το χορτάρι.

στρουμπάριασμα, του, βλ. στρουμπάρα.

στρουμπούλου, η παχουλή γυναίκα: στρουμπούλου μου, στ’ αλώνια σου κι όξου στα πιριβόλια σου κάθιτι νιος κι ανύπαντρους [3α, 89].

στρουμπουλούτς’κους, -η, -ου παχουλούτσικος.

στρουνγκλίζου γυρίζω κυκλικά (π.χ. το χέρι κάποιου) [27, 431].

στρουσίδι, του μάλλινο υφαντό που στρώνεται.

στρουφιώμι ( για ζώα) έχω κοιλόπονο και περιστρέφομαι γύρω από τον εαυτό μου [12β, 177].

στρώμα, του 1. επίπεδη γήινη επιφάνεια. 2. [21α, τ. 162], βλ. μουσαφιρλίκια. 3. –τα, βλ. στρουσίδι.

στρώση, η, βλ. στρουσίδι.

στύφακας, ου πολύ ξερός, πολύς στεγνός, πολύ στυφός και ξινός [12β, 177].

στύφτου στερεύω.

στύψη, η στίψιμο, αποξήρανση [25β, 210].

συβάζου 1.αρραβωνιάζω: μικρή νύφη σι σύβασαν, μικρή σ’ αρριβουνιάσαν [24, 44]. 2. -ουμι αρραβωνιάζομαι [17, 338]

σύβαση, η [25β, 210], βλ. συβάσματα.

συβάσματα, τα αρραβώνες [17, 221].

συβαστάδις, οι συγγενείς του γαμπρού που πάνε να αρραβωνιάσουν τη νύφη.

συβαστικιά, η αρραβωνιαστικιά.

συβουμάντ’λα, τα μαντίλια των αρραβώνων που έχουν μέσα τα δαχτυλίδια και βασιλικό [15α, 207 ή τα δαχτυλίδια, ρύζι, ένα λόιδο από κόκκινη τλούπα και καμιά φορά και λίρα [4, έτος 7ο,24].

συγγέν’σα, η το θηλυκό του συγγενής.

συγγένειου, του συγγένεια [22, 159].

συγγένεψη, η συγγένεια [16, 151].

συγγιλέας, ου εισαγγελέας.

συγγινάδια, τα κουνιάδια: να κάμου Τούρκα πιθιρά, διρβίσια συγγινάδια [3α, 47].

συγγινήδις, οι συγγενείς: κι ούλουν τουν κόσμου κάλισι φίλους κι συγγινήδις [21β, 182].

συγγινής, ου κουνιάδος: ου συγγινής μ’ ου Γιώρ’ς ήταν μουλαΐμ’ς άνθρου­πους.

συγγινιά, η συγγένεια.

συγκαθάου πειράζω κάποιον, τον ξεσηκώνω, τον ενοχλώ [17, 338], δε με χωράει ο τόπος, είμαι ανήσυχος.

συγκαθεύου όσου μ’ λέν’ καλά χουρεύου τόσο συγκαθεύου [4, έτος 8ο, 32], βλ. συγκαθάου.

συγκαθιάρα, η 1. άτακτη. 2. ζημιάρα, ανήσυχη [25β, 211].

Συγκαθόκουλη, χαιρ.40

συγκαίρια, τα καραβάνια: ν-ιτούτη τη μαύρη ν-άνοιξη δε φάνηκαν να έρθουν, ν-ούηδι συγκαίρια φάνηκαν, ν-ούηδι τσιατούρια γίν’καν [15α, 109].

συγκιριάζου 1. συνδέω με το καπίστρι το ένα ζώο με το άλλο και προχωρούν σε γραμμή το ένα πίσω από το άλλο 2. βάζω σε σειρά.

σύγνιφα, τα σύννεφα.

συγνιφανταριασμένα β’νά (πιθ.) βουνά που έχουν ομίχλη πυκνή σαν σύννεφο [24, 15]

συγνιφιά, η συννεφιά [21β, 259].

συγχουριμός, ου συγχώρεση, άφεση αμαρτιών: ν-όσα κακά κι αν έκαμις, ν-ούλα συγχουριμένα, μα ιένα κακό που έκαμις, συγχουριμό δεν έχει.

σύθαμπου, του βραδάκι που αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι και μισοδιακρίνονται τα διάφορα πράγματα.

συλλαλητήρια, τα κήρυκες ή ντελάληδες: συλλαλητήρια βάλανι μέσα σι ιννιά παζάρια [21β, 32].

σύλλουγα, τα σκέψεις, συλλογισμοί, προβλήματα, έγνοιες: καλύτιρα να φύβγουμι παρά να χουριστούμι, να λείψουμι απ’ τα βάσανα, τα σύλλουγα του κόσμου [15α, 35].

συλλουιόμι συλλογίζομαι [7α, 38].

συμμαλίσιου, του είδος διασιδιού.

σύμμασι μάζεψε, συγκέντρωσε: σύμμασ’ τα πιριστέρια σου κι έρχουντι στην αυλή μου.

συμπαθισμός, ου συμπάθεια: ν-όσα κακά κι αν έκαμις, ούλα συμπαθισμένα κι ένα κακό που έκαμις συμπαθισμούς δεν έχει [3α, 65].

συμπάου 1. συνδαυλίζω τη φωτιά, πασχίζω να μη σβήσει. 2. (μτφ.) παροτρύνω, βοηθάω, ενθαρρύνω: σύμπα κι συ λίγου για να γένει η προυξινιά.

συμπιθιριακό, του συμπέθεροι που πάνε να πάρουν τη νύφη.

συμπιθιρουμάνους, ου προξενητής, αυτός που κάνει τα συνοικέσια.

συμπουδαύλι, του 1. ξύλο με το οποίο σκαλίζεται η φωτιά ή σπρώχνονται ή ξύνονται ή μετακινούνται τα ξύλα που καίγονται [12α, 151]. 2. ξυθάλλι [25β, 211].

συμφάδα, η συννυφάδα [12β, 178].

σύμφουνου, του συμφωνία.

συμφωνή, η, βλ. σύμφουνου.

συν’θάου συνηθίζω.

συναγώι 1. φασαρία, ανακατωσούρα: είχαμαν συναγώι απόψι μέχρι ’ν αυγή. Δεν έκλεισαμαν μάτι. 2. αμπαλάρισμα και ανεβοκατέβασμα της οικοσκευής από τα χειμαδιά στα ξεκαλοκαιριά και το αντίθετο [12β, 178].

συνάζου 1. συναθροίζω. 2. -ουμι συγκεντρώνομαι [25β, 211].

συναλλάζου χρησιμοποιώ δύο ή περισσότερα πράγματα εκ περιτροπής.

συναξάρι, του μάζωξη, συγκέντρωση.

συνδυό δυο-δυο: ν-αυτού συνδυό δεν πιρπατούν, συντρείς δεν κουβιντιάζουν, ν-αυτοί κάθουντι μαναχοί, κάθουντι μαραμένοι [21β, 353].

συνήθειου, του συνήθεια.

συνηθού συνηθίζω, έχω συνήθεια: ν- ιγώ, πασιά μ’, δε συνηθού να στρώνου στα γιουρντάνια, ν-ιγώ ’μι απού την ιξουχή κι απού τα προυβατάκια [3α, 45].

συνιριά, η συναγωνισμός, αντιπαράθεση [12β, 178].

συνιρίζουμι συναγωνίζομαι κάποιον, αμιλλώμαι το παράδειγμά του [12β, 179].

συννυφαδιά, η συννυφάδα: ν-είιδα τη γερου-Κούτρινα μι τη συννυφαδιά της, στουν Αγγιλάκη κάθουνταν μαζί μι του Μπασντάνη [21β, 224].

συνουδειά, η συντροφιά, παρέα: κλέφτης να γιένεις, γιόκα μου, κλέφτης να καταντήσεις, να ’χεις τ’ αγρίμια συνουδειά κι τα πουλιά κουβέντα [3α, 49].

συνουμόλ’κους, -η, -ου συνομήλι- κος [ 3α, 96].

συνουρίτις, οι αυτοί που έχουν στα βοσκοτόπια κοινά σύνορα.

συντάζου 1. ετοιμάζω 2. -ουμι ετοιμάζομαι για αναχώρηση: ια πες μας πού συντάζισι κι ν-είσι αλλαμένους [21β, 353].

συνταρχάου ετοιμάζω.

σύντραβλου, του [26, 283] ξιθάλι.

συντράμου δίνω βοήθεια.

συντρόφι, του 1. αγαπημένος σύντρο­φος. 2 (μτφ.) γυναικείο εσώρουχο.

συντρουμή, η βοήθεια.

συντρόφοι, οι δυο βοσκοί που βόσκουν το ίδιο κοπάδι.

συντυχαίνου συναντώ: νια κόρη δεν εσύντυχα στη βρύση να πααίνει, και κρύο νερό δε μο ’χυσε τον κουρνιαχτό να πλύνω [16, 57].

σύρι πήγαινε: για σύρτι κάνα δυο πιδιά σ’ αυτόν του ζυγουριάρη.

σύρμα, του 1. τμήμα, κομμάτι, μέρος από το λιβάδι: το καλοκαίρι ήξεραν μαναχά τους τα κοπάδια το «σύρμα τους», δηλ. το μέρος που κάθε φορά θα βόσκαγαν [20, 144]. 2. στενό μονοπάτι. 3. συνεχής ροή προβάτων [25β, 212].

συρματένια μέση (μτφ.) λεπτή μέση.

συρμή, η επιδημία.

συρόστρατις, οι δρόμοι στενοί που έχουν συνέχεια πρόβατα [15α, 94].

σύρραχου, του κορυφογραμμή.

σύρτ’ς, ου εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο η υφάντρα ξεσέρνει το διασίδι.

συφιρεύου συγυρίζω το νοικοκυριό.

σύφιρτα (επίρρ.) καλώς καμωμένα, καμωμένα με ευνοϊκό τρόπο.

συχνουβάριμα, του συνεχόμενο και για πολλή ώρα χτύπημα: κι απού του συχνουβάριμα κι απ’ τα ψιλά τραγούδια τουν κόπανου τουν τσάκισι, την πλάκα τη ραϊζει [24, 33]

συχνουρουτού ρωτώ συνέχεια και με κάποιο σκοπό: βλαχούλα ν-ιρου­βόλαϊ ν-απού ψηλή ραχούλα κι ου βλάχους την αγνάντιβι κι τη συχνουρουτάει[21β, 214].

σφαγάρι, του εκείνο το σημείο στο λαιμό του ζώου που βάζουμε το μαχαίρι για να το σφάξουμε.

σφαϊό, του δυνατός ρευματικός πόνος στην πλάτη [3α, 25], δυνατός πόνος ιέχου ιένα σφαϊό ιδώια κι τρόμαξα να ξημιρώσου.

σφάλαγγας, ου είδος αράχνης. κρέμιτι σφάλαγγας θα έχουμε μουσαφίρη στο κονάκι (πρόληψη).

σφαλάχτια, τα θάμνη με αγκάθια.

σφαλίζου τα μάτια (μτφ.) πεθαίνω.

σφαχτά, τα γιδοπρόβατα: μας πήρανι πέντι σφαχτά, πέντι παχιά κριάρια [4, έτος 17ο, 13].

σφαχτό, του σφαγμένο και γδαρμένο ζώο [26, 69].

σφηλιώνου στερεώνω, σφηνώνω.

σφήνα ψουμί φέτα από ψωμί, μεγάλη φέτα.

σφηνόκουψι (τα) (μτφ.) φοβήθηκε, τα βρήκε σκούρα.

σφιντάμι, του σφένδαμος, δέντρο με ανθεκτικό ξύλο [26, 355].

σφιντζουράου [12α, 152], βλ. σφρου­ντζλάου

σφίξη, η (μτφ.) ζόρι, δυσκολία: η σφίξη βγάνει λάδι.

σφουγγιόμι σφουγγίζομαι, σκουπίζομαι.

σφουντύλα, η στροφή, γυροβολιά.

σφουντύλι, του ξύλινο μικρό εξάρτημα από το αδράχτι που διευκολύνει την περιφορά του [26, 359].

σφουριάζου 1. [25β, 213], βλ. σουφουριάζου. 2. -ουμι, βλ. σουφουριάζου.

σφουριασμένη, η ανύπαντρη γυναίκα που έγινε γνωστό πως έκανε έρωτα [25β, 213].

σφούρλα, η 1. ρόδα. 2. στροφή περί τον άξονα ενός ανθρώπου ή ενός αντικειμένου [12β, 181].

σφουρλατάου [12β, 195], βλ. φουρλατάου.

σφουρλέτσι, του ξεσκισμένος, κατά κομματιασμένος.

σφουρλιά, η βλ. σφούρλα.

σφράιστρου είδος μεγάλης σκαλιστής ξύλινης σφραγίδας που τα διάφορα σχέδιά της αποτυπώνονται πάνω στις κουλούρες και στα πρόσφορα [26, 448].

σφρουντζλάου εκσφενδονίζω.

σώνου 1. φτάνω κάπου: ακόμα να σώσουμι στα κουνάκια, ουρέ πιδιά; 2. πιάνω, φτάνω: να πάταγα ν’ ανέβινα σι νιραντζιάς κλουνάρι, να σώσου του τριαντάφυλλου κι του μακιδουνίσι [3α. 113]. 3. -ουμι σώζομαι 4. τελειώνω. 5. αδυνατίζω: ικειό του πιδί σώθ’κι ντιπ απ’ ’ν αρρώστια.



τ’λίχτρα, η μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από το αντί και είναι έτοιμο για τον αργαλειό (δυο φούρκες μπηγμένες στο έδαφος).

τ’λούπα, η τούφα από επεξεργασμένο μαλλί που δένουμε στη ρόκα και τη γνέθουμε. τ’λούπις ρίχνει (μτφ.) χιονίζει και ρίχνει μεγάλες νυφάδες.τ’λούπα του κιφάλι άσπρισε.

τ’λουπάνια ρίχνει (μτφ.) ρίχνει πολύ χιόνι [20, 277].

τ’λούπιασμα, του η ενέργεια που κάνει η γυναίκα για να φτιάξει το γνεσμένο μαλλί τ’λούπα, (βλ. λ.).

τ’λουπούλα, η (μτφ.) μικρόσωμο άτομο: τι εισιτήρια, γιε μ’, κιο ιγώ νια τ’λουπούλα είμι. Τι τόπου πιάνου; [3β, τ. 28, 8].

τ’λουπώνου 1. σκεπάζω, καλύπτω. 2. (μτφ.) «κουκουλώνου» τα σφάλματα: τα τλούπουσι τα πράματα [25β, 216]. 3. κάνω τλούπα [25β, 216]. 4 –ουμι σκεπάζομαι: τλουπώξ’· θα μαργώσεις.

τ’μάριμα, του τακτοποίηση.

τ’μόινη, η ετοιμόγεννη.

τ’ρόγαλου, του υδατώδες μέρος του γάλακτος που αποχωρίζεται από αυτό με το πήξιμο και με το στράγγισμα του τυριού: αν έχ’ς ισύ τ’ρό­γαλου για χύσ΄μου, δεν έχου ιγώ κ΄λιά για σκίσ’μου [4, έτος 24ο , 56].

τ’σάκι, του δισάκι, διπλός σάκος μεταφοράς.

τ’φάνι, του αιφνίδια, άγρια και δυνατή βροχή που συνοδεύεται από δυνατό άνεμο, ξαφνική καταιγίδα.

τ’φικουμανάου «χαλάω» τον κόσμο από τις ντουφεκιές: στου γάμου ούλου του βράδυ τ’φικουμάναγαν απ’ τ’ χαρά τ’ς.

τ’χάλα, η διχάλα.

τ’χαλουμένους, -η, -ου κολλημένος στον τοίχο άνθρωπος [12β, 183].

τάβλα, η 1. υφαντό που το στρώνουμε καταγής για να φάμε, υφαντό τραπεζομάντιλο. 2. τραπέζι για φαγητό, σοφράς.: σι τούτη ν-τάβλα που ’μαστι, σι τούτου του τραπέζι τρεις μαυρουμάτις μας κιρνούν [26, 307].

ταβλαράς, ου τεμπέλης [27, 431].

ταβλάς, ου παχνί για άλογα: κατέβα κάτου στουν ταβλά που ’ν τ’ άλουγα διμένα [21β, 14 ].

ταβλιάζου τραπεζώνω, φιλοξενώ.

τάγκιασι του φαΐ αλλοιώθηκε και έχει δυσάρεστη οσμή.

ταγκός, ου τακούνι από τσαρούχι που ξεχωρίζει για το περίτεχνο γάζωμά του: να μη λιρώσει τουν ταγκό, τουν ψιλουκιντισμένου [3α, 62].

τάδις, ου τάδε, ένας, κάποιος.

ταή, η τροφή, ξηρονομή για ζώα, κανονισμένο σιτηρέσιο [12β, 181].

ταηστάρι, του σακούλι στο οποίο βάνουμε τροφή για τα άλογα ή τα μουλάρια και το κρεμάμε στο λαιμό του ζώου [25β, 214].

τακάτι αντοχή, ψυχικό σθένος, κουράγιο: καλή η ορμήνια σου, μα δεν έχω τακάτι ο μαύρος να ματαφκιάσω άλλο καλύβι [16, 21].

τακίμι, του σύνολο από όμοια πράγματα που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό [26, 117].

ταλαγάνι, του χειμωνιάτικος επενδύτης των βοσκών.

ταλάρι, του, βλ. τάλαρους.

τάλαρου, του το πεντάδραχμο [27, 431].

τάλαρους, ου 1. είδος ξύλινης τυρόκαδας [26, 111]. 2. (μτφ.) πολύ παχύς άνθρωπος.

ταμπακιέρα, η χαμηλό ορθογώνιο κουτί στο οποίο βάνουμε καπνό, τσιγαροθήκη.

ταμπλάς, ου αποπληξία.

τάμπουρας, ου έγχορδο μουσικό όργανο: βάρι καημένι τάμπουρα, πέστου κι συ μπουζούκι, να μαζουχτούν ν-οι έμουρφις να γιένουνι μπουλούκι [4, έτος 22ο, 17].

ταμπούρι, του φυλάκιο, καταφύγιο, οχύρωμα: πάει ν-ου Γιώργους για νιρό στη βρύση να γιουμίσει. Βρίσκει ταμπούρια τούρκικα, ν-ούλα τρόυρα στη βρύση [15α, 105].

ταμτέλις, οι δαντέλες.

ταντέλις, οι δαντέλες.

ταπεινουμένα (επίρρ.) ταπεινά: τα ξιένα θέλουν ταπεινά, θέλουν ταπεινουμένα.

ταπεινουσύνη, η ταπεινότητα, σεμνότητα.

τάραγμα, του σκίρτημα, κούνημα, ξεκίνημα: στης άνοιξης του τάραγμα κι στης αυγής του κρύου πάησι του μήλου να χαθεί, του ρόιδου να σαπίσει[24, 19].

ταράτσα, η μικρός ημικυκλικός φράχτης πολύ γυρτός προς τα μέσα που είναι πρόχειρο στέγαστρο για το βοσκό [26, 38].

ταράφι, του πλήθος ανθρώπων, μεγάλο σόι: στα Άγραφα ξικαλουκαίριαζαν πουλλά σαρακατσιάνικα ταράφια.

ταργαζίκα, η φθαρμένο ασκί στο οποί βάζουμε ταμπάκο, αλεύρι ή ψωμί [27, 368].

ταρναρίζου έχω το μικρό παιδί στα χέρια μου και το παίζω.

τάσι, του πλατύστομο μεταλλικό κύπελλο: σαράντα τάσια μο ’δουκι στα μάτια δεν την είιδα κι απ’ τα σαράντα κι μπρουστά την είιδα δακρυσμένη[27, 334].

τάτας, ου [12α, 153] πατέρας (κυρίως για τα μικρά παιδιά): μας του ’πι η μάνα σ’ κι ου τατάς, τα δυο τα γουνικά σου [21β, 31].

ταττάς, ου [25β, 214], βλ. τάτας.

ταυτίνα αυτά.

ταύτου, επί ταύτου για τούτο το λόγο.

ταφιάζουμι από μεγάλη κούραση ή από ασθένεια πέφτω στο κρεβάτι σα να είμαι πεθαμένος.

ταχιά (επίρρ.) αύριο: μη μι μαλώνεις, μάνα μου, κι μη μι παραπαίρεις ν-ακόμα απόψι που ’μι ’δω, ταχιά κι του Σαββάτου [3α, 146].

ταχτική, η κανόνες και αρχές στη ζωή: τσιαπατουριά, τι ταχτική να ’χουν αυτοίν.

Ταχτικό, του στρατός.

τέκνου, του παιδί, γεννησιάρικο παιδί, μωρό [26, 355].

τέλια, τα νυφικό στόλισμα κεφαλιού (λεπτές συρματένιες βελόνες με τις οποίες καρφώνω το μαντίλι στα μαλλιά.): κάτου στην άσπρη θάλασσα σουλτάνα ρουβουλάει, πο ’χει τα τέλια στα μαλλιά κι τη δρουσιά στα χείλη [15α, 271].

τέλους πάντους τέλος πάντων.

τέμπλα 1. ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π στην οποία κρεμάμε διάφορα πράγματα. 2. βλ. τιντόξ’λα [22, 26] 3. καταγής.

τένιασα ξελιγώθηκα από την πείνα, πεινάω μέχρι λιποθυμίας [26β, 215].

τέντα, η 1. μεγάλο σκουτί από πρόβειο στημόνι και γίδινο υφάδι [26, 46]· σχεδόν αδιάβροχο. Η μεγάλη τέντα έχει μήκος 5-8 μ. και 3-4 μ. πλάτος. Υπάρχει και η μικρή τέντα. Τις τέντες τις χρησιμοποιούμε στα πρόχειρα καταλύματα που φτιάχνουμε στις μετακινήσεις μας. 2. Τέντα λέμε και την πρόχειρη κατασκευή (σκηνή) που μένουμε κατά τις μετακινήσεις μας. Η κατασκευή αποτελείται από τις δυο τέντες (μεγάλη και μικρή) και από τα τεντόξυλα.

τέρατου, του τέρας.

τέσσιρου τέσσερα.

τζ’γαρίδις, οι τσιγαρίδες, ό,τι απομένει από το λίπος που το ζεσταίνουμε για να λιώσει.

τζαμαλάου, βλ. τσαμπαδή.

τζαμάρα, η μακριά φλογέρα [26, 153].

τζαμπούνα, η σφυρίχτρα [26, 146].

τζατζιούρι, του αβάφτιστο αγόρι.

τζαφάρου, η γυναίκα με μακριά πόδια.

τζβές, ου μπρίκι .

τζιάκους, ου κομμάτι από τη γυναικεία φορεσιά [20, 399].

τζιανταρμάδις, οι Τούρκοι χωροφύλακες, τούρκικο απόσπασμα.

τζιαντές, ου αυτοκινητόδρομος.

τζιάπι (πιθ.) 1. απόκριση. 2. ικανότητα να αντιληφτείς και να μεταφέρεις με αποτελεσματικότητα μια πληροφορία ή μια είδηση, ικανότητα να μπορείς να κατατοπίσεις κάποιον για κάποιο θέμα ή για κάποιο ζήτημα: δεν έχει τζιάπι ου Τείδας.

τζιαφέτι του μάζωξη, γιορτή: ν-απόψι στου σπιτάκι μου ν-είχα ’να τζιαφέτι, τουν άγγιλό μου γιόρταζα κι του Θιό δουξάζου [15α, 290].

τζιλέπ’ς, ου φοροεισπράχτορας.

τζιλέπια, τα φόροι.

τζίνια, τα αγκάθια.

τζιόμπανους, ου τσομπάνος: να φέρ’τι κι του τζιόμπανου να τουν ρουτήσου κάτι.

τζιουβαΐρι, του (μτφ.) παλληκάρι [17, 338].

τζιουλμπένι, του πορτοφόλι.

τζιουμπαν’κά, τα βλ. τζιουμπαν’λίκια.

τζιουμπαν’λίκι, του το επάγγελμα του τσομπάνου: νια ζουή τζιουμπαν’λίκι.

τζιουμπαν’λίκια, τα έξοδα για την πληρωμή των τσομπαναραίων [20, 84).

τζιουμπάν’σσα, η θηλυκό του τζιουμπάνους [27, 435].

τζιουμπανεύου γίνιμαι τσοπάνος.

τζιουμπανιά, η τσομπαναραίοι που είναι οι φτωχότεροι Σαρακατσιαναίοι και θεωρούνται κατώτερη κοινωνική τάξη: Γιουσούφ αράπης κίνησι μ’ ούλου τουν ανιψιό του, πιάνει κι δένει τζιουμπανιά, δένει τους κιχαϊάδις [15α, 40].

τζιουμπανόκλιτσα, η κλίτσα που κάθε μέρα παίρνει ο τσομπάνος κοντά στα πρόβατα.

τζιράδι, του μικρή φλογέρα [26, 149].

τζίρους, ου, βλ. τ’ρόγαλου.

τζιρτζιβούλ’ς, ου ζερζεβούλης.

τζιρχάλια, τα διαταγές: τζιρχάλια ρίξαν στα χουριά, σ’ ούλα τα καμπουχώρια [20, 73].

τζίφλια τα μάτια, ελαττωμένη όραση.

τζουραχείλ’κα χείλη φουσκωτά, πρησμένα.

τζουρνάρα, η συνεχής και έντονη ροή νερού ή άλλου υγρού: του αίμα πάηνι τζουρνάρα.

τζούφλια, τα [12β, 182], βλ. τζίφλια.

τζούφους, ου τζίφος, τίποτα, μηδέν [12α, 155].

τηλιφουνεία, τα τηλεφωνικές επικοινωνίες.

τηράου 1. κοιτάζω, παρατηρώ. 2. φροντίζω: τα πιδιά τηράν’ τ’ς γιρόντοι στα γιράματα. 3 -ώμι κοιτάζομαι στον καθρέφτη, κοιτάζω τον εαυτό μου 4. αυτοσυντηρούμαι: τηριώμι μαναχός μ’ κι δεν έχου καέναν ανάγκη.

τι γιατί: σ’ ούλουν τουν κόσμου ξιστιριά, σ’ ούλουν τουν κόσμου ν-ήλιους κι στα καημένα Γιάννινα ν-ούλου καπνός κι αντάρα, τι φέτους έκαμαν βουλή ν-ουχτώ βασίλεια ανθρώποι κι έβαλαν τα σύνουρα στης Άρτας του πουτάμι.

τιλεύου 1. υποφέρω, υπομένω. 2. τελειώνω, αποτελειώνω [25β, 215], ξυλοφορτώνω άγρια κάποιον [12β, 182]: τουν πιρίλαβι μι ’ν κλίτσα κι τουν τέλιψι. 3 -ουμι υποφέρομαι, γίνομαι ανεκτός: ν-ου κακός ου Χ’μώνας πιράει, ν-ου κακός ου γείτουνας δεν τιλεύιτι. 4. ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι πολύ.

τιλιμός, ου μεγάλη ταλαιπωρία.

τιλιφτής, ου χάρος.

τιμουριώμι ταλαιπωρούμαι [26, 48].

τιμπέλ’σσα, η τεμπέλα.

τιμπέλου, η τεμπέλα.

τιμπλάρι, του οριζόντιο τεντόξυλο, καβαλάρης.

τιμπλί, του μακρύ και χοντρό ξύλο.

τινικιδάκια, τα παιδικό παιχνίδι.

τιντιλίνα είμι είμαι άφραγκος, πανί με πανί.

τιντόξ’λα, τα ειδικά ξύλα με τα οποία στήνουμε την τέντα [26, 46].

τιντόφουρκις, οι μεγάλες (περίπου 2,5 μ.) φούρκες που τις χρησιμοποιούμε στο στήσιμο της τέντας (τσιατούρας) [17, 179].

τιντώνουμι (μτφ.) κοιμάμαι.

τίπουτας τίποτα [16, 150].

τιρίπλι, του πάνινο νήμα [22, 116].

τιρλαίνουμι τρελαίνομαι.

τιριάζου (μτφ.) συμμορφώνω, διορθώνω μια απρεπή συμπεριφορά: άφτουν , θα τουν τιριάσου ιγώ [21α, τ. 164, 19].

τιρτίπ’ς ο επιδέξιος, ο καταφερτζής [15α,142].

τισσιρότα, η η τεσσάρα, παιδικό παιχνίδι [17, 211].

τισσιρουκιέρατου, του κριάρι που έχει τέσσερα κέρατα [27, 349].

τισσιρουμάτ’ς, ου (μτφ.) πανέξυπνος [12β, 182].

Τιτράδη, η Τετάρτη.

τιτρακάγκιλους χουρός (πιθ.) χορός που έχει τέσσερις κύκλους: διπλός χουρός που γιένιτι, διπλός κι τιτρακάγκιλους [3α, 140].

τιτράκλουνους, -η, -ου αυτός που έχει τέσσερις κλώνους.

τιτράξανθα μαλλιά μαλλιά πολύ ξανθά: ν-έχεις μαλλιά τιτράξανθα στις πλάτις σου ριγμένα, ν-άγγιλοι τα χτινίζουνι μι τα χρυσά τα χτένια [21β, 292].

τιτραπέρατους, -η, -ου πανέξυπνος.

τιτραπίθαμους, -η, -ου αυτός που είναι τέσσερις πιθαμές: κι ’γω ν-ου μαύρους πέρασα πιζός κι αρματουμένους, μι τιτραπίθαμου σπαθί κι τρεις ουριές ντουφέκι [3α, 98].

τιτριμήδις, οι στολίδια από χρυσάφι ή ασήμι που μπαίνουν στα φορέματα.

τιχνιβέζ’ς, -ου αρρωστιάρης, αρρωστιάρα.

τιχνιφέζ’κου, του άλογο ή μουλάρι που έχει χάσει τις δυνάμεις του κυρίως εξ αιτίας κάποιας αρρώστιας.

τλάζι, του είδος από στιλπνό μεταξωτό ύφασμα.

τλαζιένιους, -α, -ου αυτός που γίνεται από τλάζι, (βλ. λ.).

τλάκι, του μικρό χρηματικό ποσό που δίνουμε, για να δωροδοκήσουμε τους αγροφύλακες κυρίως, κατά τις μετακινήσεις μας, αναγκαστικό δωράκι, «φακελάκι» [25β, 216].

τομ (επίρ.) μόλις: τομ ακούονταν τη νύχτα η πρώτη καμπάνα, μας ξύπναγε η μάνα μου κι αρχίναγαμε να τοιμαστούμε [20, 63].

τόπα, η τόπι, μπάλα, και παιδικό παιχνίδι [19, τόμος 3ος, 196].

τόπια, τα μέρη, τοποθεσίες: ν-ιγώ πλαϊάζου στα κλαριά, στα έρημα τα τόπια [15α, 244].

τότις τότε [16, 59].

του τίνους είνι ποιανού είναι: του τινους είνι ου φλάμπουρας, τ’ άξιου κι του κόκκινου κι του κατακόκκινου [3α, 139]. του πού μας πας πού μας πας: του πού μας πας, βρε Σύρου μου, …

τούμπα, η μικρή συστάδα από δέντρα [27, 432].

τουμπακιάζουντι τα πρότα (πιθ.) συνωστίζονται, κουβαριάζονται: κι άλλα τουμπακιάζονται εκεί μπροστά με το κεφάλι τους το καθένα στα σκέλια του μπροστινού του, για να αποφύγουν τον τσουχτερό ήλιο [20, 130].

τουμπιάρ’κου γνέμα χοντρό και κακογνεσμένο νήμα.

τουπιάζουν τα πρότα προσαρμόζονται σε ένα μέρος.

τουπιάτ’κου, του λιβαδιάτικο, χρήματα που αντιστοιχούν στο κάθε πρόβατο για να βοσκάει στο λιβάδι και τα πληρώνει ο Σαρακατσιαναίοι [26, 19]

τουπώνου φράσσω το άνοιγμα δοχείου με υδατοστεγές αντικείμενο (τούπωμα) [12α, 156].

Τουρκιώτις, οι Σαρακατσιαναίοι. που πηγαίνουν στη Μ. Α.σία: κύριέ μου, τι να γίνηκαν ν-οι βλάχοι ν-οι Τουρκιώτις; [21β,89].

τουρκόιπουλου, του 1. Τουρκάκι. 2. (μτφ.) παλιόπαιδο, κακό παιδί.

τουρκόπαπας, ου (πιθ.) παπάς που τα έχει καλά με τους Τούρκους ή παπάς που είναι ανήθικος, παλιάνθρωπος: κάνας δεν απουκρίθηκι απ’ του λουιών τουν κόσμου κι ιένας παπάς, τουρκόπαπας κι τουρκουφιλημένους [15α, 68].

τουρκουπιδεύου (πιθ.) βασανίζω σκληρά κάποιον: βγάλι μου, Γιώργου μ’, του σπαθί κι πάρι μου του κιφάλι, να μην του πάρει η Τουρκιά κι του τουρκουπιδεύουν [15α, 26].

τουρλουκάλ’βου, του ορθό κωνικό κονάκι.

τουρλουτό κουνάκι όρθιο κωνικό καλύβι.

τουρλώνου αποκαλύπτω τον πισινό μου και τον επιδεικνύω [12β, 183].

τούρτα, η αγκάθι που τρώμε τη ρίζα του (βολβό).

τούτουια αυτό εδώ, αυτό εδώ ακριβώς.

τούφα 1. δέσμη από τρίχες ή από θάμνους. 2. βουνίσιο χορτάρι.

τραβιώμι ταλαιπωρούμαι.

τραγαζίκα, η [12α, 156], βλ. ταργαζίκα: γλυκάθ΄κι η γρια στα σύκα, θα φάει κι ’ν τραγαζίκα [19, τόμος 1ος, 338].

τραγάνα, η έδαφος με λίγο χώμα και αδύνατο σε βλάστηση [12β, 184].

τραγκανίζου 1. κουνώ. 2. –ουμι κουνιέμαι.

τραγόκυπρους, ου κυπρί για τον τράγο.

τραγουδιστά (επίρρ.) με τραγούδι λέω κάτι που θέλω να πω: ν-άλλοι του λέν’ τραγουδιστά κι άλλοι μι τη φλουϊέρα [21β, 222].

τραγούσια, η γίδα που έχει κέρατα όμοια με αυτά του κριαριού [27, 351]. Γίδα που έχει τα κέρατα όρθια προς τα επάνω και συνήθως στριφτά [23α, τ. 4ο, 25].

τράειους, ου άνθρωπος που κάνει κάτι κακό ή ανήθικο, μασκαράς: τράιε μ’, τι’ταν αυτό από κανις; [25β, 217].

τραΐ, του τράγος.

τραϊάρ’ς, ου αυτός που βόσκει τα τραγιά και τις στέρφες γίδες [26, 27].

τράιου, του ρούχο που γίνεται από γίδινο μαλλί: αν σκιάζουνταν ου λύκους του χαλάζι , θα φόραϊ τράια κά­πα [4, έτος 24ο , 56].

τρακάδα θημωνιά [12β, 184].

τράκους, ου βλάβη, ζημιά, συμφορά.

τράμπα, η ανταλλαγή σε ζώα ή σε πράγματα [27, 433].

τρανεύου 1. μεγαλώνω: ν-ιμείς αντάμα ζήσαμι, τρανέψαμι ν-αντάμα, γιατί τώρα μας καίγιτι, μας χύνιτι του αίμα; [21β, 159]. 2. (μτφ.) γίνομαι σπουδαίος.

τρανός, -ή, -ό 1. μεγάλος. 2. πεθερός [13, 101]. 3. (μτφ.) σπουδαίος.

τραόμαλλου, του γίδινο κουρεμένο μαλλί [26, 96].

τραότσιουλου, του τσιόλι που γίνεται με γίδινο μαλλί [22, 37].

τραουμαλλίσιους, -α, -ου αυτός που γίνεται από τραγόμαλλο [26, 213].

τραουτσιόκανα, τα μεγάλα τσιοκάνια (βλ. λ.) που κρεμάμε στα τραγιά και στις μεγάλες γίδες [26, 130].

τραουψάλ’δου, του γιδοψάλιδο, ψαλίδι με το οποίο κουρεύουμε τα γίδια [26, 96].

τραπέτσι, του κάτι που είναι πολύ ξινό.

τράτους, ου περιθώριο, διάστημα τοπικό ή χρονικό που είναι αρκετό για να τελέσουμε μια πράξη.

τραχ’λιά, η κεντητή ποδιά που πιάνεται στον τράχηλο με κόπτσα.

τραχανάδια, τα φύλλα και τραχανάδες που φκιάνουμε το καλοκαίρι.

τραχιά, η, βλ. μιστιά.

τρέλα, η κύστη γεμάτη σπυριά που υπάρχει στον εγκέφαλο του βουρλού (βλ. λ.) πρόβατου.

τρέμινους, -η, -ου αυτός που τρέμει: στοιχειό μας ικαρτέρισι στου τρέμινου γιουφύρι [3α, 155].

τριάγκουνους, -η, -ου αυτός που έχει πολλές γωνίες και δεν είναι στρόγγυλος [15α. 28].

τριανταφυλλιένια, η (μτφ.) ροδομάγουλη κι όμορφη γυναίκα: πού ’σουν, τριανταφυλλιένια μου, τόσον κιρό χαμένη; [3α, 154].

τριανταφυλλίσιους, -α, -ου τριανταφυλ­λίς.

τριανταφυλλούλα, η (μτφ.) χαϊδεμένο κορίτσι: φίλοι μ’, καλώς ουρίσατι, ρουιδούλα-ρουιδούλα, χρυσή τριανταφυλλούλα [15α, 237].

τριβαλιάζουμι κόβομαι, τρίβομαι σε πολλά και μικρά κομμάτια [22, 148].

τριβιζά (επίρρ.) τρόπος βαδίσματος (αδύναμος μέχρι αρρωστημένος) [25β, 218].

τριβιζός, -ή, -ό ανίκανος, άχρηστος [24β, 218].

τριβλός, -ή, ό ψευδός, βραδύγλωσσος.

τριβόλι, του είδος από αγκάθι.

τριγάνα, η, βλ. τραγάνα.

τριγανό, του 1. λεπτόφλουδο αντικείμενο.2. λεπτό ξεροψημένο ψωμί ή άλλο έδεσμα [12β, 185].

τριγανός, -ή, -ό λιανός.

τρικ’μή, η τρικυμία.

τρίκλουνους, -η, -ου αυτός που αποτελείται από τρείς κλωνές (κλωστές) ή τρία κλωνιά (κλωνάρια).

τρίκουκκα, τα ο καρπός της τρικοκκιάς.

τρικούφ’ς, -α, -κου μεγεθυντικό του μα­­γκούφ’ς, (βλ. λ.) [27, 433].

τρίμματα, τα 1. ψίχουλα. 2. θρύψαλα. 3. (μτφ.) λίγα χρήματα.

τριμουκουριάζου κρυώνω πολύ, τουρτουρίζω από το πολύ κρύο.

τριμουλιάζου τρέμω: κι απ’ του πουλύ του κιέρασμα κι απ’ τα ψιλά τραγούδια τριμούλιαξαν τα χέρια του κι έπισι του πουτήρι.

τριότα, η 1. προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια και είναι τεσσάρων χρονών. 2. παιδικό παιχνίδι [17, 211].

τριουκάρ’κους, -η, -ου αυτός που ζυγίζει τρεις οκάδες.

τριπιδουκλιά, η τρικλοποδιά.

τριπλόκυπρους, ου κυπρί που έχει στο κοίλωμά του κι άλλα δυο μικρότερα κυπριά (το ένα μέσα στο άλλο) [26, 117].

τρισκαταραίοι, οι τρισκατάρατοι.

τριτάρα, η προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές [27, 345].

τριτάρι, του κριάρι που είναι τεσσάρων χρονών.

τριτόημιρα (επίρρ.) κάθε τρεις μέρες: άμα λιγουστέψει του γάλα, τ’ αρμέμι τριτόημιρα.

τριτόημιρους, -η, -ου (μτφ.) λιγόζωος, ετοιμοθάνατος.

τριτόιννη, η προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά και είναι τεσσάρων ετών.

τριφυλλόκλαδου, του μηδική η δενδρώδης (ψυχανθές βοσκόφυτο) [2].

τρίψα, η είδος φαγητού (θρύμματα ψωμιού μέσα στο βρασμένο γάλα ή στον τραχανά).

τριψάνα, η, βλ. τρίψα.

τροξ, του είδος από περπατησιά στο άλογο (άτσαλο βάδισμα).

τρόξα παθαίνου βρίσκομαι σε κατάσταση πανικού, γιατί πιστεύω ότι θα μου συμβεί κάτι δυσάρεστο [9, 282]. Π.χ. παθαίνου τρόξα, αν πεταχτεί ξαφνικά μπροστά μου πέρδικα, γιατί πιστεύω ότι αυτό είναι κακός οιωνός.

τρουβαδένιου, του ύφασμα για να φκιάνουμε τροβάδες.

τρουβαδιάζου γεμίζω τον τροβά με διάφορα πράγματα ή βάζω στον τροβά διάφορα πράγματα.

τρουβάδιασμα, του η ενέργεια του τρουβαδιάζου.

τρουβάς, ου τροβάς, υφαντό μάλλινο σακούλι [13, 127]

τρουβούλι, του υποκοριστικό του τρουβάς.

τρούμπα, η [22, 117], βλ. θρούμπα: άλλους ’ν αντρουπή κι άλλους ’ν τρούμπα του πανί.

τρουξός,-ή, -ό «αγαθός», κουτός.

τρουπάφτ’κου, του σημάδι στο αφτί των προβάτων (κάνουμε μια τρύπα στο αφτί) [17, 168].

τρόυρα (επίρρ.) τριγύρω: στου Μέτσουβου στον πλάτανου, που’ νι νια κρύα βρύση, κλείσαν του Γρίβα τρόυρα πεντέξι ν-ουχτώ χιλιάδις [21β, 71].

τρουϋρίζου 1. τριγυρίζω, περιπλανιέμαι. 2. (μτφ.) απειλώ: ιέχου κάτι μέρις π’ μι τρουϋρίζει νια γρίπη.

τρουΰρισμός, ου τριγυρισμός, περιπλάνηση.

τρουύρου (επίρρ.) τριγύρω: ν-όσα αδιρφάκια του γαμπρού ν-ούλα τρου­ύρου να ’ νι ’δω [3α, 139].

Τρυ(η)τής, ου ο μήνας Σεπτέμβριος.

τρυπιάδις, οι Σαρακατσιαναίοι που ζούνε (έχουν τη στάνη τους) μέσα στα λόγγα [20, 356].

τρυπουπέρασμα, του γαλαρία.

τρυπουσάκι, του το φυτό όρδεο το μύουρο [2].

τρυπ’τήρι, του μεταλλικό αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιείται από τους ξυλογλύπτες για να κάνουν τρύπες στο επεξεργασμένο ξύλο [26, 148].

τρυπώνου (μτφ.) κρύβω κάτι, κρύβομαι: ν-ους πότι, κόρη μ’, κρύβισι, κι ους πότι τρυπουμένη [21β, 298];

τρών’ τα σκ’λιά γαβγίζουν όταν νιώθουν ότι πλησιάζει άγριο ζώο ή άνθρωπος: για σήκ’ να ιδείς τι τρών’ τα σκ’λιά.

τσ’γάρα, η τσιγάρο.

τσ’κάλι, του τσουκάλι.

τσ’κάρια, τα ράχες.

τσαγκάδα, η γαλάρα προβατίνα που δεν έχει αρνί (ψόφησε ή το πουλήσαμε) [26, 65].

τσαγκαδάρ’ς, ου τσομπάνος που βόσκει τα τσαγκάδια, (βλ. λ.).

τσαγκαδάρι, του μαντρί για τα τσαγκάδια [26, 65].

τσαγκαδεύου τα πρότα πουλάω τα αρνιά, οι προβατίνες μένουν χωρίς αρνιά και τις αρμέγω.

τσαγκάδια, τα κοπάδι πρόβατα που το αποτελούν τσαγκάδες προβατίνες [26, 70].

τσαγκαδουμάντρι, του, βλ. τσαγκαδάρι [ 19, 31].

τσαγκαρδέλα, η κομμένο τυρόγαλο μέσα στο οποίο ρίχνουμε γάλα και το βάζουμε σε ασκί.

τσάκ’σι ου κούκους ή η τρυγόνα νηστικός ή άνιφτος άκουσα τον κούκο ή την τρυγόνα το πρωί: φάτι μη σας τσακίσει ου κούκους.

τσακ’στός τόπους πλαγιά με απότομη κλίση.

τσα(λα)κατιώμι μιλάω δυνατά, επιθετικά, μαλώνω [25β, 219].

τσακίζει η μέρα (μτφ.) αρχίζει να πηγαίνει προς το απόγευμα: χαιρετάμε τον τσομπάνη και χωρίς να κάτσουμε λίγο να τσακίσει η μέρα και να λιγοστέψει η κάψα, ξεκινάμε φορτωμένοι [20, 268].

τσακίζιτι του ζώγου σπάει το πόδι του ή κάποιο άλλο μέλος του σώμα τός του.

τσάλαλους, -η, -ου αυτός που δεν ξέρει τι λέει, χαζός, παλαβός.

τσαλεύου λερώνω, βρομίζω.

τσάλια, τα χαμόκλαδα, αγκάθια.

τσαμπαδή, η γυναίκα που έχει τα μαλλιά από το κεφάλι της ακατάστατα, πετάνε τα μαλλιά της.

τσαντίλα, η αραιό μάλλινο ύφασμα με το οποίο στραγγίζουμε το γάλα και το τυρί [26, 105].

τσάντσαλα, τα πράγματα με ευτελή αξία.

τσαντσαλιάρ’ς, ου κουρελιάρης, διακονάρης [27, 434].

τσάντσαλου, του αβάφτιστο αγόρι.

τσαπουδόντ’ς, ου αυτός που έχει τα δόντια πεταμένα προς τα έξω ή του βγαίνουν διπλά δόντια.

τσάπους, ου 1. όνομα από μουλάρι [13, 62]. 2. (μτφ.) δυναμική γυναίκα, γυναίκα που μπορεί να επιβάλλεται στους άλλους, αυτή που μπορεί να κάνει το δικό της: γιένιτι καλά αυτήν, αυτή είνι τσάπους.

τσάπρουνα, τα καρποί από την τσαπρουνιά.

τσαρδάκι, του κιόσκι, ίσκιος τεχνητός με κλαδιά από δέντρο [26, 57].

τσαρκαλ’στά (επίρρ.) τρόπος που αρμέγουμε τα πρόβατα (το γάλα δε βγαίνει σε συνεχή ροή αλλά διακεκομμένα).

τσάρκους, ου καλυβάκι ή μαντράκι στο οποίο βάνουμε τα κατσίκια για να μη βυζαίνουν τις μανάδες τους.

τσαρουχάδις, οι τεχνίτες που φκιάχνουν τα τσαρούχια.

τσαρουχόπρουκις, οι βελόνες με τις οποίες καρφώνουμε τα τσαρούχια.

τσάχαλα, τα πολύ μικρά κομμάτια από ύλη κυρίως φυσικής προέλευσης.

τσέλιγκας, ου αρχηγός από το τσελιγκάτο. Είναι συνήθως αυτός που έχει τα πιο πολλά πρόβατα· άτομο με ιδιαίτερες ικανότητες· άτομο άξιο να εκπροσωπεί τους ανθρώπους της στάνης του.

τσέργα, η βελέντσα: την τσέργα μου, την τσέργα σου, μουρ’ βλάχα, μ’αυτή θα σκιπαστούμι [ 3α, 150].

τσέρλα, η υγρά κόπρανα των προβάτων.

τσέτ’λας, ου ξύλινη σκυτάλη, ξύλινο σημειωτάριο πάνω στο οποίο σημειώνουμε λογιστικά στοιχεία για τα κοπάδια [26, 20].

τσητώνου παραγεμίζω την κοιλιά μου με φαγητό, χορταίνω [12β, 188]: τσήτουσις, ουρέ;

τσιακατούρα συζήτηση με δυνατές, νευριασμένες φωνές, διάλογος με επιθετική διάθεση, μάλωμα: τόσο χαντά και φασαρία και τσιακατούρα έκαναν, που αν πέρναγε καένας ανίδεος, θα νάλεγε πως θα σκοτωθούν [20, 79].

τσιακμακάου προσπαθώ να βγάλω φλόγα από τον αναπτήρα [26, 108].

τσιακμάκι, του ατσάλινος αναπτήρας.

τσιαλαφός, -ή, -ό «αλαφρύς», λιγόμυαλος, επιπόλαιος.

τσιαλαφούτι, του, βλ. γαλουτύρι [20, 279].

τσιάλτσι του μυαλό το έχασε, έχασε τα λογικά του.

τσιαμαντάνι, του είδος από γιλέκο, κοντοσέγκουνο [17, 338].

τσιαμπαλέκου, η προβατίνα που έχει τούφα από μαλλιά στο κεφάλι της.

τσιαμπαλής, ου έχει τσιαμπά (βλ.λ.)

τσιαμπαλίκια, τα 1. χαίτη από το άλογο: τ’ άλουγά μας κουλουβά τσιαμπαλίκια κι νουρά [3α, 197]. 2. φούντα από μαλλιά στο σώμα του ζώου μετά το κούρεμα [26, 35].

τσιαμπάς, ου τα μαλλιά από το κεφάλι του ανθρώπου: του λόγου δεν απόσουσι, του λόγου δεν απούπι, απ’ τουν τσιαμπά τουν άδραξαν κι καταή τουν ρίχνουν [21β, 26].

τσιντσιά, τα ούλα.

τσιαούλι, του 1. πιγούνι [26, 97] 2. άνθρωπος με καυστικό λόγο ή άνθρωπος που μιλάει διαρκώς: ουρέ τσιαούλι τ’ κιαρατά.

τσιαπατόρ’ς, ου φτωχός, παρακατιανός Σαρακατσιάνος, αυτός που δεν έχει καλή σειρά.

τσιαπατουριά, η παρακατιανοί Σαρακατσιαναίοι, αυτοί που δεν έχουν καλή σειρά και τους θεωρούν κοινωνικά κατώτερους.

τσιαπράζι, του, βλ. χανάκα.

τσιαρπάλια, τα τα διχάλια [26, 112].

τσιάτα, η ομάδα από άγρια ζώα και κυρίως από λύκους [26, 55].

τσιατούρα, η, βλ. τέντα 2.

τσιάτρα το ’χου του μυαλό το ’χω «χαμένο».

τσιατσιά, η θάμνος που μοιάζει με αγριοτριανταφυλλιά ή με πυράκανθο [20, 300].

τσιάτσια, τα καρπός της τσιατσιάς.

τσιάφη, η πάχνη που συνοδεύεται από πολύ κρύο, παγωμένη πρωινή δροσιά [12α, 157].

τσιαχαλίζου (για ζώα) βόσκω) [20, 131].

τσιβί, του ξύλινο καρφί.

τσίγγανους, -η, -ου ολιγαρκής, λιτοδίαιτος, μίζερος στη διατροφή [12β, 187].

τσίγκιλλα, τα τσιγκελλά.

τσιγκινές, ου ο γύφτος.

τσικ’ρουπιλικάου πελεκάω με το τσεκούρι.

τσίκνα, η λεπτό στρώμα από καμένο φαγητό στον πάτο από τα οικιακά σκεύη.

τσίκνισι του φαΐ έπιασε τσίκνα.

τσικ-τσακ, του παιδικό παιχνίδι (κουτσό).

τσιλ’κάρι, του ένα από τα δύο ξύλα (το πιο μικρό) με τα οποία παίζουμε την τσιλίκα

τσιλ’κόξ’λου, του το ένα από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζουμε την τσιλίκα.

τσιλιγγλίτ’κου, του, βλ. κιχαϊλίκι.

τσιλιγγούλ’δις, οι τσελιγγάδες που έχουν μικρή στάνη.

τσιλιγκάτου, του συνεργασία που έχουν πολλοί νομάδες κτηνοτρόφοι κάτω από την καθοδήγηση ενός αρχηγού, του τσέλιγκα.

τσιλιγκίνα, η γυναίκα του τσέλιγκα [26, 42].

τσιλιγκόιπουλου, -ούλα γιος του τσέλιγκα, κόρη του τσέλιγκα.

τσιλιγκόκλιτσα, η κλίτσα του τσέλιγκα, κλίτσα για επίσημες εμφανίσεις.

τσιλιγκουπαίδι, του τσελιγκόπουλο [3α, 195].

τσιλιγκρός, -ή, -ό αδύνατος, αχαμνός.

τσιλίκα, η παιδικό παιχνίδι.

τσιλιπής, ου κύριος στα όλα του, και ιδιαιτέρως αυτός που φροντίζει την εξωτερική του εμφάνιση.

τσιλώνου στήνω όρθια τα αυτιά μου για να ακούσω καλύτερα, εντείνω την προσοχή μου [12β, 188].

τσιμπιώτι του φιγγάρι είναι στη χάση του [27, 436]

τσιμπλουμάτα, η αυτή που έχει τσίμπλες στα μάτια της, (μτφ.) κακορίζικη, χαμένη: δεν έχουμι τσιμπλουμάτα, θέλουμι κι τ’ μαυρουμάτα.

τσιμπούκι, του λεπτή βέργα (βίτσα) από θάμνους που τη χρησιμοποιούμε για σκοινί στο στήσιμο του κονακιού [ 19, 14).

τσιμπουρουβύζα, -κου πρόβατο που η θηλή του είναι μικρή ίσια με τσιμπούρι.

τσινάου (κυρίως για ζώα) αντιδράω, αντιδράω απότομα [12α, 158].

τσινιάρ’ς, ου άνθρωπος που αντιδρά περίεργα, αδικαιολόγητα, που αρπάζεται αμέσως [12β, 190].

τσινιές, οι ζαβολιές [22, 56].

τσιόλι, του μάλλινο στρώμα ευτελούς αξίας ή κουβέρτα μάλλινη χειροποίητη αργαλίσια [17, 338].

τσιότα, η (μτφ.) ομάδα που τα μέλη της είναι ένα σώμα: οι σχαριάτις πάηναμαν τσιότα.

τσιότρα, η ξύλινο σκεύος και στρόγγυλο στο οποίο βάνουμε κρασί στους γάμους.

τσιπούριασι μετάνιωσε.

τσιουγκάνι, του μεγάλος βράχος [26, 55].

τσιουγκανιάζουμι εγκλωβίζομαι σε μέρος που έχει γύρω-γύρω μεγάλους βράχους: σήμιρα, μ’ τσιουγκανιάσκι νια βιτούλα.

τσιουγκράου συγκρούω ελαφρώς [12β, 189].

τσιουγκρί, του οξεία απόληξη ενός βράχου [4, έτος 12ο, 30].

τσιούκα, η κορυφή από λόφο ή από βουνό [26, 113].

τσιουκαν’στάρια, τα, βλ. μουνουχάρια.

τσιουκανάν’ τα χέρια από το πολύ κρύο με πονάνε σαν να με τρυπάνε με το βελόνι.

τσιουκάνι, του κουδούνι κατώτερης ποιότητας που το βάνουμε στα γίδια ή στα άλογα.

τσιουκανίζου, βλ. μουνουχίζου.

τσιουκάν’σμα, του ενέργεια του τσιουκανίζου.

τσιούκις, οι παιδικό παιχνίδι [13, 92].

τσιούλα, -ου προβατίνα με πολύ μικρά και με οξεία άκρη αφτιά. Αρσενικό πρόβατο με πολύ μικρά και με οξεία άκρη αφτιά [23α, τ. 3, 39]

τσιουλιάζου βάζω τσιόλι στο σαμάρι του ζώου για να το προστατέψω. –ουμι μπαίνω κάτω από τα σκεπάσματα.

τσιούλους, ου μύγα που φτύνει.

τσιούμπα, η 1. μικρό ύψωμα. 2. ξύλινο σκεύος που στουμπάμε (τρίβουμε) τον καφέ [17, 339].

τσιουμπάου θρυμματίζω [27, 434].

τσιουπέλα, η αρμαθιά από ξερά σύκα [3α, 196].

τσιουπιλάια, η μεγάλη και πρασινόχρωμη σαύρα.

τσιούπρα, η κορίτσι [26, 435].

τσιουπχανές, ου πολεμοφόδια.

τσιούρα, -ου γίδα με μικρά αφτιά. Αρσενικό γίδι με μικρά αφτιά [27, 351].

τσιουρότ’κους, -η, -ου ελλιπής.

τσιουρουτεύου καθιστώ κάτι ελλιπές.

τσιουτίνα, η κορυφή από το κεφάλι.

τσίπα, η 1. πέπλο της νύφης [4, έτος 7ο, 24]. 2. (μτφ.) ντροπή.

τσιπιλάια, η, βλ. τσιουπιλάια.

τσιπκιένι, του το πάνω κομμάτι της φουστανέλλας στην αντρική φορεσιά το σαν σακάκι.

τσιράκι, του [21α, τ. 162], βλ. κάλφας.

τσιριφλιά, η, βλ. μιστιά.

τσίρλα, η [25β, 220], βλ. τσέρλα.

τσιρλάου έχω διάρροια.

τσιρλιάρ’ς, -α, -κου (μτφ.) φοβητσιάρης.

τσίρλους, ου βλ., τσέρλα.

τσιρνόκι, του τζέρο (βελανιδιά) με λεπτά φύλλα.

τσίτσα, η ξύλινο σκεύος και σπάνια δερμάτινο· το χρησιμοποιούμε αποκλειστικά για να βάζουμε κρασί στους γάμους [4, έτος 18ο, 9].

τσιτσί, του κρέας στη γλώσσα των νηπίων [12α, 158].

τσιφτιλής, ου 1. γρουσούζης: τι μο ’καμις, μωρέ τσιφτιλή; 2. χαμένος, άχρηστος [12β, 190].

τσιώφλοιου, του κέλυφος, φλούδα [27, 435].

τσλίθρα, η παιδικό παιχνίδι που πετάει νερό, κάτι σαν σύριγγα.

τσούκνα, η ολόσωμο φόρεμα.

τσουλουφάτη, η προβατίνα που έχει στο κεφάλι της τσουλούφι.

τσουπουτός, -ή, -ό παχουλός, στρογγυλεμένος ή κάτι που είναι στρογγυλεμένο.

τσουραπόσκ’νου, του σκοινί με το οποίο δένουμε τα τσουράπια.

τσούχτρα, η μεγάλο μερμήγκι.

τσύπα, η [12α, 159], βλ. τσίπα.

τύλ’μα, του τύλιγμα.

τυλ’χτρού, η γυναίκα επιδέξια στο να τυλίγει το στημόνι για να είναι έτοιμο για τον αργαλειό [1, 111]

τυλιγάδι, του ξύλινο στρογγυλό εργαλείο που το χρησιμοποιούνε οι γυναίκες για να μαζεύουν τα κουβάρια σε βάντες (τσιγκλιά) [22, 107].

τυλιγαδιάζου με το τυλιγάδι (βλ. λ.) μαζεύω τα κουβάρια σε βάντες [26, 370].

τύλους, ου τάπα, βούλωμα.

τυλώνου 1. σκληραίνω, τεντώνω [25β, 221]. 2. -ουμι σφίγγομαι.

τυρόκαδα, η, βλ. τάλαρους.

τυρουκουμάου φτιάχνω τυρί.

τυρουλόι, του μικρό τομάρι με τυρί για το τσομπάνο [26, 106].

τυρουλόους, ου ξύλινο δοχείο που βάνουμε το τυρί του βοσκού [25β, 221].

τυφλίτ’ς, ου είδος φιδιού που είναι χοντρό και τυφλό ή βλέπει ελάχιστα, γι’ αυτό είναι και πολύ δυσκίνητο [12β, 191].

τυχέριου, του τυχερό, αυτό που σου τυχαίνει [26, 329].

τώραϊα (επίρρ.) αυτήν τη στιγμ



υγιός, ου γιος: κάνει ν-ου Τσιώτρας νια χαρά, παντρεύει τουν υγιό του [21β, 285].

ύπαρχι υπήρχε [20, 124].

υπνουβέλιντσα, η βελέντσα που τη χρησιμοποιούμε για να σκεπαζόμαστε στον ύπνο το βράδυ.

υπνουβότανου, του βοτάνι που φέρνει ύπνο (μήκων η υπνοφόρος).

υπνουείνουρου, του όνειρο στον ύπνο [3α, 40]: ν-απόψι είιδα στουν ύπνου μου, στου υπνουείνουρό μου.

υπνουμένη, η κοιμόμενη: γιε μ’, βαριά ήταν υπνουμένη, κόρη μικρουπαντριμένη [7α, 63].

υπνώνου κοιμάμαι, πέφτω στον ύπνο: ιέλα ύπνι αγάλια-αγάλια να υπνώσεις του πιδάκι [3α, 202].

υπουδέλοιποι, -ις, -α οι υπόλοιποι: πέντι χιλιάδις του γαμπρού κι τέσσιρις της νύφης κι αυτά τα υπουδέλοιπα ν-ούλουν τουν συμπιθέρουν [3α, 43].

υφάδι, του νήμα που πλέκεται στο στημόνι με τη βοήθεια της σαΐτας.

υφαίνου διαπλέκω το υφάδι με το στημόνι στον αργαλειό για να φκιάξω κάποιο ύφασμα.

ύφαμα, του ύφανση [22, 117].

ύψουμα, του 1. λοφίσκος. 2. πρόσφορο στην εκκλησ
ία.


φ’κάλι, του σκούπα που γίνεται από το φυτό φουκαλιά.

φ’καλίζου σκουπίζω, σαρώνω, παστρεύω: να φουκαλίσεις του γιαλό, να διαβαίνουν τα καράβια, τα μικρά κι τα μιγάλα [10α, 119].

φ’λεύου 1. φιλοξενώ. 2. -ουμι φιλοξενούμαι [25β, 224].

φ’λιά, η 1. επίσκεψη σε συγγενικό πρόσωπο: θα πάου φ’λιά στ’ς λαλάδις μ’. 2. φιλοξενία κάποιου συγγενικού προσώπου.

φ’λλάδα, η φυλλάδα, βιβλίο, σημειωματάριο [27, 438].

φ’νίσια , τα υφαντά που γίνονται από το φίνο μαλλί.

φαγάρι, του γάλα που κρατάει η κάθε οικογένεια για φαγητό.

φάγουσα, η υποθετική πάθηση στο στόμα που να αποκλείει τη δυνατότητα να φάει κάποιος ή να μιλήσει [12β, 192].

φάδιασμα, του φάντασμα, δαιμονικό.

φάει για για να φάμε, για φαγητό: δεν ήρθαμαν για φάει, για πιει.

φακιόλια ρίχνει (μτφ.) ρίχνει πολύ χιόνι [20, 277].

φακουτό, του είδος από υφαντό.

φαλάγγια, τα ομάδες: μόν’ είμαστι κατακαμπή, κατακαμπή στουν κάμπου, θα μας πατήσουν τ άλουγα, τα τούρκικα φαλάγγια [15α, 48].

φαλαρός, ου φαλακρός

φαλάρου απατιέμαι [27, 436].

φαλκάρι, του 1. τσελιγκάτο, στάνη [26, 1]. 2. παρέα [17, 339]

φαλκαρίζου ενώνω τα κοπάδια πολλών οικογενειών και φκιάχνω το φαλκάρι, (βλ. λ.).

φαλκαριώτις, οι αυτοί που ανήκουν στο φαλκάρι, (βλ. λ.) [26, 1].

φαλλ’σμένους, -η, -ου τρελός, τρελός για δέσιμο [12 β, 192].

φαμπ’λεύου αποκτώ οικογένεια [27, 436]: φαμπίλιψι του πιδί.

φαμπ’λίτ’ς, ου οικογενειάρχης [27, 436].

φαμπλιά, η φαμελιά, οικογένεια: ιέχει τρανή φαμπλιά ου Φείμ’ς.

φανιλουσκούτι, του ύφασμα για τις φανέλες.

φανταλιά, η σφαλιάρα.

φάνταλους, ου βλ. φανταλιά.

φανταμάρα, η μεγαλομανία, έπαρση.

φαντασιά, η φαντασία.

φαντασμένους, -η, -ου αυτός που πε­ρηφανεύεται, εγωιστής.

φαούρα, η φαγούρα, δυσάρεστος ερεθισμός του δέρματος.

φάρα, η 1. φυλή. 2. σόι: κι ’συ, νύφη μ’, να χαίρισι, νύφη μ’, να καμαρώνεις, μι του συγγένειου πο’ μπλιξις, μι τη μιγάλη φάρα.

φαρδουκούδ’να, τα κουδούνια με μεγάλο φάρδος σε σχέση με το ύψος [26, 119].

φαρμαζόνους, ου 1. υποκριτής 2. συκοφάντης [27, 436].

φαρμάκι, του το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτο το νάπελλο. Το φυτό αυτό έχει φύλλο σαν τη λεπίδα του σιταριού. Όταν είναι χλωρό και το τρώνε τα πρόβατα φαρμακώνονται και ψοφάνε [20, 120].

φάρους, ου άλογο: παίρου κι ’γω του φάρου μου κι πάου να τουν πουτίσου [21β, 21].

φαρσώνου πλέκω με κλαδιά [26, 61].

φαρφαλιάρ’ς, ου πολυλογάς, φλύ­αρος.

φάρφαρους, ου ξεμωραμένος [27, 436].

φασκιά, η μικρή μάλλινη τριχιά με την οποία δένουμε τα σπάργανα του μωρού.

φασκιώνου σπαργανώνω [27, 436].

φασόψουμου, του λαχανικό.

φαφάνα, η θάμνος.

φέγου, του φευγάλα, αναχώρηση.

φέλπα, η είδος βαμβακερού υφάσματος που απομιμείται το βελούδο.

φέξη, η φανάρι, λάμπα ή οτιδήποτε άλλο χρησιμοποιούμε για φωτισμό [26, 278].

φέξου, του, βλ. φέξη.

φέρμιλη, η χρυσοποίκιλτο γιλέκο με ριχτά μανίκια που το φοράμε με τη φουστανέλλα, επίσημο γιλέκο.

φέρτ’ς, ου ειδικό ξύλο που το χρησιμοποιούμε στο τύλιγμα του διασιδιού για να «φέρνει» το διασίσι [1, 111].

φέσι, του σκούφια.

φέστα, η γιορτή, διασκέδαση [27, 436].

φέτου (επίρρ.) εφέτος.

φεύγα, του αναχώρηση για τα βουνά ή τα χειμαδιά.

φεύγας,ου πολύ γρήγορος στο περπάτημα.

φεύγιστι φύγετε.

φηρός, -ή, -ό λειψός [12β, 193].

φιβγούλας, ου βλ. φεύγας.

φιγγίστρα, η μικρό παραθυράκι της καλύβας για να μπαίνει μέσα λίγο φως και να βγαίνει ο καπνός που ανάβουμε σ’ αυτή [12α, 160].

φιδιάζιτι του ζώγου δηλητηριάζεται από τσίμπημα του φιδιού [25 β, 223]

φιδιατίσκα δαγκώθηκα από φίδι.

φιδόκαμψου, του, βλ. φιδουρούτι.

φιδουκιέφαλου, του φυλαχτό [26, 77].

φιδουρούτι, του παλιό δέρμα που πέφτει από το φίδι.

φιδουχόρτι, του βοτάνι για το δάγκωμα του φιδιού· μοιάζει με τη ρίγανη. Το βράζουμε και ποτίζουμε το φιδιασμένο ζώο.

φιλαγαπημένους, -η, -ου αυτός που τον αγαπάμε πολύ, αυτός που είναι αγαπημένος φίλος, φίλος γκαρδιακός: ν-ήρθα να ιδού τους φίλους μου, τους φιλαγαπημένους, κι οι φίλοι μου ήταν άπιστοι [15α, 83].

φιλάει ωφελεί.

φιλί, του κομμάτι (φέτα) από την πίτα.

φιλιώνου 1. ενώνω, συνταιριάζω. 2. συμφιλιώνομαι.

φιλλύκι, του το φυτό φιλλυρέα η πλατύφυλλος που αρέσει ιδιαίτερα στα κατσίκια. Ένα φυλλαράκι από το φυτό αυτό το βάνουμε μέσα στην μπουκ’βάλα. Είναι σύμβολο γονιμότητας για τα ζώα [2].

φιλντισιένιους, -α, -ου αυτός που γίνεται από ελεφαντόδοντο: τα μασούρια σ’, Δημητρούλα μου, ασημένια κι η σαΐτα σ’ φιλντισιένια [3α, 196].

φιλυρούδια, τα λουρίδες από ύφασμα.

φινέστρα, η παραθυράκι στο κονάκι για φως, φεγγίτης.

φίνου, του διαλεχτό μαλλί.

φιρέοικους, -η, -ου νομάς, αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία.

φιρσάδα, η πέρασμα, ευκαιρία.

φιρφιρί, του 1. παγούρι, συνήθως νικελένιο, με το οποίο πίνουμε το τσίπουρο [20, 182]. 2. τενεκεδάκι κλειστό με τρυπημένο κάλυμμα, σαν μπουκάλι κολώνιας [27, 367].

φιρφιτσιάλι, του κλείσμα.

φίστα, η τσιακμάκι με πέτρα [27, 437]

φίτζια, τα, βλ. ζντρίγαλα.

φκιάνου τα γίδια τακτοποιώ, περιποιούμαι: πάμι να φκιάσουμι τα γίδια.

φκιασιά, η κατασκευή του σώματος, καμωσιά.

φκιασίδια, τα καλλωπιστικά υλικά (διάφορα υλικά με τα οποία φροντίζει η Σαρακατσιάνα την επιδερμίδα της).

φ’λίου φιλώ.

φλαμπουράκους, ου μαντίλι άσπρο (μικρός φλάμπουρας) που το ράβουν οι γυναίκες έξω στο ύπαιθρο, όταν πηγαίνουν να μαζέψουν τα ξύλα για το γάμο [17, 224].

φλάμπουρας, ου γαμήλιο λάβαρο, σημαία του γάμου. Τα παλιότερα χρόνια ήταν πανί κόκκινο ή άσπρο. Σήμερα είναι η ελληνική σημαία. Το ράψιμο του φλάμπουρα είναι από τις ομορφότερες στιγμές του γάμου και έχει τελετουργικό και επικό χαρακτήρα. Την Παρασκευή το βράδυ ράβουμε το φλάμπουρα. Οι γυναίκες έχουν την πρωτοβουλία. Ο φλαμπουριάρης ή μπράτιμος ράβει το φλάμπουρα με την καθοδήγηση των γυναικών και των κοριτσιών που τραγουδούν. Ράβει το φλάμπουρα με τρία βελόνια και με τρεις κλωστές (άσπρη, κόκκινη, γαλάζια) [17, 228] ή με τρία βελόνια και κόκκινη κλωστή [15α, 209] ή με εννιά βελόνια και κόκκινη κλωστή [10α, 81].Πάνω στο φλάμπουρα βάνουμε γουργουλίδια και κορδέλες. Ο μπράτιμος κερνάει το φλάμπουρα. Στο τέλος τον χορεύουμε και τον στήνουμε στη δεξιά μεριά από την πόρτα του κονακιού.

φλαμπουριάρ’ς, ου αυτός που ράβει το φλάμπουρα και τον κρατάει στο γάμο [17, 339]. Είναι παλληκάρι ανύπαντρο που έχει τους γονείς του στη ζωή. Τον λέμε και μπράτ’μου.

φλαμπουρόξ’λου, του ξύλο (1-1,5 μ.) γύρω από το οποίο ράβουμε το φλάμπουρα. Πρέπει να είναι από σερκό ή από καρπερό ξύλο. Στην κορυφή έχει σταυρό. Στις άκρες από το σταυρό βάνουμε μήλα ή ρόδια.

φλάσι, του ασκί στο οποίο βάνουν νερό οι τσομπαναραίοι ή ξύλινο μικρό δοχείο για κρασί.

φλέσουρα, τα ξυλάκια, άχυρα, ξερά βούρλα, φρύγανα.

φλέτρα, τα φτερά [25β, 223].

φλέτρας, ου 1. πεταλούδα, 2. (μτφ.) πολύ αδύνατος άνθρωπος, ελαφρύς [25β, 223].

φλιτράου 1. πετάω. 2. (μτφ.) χαίρομαι πολύ.

φλόκια, τα κρόσσια.

φλόκους, ου δέσμη νημάτων από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις βελέντσες.

φλουιέρα, η φλογέρα.

φλουκάτα, η υφαντό μάλλινο άσπρο αμάνικο και μακρύ πανωφόρι μέχρι τις γάμπες με περασμένους στην ύφανση άσπρους πυκνούς φλόκους: θα βγάλου κι τη γούνα μου, θα βάλου τη φλουκάτα, θα πάρου δίπλα ταϊ βουνά, δίπλα τα κουρφουβούνια [15α, 52]. η βελέντζα με κρόσσια.

φλουκιάζου περνάω τα φλόκια (βλ.λ.)

φλουκουτή, ή, βλ. φλουκιαστή.

φλουκουτούλας, ου παρακατιανός, ξεπεσμένος.

φλουρένιους, -α, –ου αυτός που είναι από φλουρί: πουλλά φλουριά καζάντισις, φλουρένια τ’ άρματά σου [3α, 62].

φλουριά, τα τούρκικα χρυσά νομίσματα.

φλουρίζου ασπρίζω, γίνομαι άσπρος.

φλωρουγκιέσα, η μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες γραμμές στο πρόσωπο.

φλωρουκάν’τα, η γίδα που έχει στο δέρμα της άσπρες και γκρίζες-στα­χτιές τρίχες ανακατωμένες [26, 33].

φλωρουκαπνισμένα άρματα επάργυρα, επιχρυσωμένα: κι ένα μικρό κλιφτόιπουλου δεν τρώει κι δεν πίνει, μόν’ τ’ άρματά του γυάλιζι τα φλωρουκαπνισμένα [15α, 44].

φλωρουκάπ’ς, ου (πιθ.) αυτός που φοράει κάπα με χρώμα που πλησιάζει προς το άσπρο,

φλωρουκάτσ’κου, του (μτφ.) πολύ άσπρος άνθρωπος.

φλώρους, -α, -ου άσπρος.

φόλους, ου αβγό που βάζω στη φωλιά της κότας και την προκαλεί να γεννήσει.

φόντα, βλ. φόντας.

φόντας όταν, από τότε που: φόντας ιστήθ’κι, ρούσαμ’, κι ου ουρανός κι θιμιλιώθ’κι ν-η πλάση [3α, 158].

φόρτουμα, του 1. φορτίο [ 25, 201]. 2. το ξεκίνημα του καραβανιού για τα βουνά ή για τους κάμπους [20, 93].

φόρτσα θυμός [27, 437].

φουβέρτα, η φοβέρα.

φούγια, η φούρια, ορμή, δυνατό τρέξιμο: κι η κόρη ν-απού τη φούγια της κι απού τη λιβιντιά της, βήκι να παίξει του σπαθί κι κόπ’κι του κουμπί της[21β, 119].

φουκαρού, η θηλυκό του φουκαράς.

φουκαρούσα, η, βλ. φουκαρού [27, 437].

φουλιάζου (μτφ.) κάθομαι σ’ ένα μέρος για αρκετό διάστημα, μένω άπραγος.

φουλλίνα, η 1.δέρμα το οποίο χρησιμοποιήσαμε για να αποθηκεύσουμε τυρί και δεν μπορούμε να το ξαναχρησιμοποιήσουμε, επειδή χάλασε από τα άλατα και την υγρασία [12α, 161]. Στο δέρμα αυτό μπορούμε να βάζουμε μπαλώματα ή άλλα μικροπράγματα. 2. (μτφ). γυναίκα που δεν άχει αξία.

φουλτάκα, η φουσκάλα στο δέρμα από κάψιμο ή από άλλο λόγο [12α, 161].

φουλτακιάζου βγάζω φουσκάλα [12α, 161].

φούμσι (του) το «διαφήμισε», δηλ. δεν το έκανε καλά, δεν το έκανε όπως έπρεπε: α! του φούμσι ου Μητσιόβας, θα γιλάν’ κι τα παρδαλά τα σκ’λια.

φουνιμένους, -η, -ου σκοτωμένος, σφαγιασμένος [25β, 225].

φουντούλας, ου (μτφ.) άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερο περιχόμενο που θέλει να «δείχνεται», να φαίνεται.



φουράδα,η 1. θηλυκό άλογο [26, 130]. 2. (μτφ.) γεροδεμένη γυναίκα ή απελευθερωμένη γυναίκα.

φούρια, η θυμός, λύσσα.

φουριώμι ντύνομαι, ντύνομαι με ωραία ρούχα: ν-όποιους έφαϊ κι έπ’κι, γλέντησι κι όποιους φουρέθκι, φάν’κι κι όποιους ψιλά τραγούδησι, σ’ ούλουν τουν κόσμου ακούσ’κι.

φούρκα, η 1. χοντρό ξύλο με διχάλα. 2. είδος ρόκας σε σχήμα ψ. 3. (μτφ.) θυμωμένος.

φουρκάφτ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη του αφτιού σε σχήμα διχάλας σαν φούρκα) [26, 34].

φουρκή, η διάστημα μεταξύ των άκρων του δείκτη και του αντίχειρα σε πλήρη έκταση [26, 125].

φουρκιάρ’κα κουδούνια που έχουν μάκρος μια φουρκή, (βλ. λ.).

φουρκίζουμι 1. αιχμηρό αντικείμενο μου τρυπάει το δέρμα. 2. (μτφ.) θυμώνω.

φουρκούλις, οι πολύ μικρές φούρκες (κλιτσούλες) που με αυτές πιάνουμε τις θηλιές της τέντας, όταν τη στήνουμε, για να τη στερεώσουμε. βλ. και κλιτσούλις.

φουρλαΐδα, η παλαβή, ανοσόρροπη γυναίκα.

φουρλατάου γυρίζω σαν τη σβούρα [12β, 195].

φουρλατίζου 1. σκορπάω, εκσφενδονίζω, δε λογαριάζω. 2.θυμώνω.

φουρνατζής, ου φούρναρης.

φουρτιάρ’κα, τα φορτηγά ζώα που μεταφέρνουν τα φορτία από το χειμαδιά στα βουνά και το αντίθετο [26, 1].

φουρτουμένη, η (μτφ.) έγκυος γυναίκα [17, 213]: κίν’σι φουρτουμένη η Αυδουκιά.

φουρτουτήρα, η λεπτή φούρκα που χρησιμοποιείται ως αντιστήριγμα στο φόρτωμα των ζώων [3α, 197].

φουρτουτήρας, ου, βλ. σέλα.

φούσκα, η (μτφ.) ουροδόχος κύστη.

φουσκαλήθρα, η 1. φυσσαλίδα αέρος. 2. φουσκάλα.

φούσκουμα, του ασθένεια στα ζώα, τυμπανισμός.

φουσκουμπουνιασμένους, -η, -ου αυτός που είναι πρησμένος στο πρόσωπο κυρίως από ύπνο: φουσκουμπουνιασμένους ξύπνησι ου Κίτας.

φουσκούρια, τα είδος από μανίκια που τα φοράμε κοστούμι με την τσούκνα, (βλ. λ.).

φούσμα, η φόρα για να πηδήξω, φόρα για να φύγω γρήγορα, να τρέξω [12α, 162].

φούστα, η βασικό κομμάτι απ’ τη γυναικεία φορεσιά που πιάνεται στη μέση και είναι μακρύ ως τη γάμπα.

φούστια, η αμάνικο πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά [22, 182].

φουστίσιου, του ύφασμα για να φκιάνουμε φούστες.

Φουτάδις, οι ομάδα από ανθρώπους που φοράει τομάρια και προβιές και κρεμάει στη μέση της κουδούνια και κυπριά (ρογκατσάρια). Πηγαίνουν τα Φώτα στα κονάκια και μαζεύουν τυριά, γάλατα, μαλλιά [20, 49].

φουτίκια, τα δώρα της βάφτισης που φέρνει ο νουνός στο βαφτιστήρι.

φουτόξ’λα, τα ξύλα που κάνουν καλή φωτιά [26, 278].

φουτουγόνι, του φωτιά-βάση κάθε άλλης που ανάβει από αυτή [12β, 196]

φουτουγουνιά, η γωνιά, βάτρα [26, 274]

φραγκουτσιόκανα, τα, βλ. τραουτσιόκανα.

φράμα, του φράχτης, περίφραγμα στο οποίο βάνουμε τα πρόβατα [26, 62].

φραξιά, η, βλ. φράξους.

φράξους, ου φυτό τη φλούδα του οποίου χρησιμοποιούμε για να βάφουμε υφάσματα [26, 136].

φρέζα, η στενή ταινία με την οποία πλαισιώνουμε και στολίζουμε τα υφαντά.

φριντζιάτους, -η, -ου αυτός που είναι στολισμένος με φρέντζες [5, 74].

φριτζιάτου, του 1. «σαλόνι» από το κονάκι, περιφραγμένη αυλή με καθίσματα και κρεβάτια για να υποδεχόμαστε τους ξένους. 2. ίσκιος τεχνητός, τσαρδάκι.

φριτζιατουκόνακου, του κονάκι με φριτζιάτο [26, 254].

φριτζιάτους, ου, βλ. φριτζιάτου.

φρίττου, τρομάζω, φοβάμαι

φρίττουμι, βλ. φρίττου.

φρίχκα τρόμαξα.

φρουξ’λιά, δέντρο που ο κορμός του είναι κούφιος.

φρουξλάνθη, η φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες.

φρούσια, -ου θηλυκό ζώο με κατάλευκο κεφάλι [27, 350]. Αρσενικό ζώο με κατάλευκο κεφάλι: Γιώργη μ’, χαλεύουν τ’ άλουγου, του φρούσιου του μπινιέκι [21β, 181].

φρούτα, τα μανίκια από το το πουκάμισο της γυναικείας στολής.

φρουτουπόδια, η νυφική ποδιά.

φσικόλ’κου, του: τι νουγάει αυτό το φσικόλ’κου από σιβντάδες [16, 106] βλ. φσικώλι.

φσικώλι, του παλιόπαιδο [25β, 227].

φ’σκή, η κοπριά από τα ζώα που είναι συνήθως μαζεμένη σωρό [26, 109].

φσουνιάρ’κα, τα μυξιάρικα πρόβατα.

φταίξου, του φταίξιμο.

φταλειά, η είδος σιταρένιου ψωμιού που παρασκευάζεται με ζυμάρι και τυρί και ψήνεται στη βάτρα [12α, 163].

φτάσμα, του φτασμίτικο ψωμί, άζυμο [12β, 194].

φτασμίτ’κου, του ψωμί με μαγιά από ρεβίθι.

φτιλιάς, ου δέντρο με ανθεκτικό ξύλο, καραγάτσι [26, 136].

φτίνα, η [12β, 194] 1. πήλινο δοχείο στο οποίο πήζουμε το γάλα που γίνεται γιαούρτι. 2. μεγάλο βαθύ πηλινο πιάτο.

φτινά, τα λεπτά ρούχα.

φτινάδι, του μικρό ψωμάκι.

φτινός, -ή, -ό λεπτός.

φτιρό, του 1. τμήμα από το κοπάδι. 2. άκρη του κοπαδιού [17, 141].

φτιρούσι, του μέρος με πλούσια βλάστηση από φτέρες [22, 44].

φτιρουτό, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [15β, 310].

φτουχαίνου 1. γίνομαι φτωχός. 2. (μτφ.) αδυνατίζω: φτώχυναν τα πρότα τ’ Μητρούσια.

φτσιέλα, η πεπλατυμένο βαρελάκι με στενό στόμιο για να αποθηκεύουμε, συντηρούμε και μεταφέρουμε νερό [12β, 195].

φτσιέλι, του [22, 146], βλ. φτσιλάκι.

φτσιλάκι, του ξύλινο σκεύος στο οποίο βάνουν οι τσομπαναραίοι νερό (αντί για παγούρι).

φτύματα, τα μικρά άσπρα σκουλήκια που σχηματίζονται από τα αβγά που ρίχνει η μύγα φτύνοντας πάνω στα τρόφιμα [12α, 162].

φύβγα, στ’ φύβγα στο φευγιό, στην αναχώρηση για τα βουνά ή τα χειμαδιά [22, 82], βλ. και φεύγα.

φύγινου πουλί αποδημητικό: ν-ιένα πουλάκι φύγινου, σιαπού θα ξιχειμάσει [21β, 253].

φυλαχτ’κά, τα μισθός του τσομπάνου για να φυλάει το κοπάδι, ρόγα [26, 9].

φυλαχτήδις, οι συγγενείς συνοδοί της νύφης στο κονάκι του γαμπρού, μπεχτσήδες.

φυλλουκάρδια, τα (μτφ.) μύχια συναισθήματα.

φύρα, η φθορά, ελάττωση όγκου ή βάρους.

φύση, η αντρικό γεννητικό όργανο.

φυσσάτου, του (μτφ.) συμπεθεριακό: τι καρτιρείς, βρε φλάμπουρα, κι δεν κινάς φυσσάτου.

φύτ’μα, του φτύσιμο.

φύτρα, η γενιά, καταγωγή.

φώκη, η ζώνη από δέρμα φώκιας στη γυναικεία στολή.


χ’λιάζουν, γίνονται χιλιάδες, πληθαίνουν.

χ’λιάρα, η κουτάλα [26, 357]

χ’λιάρι, του κουτάλι [26, 105].

χ’λιαράκι, του (μτφ.) μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται κάτω από την απόληξη του στέρνου και πάνω από το στομάχι ∙ έχει το σχήμα κουταλιού.

χ’λιαριά, η κουταλιά.

χ’λιαρίζου τρώω με το κουτάλι με βιάση και πολύ [25β, 233].

χ’λιαρουθήκη, η ξύλινη θήκη για τα κουτάλια [17, 340].

χ’λιαρουλόους, ου, βλ. χλιαρουτρουβάς.

χ’λιαρουτρουβάς, ου τροβάς στον οποίο βάνουμε τα κουτάλια.

χ’λός, ου είδος από πρόχειρο φαγητό (βραστό αλεύρι σε χυλώδη κατάσταση).

χ’μαδιά, τα χειμαδιά, τόπος που ξεχειμωνιάζουν οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους [26, 102].

χ’μαδιό, του λιβάδι στο οποίο ξεχειμωνιάζουμε τα κοπάδια μας.

χ’μάρα, η διάρροια [27, 440].

χ’μουνίσιους, -α, -ου χειμωνιάτικος.

Χ’μουνουκαλόκιρου, του όλος ο χρόνος [26, 44].

χ’νόπουρους, ου το φθινόπωρο: πιδιά μ’, πήρι χινόπουρους, πιδιά μ’, πήρι χειμώνας.

χ’νουπουριάζει φθινοπωριάζει.

χ’νουπουριάτ’κους, -η, -ου φθινοπωριάτικος.

χ’νουπώρι, του φθινόπωρο.

χαβάς, ου ο αέρας (ως καλό κλίμα): ιέχει καλό χαβά στου ξικαλουκιριό.

χάβδα κάθουμι κάθομαι με τα σκέλη μου ανοιχτά χωρίς να ντρέπομαι [25β, 228].

χαβδώνου κάθομαι χάβδα, (βλ. λ.): να χαβδώσου λίγου για να πυρώσου τα σκιέλια μ’.

χαβέλας, ου χαμένος, άμυαλος, χαζός [12α, 164].

χαβιλές, ου ενοχλητικό βάρος.

Χαβλής, ου χαμένος, τιποτένιος.

χάβους, ου γκρεμός.

χαβώνου 1. μένω άναυδος, τα χάνω και δεν μπορώ να αντιδράσω, μου κόβεται η λαλιά μου: τα πουλλά τα χέρια Θιός να τα πληθαίνει, τα πουλλά τα στόματα Θιός να τα χαβώνει 2. (μτφ.) γκαβώνω, στραβώνω [17, 339] 3. (μτφ.) παραπλανώ: μας χάβουσι η νύφη κι ’ν αρριβώνιασαμαν. 4. -ουμι βλ.χαβώνου.

χάζι, του ευχαρίστηση, γούστο.

χαζίρι (άκλ.) έτοιμος: γίν΄κα χαζίρι κι αυτοί έφκαν κι μ’ άφκαν πίσου.

χαζουμπιζμπέρου, η χαμένη και άμυαλη.

χαϊάτι, του σκεπή από το πρατομάντρι [26, 65].

χάιδια, τα χάδια.

χαϊμαδής, -ή όμορφος, ίσως και ο χαϊδεμένος, όμορφη.: ν’ άγρια πιριστιρούλα μου κι χαϊμαδή τρυγόνα, ρίξι την αγριουσύνη σου κι έλα σιμά μου κάτσι [15α, 221].

χαϊμαδούλα, η χαϊδεμένη.

χαϊμαλί, του περιδέραιο με φυλαχτά.

χαϊμαλουπέρδικα, η 1. χαϊδεμένη πέρδικα 2. (μτφ.) χαϊδεμένο, καλομαθημένο κορίτσι: μουρή χαϊμαλουπέρδικα τι στέκεις μαραμένη; [3α, 157]

χαϊντούτια, τα ληστές [24, 19].

χαΐρι, του προκοπή.

χαϊρλής, ου τυχερός [26, 391].

χαϊρλί ευτυχές γεγονός: έκαμι χαϊρλί ου Δρόσους, σύβασι του Βούλη.

χαϊρλίτ’κους, -η, -ου τυχερός: άιντι χαϊρλίτ’κα κι να σας ζήσουν!

χάκι, του [19, 304], βλ. ρόγα.

χαλ’κουτόπι, του τόπος με χαλίκια.

χαλάβρα, η ανοιχτό και φοβερό στόμιο από γκρεμό [17, 340].

χαλαζιάς, ου Ν.Α. άνεμος που προκαλεί χαλαζόπτωση.

χαλαζώνου ρίχνω χαλάζι: για μένα βρέχουν τάι βουνά, για μένα χαλαζώνουν [21β, 357].

χαλαϊτίζου υπολογίζω, λογαριάζω.

χαλάλι προκοπή.

χαλαλουή, η θόρυβος από πολλές φωνές, βουή από φωνές ή περπάτημα του όχλου [12α, 164].

χαλαντζιούκα, η πρόχειρο καλυβάκι [26, 177]

χαλάου (μτφ.) σκοτώνω: οι κλέφτις δεν πήραν ’ν ξιαγουρά κι του χάλασαν του πιδί.

χαλασιά, η καταστροφή.

χαλασουστάν’ς, ου αποτυχημένος κτη­νοτρόφος [26, 5].

χαλέπιτου, του (μτφ.) ασήμαντος και κυρίως ανήθικος άνθρωπος.

χαλέπιτους, ου ακοινώνητος, δύσκολος άνθρωπος [25β, 229].

χαλεύου γυρεύω, ζητώ: κώλους χουρτάτους μύγδαλα χαλεύει.

χαλιάς, ου παχύ στρώμα από πέτρες και χαλίκια σε μια πλαγιά.

χαλιάρ’ς, ου αυτός που έχει σοβαρό ψυχικό πρόβλημα.

χάλιμα, του η ενέργεια του χαλεύου, (βλ. λ.).

χαλινό, του εξάρτημα για να οδηγείς το άλογο.

χαλκιάς, ου χαλκοποιοός.

χαλκόμ’γα, η είδος μύγας που έχει το χρώμα του χαλκού [25β, 229].

χάλκουμα, του χάλκινο μαγειρικό σκεύος και γενικά το σκεύος [26, 304].

χαμάιδα, η χαϊδεμένη.

χαμακούκι, του καλαμποκίσιο ψωμί χωρίς προζύμι και με κρύο νερό [26, 316].

χαμάρα, η εξάντληση, αδυναμία, αδιαθεσία.

Χαμένους, ου ο μήνας Νοέμβριος.

χαμουκιέρασα, τα άγριες φράουλες.

χαμουκούκι, του, βλ. χαμακούκι.

χαμουλιό, του αγκάθι με το οποίο γιατρεύουμε την ψώρα από τα γίδια.

χαμουμιλού μιλάω ντροπαλά, τρυφερά [25β, 230].

χαμούρι, το κοινό ταμείο [26, 21].

χαμπέρι, του είδηση: του τι χαμπέρια, Γαλανέ, ν-απού τα πρόβατά μας.

χαμπλά (επίρρ.) χαμηλά.

χαμπλώματα, τα πεδινά μέρη, χειμαδιά.

χαμπλώνου χαμηλώνω.

χανάκα, η προστατευτικό περιλαίμιο στα σκυλιά που έχει ολόγυρα καρφωμένα μεταλλικά καρφιά [26, 55].

χάνουμι (μτφ.) πεθαίνω.

χάντρα, η βολβός από το μάτι [27, 439].

χάπιις, οι χάπια, φάρμακα.

χάπιου, του χάπι, φάρμακο.

χαρά, η γάμος.

χαραή, η χαραυγή [16, 115].

χαρακιάζου κάνω την αρχή για να κόψω κάτι, κάνω την αρχή κάποιας ενέργειας [12β, 196].

χαραμάδα, η σχισμή.

χαραμήδις, οι οι ληστές [21β, 224].

χαράμι (επίρρ.) άδικα, χωρίς ωφέλεια.

χαραμτζής, ου ο ληστής: ν-αϊκούτι χώρις κι χουριά, ’κλησιές κι μαναστήρια, γίν’κι ν-ου Γιώργους χαραμτζής, γίν’κι ν-ου Γιώργους κλέφτης [21β, 41].

χαράρ(γ)ια, τα μεγάλα μάλλινα σακιά με ρίγες στα οποία βάνουμε τον ιματισμό [21α, τ. 162]

χαραρέτι, του μεγάλη χαρά.

χαράτσουμα, του χαράτσι, φόρος: ν-ου Κατσιαντώνης στου μαντρί μι τουν Καραϊανάκη, γυρεύουν του χαράτσουμα, την πρώτη μου την κόρη [21β 108].

χαρβαλασιά, η, βλ. χάρβαλου.

χαρβαλόστουμους, -η, -ου αθυρόστο­μος [12β, 197].

χάρβαλου, του κάθε τι διαλυμένο ή ερειπωμένο.

χαρδακίζου χαίρομαι πολύ, ευφραί- νομαι, δροσίζεται η καρδιά μου από χαρά, πετάει η καρδιά μου από χαρά [25β, 231]: βήκα στου β΄νί κι μ’ χαρδάκ’σι η καρδιά.

χάρισμα, του δώρο: - Γιώργου μ’, χαλεύουν τ’ άλουγου σ’, χαλεύουν τ’ άρματά σου. - Κι αν τα χαλεύουν, δώστι τα, χαρίσματα να πάνι [15α, 72].

χάρισσα, η θηλυκό του χάρος (χρησιμοποιείται κυρίως στα δημοτικά τραγούδια): ν-ου χάρους κρατεί την κλειδουνιά κι η χάρισσα την πόρτα [21β, 355].

χαρκεύου μαστορεύω.

χαρμπί, του αμφίστομο μαχαίρι διακοσμημένο [21β, 118].

χαρόιπουλου, του γιος του χάρου (χρησιμοποιείται κυρίως στα δημοτικά τραγούδια): τάξι του χάρου τάματα, της χάρισσας μαντίλια κι του μικρού χαρόιπουλου χρυσό μήλου να παίξει [21β, 355].

χαρότριχα έχει (μτφ.) η ξαφνική εμφάνιση κάποιων συγκεκριμένων ζώων δίνει κακό προμήνυμα για τον εαυτό σου και για τις δουλειές σου (ο λύκος, o λαγός κι η πέρδικα έχουν τη χαρότριχα).

χαρουπούλι, του κουκουβάγια ή άλλο νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του τη νύχτα προμηνύει θάνατο.

χαρουκουπού, γλεντοκοπώ, διασκεδάζω: καλά τρώμε κι πίνουμι, καλά χαρουκουπάμι, κάνα καλό δεν κάνουμι, καλό για την ψυχή μας [7α, 53].

χαρουπουλιάζου, (μτφ.) μένω ξάγρυπνος όλη τη νύχτα, δεν μπορώ να κλείσω μάτι.

χάρους, ου (μτφ.) κακός, αντιπαθητικός: χάρους ξιλίθρουτους είνι ικειός ου μπακάλ’ς.

χαρταβέλας, ου σαχλαμάρας.

χαρτιλίνα, η χάρτινη σακούλα [27, 439].

χαρτόλουρα, τα λούρ(ι)α με τα οποία χαρτώνουμε το κονάκι.

χάρτουμα, του η ενέργεια του χαρτώνου.

χάρτσια, τα στολίδια: να βάλουν φούντις στα σπαθιά κι χάρτσια στα ντουφέκια [15α, 28].

χαρτώματα, τα, βλ. χαρτόλουρα.

χαρτώνου πλέκω τα όρθια λούρ(ι)α του κονακιού με οριζόντια [26, 202].

χαρχαγγέλια, τα κουδουνάκια σαν του θυμιατού της εκκλησίας που τα βάνουμε στα ζώα ή τα βάνουμε στο φλάμπουρα, όταν τον ράβουμε.

χαρχάλα, η, βλ. χαρχάρα.

χαρχάρα, η κατάξερο και άγονο μερος.

Χασανδρινοί, οι Μακεδόνες κυρίως Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζουν στην Κασάνδρα της Χαλκιδικής.

χάση, η περίοδος που μειώνεται το φεγγάρι.

χάσκα, η αποκριάτικο παιχνίδι [25α, 197].

χασμηλίκι, του σκοτωμός.

χασμούσια, τα καλούδια [22, 78].

χασουμέρια, τα χαμένος χρόνος, καθυστέρηση που προκαλεί χάσιμο χρόνου.

χασουπέφτη, η Πέμπτη που χάνεται το φεγγάρι [19, τόμος 3ος, 194].

χαταλής, ου 1. γρουσούζης. 2. καβγατζής: α! μουρέ χαταλή, ούλη τ’ μέρα μι τα πιδιά μαλών’ς.

χαταλίτ’κους, -η, -ου, βλ. χαταλής.

χατάς, ου ανακατωσούρα, φασαρία, τσακωμός [17, 340].

χατζίνα, η γυναίκα του ιδιοκτήτη χανιού [15α, 90].

χαψιά, η μπουκιά.

χείλη μ’ αχείλη είναι γεμάτο τελείως, από άκρη σε άκρη.

χειμάζου φέρνω χειμώνα, προκαλώ κακοκαιρία: πανάθιμά σι Παχνιστή, Σαρακατσιάνα μου, Γινάρη κι Φλιβάρη κι συ βρε Μάρτη που χείμασις κι φέρνεις τους αϊέρις.

χειμουν’κό, του φρούτο που μπορούμε να το διατηρήσουμε και το χειμώνα.

χειρακώνουμι με τα χέρια μου πιάνομαι από κάπου, βαστιέμαι από κάπου.

χειργιά, η ποσότητα ύλης (φυτικής προέλευσης κυρίως) που μπορούμε να πιάσουμε με το χέρι, μπουκέτο: να βρεις χειργιά βασιλικό, να δέσεις τ’ άλουγό σου.

χειρόβουλου, του ποσότητα από στάχυα όση μπορεί να πιάσει στο χέρι του ο θεριστής.

χειρόκλιτσα, η κλίτσα για τα παζάρια, για επίσημες εμφανίσεις.

χειρότια, τα κεντημένα ακρομάνικα από τα κατασάρκια των αγοριών και των εφήβων [27, 373].

χειρουβόλι, του βλ. χειρόβουλου.

χειρουγλύκανου, του αυνανισμός.

χειρουδόσ’μους, -η, -ου απλοχέρης, γενναιόδωρος, χουβαρδάς.

χειρουδουσιά, η χειραψία.

χειρούλα, η μπουκετάκι.

χειρουλάμπα, η είδος από λάμπα [17, 181].

χειρούλι, του πιάστρα.

χειρουστόμι, του, βλ. θυρουστόμι.

χειρουφκιασμένου, του χειροποίητο.

χέρι-χέρι πολύ γρήγορα: χέρι-χέρι έκουψαμαν τα λούρια για του κουνάκι.

χέρι, του μανιβέλα ξύλινη με την οποία στρίβουμε το μπροστινό αντί.

χιζουλόους, ου, βλ. χρεία.

χιζούρ’ς, ου φοβητσιάρης.

χιλιότρανους, -η, -ου αυτός που είναι χίλιες φορές τρανός, πολύ σπουδαίος: σι τούτ’ την τάβλα που ’ρθαμαν σι τούτου του κουνάκι, χιλιότρανου τουν είπαμαν αυτόν τουν Αντουνάκη.

χιλιουκαλώς χίλιες φορές καλώς: χιλιουκαλώς τουν ηύραμαν τούτουν του νοικουκύρη μι τα γλυκά του τα κρασιά, μι τα καλά του λόια [3α, 141].

χιουνότρυπα, η κοίλωμα στο έδαφος (τρύπα) το οποίο μπορεί να κρατάει και το καλοκαίρι άλιωτο το χιόνι που μάζεψε το χειμώνα.

χιουνούρις, οι χιονιάδες, χιονώδης καιρός.

χιρώνει του γάλα αρχίζει να λιγοστεύει [26, 84].

χλέπι, του πτύελο, φλέγμα [27, 439].

χλήτ’σσα, η πρακτική γιάτρισσα [20, 315].

χλιβιρός, -ή, -ό άρρωστος,

χλίβουμι θλίβομαι, στενοχωριέμαι: τι έχεις, Γιάννη μ’, κι χλίβισι κι χύνεις μαύρα δάκρυα, σκύβεις να πιάσεις δέματα, τη γης δάκρυα γιουμίζεις [15α, 74];

χλιμάρα, η κακομοιριά, δυστυχία: ου χ’μώνας έχει πουλλή χλιμάρα.

χλιμιτράει τ’ άλουγου χρεμετίζει.

χλιμιτράου (μτφ.) είμαι ξένοιαστος, γελάω, διασκεδάζω.

χλιμιτρίσματα, τα κλάματα με λυγμούς που χύνει η νύφη από τη συγκίνησή του αποχωρισμού της από τους οικείους της.

χλιό, του χλιαρό.

χλίψη, η στενοχώρια, θλίψη.

χλουρασιά, η χλωρό χορτάρι, πράσινα κλαδιά από τα δέντρα.

χλουρό τυρί φρέσκο τυρί, τυρί που είναι ακόμα στην τσαντίλα.

χλουρόπ’τα, η πίτα με βάση το χλωρό (φρέσκο) τυρί.

χνούδαλου, του [12β, 198] 1. μικρό ζώο. 2. (μτφ.) τιποτένιος, ασήμαντος άνθρωπος.

χνούπα, η είδος μικρού κουνουπιού [27, 440].

χόβι, του μέτρο όγκου των υγρών [25β, 233], αλλά δηλώνει και ποσότητα δουλειάς ή φαινομένου: έφερα ένα χόβι πράματα [20, 339]

χόβουλη, η κάρβουνα σκεπασμένα με στάχτη [26, 283].

χόντρους, ου πάχος.

χουιάζου 1. φωνάζω δυνατά [26, 42]. 2. μαλώνω.

χουιάστρα, η δυνατή φωνή γεμάτη θυμό: το ’δουκα νια χουϊάστρα κι ζάρουσι.

χουιατά, τα δυνατές φωνές [3α, 31].

χούλια, η κουτάλα.

χουλιάου 1. στενοχωριέμαι: χουλιάου τουν αδιρφούλη μ’ π’ απόμ’νι μαναχούλ’ς. 2. πεισμώνω.

χούλιαρους, ου μεγάλο κουτάλι [26, 318].

χουλιουσκάου στενοχωριέμαι, σκάω [26, 42].

χουλιρός, -ή, -ό χυμώδης: τα σπαράγγια είνι χουλιρά.

χουλουιώμι στενοχωριέμαι, βγάζω από το στόμα μου στενοχωρημένος τις λέξεις ‘‘οχ-οχ’, γιατί έπαθα κάτι κακό [12β, 198].

χούμα, του χώμα [26, 279].

χουματίζου θάβω [22, 95].

χούμπα, η ξεδιάντροπη.

χουμπιάρ’κου, του, βλ.χούμπα.

χουμπώνου 1.καταντροπιάζομαι, κρύβομαι από την ντροπή μου: χούμπουσι μουρή κι έμπα στα κατάβαθα τ’ς γης. 2. -ουμι, βλ. χουμπώνου.

χουνεύου 1. ανέχομαι. 2. συμπαθώ. 3. δύομαι: χώνιψαν τα πρότα στ’ λαγκάδα.

χούνη, η στενή λαγκάδα [17, 340].

χουντρά ζώγα. 1 παλιά, μεγάλα στην ηλικία. 2. αλογομούλαρα.

χουντραίνει του γάλα 1. γίνεται πιο πλούσιο σε λίπος. 2. στο βράσιμό του και μετά από καποια ώρα το γάλα αρχίζει να γίνεται παχύρρευστο που σημαίνει ότι σε λίγο θα έχει τελειώσει η βράση του και πρέπει να το βγάλω από τη φωτιά [20, 130].

χουντρόγαλου, του πρώτο γάλα της νεογέννητης προβατίνας που είναι πολύ παχύ [26, 72].

χουντρουκούδ’να, τα μεγάλα σε βάρος κουδούνια [26, 55].

χουντρουκουπάνι, του 1. χοντροκαμωμένος. 2. άξεστος.

χουρ’σιά, η χώρισμα, ομάδα, δόση [20, 45].

χουραφιάρα, η (μτφ.) περπατημένη γυναίκα, απελευθερωμένη.

χουρδή, η πλεγμένα έντερα για το κοκορέτσι [17, 340].

χουρδιά, τα [25β, 235], βλ. χουρδή.

χουριατεύου εγκαταλείπω την ποιμενική ζωή και γίνομαι μόνιμος κάτοικος σε χωριό: τα πρόβατα τα βλάχικα τα πήραν στα χοχλόζια, κι οι δόλιοι οι βλάχοι ν-έμειναν μι χέρια σταυρουμένα κι πήγαν κι χουριάτιψαν μι μάτια δακρυσμένα [15α, 110].

χουριάτις, οι κάτοικοι των χωριών μη Σαρακατσιαναίοι.

χουρνάου αρχίζει να με παίρνει ο ύπνος και κάνω χουρ-χουρ.

χουρουμπλίζου πηδάω, χορεύω και χτυπώ τα πόδια μου στο πάτωμα ή στα κρεβάτια δημιουργώντας φασαρία: ούλη τ’ μέρα τα παλιόπιδα χουρουμπλίζουν κι θα ρίξουν του κουνάκι.

χουρουστάσι, του ξέφωτο στο οποίο πιστεύουμε ότι μαζεύονται οι νεράιδες και χορεύουν.

χουρταρόκιρους, ου βροχερός και γλυκός καιρός (μισή μέρα βροχή και μισή ήλιος).

χουρτασίλα, η κορεσμός.

χουσιά, η 1. προδοσία. 2. ενέδρα, καρ­τέρι.

χουσιάδα, η ένοπλη περίπολος σε αποστολή: σαν τούτη φιτινή χρουνιά, πουτέ να μη ματά ’ρθει που πέσαν χιόνια γλήγουρα κι φύγαν οι χουσιάδις, κι βήκα κλέφτις σταϊ βουνα [21β, 206].

χουσμέτι, του μικροδουλειές του σπιτιού: σι χάλιψι η ν’νας για χουσμέτι [16, 83].

χουσμικιάρ’ς, ου υπηρέτης: κι αν δε με θέλει για γαμπρό, πες της για χουσμικιάρη [3α, 95].

χούφτα, η λαβή από το σπαθί.

χουχλάζει του νιρό κοχλάζει, βράζει.

χουχλάκα, η πέτρινη πλάκα λεπτή και πλατιά [12β, 199].

χουχουλάου θερμαίνω κάτι με την εκπνοή του αέρα [23α, τ. 4ο, 31].

χουχουτάου ενθαρρύνω με δυνατές φωνές τα σκυλιά ή φωνάζω δυνατά για να φύγουν τα σκυλιά, φωνάζω δυνατά για εκφοβισμό: κι ου Γιώργους εχουχούτισι κι πήρι του ντουφέκι [4, έτος 9ο, 31].

χόχλους, ου κοχλασμός, βράσιμο νερού.

χράδια, τα ρίγες από τα υφαντά.

χρεία, η αποχωρητήριο [17, 340].

χρίζου επιχρίω επιφάνεια.

χρίνα γίγκα λέρωσα, είμαι λερωμένος.

χριουστής, ου αυτός που χρωστάει, χρεωμένος.

Χριστόημιρα, τα χρονιάρες μέρες που αρχίζουν με τα Χριστούγεννα και τελειώνουν με τα Φώτα [20, 46)

χριστόκ’λουρα, η κουλούρα που φτιάνουμε τα Χριστούγεννα και την κεντούμε περίτεχνα [26, 349].

χριστόψουμου, του, βλ.χριστό­κ’λου­ρα.

χρουνιάρ’κους, -η, -ου αυτός που είναι ενός έτους.

χρυσικός, ου χρυσοχόος: για να τα πάου στου χρυσικό, να φκιάσου κούπα κι σταυρό, σταυρό κι δαχτυλίδι [21β, 256].

χρυσουγάιτανου, του (μτφ.) όμορφο (χρυσό) γαϊτάνι: κι αυτό του χρυσουγάιτανου το ’πλιξα στα μαλλιά μου.

χρυσουχόρταρου, του χόρτο σε βαλτώδη μέρη.

χρυσόφλουρου, του χρυσό φλουρί.

Χτε εχθές.

χτένι, του εξάρτημα του αργαλειού μέσα από το οποίο περνάει το διασίδι.

χτικιάρ’ς, ου αυτός που έχει χτικιό, αρρωστιάρης.

χτικιό, του 1. φυματίωση. 2. μαρασμός.

χτινάδις, οι πλανόδιοι τεχνίτες που πουλάνε εξαρτήματα του αργαλειού και κυρίως χτένια [26, 149].

χτινουλόους, ου σακούλι που βάνουμε τα χτένια.

χύνει η καρδιά έχω διάρροια [27, 399].

χύνουμι ορμάω: χύθ’καν τα σκ’λιά να τουν φάν’.

χύρουμα, του όγκος από χώματα που παρέχει προστασία.

χύση, η διάρροια.

χώνιψι η πρατίνα δεν την αρμέξαμε στην ώρα της και δεν έχει το γάλα που θα έπρεπε.

χώρα, η πόλη: ν-ιδώ σι τούτη γειτουνιά κι στη μιγάλη χώρα κάπ’ αϊγαπού κι ’γω μια νια [3α, 148].


ψ’χή, η καρδιά.

ψαθί, του το φυτό τύφη η πλατύφυλλος που το χρησιμοποιούμε για σάλλωμα στις βοηθητικές κυρίως εγκαταστάσεις τους [2]. βάνει του νηρό κάτ’ απ’ του ψαθί ( μτφ.) βάζει διαβολές, κάνει ραδιουργίες.

ψαθούλα, η διακοσμητικό θέμα στην τέχνη (λευκό ακροκέντημα συνήθως στο τέλος της φούστας) [27, 372].

ψαλίδα, η 1. βλ. ψίδι. 2. πολύποδο ζώο, σαρανταποδαρούσα.

ψαλίδι (μτφ.) ίδιο ύψος, ίδια ηλικία, ίση αξία: στου χουρό ούλα τα πιδιά ήταν ιένα ψαλίδι.

ψαλιδουτό, του είδος από διασίδι.

ψάνα, η στάχυ [27, 441].

ψαρής, ου άλογο με ασπρόμαυρο τρίχωμα.

ψαριά, η γίδα που έχει στο τρίχωμά της κοκκινωπές τρίχες ανακατωμένες με άσπρες [23α, τ.4ο, 24].

ψαρόπ’τα, η πίτα που οφείλει το όνομά της όχι γιατί γίνεται με ψάρια, αλλά γιατί η τοποθέτηση των επί μέρους κομματιών της μέσα στο ταψί έχει τη μορφή ψαριών [12α, 169].

ψαχνουρουτάου ψάχνω και ρωτάω, ρωτάω με επιμονή, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον: κουντουκρατού του φάρου μου κι τουν ψαχνουρουτάου [21β, 133].

ψένει τα φίδια (μτφ.) κάνει πολύ κρύο: απόψι ψένει τα φίδια.

ψένιτι του τυρί ωριμάζει [20, 134]

ψευτουζού ζω με στερήσεις.

ψευτουζουή 1. ζωή με στερήσεις. 2. ζωή που κάποτε τελειώνει και δεν είναι αιώνια.

ψηλουθείτι υψωθείτε: βουνά μ’, για χαμηλώσιτι, κάμποι για ψηλουθείτι.

ψήλουμα, του βουνό.

ψηφιρά, τα υφάσματα που είναι κεντημένα με λεπτότητα και χάρη.

ψια (επίρρ.) λίγο.

ψίδι, του κομμάτι από αργασμένο πετσί που το βάνουμε στο στεφάνι για να κρεμάμε τα κουδούνια ή μικρό κομμάτι από δέρμα με το οποίο μπαλώνουμε ή επιδιορθώνουμε τα φθαρμένα τμήματα από τα παπούτσια [12β, 199].

ψίκι, του συμπεθεριακό [27, 441]: ώσπου ν’αλλάξουν του γαμπρό, να συνταχτεί του ψίκι, για πάρτι μι χουρέψτι μι κι πέστι μου τραγούδια [3α, 147].

ψιλά τραγούδια τραγούδια με οξείς ήχους, όμορφα τραγούδια κυρίως από γυναικείες φωνές: κι από τουν κρότου τουν πουλύ κι τα ψιλά τραγούδια ν-ου κόπανους ραΐστηκι κι η πλάκα της τσακιότι.

ψιλουκούδ’να, τα κουδούνια που βγάζουν λεπτό ήχο [26, 125].

ψιλουκουσκινού, η (μτφ.) γυναίκα που στενοχωριέται για όλα τα πράγματα, αυτή που δίνει σημασία και στα ασήμαντα πράγματα [22, 128].

ψιλουτραγουδάου σιγοτραγουδώ.

ψιλουφκιασμένους, -η, -ου αυτός που είναι φτιαγμένος με λεπτή δουλειά.

ψιφτιά, η το φαρμακευτικό φυτό Αρτεμισία το αψίνθιον. Το χρησιμοποιούμε κατά της ελονοσίας και του κοκκύτη [2].

ψίχα (επίρρ.) πολύ λίγο: για μιριόστι τα νια ψίχα, να διαβεί ου γαμπρός κι η νύφη [21β, 312].

ψουμόλ’σα πειναλέος, νηστικός [12β, 199].

ψουμότσιουλου, του τσιόλι με το οποίο σκεπάζουμε το ψωμί.

ψουμουκρέβατου, του κρεβάτι (ράφι) για το ψωμί [26, 306].

ψουμουτρουβάς, ου τροβάς για ψωμί.

ψουρίλια, τα είδος από άγρια λαχανικά.

ψουφίμι, του 1. ψόφιο. 2. αδύνατο.

ψουφόμαλλα, τα μαλλιά που τα παίρνουμε από τα ψόφια πρόβατα [20, 66).

ψυχουγιός, ου πρωτοπαλλήκαρο του καπετάνιου.

ψυχούδια, τα μικρά ψωμάκια που τα μοιράζουμε στα μικρά παιδιά σε μνημόσυνο μικρού παιδιού.

ψυχουμαχού ξεψυχώ.

Ψ’χαλίζου τα μάτια

ψ’χουκόκκαλα, τα νόθες πλευρές του στήθους.

ψχανιάζου αφήνω για λίγο τα πέτρα (φύλλα) από την πίτα κουπωμένα με τη γάστρα πυρωμένη για να ξεροψηθούνε [13, 26].


ώρα, η το ρολόι [27, 441].

ωρέ κάλεσμα ανθρώπου, ακόμα και μέρος μιας προσφώνησης [25α, 208]


ΠΗΓΗ:http://http://sarakatsanoi.blogspot 

Σαρακατσιάνικη Λαλιά, Θεόδωρος Μ. Γιαννακός

http://sw7jlc.blogspo