Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΚΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΞΙΝΟΝΕΡΙΟΥ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ♥

Μορφωτικός Σύλλογος Ξυνονερίου: Πρόκειται για φωτογραφία του Νικολάου Ανυφαντή, δάσκαλου, με ιδιόχειρη σημείωσή του, πιθανώς του έτους 1953

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ-ΤΣΙΩΝΑ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΚΟΥ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΙΣ 28-12-2013 ΣΕ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΔΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΚΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΚΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΞΙΝΟΝΕΡΙΟΥ

"Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου
για βγάτε για να μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται.
Γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα,
το μέλι τρών’ οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες
και τα καλά θυμιάματα τα παν στις εκκλησίες…….."


Έτσι έλεγε η γιαγιά η Φιλίππαινα στο χωριό Ξινονέρι, να σας λέω τα κάλαντα τέτοιες μέρες. 

"Καλήν εσπέραν άρχοντες αν είναι ο ορισμός σας,
Χριστός γεννάται σήμερον εν βηθλεέμ τη πόλη"
έλεγε ο δάσκαλός μου στην Καρδίτσα.
Και τα βράδια που ζητούσαμε ένα παραμύθι άρχιζε:
"Κι απ’ λέτε μνια βουλά κι έναν γκιρό ήταν ένας βασιλιάς. Αλλ’ αυτές τις μέρες ήταν ο κουτσός με τη μαγκούρα με τα παγανά"
Που τ’ ακούγαμε στα κεραμίδια κι έπρεπε να κάνουμε ησυχία για να ρωτήσει η γιαγιά:
"ποιος είναι εκεί π’λάκι μ’ στα κεραμίδια;
H παράωρος ή Καλικάντζαρος!! παράουρα παράουρα...."

Την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων τρώγαμε τη γουρ’νάδα του παππού, τη δεύτερη παιζόταν το απίστευτο, για εμάς τα παιδιά, έργο της γουρ’νοχαράς, τρομακτικό στην αρχή και στο τέλος πεντανόστιμο με την τσιγαρίδα πρώτο μεζέ απ’ το καζάνι. Και τ’ αϊ-Βασλιού, η γιαγιά είχε για όλους εμάς, μικρούς και μεγάλους, ονοματισμένη την αυγοκ’λούρα μας, για να βασ’λέψουμε. Κι έτσι ,με καλούδια και χαρές, και με χαϊμαλί τo τρίγωνο απαραίτητα στον κόρφο για το μάτιασμα, ξεκινούσε η νέα χρονιά!! Και κυλούσε η ζωή των παιδικών μας χρόνων...

Αλλά ας πάμε να δούμε πότε πρωτοεμφανίστηκε το μικρό όμορφο χωριό μας, στο βιβλίο της ζωής. Ένα είναι βέβαιο, ότι η περιοχή μας κατοικείται από τους μυκηναϊκούς χρόνους (1600-1100 π.Χ.). Αυτό δείχνει η ύπαρξη του θολωτού μυκηναϊκού τάφου, ο οποίος κατά τους αρχαιολόγους, δεν ταυτίζεται με την αρχαία ζωή της γειτονικής Μητρόπολης. Γιατί εκεί έχουμε ευρήματα των 4ου και κυρίως 3ου και 2ου π.Χ. αιώνων. Γεγονός είναι ότι, το Ξινονέρι βρίσκεται ανάμεσα στην αρχαία Μητρόπολη και στην αρχαία Καλλίθηρα (Σέκλιζα), με μικρή απόσταση μεταξύ τους. Στην είσοδο του τάφου, κατά τους αρχαιολόγους πάντα, υπήρχε "ιερό λατρείας των προγόνων", που σημαίνει και μεταγενέστερη της κατασκευής του χρήση. Η ευρύτερη περιοχή ονομαζόταν Θεσσαλιώτιδα, μετά την εκτόπιση των Αιολοβοιωτών προς τη Βοιωτία. Η Μητρόπολη εμφανίζεται τον 4ο αιώνα βλ. Θεσσαλικό ημερολόγιο τόμος 7 σελ. 80. Mαρτυρίες ζωής, στη ρωμαϊκή, στη βυζαντινή και στην ελληνιστική εποχή, υπάρχουν για την ευρύτερη περιοχή, οι οποίες μεταξύ άλλων είναι:

  • Επί Φιλίππου του Ε΄ (221-179 π.Χ) έκοβε δικά της χάλκινα νομίσματα με την άδεια του Φιλίππου Ε΄.
  • Το 50 μ.Χ. έχουμε το πέρασμα του Αποστόλου Παύλου και του ισαπόστολου Ηρωδίονα να κηρύττει το Χριστιανισμό στην περιοχή (αυτό δεν είναι απολύτως τεκμηριωμένο).
  •  Το 325 μ.Χ., ο επίσκοπος Μάρκος, της επισκοπής, της διπλανής πόλης Μητρόπολης (μία από τις 17 επισκοπές που είχε η Θεσσαλία), συμμετέχει στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο ,της Νίκαιας της Μ.Ασίας Η ύπαρξη της Επισκοπής αυτής που φαίνεται και έως τον 7ο  μ.Χ. αιώνα, δηλώνει την παρουσία πολύ κόσμου στην περιοχή.
  • το 525 μ.Χ. ο Ιουστινιανός, ασχολείται με τα τείχη της αρχαίας Μητρόπολης και έκτοτε χάνονται τα ίχνη της.  
  • Το 1662 στο βιβλίο του Καμπουρίδη «Η Νεότερη Ελλάδα μέσα από αρχειακές και Οθωμανικές πηγές»(στοιχ.1) καταγράφεται στην περιοχή η ύπαρξη μικρού κτηνοτροφικού οικισμού με το όνομα Πιρός (Biros ή KucukPortic)που ανήκε από  την περίοδο εκείνη στην επικράτεια της επαρχίας του Φαναρίου και όχι των Αγράφων. Ο οικισμός αυτός προσδιορίζεται σε ανεξάρτητη θέση από το σημερινό χωριό σε μικρή απόσταση βορειοδυτικά αυτού. Το 1662 το Πιρός είχε 10 εστίες.
  •  Το 1663 το Πιρός και ο οικισμός (Ipsarluca) ερημώθηκαν και δοθηκαν  στον HasanCavus από τον οποίο πιθανότατα  προσέλαβαν  τα ονόματά τους μετέπειτα  η Κρύα βρύση (Hasan) και το Γεωργικό (Cavus).
  • To 1665 το Πιρός είχε 26 εστίες εκ των οποίων οι 16 ήταν έρημες.
  • Το 1666 το Πιρός είχε 8 εστίες
  • Και το 1676 το Πιρός είχε 10 εστίες.
  • Πλήρωνε κεφαλικό φόρο (χαράτσι) και η αναλογία των κατοίκων ήταν 3 χριστιανοί και 1 Μουσουλμάνος.
  • Κατά τον μελετητή  Καλοκαιρινό, ονομάσθηκε Πιρός (εκ του Πέρο= Αχλαδέα αχράς) επειδή ήταν αχλαδότοπος η περιοχή
  • Παράλληλα με την πορεία του παλαιού Πιροσίου και σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά αυτού το 1666 την πρώτη Μαρτίου περιήλθε στην δικαιοδοσία του Τούρκου τιμαριούχου Ζουλφικάρ η έκταση του σημερινού χωριού δηλαδή σε άλλη θέση ξέχωρη δηλ. του παλιού υπό ερήμωση οικισμού Πιροσίου. Εκεί οργανώθηκε καινούργιος γεωργοκτηνοτροφικός οικισμός και έλαβε το όνομά του τιμαριούχου Ζουλφικάρ, με τη μορφή Ζουλευκάρι.
  • Κατά τον Καλοκαιρινό επίσης΄΄ το χωρίον άλλοτε  είχε μέγα δάσος και το 1854 η επισκήψασα πανώλη επήνεγκε πανωλεθρίαν εις τους κατοίκους. Το εν λόγω ζευγηλατείον στερείται ποταμού, έχει δε μίαν μόνον πηγήν εξ ης αρδεύονται οι κατοικοι" (Ακόμη και σε πρόσφατα χρόνια έγινε προσπάθεια κατά τον Ιωάννη Βασιλάκο για οπωρώνα με αχλαδιές) και βέβαια το δάσος και η πηγή υπάρχουν ακόμα.
  • Υπήρχε και μετά τον HasanCavus  ένας τσαούσης μόνο (λοχίας) στο Γεωργικό για τον έλεγχο και των 3 χωριών.
  • Η ανάπτυξη των 3 χωριών αυτών δεν συμπίπτει μόνο χρονικά κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, αλλά βλέπουμε και τον ίδιο ακριβώς τρόπο ανάπτυξης των οικισμών τους και κοινή την ιστορική πορεία τους.
  •  Βρίσκουμε λοιπόν ότι και τα 3 χωριά ήταν καθαρά τσιφλικοχώρια με τις σαρτάρες (σαλτάρες), με το κονάκι (χαρακτηριστικό των Οθωμανικών τσιφλικιών των καραγκουνοχωρίων). Δηλαδή γύρω πάντα από ένα κενό χώρο το «μεσοχώρι» (τις μετέπεισα πλατείες των χωριών) με το κονάκι του μπέη σε κεντρικό σημείο, διατάσσονταν μακρόστενες κατασκευές ως πλευρές κάποιου σχήματος τετραγώνου ή τριγώνου (πυροστιάς) ή και ημικυκλικού, οι λεγόμενες από τους Κραγκούνηδες «σαρτάρες». Αυτές αποτελούνταν από ισόγεια πλινθόκτιστα μικρά σπίτια, ενωμένα μεταξύ τους ανάλογα με το μέγεθος της μεγάλης οικογένειας ή και του τσιφλικιού. Σ’ αυτές τις «σαρτάτες» εγκαθίσταντο όλες οι πρώτες οικογένειες των χωριών αυτών. Η κάθε μονάδα της σαρτάρας ήταν μονόχωρη ή δίχωρη, είχε μπροστά το σοφά, που ήταν χώρος καλοκαιρινής διαβίωσης της οικογένειας  και πίσω τους βοηθητικούς χώρους. Αυτές οι οικοδομές αρχικά γίνονταν με διοικητική απόφαση στέγασης από τους Τούρκους μπέηδες και γενικώς από τους τσιφλικάδες για τους κολίγους, τους Καραγκούνηδες. Στη μια άκρη της σαρτάρας υπήρχε πάντα το κονάκι του μπέη, το μοναδικό δίπατο σπίτι. (στοιχ. σαρτάρας 7).
  •  Το γεγονός ότι στη συνέχεια υπάρχουν ανάμεσα στα πλίθινα σπίτια του Ξινονερίου και κάποια πέτρινα σπίτια, αυτό, οφείλεται στο ότι κοντά στο χωριό υπήρχαν λατομεία πέτρας μέχρι πρόσφατα.
  • Βρίσκουμε και στα 3 χωριά τα ίδια αγροτικά εργαλεία και κυρίως τον αραμπά (βαλάμαξο) με τα βόδια και τα βάλια (βουβάλια) (στοιχ. 8). (Ο Ευαγγέλης ,
  • Οι προφορικές μαρτυρίες λένε, ότι οι σχέσεις των 3 χωριών ήταν πάντα φιλικές. Οι Ζουλευκαρ’νοί, ήταν πολύ πιο δεμένοι με  τους Τσαουσιώτες και τους Κρυοβρυσιώτες, παρά με τους Αγιοργίτες.
  • Το Ξινονέρι, κατ’ αρχάς, ήταν πολύ πιο κοντά, λιγότερο από 1 χλμ από το καθένα χωριό, δηλαδή Γεωργικό και Κρύα Βρύση, ενώ προς τον Άγιο Γεώργιο είχε και ανηφόρα και "δεν είχαν γύρισμα "προς τα εκεί, για να πάνε προς μεγαλύτερο χωριό ή αστικό κέντρο. Ενώ για να πάνε στο χωριό Μητρόπολη που ήταν κεφαλοχώρι οι κάτοικοι του χωριού μας αναγκαστικά περνούσαν από το Γεωργικό-Τσαούσι και για να πάνε στην Καρδίτσα περνούσαν αναγκαστικά από το χωριό Κρύα Βρύση.
  • Ο ισχυρισμός ότι είχαν επαφές με τους κατοίκους του Αγίου Γεωργίου περισσότερο δεν ισχύει, διότι παλιά ο Άγιος Γεώργιος ήταν πολύ ψηλότερα, 5 χλμ και ανηφόρα (με τα πόδια αντιλαμβάνεστε τη διαφορά), από τη σημερινή θέση του χωριού, δηλαδή στη θέση ''Παλιαγιώργη.''
  • Σε ό,τι αφορά τη θέση του  παλιού χωριού στο «Ξινονέρι», ενώ οι σημερινοί κάτοικοι πιστεύουν ότι ήταν στη θέση  ''Παλιοκκλησιά'' δίπλα σχεδόν στο σημερινό χωριό. Γι’ αυτό δεν βρήκαμε κάποια γραπτή μαρτυρία. Σίγουρα όμως υπήρχε εκεί, κάποια κατοίκηση.
  • Το 1882 υπήρχε κοινό μητρώο αρρένων (στοιχ. 9, 10 ) με την Κρύα Βρύση και το Γεωργικό.
  • Στο Ξινονέρι υπάρχει ακόμα και τώρα, κοινό μνημείο πεσόντων. (στοιχ. 11).
  • Εκτός όμως από όλα αυτά, όλοι οι μέχρι τώρα μελετητές της λαογραφίας και της ιστορίας της περιοχής, το χωριό Ξινονέρι το κατατάσσουν πάντα στα καραγκουνοχώρια.
  • Έτσι το βρίσκουμε στον χάρτη του καταξιωμένου  Καρδιτσιώτη  επιστήμονα και Καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων της έδρας της λαογραφίας  Κωσταντίνου Δ. Τσαγγαλά, ο οποίος  στην εξαιρετική διατριβή του για την καραγκούνικη  φορεσιά κατατάσσει το Ξινονέρι σαφέστατα στα καραγκουνοχώρια και όπως ο ίδιος λέει στον πρόλογο του βιβλίου του, '' η έρευνα έγινε το 1962 έως το 1979,  η δαπάνη για την έκδοση του βιβλίου ανέλαβε ο ΕΟΜΜΕΧ, και η έρευνα στηρίχθηκε στην καταγραφή, προσφεύγοντας όμως και στις γνώσεις των γραμματέων των κοινοτήτων. Επίσης αναφέρεται ότι έγινε επιτόπια έρευνα, μέσω των συνεργατών του, μεταξύ των οποίων αναφέρονται ο Δημήτρης Πέτσας από Καρδίτσα, και η κ. Μαίρη Θεολόγη, την οποια προσωπικά θεωρούμε ως την σπουδαιότερη ντόπια θεματοφύλακα της παράδοσης, και κυρίως της καραγκούνικης.
  • Το βρίσκουμε επίσης χρόνια αργότερα ως καραγκουνοχώρι στο σχετικό χάρτη του βιβλίου του Γεωργίου Β. Καββαδία, «Καραγκούνηδες» του 1980. (στοιχ. 13).
  • Το  βρήκαμε ως καραγκουνοχώρι και στη μελέτη ''του κύκλου των χωριών της Καρδίτσας'' και από το σεβαστό μελετητή, λαογράφο και γνώστη, της όλης περιοχής, δικηγόρο κ. Θωμά Στυλόπουλο.
  • Ο σοβαρός και εξιδεικευμένος λαογράφος μελετητής Σωτήρης Ρουσιάκης το συμπεριλαμβάνει σαφέστατα στα Καραγκούνικα χωριά στην ανακοίνωση που έκανε στο πρώτο συνέδριο της Καραγκούνικης Αμφικτιονίας το 2009.
  • Ο Δήμος το κατατάσσει στα επίσημα στοιχεία της έγκριτης ιστοσελίδας του Δήμου, στα πεδινά του χωριά με το Γεωργικό, την Κρύα Βρύση, τη Μητρόπολη κ. α. (υψόμετρο Ξινονερίου 149 μέτρα, υψόμετρο Καρδίτσας 120 μέτρα) σε αντίθεση με τον Αγιο Γεώργιο και την Πορτίτσα που τους ονομάζει ημιορεινούς οικισμούς.
  • Κοινά κτήματα υπάρχουν στους κατοίκους και των 3 χωριών.
  • Πάρα πολλές συγγένειες οικογενειών κυρίως επιγαμίες μεταξύ κατοίκων Ξινονερίου,  Γεωργικού  και Κρύας Βρύσης.
  • Από τα μητρώα αρρένων του 1882 και από τη γνώμη των 2 σεβαστών δασκάλων και αγαπημένων παππούδων μου Ιωάννη Γρηγορίου Βασιλάκου και Λάμπρου Βασιλάκου, που ευτυχώς έγραψαν για το χωριό μας τα πολύ ενδιαφέροντα και συγκινητικά βιβλία τους, ως καταθέσεις ψυχής, καρδιάς και μνήμης για το αγαπημένο τους ΞΙΝΟΝΕΡΙ. Από αυτά προκύπτει ότι πράγματι περίπου μία γενιά πριν, γύρω στα 1821, το Ξινονέρι κατοικήθηκε από τις οικογένειες των δικών μας προπατόρων. (στοιχ. 10).
  • Είμαστε κάτοικοι γηγενείς, όπως όλοι οι Καραγκούνηδες της πεδινής Θεσσαλίας και σίγουρα δεν κατεβήκαμε όλοι από τα Άγραφα, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, διότι πέραν όλων των άλλων, οι ελεύθεροι Αγραφιώτες, δεν κατέβαιναν ομαδικά στα τούρκικα τσιφλίκια για μόνιμη εγκατάσταση. Κάποιες οικογένειες βέβαια, πράγματι κατέβηκαν, από ορεινές περιοχές και στο χωριό μας, όπως και άτομα από επιγαμίες, οι οποίοι όμως,  έμπαιναν στο οικονομικό μοντέλο του χωριού. Εκτός από κάποιους που κατέβηκαν για τζιομπαναραίοι (Χουσμικιαραίοι και συνέχιζαν δηλαδή να ασχολούνται μόνο με κοπάδια ζώων όπως και στην ορεινή πατρίδα τους).
  • Το Ξινονέρι βέβαια, είναι στο όριο της γεωγραφικής έκτασης των   καραγκούνικων χωριών. Δίπλα του ακριβώς υπήρχε πέρασμα των Σαρακατσαναίων, από τα Φάρσαλα στα Άγραφα, οι οποίοι έστηναν  τα κονάκια στην τοποθεσία Ράχες μεταξύ Πορτίτσας και Ξινονερίου. Έτσι είχαν αναπτυχθεί γνωριμίες, σχέσεις  κι εξοικείωση με πολλές από αυτές τις οικογένειες, όπως την οικογένεια Μπασαγιάννη Ιωάννη, Παλιοβάιου Κωνσταντίνου, Κατσιούλη Αναστασίου και Νικολάου που ήταν νομάδες του Βελέσε Παζάρι (Βλαχοβέλεσου), όπως θυμούνται οι  γεροντότεροι του χωριού. Από τις σχέσεις αυτές, αποκτήσαμε πολλές νύφες από εκείνα τα χρόνια, ''σιαπανίσιες,'' γιατί Σαρακατσαναίους είχαν το Παλιούρι, Βελέσι (Δαφνοσπηλιά) Τιτάϊ (Λαμπερό), Νεοχώρι Ραχούλα κ.λ.π. Γυναίκες πλέον εδώ και 3 γενεές «Ζουλευκαρνές», οι οποίες, αν και κράτησαν στο ακέραιο τις ιδιαιτερότητες της καταγωγής τους, ως προς την ενδυμασία. Κατά τα άλλα ενσωματώθηκαν αρμονικά και έζησαν εντελώς αγαπημένα με τις άλλες που ήταν Καραγκούνες. Ενδεχομένως, κάποια έθιμα που έφεραν,  διαφοροποίησαν σε οικογενειακό επίπεδο κυρίως κάποια άλλα έθιμα, τα οποία όμως και έτσι, διαφοροποιημένα τα συναντάμε και σε πολλά άλλα καραγκούνικα χωριά, όπως την λιτανεία των εικόνων (σίγνα) τα βρίσκουμε στα καραγκουνοχώρια Κεφαλόβρυσο και Βαλτινό. Το έθιμο των τραγουδιών με το στόμα στο πανηγύρι το βρίσκουμε στο χωριό Μητρόπολη. Τους θλυκωτούς χορούς σε πολλά καραγκουνοχώρια κ.λ.π.
  • Σε ό,τι αφορά την ενδυμασία θα δείξουμε παρακάτω, ότι σχεδόν σε όλες οι πρώτες οικογένειες του χωριού υπήρξαν μία ή δύο γενιές γυναικών που φορούσαν την πανέμορφη καραγκούνικη στολή. Εξάλλου στη λαϊκή αντίληψη είχε παγιωθεί ότι ο γνωστός τύπος της καραγκούνικης ενδυμασίας αφορά χωρικούς γεωργούς και όσοι είχαν αστικά επαγγέλματα την εγκατέλειψαν και φορούσαν το αστικοποιημένο φουστάνι.
  • Είναι βέβαιο όμως, ότι «τα έβγαλαν» σχετικά νωρίς, όπως και στα περισσότερα χωριά. Πριν τα αντικαταστήσουν με τα αστικά ευρωπαϊκά έκαναν σημαντικότατες  παραλλαγές. Η εγκατάλειψη της παραδοσιακής φορεσιάς και κυρίως της καραγκούνικης έγινε για τους γνωστούς κάτωθι λόγους:  
  • Σαν αποδοχή κατ’ αρχάς του Ευρωπαϊκού πολιτισμού από το λαό μας στο σύνολό του.
  • Σαν μεταβολή γενική του πνεύματος να περιφρονεί κάθε παλιό  δικό μας.
  • Η σύγκριση της καραγκούνικης φορεσιάς με την ευρωπαϊκή ή την απλούστευση της παραδοσιακής ήταν άνιση υπέρ των δεύτερων, διότι η καραγκούνικη στολή ήταν πανέμορφη αλλά πολύ ακριβή.
  • Έπαψε να είναι ένδειξη της οικονομικής κατάστασης και του πλούτου της οικογένειας, όπως ήταν παλαιότερα, διότι τα ατέλειωτα δύσκολα χρόνια όλων των πολέμων κυρίως, ανάγκαζαν τις όμορφες Καραγκούνες να απλοποιούν την ενδυμασία τους, με φουστάνια υφαντά ή υφασμάτινα με πολύ λιγότερο διάκοσμο.
  • Κατά το συντοπίτη λαογράφο Βαγγέλη Αγγέλη στο βιβλίο του «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΠΕΔΙΝΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΟΡΕΙΝΗΣ» από το 1900 και 1920, πολλά καμποχώρια σταμάτησαν την καραγκούνικη  φορεσιά και προτίμησαν ως πιο πρακτική τη φορεσιά της μαλλίνας, απλοποιώντας την καραγκούνικη με  φούστες, δηλαδή φουστάνια με λαγκιόλια, ή όχι, με πιέτες, σε χρώμα μπλε, καφέ, πράσινο ή κόκκινο, ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας. Συμπληρώνονταν με ζακέτες υφασμάτινες ή πλεκτές, δηλαδή  ενδυμασία που έμοιαζε περίπου με το ρουχισμό των ορεινών διαμερισμάτων, γι’ αυτό και προέκυψαν όλες αυτές οι αμφισβητήσεις σε ό,τι αφορά τις ταυτότητες κάποιων χωριών. Πάντα όμως κρατούσαν τη μαντήλα  και την ποδιά που τις συνέδεαν με την στολή τους, κυρίως ως προς τον τρόπο που έδεναν την μαντήλα «μπουρμπούλι» και «κερατσίδα» και το μακρύ μήκος της ποδιάς του, ενώ άλλα χωριά πέρασαν στον αστικό καθιερωμένο σημερινό ρουχισμό.
  • Πρώτες έβγαλαν, κατά τους μελετητές οι γυναίκες των δασκάλων, των γιατρών, των δικηγόρων και των ιερέων. Στην αρχή με αποπομπές και αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες (πολλές έμειναν ανύπαντρες ως τεμπέλες κ.λ.π.).
  • Στη συνέχεια ακολούθησε η μόρφωση ανδρών και γυναικών και έγινε πιο εύκολη η μετακίνηση, άρα και η επαφή με αστικοποιημένους πληθυσμούς.
  • Το χωριό μας ήταν πολύ κοντά στη πόλη και είχε περίπου 30 δασκάλους αλλά και άλλους επιστήμονες σε ηλικία σήμερα άνω των 76-80  χρόνων.
  • Σε ό,τι αφορά τον αυτοπροσδιορισμό των κατοίκων, η επαφή με τους απογόνους των γυναικών που θα αναφέρουμε στη συνέχεια, έδειξε ότι ήταν σαφέστατος και με υπερηφάνεια μας ανέφεραν ότι οι γιαγιάδες τους ήταν Καραγκούνες και προθυμότατα μας έφεραν ό,τι στοιχεία ήταν δυνατόν μέχρι τώρα, στο σύντομο χρονικό διάστημα της δικής μας έρευνας. Είναι βέβαιο ότι τα στοιχεία θα γίνουν πολύ περισσότερα στο μέλλον.
Οι δύο αυτές θέσεις των οικισμών Πιρός και Ζουφλικάρ ή Ζουλευκάρι ήταν ανεξάρτητες από το Μοναστηριακό Ζευγηλατείο στην τοποθεσία Παλιοκκλησιά (ναωνύμιο) 200 περίπου μέτρα Νοτίως του σημερινού οικισμού Ξινονερίου και χρονικά ανεξάρτητο από τα άλλα δύο. Το τοπωνύμιο Παλιοκκλησιά δηλώνει τη θέση όπου ήταν, αρχικά, ο ενοριακός ναός του οικισμού. Δεν γνωρίζουμε όμως ποια χρονική περίοδο υπήρχε εκεί.
Στα χρόνια του Αλή (πασά) λίγο πριν το 1800 έγινε περαιτέρω πληθυσμιακή ενδυνάμωση όλων των οικισμών της ευρύτερης περιοχής (μη εξαιρουμένου και του Ζουλευκαρίου, με κύριο στόχο να δημιουργήσει πρωτίστως γεωργικούς οικισμούς (με επίμορτους καλλιεργητές διότι αυτό ήταν πιο συμφέρον για τους Τούρκους).
Έτσι τα χωριά «Τσαούσι» και «Κρύα βρύση» τα βρίσκουμε και στη συνέχεια υπό την κυριαρχία των Ρουσσομπέηδων Αλβανών από το Λεσκοβίκι  περί το 1800 (που έφερε ο Αλή πασάς στο Ρούσσο, στοιχεία από συμβολαιογραφικά πωλητήρια του υποθηκοφυλακείου Καρδίτσας).
Επίσης κατά το μελετητή  Βούζα Ιωάννη στο βιβλίο του  «το Τσαούσι» υπάρχει ζωή στο Τσαούσι - Γεωργικό κατά το 1780 και κατά τον μελετητή Πέτσα Ιωάννη (στα απομνημονεύματά του για το χωριό Κρύα Βρύση) στα τέλη 17ου και αρχάς του 18ου οι μπέηδες φτιάχνουν στην Κρύα Βρύση τους 3 μαχαλάδες  με σαρτάρες σαν πιροστιά) (στοιχ. 2).
Το χωριό Κρύα Βρύση ήταν τσιφλίκι του Αλή πασά βλ. Δ. Κ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατία, Αθήνα 1974, σελ. 261 (α΄ έκδοση 1912).
Ο Ιωάννης Πέτσας από το χωριό Κρύα Βρύση επίσης αναφέρει στα ανωτέρω απομνημονεύματά του, ότι αρχικά η Κρύα Βρύση με το χωριό Ρούσσο, είχαν μια εκκλησία, στη θέση'' Σήμαντρα'' σε ένα λόφο, ανάμεσα στα 2 χωριά.
Επίσης το ότι ανήκε και η Κρύα Βρύση στους Ρουσσομπέηδες, το βρήκαμε και εμείς  σε μισθωτήριο του 1892 μεταξύ του ιδιοκτήτη κτημάτων της Κρύας Βρύσης, Χουσνή βέη Ρούση και τον Ευαγγέλην Ντανόπουλο, γεωργό κάτοικο Ζουλευκαρίου, ως επίμορτον καλλιεργητήν όπως αναφέρεται, περιγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια και το καθεστώς που υπήρχε τότε στις συμβάσεις αγροτικών καλλιεργειών (στοιχ. 3).
Στη συνέχεια, το κτήμα Ζουλευκαρίου περιήλθε στη Μονή Κορώνας. (Συμβούλιο πλημμελειοδικών Καρδίτσας 206/15-6-1883 όπου φαίνονται δύο φερμάνια του 1849 περί του τσιφλικίου της μονής χωρίου Ζουφλικάρι).(στοιχ.4).και βρίσκουμε ότι η Μονή το νοικιάζει έως το 1918 (στοιχείο 5)
Έτσι βλέπουμε την ανάπτυξη των τριών χωριών ως εξής:
                Κρύα Βρύση    Ξυνονέρι            Γεωργικό
               Χασάμπι                     Ζουλευκάρι                  Τσαούσι
                  Ή
               Χασάν
έτος 1881    κάτοικοι 204                 κάτοικοι 201                  κάτοικοι 199
έτος 1889    κάτοικοι 150                 κάτοικοι 274                  κάτοικοι 204
έτος 1896    κάτοικοι 165                 κάτοικοι 234                  κάτοικοι 232
έτος 1907   κάτοικοι 199                   κάτοικοι 324                 κάτοικοι 308
έτος 1920                                κάτοικοι 416
 Σε ό,τι αφορά το Ζουλευκάρι με λεπτομέρειες βλέπουμε κατά τη διαδικασία  απαλλοτρίωσης του 1920 από το Υπουργείο Γεωργίας,  αποτελούνταν από 8051 στρέμματα, μετά των εν αυτώ ξένων ιδιοκτησιών, ως και των εξωχωράφων, εν σύνολον, περιλαμβάνον το κονάκιον, αποθήκας και λοιπά παραρτήματα, ως και έναν υδρόμυλον ,ήτοι΄΄ 35 στρέμ. συνοικισμός, 2959 στρέμ.  αγροί, 4422 στρέμ.  χέρσα, 428 στρέμ. κήπο, 93 στρέμ. λιβάδι, 34 στρέμ. εξωχώραφο και 80 στρέμ.  ξένες ιδιοκτησίες. Στις 16 Μαρτίου του 1920, ήταν 114 κληρούχοι και στην πρώτη διανομή της 8 Μαϊου του 1920 έγινε η διανομή στους πρώτους 70 με γεωργικό κλήρο 48 στρέμματα (στοιχ. 6).
Για την αναζήτηση της ταυτότητας ενός τόπου, θα πρέπει να εξετάζουμε στοιχεία ιστορικά εθνολογικά και παράδοσης, όπου δεν υπάρχουν πάντα συγκεκριμένες διαφορές, όπως στην προκειμένη περίπτωση, μεταξύ των Καραγκούνηδων και των Αγραφιωτών, οι οποίοι έχουν και κοινά ήθη και έθιμα κυρίως στα χωριά των ορίων.
Η λαογραφία, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι απόλυτη επιστήμη και με την επιφύλαξη του αυτοπροσδιορισμού των κατοίκων, πιστεύουμε πως πρέπει να γίνεται μια διαρκής έρευνα και ένας διαχρονικός ζωντανός διάλογος με τους κατοίκους, (πρωτογενής έρευνα) η οποία όμως  πρέπει καταρχάς να καθοδηγείται σωστά από επιστημονικούς συνεργάτες, πάντα να ελέγχεται, να συγκρίνεται και να συνδυάζεται με τα άλλα  ιστορικά – εθνολογικά στοιχεία και γεγονότα και σίγουρα να στηρίζεται σε γραπτές προγενέστερες έρευνες και μελέτες ιστορικών και λαογράφων.
Καταθέτουμε ως άποψή μας  ότι το Ξινονέρι ήταν ένα Καραγκούνικο χωριό, ένα τυπικό χωριό της πεδινής Θεσσαλίας. Μετά την ιστορική και πρωτογενή έρευνα που κάναμε διαπιστώσαμε ότι ανήκει στον ίδια πληθυσμιακή ομάδα σ’ αυτή των Καραγκούνηδων.
Έως τώρα ασχοληθήκαμε με την έρευνα της ανάπτυξης του οικισμού του «Ξινονερίου - Ζουλευκαρίου» σε σχέση με τα διπλανά καθαρά καραγκούνικα χωριά «Τσαούσι – Γεωργικό» και «Χασάν – Κρύα Βρύση».
Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι ενώ προϋπήρχε το «Ζουλευκάρι» από τον 17ο αιώνα, κατά τον 18ο και αρχές του 19ου  αιώνα, υπάρχει μία εντελώς κοινή και παράλληλη ανάπτυξη και στα 3 χωριά. (Ζουλευκάρι-Ξινονέρι, Τσαούσι-Γεωργικό και Χασάν-Κρύα Βρύση).
Τα χωρια «Ξινονέρι», «Κρύα Βρύση»και «Γεωργικό» δεν συμπεριελήφθησαν ποτέ στο χάρτη παλαιών ορεινών δήμων των Αγράφων ούτε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας σε αντίθεση με τα χωριά Πορτίτσα, Άγιο Γεώργιο, Μπλάσδο, τα οποία γειτονεύουν άμεσα με το Ζουλευκάρι, αλλά ανήκαν πάντα στην επαρχία των Αγράφων(χάρτης σελ. 92 εγχειριδίου τοπικής ιστορίας Ν.Α. Καρδίτσας). (στοιχ.6Α).
Την περίοδο αυτή (της Τουρκοκρατίας) το Ξινονέρι με τ’άλλα δυο χωριά που αναφέραμε  ανήκαν στην επαρχία (Καζά) Φαναρίου και όχι Αγράφων.
Στη συνέχεια το 1882, υπάγονται και τα 3 χωριά, με τη Μητρόπολη και άλλα, στον πρώτο Δήμο Καρδίτσας, σε αντίθεση με τους ημιορεινούς οικισμούς, Αγ. Γεώργιο και Πορτίτσα που ανήκαν στο Δήμο Νεβρόπολης. (Υπουργείο Εσωτερικών, Πίνακες των επαρχιών Ηπείρου και Θεσσαλίας κατά την απογραφή του 1881, εν Αθήναις 1984, σελ. 33).
Σε ό,τι αφορά την προέλευση των κατοίκων του Ξινονερίου είναι βέβαιον, ότι είναι ίδιοι άνθρωποι, της ίδιας περιοχής με τα άλλα 2 χωριά, που οι Τούρκοι, μοίραζαν σε μικρότερους συνοικισμούς, για την κάλυψη των γεωργικών αναγκών και καλύτερης παραγωγής γεωργικών προϊόντων.
Αντιθέτως ο διπλανός οικισμός της ημιορεινής «Πορτίτσας», ιδρύθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, από Ηπειρώτες και στη συνέχεια κατοικήθηκε από ορεινότερους Αγραφιώτες.
Ο διπλανός ημιορεινός οικισμός «Άγιος Γεώργιος», του οποίου ο προγενέστερος οικισμός «Παληαγιώργης», σε υψόμετρο 650 μέτρων, είχε πολλούς μαχαλάδες που ο κάθε ένας ανήκε σε μία συγκεκριμένη φυλή, όπως Αρβανιτόβλαχοι, Σουλιώτες, Μανιάτες, Βλάχοι, με επτά εκκλησίες, που σώζονται μόνο τρεις (στοιχεία από την επίσημη ιστοσελίδα του Δήμου Μητρόπολης).
Αντιθέτως τα τρία χωριά, αποτελούσαν μία ολότητα, με οικισμούς του Ξινονερίου, την Κρύα Βρύση και το Γεωργικό επί Τουρκοκρατίας , τέλη 19ου αιώνα. (από τα επίσημα στοιχεία του Δήμου).
Την άποψη αυτή ενισχύουν και τα ακόλουθα στοιχεία:
Ο Βούζας  Ιωάννης στο βιβλίο του Το Τσαούσι λέει ότι, το  Τσαούσι δεν είχε εκκλησία, και για πολλά χρόνια, ο εκκλησιασμός των πιστών αυτών γινόταν στο χωριό Ζουλευκάρι, μεταφέροντας μάλιστα τους νεκρούς για ενταφιασμό με αραμπάδες, έως το 1902 που έγινε ο παλιός ναός του Αγίου Νικολάου στο Γεωργικό.
          Έτσι εξηγείται το ότι τα δύο έχουν τον ίδιο πολιούχο Άγιο Νικόλαο (όπως γίνεται πάντα           στη μετακίνηση κατοίκων ενός χωριού σε άλλη τοποθεσία).
Από στοιχεία απογραφών έχουμε τα κάτωθι:
                        Κρύα Βρύση                  Ξινονέρι               
                        ή Χασάν                     Ζουλευκάρι             
Έτος 1920    κάτοικοι 185               κάτοικοι 426 
Έτος 1928    κάτοικοι 257             κάτοικοι 475
Έτος 1940    ανεξάρτητη               κάτοικοι 640
                     Κοινότητα
Εξάλλου σήμερα έχει περάσει προ πολλού η υποτίμηση του όρου Καραγκούνης, που επικρατούσε για αρκετά χρόνια, ώστε κάποιοι τώρα να είναι πιο χαλαροί στην πληροφόρηση για την απόδοση της πραγματικότητας.
Και σήμερα, η όποια αντίδραση κάποιου στον αυτοπροσδιορισμό του ως μέλος ενός καραγκούνικου χωριού (που δεν οφείλεται σε παραπληροφόρηση ή άγνοια) τότε αυτή καθ’ αυτή η αντίδρασή του, κατά το μεγάλο  λαογράφο κ. Ντούλα, είναι απόδειξη ότι είναι Καραγκούνης, με τη νοοτροπία που αντανακλούσε τη μειονεκτική θέση του Καραγκούνη στην ευρύτερη Θεσσαλική πεδιάδα. Καιρός είναι, να είναι πλέον περήφανος σαν ο μπεσαλής, ο αγνός και γνήσιος Έλληνας Θεσσαλός καραγκούνης, έστω εκ καταγωγής, που δεν έφυγε ποτέ από τον τόπο του, και διέσωσε, παρ’ όλη την ταλαιπωρία που πέρασε, με πείσμα, πάρα πολλά στοιχεία και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, κρατώντας πάντα άσβεστον τον Ελληνισμό μέσα του.
Όπως αναφέραμε, υπήρχαν από παλιά στο χωριό πολλές «σιαπανίσιες» και δικές μου γιαγιάδες πολυαγαπημένες, όπως η γιαγιά η Αντρέινα και η γιαγιά η Βαγγέλινα, που όταν ήμουν μικρή, μου άρεσαν και μου έκαναν εντύπωση τα κουκάκια που είχαν στα μαντίλια τους, γυναίκες αγαπημένες, ικανές, έξυπνες, νοικοκυρές σβέλτες (''ξέρς τι είναι αυτές, διαόλου κάλτσα'' έλεγε η γιαγιά), που δεν φορούσαν καραγκούνικα μεν, αλλά τηρούσαν με ευλάβεια όλα τα καραγκούνικα ήθη και έθιμα, εμπλουτισμένα ίσως και συμπληρωμένα και με κάποια δικά τους, τα "διαταμένα", όπως έλεγαν όλες μαζί. Και αφού όλες μαζί ήταν αγαπημένες και θεματοφύλακες με ευλάβεια της παράδοσης για εμάς και "χωρούσαν" όλες εξίσου καλά στο χωριό, νομίζω ότι ακριβώς έτσι, εξίσου καλά, και με τον ίδιο απαιτούμενο σεβασμό, όλες μαζί Καραγκούνες και όποιες Αγραφιώτισσες πρέπει να χωράνε και στη δική μας μνήμη για πάντα.
Σημειώνουμε τα εξής:
Θεωρούσα υποχρέωσή μου στη γιαγιά μου Καλλιόπη να καταθέσω αυτή την άποψή μου για την ταυτότητα του χωριού. Όταν τη ρωτούσα, γιατί ενώ εμένα με έντυνε από τα 8 μου χρόνια καραγκούνα και καμάρωνε στην παρέλαση, εκείνη δεν φορούσε τα καραγκούνικα, μου απαντούσε με μια γλυκιά θλίψη κι ενοχή: " Τήρα, π’λάκι μ’, δεν ίμι ιγώ μόνου, ούλες ιδώ τρουϊρου, καραγκούνις ήμασταν κι καραγκούνις είμαστε, κι η Σπύραινα κι η Αναγνώσταινα κι  η  Στέφινα κι η μανιά η Στέφινα κι η  Κωτούλινα κι η Αναγνωστάρινα  κι ούλες οι άλλες, αλλά τα’ βγαλάμι, γιατί άλλαξαν οι καιροί, ήταν μαύρα χρόνια΄΄. Δεν είχαμι να ζήσουμι! Πού λιφτά για τέτοια καλά ρούχα!!!!!!" Σηματοδοτούσε έτσι, σαφέστατα, ότι ο κόσμος της και ο περίγυρός της ήταν καραγκούνικος.  Και είχε πολύ δίκιο η γιαγιά ότι καραγκούνης δεν είναι κάποιος που η γυναίκα του φορά την πανέμορφη στολή με τα φλουριά μόνον,  αλλά αυτός που ιστορικά και παραδοσιακά, ανήκει στους γηγενείς κατοίκους της πεδινής Θεσσαλίας. Βέβαια σε κάποια χωριά εγκαταστάθηκαν και κάποιες οικογένειες συγκεκριμένες όμως σαρακατσαναίων και  βλάχων, στα χειμαδιά τους συνήθως, όπως επίσης και οι πρόσφυγες, οι οποίοι όμως μετακινούνταν ομαδικά συνήθως.
Σε ό,τι αφορά στην ενδυμασία, τα βελούδινα, μετά το 1955 και τα αργαλίσια φουστάνια, οι φούστες οι απλές, οι κριμιζένιες ή οι κατσαρές, μέ η χωρίς τη φέλπα στο στήθος και τα μαντήλια – τσίπες, με δαντέλα στην άκρη, τα αποκαλούμενα τσιτσέκια, είναι ένας τύπος της παραδοσιακής ενδυμασίας. Διαμορφώθηκε εκτός από την αναγκαστική, λόγω δυσκολιών, απλοποίηση της στολής  και  από την επίδραση της ενδυμασίας των αστικών κέντρων και απαντάται στους Καραγκούνηδες, στην ενδυμασία της έφηβης ανύπαντρης στην περιοχή Σοφάδων – Παλαμά (Κωνσταντίνος Τσαγγαλάς) και φοριούνται από αστικές οικογένειες Καραγκούνηδων από τις αρχές του 1900.
Να είμαστε όλοι καλά
Σας ευχαριστώ